Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2014

Καψαλιάρη, Αθανασία. Παιδικά τραύματα: ψυχοκοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις σε περιβάλλοντα πολεμικών συγκρούσεων



Καψαλιάρη Αθανασία. Παιδικά τραύματα: ψυχοκοινωνικο-πολιτισμικές διαστάσεις σε περιβάλλοντα πολεμικών συγκρούσεων

            Όταν αναφερόμαστε στα παιδιά θύματα πολέμου είναι χρήσιμο να τα αντιληφθούμε με κάποιες συντεταγμένες που προσδιορίζουν πολιτισμικά, πολιτικά, κοινωνικά πλαίσια, και βεβαίως, την βιωμένη εμπειρία.
            Η βιωμένη εμπειρία ορίζεται με όρους συλλογικούς, της ομάδας, της κοινότητας και του μεμονωμένου ατόμου. Η βιωμένη εμπειρία αποτελεί ένα εξελισσόμενο βίωμα με διάρκεια στο χρόνο. Το τραύμα είτε με συλλογικούς είτε με ατομικούς όρους θα πρέπει να το κατανοήσουμε μέσα από μια διαρκή προ-τραυματική εμπειρία και τον εξελισσόμενο χαρακτήρα του στο χρόνο, καθώς τα τραυματικά γεγονότα επηρεάζουν και καθορίζουν τις τύχες των επερχόμενων γενεών. Ουσιαστικά πλήττεται η ανθρώπινη υπόσταση του ατόμου, η ταυτότητα του, η συλλογική ταυτότητα της ομάδας και οι πολιτισμικοί δεσμοί οι οποίοι υπήρξαν αναγκαίοι για την επιβίωση των μελών της.
            Το παιδικό ψυχικό τραύμα, με ατομικούς όρους, θα μπορούσε να οριστεί ως μια τραυματική εμπειρία, που προκλήθηκε από κάποιο συμβάν τού οποίου ο παθογόνος χαρακτήρας ήταν σε διάρκεια, ένταση, έκθεση, ανάλογος με τη βλάβη που προκλήθηκε και επηρέασε το παιδί με καθοριστικούς τρόπους, καθώς απειλήθηκε το ίδιο και η υπόσταση του. Η τραυματική εμπειρία μπορεί να προήρθε από μια σειρά γεγονότων όπως επίθεση, πένθος, φυσική κατάχρηση, συναισθηματική ή ψυχολογική κακοποίηση, διάρρηξη, σεξουαλική κακοποίηση, παραμέληση, ρατσισμός, παιδικές ασθένειες, τραυματισμοί κ.ο.κ.
            Το πεδίο μελέτης των παιδιών που διαβιούν σε περιβάλλοντα πολέμου χαρακτηρίζεται από έντονες αντιφάσεις. Αφενός τα παιδιά θύματα πολέμου έχουν συχνά όλα τα παραπάνω και αφετέρου, ενώ είναι αδύνατο τα τραύματα τους να τα αντιληφθούμε με ατομικούς όρους, συνήθως αντιμετωπίζονται με βάση αυτούς. Με αυτή τη λογική το τραύμα γίνεται αντιληπτό ως μια εμπειρία αποκλειστικά στην ατομική σφαίρα του ατόμου. Σε αυτή την λογική όμως, συνεχίζεται αδιάκοπα η παιδική θυματοποίηση και οι βαριές εγκληματικές ενέργειες εναντίον των ανηλίκων.
            Εάν ρίξουμε μια ματιά στο ίντερνετ και στα ΜΜΕ θα παρακολουθήσουμε ότι οι πιο άσχημες και δραματικές σκηνές της επικαιρότητας αναφέρονται στα παιδιά. Τα παιδιά ως πρόσφυγες, τα παιδιά ως πιόνια σε εσωτερικούς πολέμους ή διακρατικών συγκρούσεων, παιδιά ως στρατιώτες, ανήλικα σε εργασία ως σκλάβοι, παιδιά που εκπορνεύονται, παιδιά που απήχθησαν και βασανίζονται, παιδιά εγκαταλελειμμένα, παιδιά να ψάχνουν στα σκουπίδια κ.ο.κ.
            Όπως υποστηρίζει ο Ramos-Horta (1998), εάν δεχτούμε ότι υπάρχει μια αρχή που υποστηρίζει ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα αρχίζουν από τον τρόπο που η κοινωνία αντιμετωπίζει τα παιδιά της, τότε η διεθνής κοινότητα στο σύνολο της θα έπρεπε να αντιμετωπίζει σοβαρές κατηγορίες. Κατά τον Ramos-Horta, το κράτος, οι ηγέτες των κυβερνήσεων, οι φορείς χάραξης πολιτικής, ο επιχειρηματικός κόσμος, οι κατασκευαστές έμποροι όπλων κ.ο.κ, θα έπρεπε να απολογηθούν για τη βία που ασκείται στα παιδιά.
            Ο Ramos-Horta, θέτει κριτικά ερωτήματα όπως αναφορικά με τις δεκάδες χιλιάδες των παιδιών και νέων που σκοτώθηκαν στον πόλεμο Ιράν-Ιράκ τη δεκαετία του ’80; Ποιος θα πρέπει να απαντήσει για τα ακρωτηριασμένα παιδιά και νέους ή τους ανθρώπους, ανάμεσα τους παιδιά, που έχασαν τα κάτω άκρα τους στην Αγκόλα, το Αφγανιστάν, τη Μοζαμβίκη; Σε περίπτωση που ο Σαντάμ Χουσεΐν είναι ο μόνος υπεύθυνος να απαντήσει για τα χημικά που ράντισαν τα παιδιά με ιρανοκουρδική καταγωγή στην πόλη Halabja και Anfal, ποιος παρείχε τα όπλα και την τεχνολογία στο Ιράκ, καθιστώντας δυνατή την εισβολή στο Ιράν τη δεκαετία του ’80; Στη σύγκρουση Ιράν-Ιράκ, κατά Ramos-Horta, όλες οι βιομηχανικές χώρες υποστήριξαν τον Σαντάμ Χουσεΐν με το πρόσχημα ότι το Ιράκ, υπό τον Σαντάμ Χουσείν, αποτελεί μια μετριοπαθή στρατηγική προφύλαξη από την απειλή και άνοδο του ισλαμικού φονταμενταλισμού στην περιοχή. Ποιος εδραίωσε και χρησιμοποιούσε τον Mobutu Sese Seko για περισσότερα από 30 χρόνια ως ένα πιόνι του Ψυχρού Πολέμου; Οι ΗΠΑ, η Γαλλία και το Βέλγιο έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη Λαική Δημοκρατία του Κονγκό.
            Η υποστήριξη που παρέχεται από κάποια δυτικά κράτη προς τη δικτατορία της Ινδονησίας είναι μια εκ νέου υπενθύμιση των πολιτικών που έχουν υιοθετηθεί από τον Σάχη του Ιράν, τον Ferdinand Marcos των Φιλιππίνων, τον Mobutu του Κονγκό, αυτοί είναι μερικοί δεσπότες. Η αδιάκριτη παροχή όπλων, τονίζει ο Ramos-Horta, σε καθεστώτα που δεν λογοδοτούν σε κάποια εκλεγμένα όργανα είχε σοβαρές συνέπειες στο παρελθόν. Το 1982, κατά τη διάρκεια του πολέμου των Νησιών Φόλκλαντ, γαλλικά και βρετανικά όπλα συγκρούστηκαν πάνω από τον Ατλαντικό. Σοβαρά λάθη των οικονομικά ισχυρών δυτικών κρατών δεν φαίνεται να είχαν καμία επίδραση στους υπευθύνους χάραξης πολιτικής, οι οποίοι συνεχίζουν να παρέχουν όπλα σε δικτατορικά καθεστώτα. Σήμερα, πάνω από το 80% του συνόλου των εξαγωγών όπλων των ΗΠΑ πάει σε δικτάτορες. Οι ηγέτες των δυτικών χωρών που μιλούν με ρητορικό λόγο για τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι εκείνοι που κατασκεύασαν όπλα με τα οποία έχουν σκοτωθεί πάνω από 20 εκατομμύρια άνθρωποι στον αναπτυσσόμενο κόσμο από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ως τα τέλη του 20ου αιώνα [1].
Τι γίνεται με αυτά τα παιδία που αναγκάζονται να ζουν σε τέτοιες καταστάσεις; Τα παιδιά αυτά έρχονται αντιμέτωπα με μια σειρά από προκλήσεις όπως το να τρέχουν να σωθούν από εισβολή ανταρτών αντιτιθέμενων μετώπων στο Σουδάν, η λεηλασία των χωριών τους, να τρέχουν να σωθούν τη νύχτα και να γίνονται θηράματα των άγριων ζώων. Ως ανήλικοι πρόσφυγες, τα παιδιά θα αντιμετωπίσουν, συν των άλλων, την έλλειψη τροφής και καθαρού νερού, έλλειψη υγειονομικής φροντίδας, ελλιπή πρόσβαση στην εκπαίδευση κ.ο.κ.
Επιπρόσθετα, τα παιδιά χάνουν ή αποχωρίζονται αγαπημένα τους πρόσωπα, μπορεί να μείνουν τελείως μόνα με την τύχη τους να αιωρείται. Καθώς ζουν σε μια διαρκή τραυματική εμπειρία μπορεί να επηρεαστούν ψυχολογικά και σωματικά, ποικιλοτρόπως και συγχρόνως να παρουσιάσουν προβλήματα που μπορεί να επηρεάσουν την ανάπτυξη τους. Τα παιδιά αυτά ζουν σε ακραία επίπεδα βίας και εκφοβισμού καθώς ο στόχος των αντιτιθέμενων ομάδων που χρησιμοποιούν διαφόρων μορφών βίας είναι στις μέρες μας ο άμαχος πληθυσμός όπως σχολεία, νοσοκομεία και σπίτια.
Είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι ο πόλεμος δεν έχει τον ίδιο αντίκτυπο σε όλα τα παιδιά και νέους. Μια βασική συνιστώσα είναι το σημείο που θα λάβει χώρα η διαμάχη, η κοινωνική και οικονομική θέση των νέων, το φύλο, η ηλικία των παιδιών, αν υπήρξαν μάρτυρες βίαιων καταστάσεων κ.ο.κ. Υπάρχουν περιπτώσεις παιδιών που επιβίωσαν και ανέπτυξαν μια ειρηνευτική δράση στη ζωή τους.
Η έλλειψη ασφάλειας είναι άλλο ένα σημαντικό πρόβλημα. Σύμφωνα με Kendra E. Dupuy και Krijn Peters (2010), οι εκτοπισμένοι ενήλικες και παιδιά ζουν συνήθως σε καταυλισμούς οι οποίοι υπόκεινται τακτικά σε επιθέσεις από ένοπλες ομάδες. Τα παιδιά χωρίς ενήλικο συνοδό όπως και τα παιδιά που έχουν χάσει τον έναν γονέα είναι περισσότερο ευάλωτα σε τέτοιες επιθέσεις, επειδή στερούνται την φροντίδα που μόνο οι γονείς μπορούν να προσφέρουν.
Όταν η νύχτα πέφτει στην Ουγκάντα χιλιάδες άτομα, μεταξύ αυτών παιδιά και νέοι, μετακινούνται από τα χωριά στις πόλεις για να περάσουν τη νύχτα. Οι νέοι προσπαθούν να αποφύγουν τις απαγωγές και επιθέσεις του Στρατού Αντίστασης του Κυρίου (LRA), μια ομάδα ανταρτών που έχει εξαπολύσει έναν εμφύλιο πόλεμο ενάντια στην κυβέρνηση της Ουγκάντα από το 1987. Πολλοί από αυτούς έχουν απαχθεί και χρησιμοποιούνται ως σκλάβοι του σεξ, μάγειρες, αχθοφόροι, και κατάσκοποι (σ. 29, Kendra E. Dupuy και Krijn Peters, 2010).
Στις πολεμικές συγκρούσεις τα παιδιά σκοτώνονται από πυρά, εκρήξεις ναρκών, βόμβες, καθώς και, σφαγιάζονται τόσο τα ίδια όσο και οι δικοί τους. Οι εκρήξεις ναρκών εδάφους μπορεί να οδηγήσουν να χάσουν την όραση, την ακοή τους ή ένα/ή και περισσότερα άκρα τους. Αυτό μειώνει την κινητικότητά τους και επηρεάζει την ικανότητά τους να πάνε στο σχολείο και τελικά να αποκτήσουν απασχόληση, να αποκτήσουν τα απαραίτητα για την επιβίωση τους, να παντρευτούν ή να αποκτήσουν παιδιά. Ακόμα και αν οι νέοι άνθρωποι επιβιώσουν από μια έκρηξη ναρκών ξηράς, μπορεί να χρειαστούν πολλά χρόνια για να αγοράσουν προσθετικό χέρι ή πόδι, λόγω της φτώχειας και της έλλειψης επαρκούς υγειονομικής περίθαλψης. Το πρόβλημα της αναπηρίας σε πολύ φτωχές οικογένειες γιγαντώνεται καθώς επηρεάζει όλα τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας που αδυνατούν να τους βοηθήσουν κάτω από μια συγκυρία πολέμου.[2]
Τα παιδιά θύματα πολέμου φέρουν μια σημαντική ιστορική συγγένεια με τις μαζικές γενοκτονίες ανά την υφήλιο. Θα αναφερθώ συνοπτικά στη περίπτωση των Αρμενίων και των Αβορίγινων όπου οι τραυματικές εμπειρίες και τα ψυχικά τραύματα των παιδιών θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως βαρβαρότητες.
Σύμφωνα με τον Vahakn Dadrian, η γενοκτονία των παιδιών των Αρμενίων έγινε με μαζικούς θανάτους. Οι υπεύθυνοι είχαν αποφασίσει για μαζική εξαφάνιση θεωρώντας πιο οικονομικό να τελειώσει το έργο τους μαζικά. Τα παιδιά επίσης δέχτηκαν ανεξέλεγκτη σεξουαλικής φύσεως ασέλγεια. Σε τέσσερις επαρχίες το Diyarbekir, Harput, Bitlis και Aleppo έπαιρναν τα παιδιά, τα έκλειναν σε ένα κτήριο και τα καίγαν όλα μαζί. Πολλά παιδιά ήταν στην ηλικία 7-13 ετών. Το ολοκαύτωμα των Αρμενίων του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, όπως αναφέρεται από πολλούς μελετητές, δεν ήταν απλώς λόγω των θρησκευτικών διαφορών, αλλά υπήρχε ένας συνδετικό κρίκος με το επερχόμενο ολοκαύτωμα των Εβραίων και το ρόλο της συγκαλυμμένης ανοχής που κράτησαν τα δυτικά κράτη στους γενοκτόνους.[3]
Τα πρώτα δύο τρίτα του εικοστού αιώνα, σύμφωνα με την έρευνα που διεξήγαγε η Human Rights and Equal Opportunity Commission την περίοδο 1965-1997, που είχε ως σκοπό την έρευνα για τη βίαιη απομάκρυνση χιλιάδων παιδιών των Αβορίγινων και παιδιών των νησιών Torres Strait από τις μητέρες, τις οικογένειες και τις κοινότητες που διέμεναν. Επιπροσθέτως μελετήθηκαν οι ψυχοκοινωνικές συνέπειες και οι επιπτώσεις αυτής της απομάκρυνσης των παιδιών από τη χώρα που γεννήθηκαν. Η έκθεση της έρευνας, με το όνομα ‘’Bringing them home’’, κατατέθηκε στο Κοινοβούλιο της Κοινοπολιτείας στις 26 Μαΐου 1997 και ισχυρίζεται ότι η κυβέρνηση της Κοινοπολιτείας και οι κυβερνήσεις των διαφόρων πολιτειών της Αυστραλίας είναι ένοχες για το έγκλημα της γενοκτονίας. Το βασικό επιχείρημα ήταν απλό. Σύμφωνα με τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για την Πρόληψη και την Τιμωρία του Εγκλήματος της Γενοκτονίας, η οποία κυρώθηκε από την Αυστραλία το 1949, ως γενοκτονία ορίζεται η σκόπιμη καταστροφή μιας φυλετικής, θρησκευτικής, εθνικής, ή εθνοτικής ομάδας. Η σύμβαση καθιστά σαφές ότι η γενοκτονία μπορεί να διαπράττεται χωρίς να υπάρχει σκοτωμός, για παράδειγμα, με τη χρήση μεθόδων παρεμπόδισης των γεννήσεων. Αναφέρει, επίσης ρητά, η βίαιη απομάκρυνση των παιδιών από μια ομάδα στοιχειοθετεί έγκλημα γενοκτονίας. Η απομάκρυνση των παιδιών των Αβορίγινων τόσο πριν όσο και μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένα σαφές παράδειγμα πολιτισμικής γενοκτονίας. Όπως επίσης αναδεικνύει και το βάρβαρο πρόσωπο του ‘εκπολιτισμού’ ως μέσο ενός αποικιακού πλάνου.[4]
Τα παιδιά που διαβιούν σε μια παρατεταμένη και συνεχή βία και έρχονται αντιμέτωπα με ασθένειες όπως το AIDS. Επιπρόσθετα, η ανάπτυξη σε τέτοια περιβάλλοντα οδηγεί στην αποτυχία επίτευξης των φυσιολογικών αναπτυξιακών ορόσημων για το παιδί, λόγω στέρησης τροφής ή ψυχολογικών τραυμάτων ή συνδυασμός και των δύο. Επιπλέον, οι γονείς των παιδιών παρουσιάζουν μια σειρά από ψυχοκοινωνικά προβλήματα και συχνά είναι αδύνατο να βοηθήσουν τα παιδιά ή μπορεί να μην ζουν. Κάποια από αυτά τα παιδιά ζουν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, τα οποία αντί να μειώνουν την παιδική θνησιμότητα την αυξάνουν, καθώς οι περισσότεροι θάνατοι αφορούν μικρά παιδιά. Πολλές φορές τα παιδιά εξαναγκάζονται να οδηγηθούν σε εγκληματικές ενέργειες, σκοτώνοντας κάποιο συγγενή η άτομο από το χωριό τους, με αποτέλεσμα τη διακοπή κάθε προηγούμενης συνέχειας με το παρελθόν και τα αγαπημένα του πρόσωπα, όπως συνέβη στην περίπτωση της Μοζαμβίκης. Συγκεκριμένα, τα ορφανοτροφεία της Μοζαμβίκης είχαν μετατραπεί σε χώρο αναπαραγωγής της πορνείας για τα κορίτσια και τα αγόρια εύκολα οδηγούνταν σε ληστείες (Machel, 1996) [5]. .
Οι γενοκτονίες, η παιδική θυματοποίηση καθώς και άλλες μορφές βίας είναι σκόπιμο να γίνουν κατανοητές μέσα από την κατανόηση της συλλογικής ανθρώπινης ψυχοπαθολογίας. Ο Robert Manne (2004), σημειώνει ως έναν από τους βασικούς λόγους την απληστία ως κάτι περισσότερο από μια επιθυμία για υλικά αγαθά, πέρα από εκείνα που είναι αναγκαία για την επιβίωση. Η απληστία τονίζει είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υπαρξιακή δίψα για εξουσία, κυριαρχία και κύρος. Η απληστία αντικατοπτρίζει υλικές περιστάσεις, ναρκισσισμό, λαιμαργία και εμμονή στην πραγματοποίηση των στόχων.
            Μια άλλη προσέγγιση για να κατανοήσουμε τα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας είναι ο φόβος. Για να κατανοήσουμε τον κεντρικό ρόλο του φόβου και του ψυχολογικού άγχους στη γενοκτονία είναι σκόπιμο να γίνει διάκριση ανάμεσα στο ‘’θνητό τρόμο’’ και τον ‘’υπαρξιακό τρόμο’’. Ο θνητός τρόμος είναι σε μεγάλο βαθμό ‘’μια ζωώδης απάντηση’’ σε μια αντιληπτή απειλή για τη φυσική επιβίωση και ακεραιότητα. Ο υπαρξιακός τρόμος περιστρέφεται γύρω από μια αίσθηση προσωπικής ταυτότητας, το πεπρωμένο και την κοινωνική θέση. Ο άνθρωπος κατόρθωσε να υπερισχύσει στο ζωικό βασίλειο και φοβάται ότι αυτή η θέση θα του αφαιρεθεί ή ότι θα πρέπει να επιτεθεί με μεγαλύτερη σφοδρότητα για να τη διατηρήσει. Οι φόβοι επίσης μπορεί να σχετίζονται με το φόβο της δική μας εξαφάνισης και τη δυνατότητα που έχει το ανθρώπινο ον να κάνει αυτή την πρόβλεψη. Σε κάποιες άλλες μελέτες των ερευνητών, ο φόβος του θανάτου αναφέρεται ως ο πιο σημαντικός παράγοντας για τις πράξεις γενοκτονίας.[6]
            Συνοψίζοντας, είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι τα παιδικά ψυχικά τραύματα σε περιβάλλοντα πολέμου ορίζονται με βάση την ιστορική συγκυρία, η οποία είναι καθοριστική στη διαιώνιση του τραύματος. Ένα άλλο βασικό σημείο προβληματισμού είναι ο τεράστιος αριθμός των παιδιών που είναι θύματα πολέμου, την ώρα που αυξάνουν αντίστροφα οι μη κυβερνητικοί οργανισμοί, οι διεθνείς συμβάσεις και τα επιδοτούμενα πρόγραμμα εθελοντισμού για τα παιδιά. Αυτό θα μπορούσε να είναι άλλο ένα οξύμωρο σχήμα. Ή μια ακραία αντίφαση ανάμεσα στην κοινωνία του πολιτισμού και των ανθρώπινων δικαιωμάτων και την κοινωνία της ελεύθερης αγοράς.  


Βιβλιογραφία:

Dadrian, V., (2003), ‘’Children as Victims of Genocide: The Armenian case’’, Journal of Genocide Research, Vol. 3, σσ. 3, 10-12.
De Jong, J., (2002), Public Mental Health, Traumatic Stress and Human Rights Violations in Low-Income, In: ‘’Trauma, War, and Violence Public Mental Health in Socio-Cultural Context’’, επιμ. Joop de Jong, Kluwer Academic/Plenum Publishers: NewYork, Boston, Dordrecht, London, Moscow, σσ. 12-14.
Dupuy, E., and Peters, P., (2010), War and Children-A Reference Handbook, United States of America: ABC-CLIO, LLC, σσ.  21-23, 28-29, 43-44.
Jones, A., (2011), Genocide-A Comprehensive Introduction, 2nd Edition, USA και Canada: Routledge, σσ. 388-389.
Manne, R., (2004), Aboriginal Child Removal and the Question of Genocide: 1900-1940, στο: ‘’Genocide and Settler Society’’, επιμ. A. Dirk Moses, Oxford: Berghahn Books, σσ. 217-219.
Machel, G. (1996). The impact of armed conflict on children. New York: United Nations. Report submitted to General Assembly resolution 48/175.
Ramos-Horta, J., (1998), ‘’International Perspectives on Children’’, Family and Conciliation Courts Review, Vol. 36 No. 3, Sage Publications, σσ. 333-334.


[1] Ramos-Horta, J., (1998), ‘’International Perspectives on Children’’, Family and Conciliation Courts Review, Vol. 36 No. 3, Sage Publications, σσ. 333-334.
[2] Dupuy, E. και Peters, P. (2010), War and Children-A Reference Handbook, United States of America: ABC-CLIO, LLC, σσ.  21-23, 28-29, 43-44.

[3] Dadrian, V. (2003), ‘’Children as Victims of Genocide: The Armenian case’’, Journal of Genocide Research, Vol. 3, σσ. 3, 10-12.
[4] Manne, R. (2004), Aboriginal Child Removal and the Question of Genocide: 1900-1940, στο: ‘’Genocide and Settler Society’’, επιμ. A. Dirk Moses, Oxford: Berghahn Books, σσ. 217-219.

[5] De Jong, J. (2002), Public Mental Health, Traumatic Stress and Human Rights Violations in Low-Income, In: ‘’Trauma, War, and Violence Public Mental Health in Socio-Cultural Context’’, επιμ. Joop de Jong, NewYork: Kluwer Academic/Plenum Publishers, σσ. 12-14.
[6] Jones, A. (2011), Genocide-A Comprehensive Introduction, 2nd Edition, USA: Routledge, σσ. 388-389.

Γεωργόπουλος, Χριστόφορος. Κριτικές κατευθύνσεις στην εγκληματολογία



Γεωργόπουλος, Χριστόφορος. Κριτικές κατευθύνσεις στην εγκληματολογία

     Το παρόν πόνημα, μαζί με όσες δημοσιεύσεις ακολουθήσουν, εντάσσεται σε μία προσπάθεια ανάπτυξης της νέας/κριτικής/ριζοσπαστικής εγκληματολογίας. Αφετηρία του κλάδου θεωρείται το έργο των Taylor, Walton και Young (The New Criminology: For a Social Theory of Deviance, 1973), έργο που απαιτεί ριζικό αναπροσανατολισμό της εγκληματολογικής επιστήμης. Τα ρεύματα που εμφανίζονται μέχρι τότε συνοψίζονται στον όρο «συμβατική εγκληματολογία» και από πλευράς θεωρίας, σκοπών, μεθοδολογίας, τίθενται στον αντίποδα του κριτικού ρεύματος.
     Θεωρούμε πως η συμβατική εγκληματολογία έχει εκπέσει σε επιστήμη του κράτους και της καταστολής, σε όργανο αναπαραγωγής του εξουσιαστικού λόγου,  ενδυνάμωσης της κυβερνητικής ατζέντας, ισχυροποίησης των συμφερόντων της οικονομικής ελίτ. Παραμένει μονομερώς στραμμένη στην εγκληματικότητα των κατώτερων κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων και ιδίως στην μικρό-εγκληματικότητα «δρόμου» (“street crime”). Εξακολουθεί να ταυτίζει την έννοια του εγκλήματος με το “one on one crime”, εκείνο που τελείται από έναν ορατό, εξατομικευμένο δράστη σε βάρος ενός επίσης ορατού, εξατομικευμένου θύματος.
     Ενόψει των ανωτέρω, το συμβατικό ρεύμα εξετάζει το κεφαλαιώδες ζήτημα της βίας στο στενό πλαίσιο της υλικής, άμεσα ορατής και αντιληπτής εκδοχής της  (λχ ανθρωποκτονία, σωματικές βλάβες, κλοπές). Εστιάζει συνεπώς στην υποκειμενική βία, εκείνη που διαπράττεται από σαφώς προσδιορίσιμους κοινωνικούς παράγοντες, είτε πρόκειται για άτομα είτε για ομάδες. Απουσιάζει από την συζήτηση η άμεση, η συστημική βία, εκείνη που ενυπάρχει στο καπιταλιστικό σύστημα, συντηρείται και αναπαράγεται από τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που αυτό εμπεριέχει. Κλείνει τα μάτια στην ανώνυμη και απρόσωπη βία, εκείνη που δεν μπορεί να αποδοθεί σε κακές προθέσεις κακών ατόμων αλλά είναι άμεσα συνυφασμένη με την ομαλή λειτουργία του οικονομικού συστήματος, αποτελεί εγγενές χαρακτηριστικό  και όχι δυσλειτουργία του. Σε λογική συνέπεια των ανωτέρω, επιμένει να παρουσιάζει ως τρομοκρατία τις βόμβες του «αντάρτικου πόλης», τις λιγοστές επιθέσεις σε βάρος κρατικών αξιωματούχων, τον αγώνα των αδύναμων για αυτοδιάθεση. Η πολιτική που οδήγησε 8/10 οικογένειες να ζουν χωρίς θέρμανση, που επιστράτευσε συνταγματικό πραξικόπημα, επανέφερε τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, εγκαθίδρυσε εργασιακό μεσαίωνα, οδήγησε σε χιλιάδες αυτοκτονίες και προκάλεσε γενικευμένη κρίση ψυχικής υγείας παραμένει στο απυρόβλητο, και σε κάθε περίπτωση εκφεύγει της έννοιας της «τρομοκρατίας».
     Δέσμια της θετικιστικής παράδοσης, η συμβατική εγκληματολογία εξακολουθεί να λογίζει το έγκλημα ως παθολογική κατάσταση και τον εγκληματία ως πρόσωπο που διαφοροποιείται σε συγκεκριμένα, εντοπίσιμα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του από τον μη- εγκληματία. Απομακρύνοντας την επιστημονική συζήτηση από τις κοινωνικοοικονομικές δομές συμβάλλει στην δαιμονοποίηση των περιθωριοποιημένων, στην στοχοποίηση εθνικών και θρησκευτικών μειονοτήτων. Νομιμοποιεί την κατασκευή εκ των κυβερνώντων αποδιοπομπαίων τράγων- του άστεγου, του ναρκομανούς, του λαθρομετανάστη. Κατ’ επέκταση συμβάλλει στην αναπαραγωγή και ενίσχυση ρατσιστικών και ταξιστικών ιδεολογιών. Όταν η εγκληματική συμπεριφορά εμφανίζεται αιτιωδώς συνδεδεμένη με την φυλετική ταυτότητα ή την εθνική προέλευση, τότε η εφεύρεση και η επιβολή των στρατοπέδων συγκέντρωσης μεταναστών («κέντρων φιλοξενίας» κατά τον οργουελιανό καθεστωτικό λόγο)  δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση.  Εν προκειμένω, ο ρατσιστικός λόγος εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό ενισχυμένος, ώστε για πρώτη φορά σε αντιπροσωπευτική δημοκρατία δυτικού τύπου, σε ευθεία παραβίαση των θεμελιωδών αρχών της αστικής νομιμότητας, άνθρωποι επισήμως κρατούνται χωρίς να τους έχει απαγγελθεί κάποια κατηγορία, με μόνο κριτήριο (και τεκμήριο ενοχής) το χρώμα του δέρματος ή την εθνική ταυτότητα.
     Η κυριαρχία του συμβατικού ρεύματος συνεπάγεται πως στην συλλογική συνείδηση εγκληματίας σημαίνει ανθρωποκτόνος, ληστής, διαρρήκτης, κλέφτης. Το ενδιαφέρον των συμβατικών εγκληματολόγων μονοπωλείται από εγκλήματα βίας και εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, όπως αυτά στενά ορίζονται και ερμηνεύονται από τις διατάξεις του δογματικού ποινικού δικαίου. Αναπόφευκτα, ποιοτικά και ποσοτικά επιβλαβέστερες πράξεις, είτε υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται, και πάντως εκφεύγουν της «εγκληματικής» ετικέτας.
     Όποιος συντάσσεται με τις παραπάνω θέσεις θα βρει τις απόψεις μας εξτρεμιστικές, ακραίες, αιρετικές. Θα απαντήσουμε πως οι έννοιες του «ακραίου» και του «μετριοπαθούς» καθορίζονται από όποιον έχει την δύναμη να ελέγξει την γνώση και να θέσει τα όρια της ατζέντας. Στον κόσμο της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης, όπου αδίστακτοι τεχνοκράτες- διευθυντικά στελέχη πολυεθνικών χαρακτηρίζουν εξτρεμιστική την θέση ΜΚΟ ότι το νερό πρέπει να παραμείνει δημόσιο αγαθό και όχι προϊόν προς εκμετάλλευση, εμείς τασσόμαστε ανεπιφύλακτα με το πλευρό των εξτρεμιστών.
     Σε κάθε περίπτωση, οραματιζόμαστε μία διαφορετική εγκληματολογία. Ένα πεδίο, το οποίο εκτός από τις ανθρωποκτονίες, του κατά συρροή δολοφόνους, τους ψυχωτικούς και τους ψυχοπαθείς θα μιλήσει με όρους εγκλήματος για τις γενοκτονίες, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την κρατική και οικονομική τρομοκρατία, τις αυτοκτονίες και την μείωση του προσδόκιμου ζωής ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, το ξεπούλημα του δημόσιου πλούτου, την πολιτική προπαγάνδα και την χειραγώγηση από τα ΜΜΕ.
     Συντασσόμαστε με την απαίτηση του Jock Young «να επανασυνδέσουμε την εγκληματολογία με την κοινωνιολογία», ώστε να πάψει να αποτελεί την επιστήμη της καταστολής. Και συμφωνούμε με την διαπίστωση του P. Bourdieu πως «να ζητάμε από την κοινωνιολογία να φανεί χρήσιμη σε κάτι είναι πάντα ένας συγκαλυμμένος τρόπος να της ζητήσουμε να υπηρετήσει την εξουσία». Κατά την άποψη μας, επιστήμη που υπηρετεί την εξουσία παύει να είναι επιστήμη. Και όσο η σύμπτωση της ευθυγράμμισης με τον εξουσιαστικό λόγο επαναλαμβάνεται, τόσο η εγκληματολογία θα χάνει το όποιο κύρος της, τουλάχιστον για όποιον την οραματίζεται δίπλα στον άνθρωπο.
     Επιδοκιμάζουμε ανεπιφύλακτα την βασική θέση των Schwendinger πως έγκλημα είναι καθετί που παραβιάζει τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιάθεση. Θέλουμε μία εγκληματολογία που θα ταχθεί ανοιχτά ενάντια στην διάλυση της κοινωνίας, την κατάργηση των επιδομάτων, τις μειώσεις μισθών και συντάξεων, την εκποίηση του δημοσίου πλούτου, μία εγκληματολογία που θα αμφισβητήσει τις θεμελιώδεις παραδοχές του νεοφιλελεύθερου δόγματος και θα αντισταθεί στην ισοπέδωση των κοινωνικών κεκτημένων. Θέλουμε μία εγκληματολογία που δεν θα συντελεί στην κατασκευή ηθικών πανικών, ανακυκλώνοντας βίαιες επιθέσεις σε βάρος ηλικιωμένων, αλλά μία εγκληματολογία που θα προτάξει την βία που καθημερινά δέχεται η συγκεκριμένη και οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες.
     Συμπερασματικά, υπηρετούμε μία επιστήμη που δεν θα λειτουργεί ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και καταστολής, αλλά μία επιστήμη που θα αγωνιστεί για κοινωνική δικαιοσύνη, για αυτοδιάθεση και αυτοπροσδιορισμό ατόμων, μειονοτήτων, λαών. Θα αναπτύσσουμε ζητήματα «πολιτικής εγκληματολογίας», ιδίως θέματα πολιτικής βίας, τρομοκρατίας και τρομοκράτησης, κρατικής καταστολής και παραβίασης δικαιωμάτων, οικονομικού ελέγχου και νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας.
     Όσοι εκτιμούν συγγραφείς όπως οι Noam Chomsky, Edward Herman, Gore Vidal, Howard Zinn, Samir Amin, George Orwell, Michel Foucault, David Harvey, Naomi Klein, Zygmunt Bauman και Slavoi Zizek, είναι πολύ πιθανό να βρουν ενδιαφέρον στα γραφόμενά μας. Για όσους στηρίζουν την ενημέρωσή τους στον πολιτικό λόγο και την μηντιακή προπαγάνδα, όσοι αποδέχονται το νεοφιλελεύθερο δόγμα και τις κυβερνητικές εξαγγελίες, ενδείκνυται να μην παρακολουθούν τις δημοσιεύσεις του υπογράφοντος.