Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2015

Κατερίνα Καλιάρα. Νεοφιλελεύθερες πολιτικές και επισφαλής γυναικεία εργασία: Η έμφυλη διάσταση της εργασίας.




Τα ζητήματα της γυναικείας εργασίας και οι εργοδοτικές παραβάσεις σε βάρος τους δεν βρίσκονται στην αιχμή του επιστημονικού προβληματισμού στην Ελλάδα, παρά τη σφοδρότητα της εργοδοτικής εκμετάλλευσης που υφίστανται  λόγω του φύλου τους. Κατά την είσοδο τους στον εργασιακό βίο  και κατά τη διάρκεια αυτού οι γυναίκες καλούνται να αντιμετωπίσουν εδραιωμένες πεποιθήσεις, φόβους ή ασυμβίβαστες διαφορές μεταξύ των πολλαπλών κοινωνικών ρόλων που καλούνται να εκπληρώσουν. Με αυτήν την έννοια η γυναίκα καλείται να αντιμετωπίσει δυσχέρειες στους ρόλους της μέσα και έξω από την οικογένεια ειδικά μετά την εφαρμογή των μνημονίων στην Ελλάδα που επέβαλαν νέα οικονομικά δεδομένα και οδήγησαν στην συρρίκνωση του εισοδήματος από την εργασία, στην δραματική αύξηση της ανεργίας και στην κατάρρευση των δομών πρόνοιας.
Οι πολλαπλές παραβιάσεις των δικαιωμάτων που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην εργασία προκαλούν συναισθήματα στεναχώριας, ματαίωσης, λύπης, αγωνίας και φόβου που εξαιτίας του πολλαπλού φορτίου των σχέσεων που επωμίζονται στην καθημερινή τους ζωή, επηρεάζει αρνητικά ολόκληρη την οικογένεια με καταστροφικές συνέπειες για την ψυχική υγεία και την ανάπτυξη των παιδιών. Η γυναίκα ταυτίζεται με τα χαρακτηριστικά ενός υποταγμένου, σιωπηλού, αόρατου και υπομονετικού υποκειμένου, χωρίς εργασιακά δικαιώματα και στην καλύτερη περίπτωση καταλαμβάνει θέσεις επισφαλούς, άτυπης, κακοπληρωμένης και κοινωνικά υποτιμημένης εργασίας. Ταυτόχρονα καλείται να ανταπεξέλθει και στον διπλό φόρτο εργασίας που προκύπτει από τα εργασιακά και τα οικιακά καθήκοντα.
Η κρίση στην Ελλάδα και οι εφαρμοζόμενες πολιτικές χειροτέρεψαν τις συνθήκες και τους όρους εργασίας ειδικά των γυναικών που συνδέονται με ένα βαρύ φορτίο ευθυνών (μετανάστριες, αρχηγοί μονογονεϊκών οικογενειών, άτομα με αναπηρία κ.λ.π.). περιορίζοντας το εισόδημά τους σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορούν να σχεδιάσουν ούτε το επαγγελματικό τους μέλλον, ούτε να κάνουν όνειρα για τη ζωή τους (Aliki Angelidou, «Coping with precarity: neoloberal global politics and female migration from Bulgaria to Greece (Taking the lead from the case of Konstantina Kuneva» , Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών 140-141 Β΄-Γ΄ (2013), σ. 228). Η δολοφονική επίθεση εναντίον της Κωνσταντίνας Κούνεβα συνδέεται ακριβώς με την τόλμη να διεκδικήσει συνδικαλιστικά εργασιακά δικαιώματα η γυναίκα εργαζόμενη που θα έπρεπε κανονικά να υπομένει, να συμμορφώνεται με τις εργοδοτικές αυθαιρεσίες. Συνεπώς, στο πρόσωπό της «έβλεπαν μια απειλητική κατάλυση της τάξης, μια απόκλιση από το βολικό γι΄ αυτούς καθεστώς σιωπής και αφάνειας. Αυτή η φωνή έπρεπε να καταπνιγεί με κάθε τρόπο - με τρόπο μάλιστα, εξόχως αρρενωπό» (Αθανασίου, Α. στο Ε. Αβδελα, Γ. Κουζής, Ι. Λαλιώτου, Β. Παπαθανάση, Π. Χαντζαρούλα, Α. Ψαρρά, Επισφαλής εργασία, «γυναικεία εργασία», Νεφέλη, Αθήνα 2009, σ. 7).
Σύμφωνα με αναφορές της  Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO) στις χώρες που κυριαρχεί η άτυπη εργασίας, οι διακρίσεις λόγω μητρότητας είναι συχνές και για το λόγο αυτό η Οργάνωση συστήνει στις χώρες να ενδυναμώσουν τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και την παροχή υπηρεσιών φροντίδας των παιδιών με κριτήρια υψηλής ποιότητας και εύκολης προσβασιμότητας. Η ίδια οργάνωση επισημαίνει ότι δεν μπορεί να επιτευχθεί ουσιαστικά η ισότητα των φύλων, εφόσον δεν καταστεί αναγκαιότητα και άμεση προτεραιότητα η προστασία των γυναικών λόγω μητρότητας (www.ilo.org/global/about-the-ilo/newsroom/news/WCHS-242325/lang--en/index.htm). Στην Ελλάδα όπου απουσιάζει ένα επαρκές θεσμικό πλαίσιο ελέγχου, οι εργοδότες δεν διστάζουν να διαπράττουν βαρβαρότητες, παραβιάζοντας τους νόμους που προστατεύουν τις γυναίκες κατά την εγκυμοσύνη και τη λοχεία, καθώς και δεκαοχτώ μήνες μετά την επιστροφή τους στην εργασία. Είναι σαν να θεωρούν ότι οι γυναίκες εργαζόμενες προσέρχονται στην εργασιακή σχέση σαν να μην κουβαλάνε κανένα άλλο πεδίο κοινωνικών σχέσεων. Πρόκειται για συμπεριφορά που στόχο έχει την επέκταση του εργοδοτικού ελέγχου και του πειθαναγκασμού των ωρών της ημέρας, εκτός των εργασιακών καθηκόντων (Καλλιάρα, Αικ. , Παραβιάσεις της εργοδοσίας σε βάρος των εργαζόμενων και εξελίξεις στην εργατική νομοθεσία, Αθήνα 2014, σσ.132-133).
Ο σεξιστικός διαχωρισμός των εργασιών σε αντρικές και γυναικείες, ενώ στην ουσία πρόκειται για δουλειές που απαιτούν τις ίδιες δεξιότητες και τον ίδιο μόχθο, παρέχουν στους εργοδότες το άλλοθι της άνισης αμοιβής με βάση το φύλο. Στην πράξη οι γυναίκες αμείβονται λιγότερο για τις κοπιαστικές και επιβλαβείς για την υγεία τους «γυναικείες» εργασίες που εκτελούν, όπως για παράδειγμα συμβαίνει στην κατ΄ οίκον αμειβόμενη εργασία, στην εργασία φασόν όπου δεν υπάρχουν διαχωριστικά όρια μεταξύ οικογένειας και εργασίας.
Η κρίση που υπόταξε τις πιο αδύναμες καπιταλιστικές οικονομίες σε νεοφιλελεύθερη αναδιάρθρωση με διακηρυγμένο σκοπό την πειθάρχηση του χρέους τους, δημιούργησε βαθιές ανισότητες και τεράστιες αδικίες, ενώ οδήγησε στην κατάλυση του κοινωνικού κράτους και στην αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης. Η αποδόμηση του εργατικού δικαίου με αιχμή του δόρατος την κατάργηση των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και των συλλογικών διαπραγματεύσεων και την αντικατάστασή τους από τις επιχειρησιακές συμβάσεις εργασίας και την ατομική διαπραγμάτευση, πεδίο στο οποίο ο εργοδότης είναι κυρίαρχος, στέρησε από πολλούς εργαζόμενους τη δυνατότητα της επιβίωσης με αξιοπρέπεια. Οι νέες συνθήκες που δημιουργήθηκαν στις εργασιακές σχέσεις επηρέασαν στο μέγιστο βαθμό τη ζωή των γυναικών, των μεταναστών και των νέων. Επιπρόσθετα, οι παραπάνω κατηγορίες εργαζόμενων που ήδη αντιμετώπιζαν δυσκολία πρόσβασης στην αγορά εργασίας και πριν την κρίση, επλήγησαν με δριμύτητα από την ανεργία μετά την επιβολή της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, γεγονός που τις κατέστησε ευάλωτες, λόγω της άρσης των προστατευτικών διατάξεων περί συλλογικής διαπραγμάτευσης στην αποδοχή της θέλησης του εργοδότη.
Όπως επισήμανε άνεργη γυναίκα: «Με τους νέους μειωμένους μισθούς μέσω επιχειρησιακών συμβάσεων ή και ατομικών συμφωνιών που παράνομα μας ζητούν οι εργοδότες να υπογράψουμε, ότι αποδεχόμαστε τη μείωση μισθών, χάνεται η αξιοπρέπειά σου, η υπόστασή σου σαν άνθρωπος, δεν  μπορείς πλέον να ζήσεις μ΄ αυτούς τους μισθούς, να προγραμματίσεις τη ζωή σου. Δεν υφίστασαι πλέον, διότι δεν μπορείς να πληρώσεις, αυτό κάπου το διάβασα, ότι δηλαδή υπάρχεις μόνο αν μπορείς να πληρώσεις. Δηλαδή, εκεί που έχεις μεγαλώσει με κάποιες αξίες, με κάποια δεδομένα, πρέπει να τα αρνηθείς. Αυτό που θεωρούσες δεδομένο, δικαίωμά σου, τώρα θεωρείσαι παράλογος ή και παράνομος αν το ζητάς. Και πως θα μεγαλώσεις ένα παιδί τώρα, τι θα του πεις; Ότι μην διαβάζεις παιδί μου, για  να πετύχεις ση ζωή σου, αλλά να έχεις μία μεγάλη γλώσσα για να γλύφεις. Θα υπάρχουν αυτοί οι λίγοι που κρατούν καίριες θέσεις, οι πολιτικοί, οι επιχειρηματίες και αφού δεν θα προστατεύεσαι, ούτε από τις απολύσεις, ούτε από την σχεδόν άμισθη εργασία, αφού θα είσαι ή κακοπληρωμένος ή άνεργος, γιατί άλλη τύχη δεν υπάρχει πια για τους ανθρώπους αυτής της χώρας, θα κοιτάζουν να σε εκμεταλλεύονται, γιατί θα είναι κομπλεξικοί ή για να κρατήσουν την εξουσία τους ή  για να καρπωθούν περισσότερο τον ιδρώτα σου. Και πως θα διεκδικείς το δικαίωμά σου στη ζωή; Και αν είσαι γυναίκα πως θα προστατευτείς απέναντι σε εργοδότες – φαλλοκράτες; Και που θα βρίσκει καταφύγιο ο εργαζόμενος; Ποιος ανύπαρκτος νόμος θα τον δικαιώνει, ποια ανύπαρκτη δημόσια υπηρεσία; Αυτά έχω να πω εγώ από την πείρα μου σαν πρόσφατα απολυμένη. Αρνήθηκα τη μείωση του μισθού μου κατά 20% και έλαβα, αφού απευθύνθηκα και στην επιθεώρηση εργασίας, όσα μου οφείλονταν και τώρα μ΄ αυτά τα λίγα και το επίδομα ανεργίας, δεν ξέρω μέχρι πόσο θα επιβιώσω» ( Καλλιάρα, Αικ. , Παραβιάσεις της εργοδοσίας σε βάρος των εργαζόμενων και εξελίξεις στην εργατική νομοθεσία, Αθήνα 2014, σ. 270).
Αναμφίβολα η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας είναι ζωτικής σημασίας στη μάχη για την προστασία των δικαιωμάτων των γυναικών και την απόδοση δικαιοσύνης. Ωστόσο, τείνει να παραγνωρίζεται το γεγονός ότι η απουσία της κρατικής πρόνοιας σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής (π.χ. δομές φροντίδας παιδιών και ηλικιωμένων) δημιουργούν μόνιμες διακρίσεις σε βάρος των γυναικών, με αποτέλεσμα η τυπική ισότητα να εξοβελίζει την ουσιαστική ισότητα. Με την έννοια αυτή, οι νομικές ρυθμίσεις που στοχεύουν στην προστασία των γυναικών κατά την είσοδό τους στην απασχόληση, συνιστούν κενό περιεχομένου, όσο αντιμετωπίζουν τις γυναίκες ως ίσες μόνον απέναντι στο νόμο.

Η Κατερίνα Καλλιάρα είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας, στο πεδίο της Εγκληματολογίας και αντικείμενο την εγκληματικότητα σε βάρος της εργασίας.

Κυριακή 22 Φεβρουαρίου 2015

Σταύρος Κωνσταντακόπουλος. Οι άριστοι και οι μηδαμινοί (από Εποχή, 20 Φεβρουαρίου 2015)



Στους φεουδαρχικούς καιρούς ήταν εύκολο να διακρίνει κανείς τους λίγους από τους πολλούς. Οι λίγοι είχαν γεννηθεί τέτοιοι, όπως εξάλλου και οι πολλοί. Οι άνθρωποι γεννιόντουσαν βαρόνοι, μαρκήσιοι και κόμητες ή γεννιόντουσαν δουλοπάροικοι, και πέθαιναν έτσι ακριβώς όπως είχαν γεννηθεί, αριστοκράτες ή του λαού. Όλα ήσαν καθαρά. Αποτρόπαια μεν, πλην όμως καθαρά.
Ύστερα, ήλθαν οι αστοί με τις  φιλελεύθερες ιδέες τους, και αρνήθηκαν στην πράξη το προνόμιο της γέννησης. Διακήρυξαν ότι στον καθένα, θα επιτρεπόταν να έχει μια μοίρα διαφορετική από αυτήν που υπαγόρευε η γέννησή του. Μόνον που, αφού με τέτοια λόγια γκρέμισαν τον παλιό κόσμο και πήραν τα ηνία των κοινωνιών στα χέρια τους, μετά από κάποιο καιρό έχασαν την επαναστατική τους ορμή, και έγιναν  και αυτοί με τη σειρά τους, οι λίγοι. Έπρεπε, λοιπόν, να αντιμετωπίσουν τους πολλούς και να νομιμοποιήσουν την υπεροχή τους απέναντι τους. Και τότε στη θέση της γέννησης και της εκ θεού εκπορευόμενης εξουσίας των αριστοκρατών, έβαλαν την «αξία» και την «αριστεία».
Διαβάστε τι γράφει χαρακτηριστικά σε μια επιστολή του, στα τέλη του 19ου αιώνα, ο ιδρυτής ενός εκπαιδευτικού θεσμού από τον οποίο αποφοιτά, ακόμα και σήμερα, η μεγάλη πλειοψηφία της γαλλικής πολιτικής ελίτ, ο φιλελεύθερος Εμίλ Μπουτμύ (Emile Boutmy): «Τα προνόμια πέθαναν και κανείς δεν μπορεί να σταματήσει τη δημοκρατία.  Οι ανώτερες τάξεις, όπως αυτοαποκαλούνται, είναι υποχρεωμένες να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα της πλειοψηφίας. Θα κατορθώσουν, όμως, να διατηρήσουν την πολιτική τους κυριαρχία, αν επικαλεσθούν το δικαίωμα του πιο ικανού. Πίσω από τις ετοιμόρροπες επάλξεις των προνομίων και της παράδοσης, ο χείμαρρος της Δημοκρατίας πρέπει να συναντήσει μια δεύτερη γραμμή άμυνας, χτισμένη από πασίδηλες και χρήσιμες ικανότητες, από ανώτερες ιδιότητες που κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει το κύρος τους.»
Τέτοια ήθελε τη Σχολή του, ο Εμίλ Μπουτμύ, μια σχολή αριστείας. Τέτοια θέλουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, οι φιλελεύθεροι όλων των εποχών. Και μηχανεύονται όλους τους τρόπους για να τα προστατεύσουν από την άλωση των πολλών. Ακόμα και σήμερα αποπειρώνται να θεσπίσουν δίδακτρα και εκεί που ακόμα δεν το έχουν κάνει. Ακόμα και σήμερα, με θεσμούς εμπνευσμένους από τον κόσμο των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, όπως είναι τα Συμβούλια Ιδρύματος, απαγορεύουν στους «ετερόδοξους» να θέσουν υποψηφιότητα για Πρυτάνεις, από το φόβο τους μήπως αυτοί οι τελευταίοι εκφράσουν τους πολλούς. Και σήμερα κραδαίνουν την «αριστεία», υπονοώντας ότι αυτοί οι ίδιοι είναι οι «άριστοι» και εμείς οι άλλοι, μηδαμινοί και ασήμαντοι. Γιατί οι φιλελεύθεροι και ιδιαίτερα οι νεοφιλελεύθεροι, δεν πιστεύουν επ’ ουδενί στην ισότητα. Ποτέ, εξάλλου, δεν πίστεψαν. 
Να τι δήλωσε τις μέρες αυτές ο Νίκος Δήμου: «Αλλά πώς να γίνει – οι άνθρωποι δεν είναι ίσοι στις ικανότητες, ούτε στο ταλέντο, ούτε στον δυναμισμό.» Βεβαίως, ο καλός κ. Δήμου δεν μας διευκρινίζει πως κατέληξε στο συμπέρασμα αυτό; Πήγε και έκανε μετρήσεις ανάμεσα σε νεογνά στο μαιευτήριο, ή έκανε συγκριτική μελέτη ανάμεσα σ’ ένα σχολείο του Περάματος και σε ένα σχολείο, στο οποίο πάνε παιδιά από την Εκάλη…
Οι δημοσιολόγοι του «εξτρεμιστικού κέντρου» (χαρακτηρισμός του Α. Βλάχου) η «ακραίου κέντρου» (του Δ. Παπανικολάου), κραδαίνουν την «αριστεία» ως το αυτονόητο. Ξεχνούν, ή δεν γνωρίζουν, ότι τα γραπτά του Μιχαλολιάκου, βρίθουν από ύμνους στην «αριστεία» και στους «αρίστους».
Ο Μπαλτάς, όμως, επειδή γνωρίζει γράμματα, είναι υποψιασμένος για την επικινδυνότητα εννοιών, όπως η αριστεία, και επειδή, επιπλέον, είναι και αριστερός,  γνωρίζει τις ταξικές και πολιτικές συνδηλώσεις της, και έτσι τα βάζει με τα αυτονόητα.
Γιατί και το «η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά», αυτονόητο είναι. Μόνον που οι εργάτες τις περισσότερες ώρες της ημέρας είναι βρώμικοι, ενώ οι βιομήχανοι είναι όλες τις ώρες, καθαροί….

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Γνωρίζετε ότι ... Η αγαστή αμερικανο-ισραηλινή συμμαχία



ΕΝΟΤΗΤΑ ΓΝΩΡΙΖΕΤΕ ΟΤΙ: Η ΑΓΑΣΤΗ ΑΜΕΡΙΚΑΝΟΙΣΡΑΗΛΙΝΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ[1].


-Το Ισραήλ είναι ο μεγαλύτερος αποδέκτης ετήσιας οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας των ΗΠΑ από το 1976 και συνολικά ο μεγαλύτερος αποδέκτης βοήθειας από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
-Μέχρι το 2003, η άμεση οικονομική βοήθεια προς το Ισραήλ ανήλθε σε 140 δισεκατομμύρια δολάρια.
-Το Ισραήλ λαμβάνει ετησίως 3 δισεκατομμύρια σε μορφή άμεσης οικονομικής βοήθειας, ποσό που αντιστοιχεί, ποσό που αντιστοιχεί στο 1/5 της συνολικής οικονομικής βοήθειας που παρέχουν οι ΗΠΑ σε χώρες του εξωτερικού. Μιλώντας με κατά κεφαλήν όρους, η βοήθεια των ΗΠΑ αντιστοιχεί σε ετήσια επιχορήγηση 500 δολαρίων προς κάθε Ισραηλινό.
-Κατόπιν ειδικής συμφωνίας, την ώρα που οι λοιποί αποδέκτες βοήθειας λαμβάνουν την οικονομική επιχορήγηση σε τέσσερις δόσεις ετησίως, το Ισραήλ λαμβάνει όλο το ποσό στην αρχή κάθε οικονομικού έτους, με αποτέλεσμα να κερδίζει περισσότερο από τους τόκους.
-Το Ισραήλ είναι η μόνη χώρα- αποδέκτης οικονομικής βοήθειας από τις ΗΠΑ που δεν δίνει λογαριασμό για το πού ξοδεύονται τα χρήματα.
-Οι ΗΠΑ έχουν παράσχει στο Ισραήλ 3 δισεκατομμύρια δολάρια προκειμένου να αναπτύξει οπλικά συστήματα όπως το αεροσκάφος τύπου Lavi, ενώ παράλληλα έδωσε πρόσβαση στο Ισραήλ σε κορυφαία οπλικά συστήματα όπως τα ελικόπτερα τύπου Blackhawk και τα αεροπλάνα F-16.
-Οι ΗΠΑ έχουν δώσει στο Ισραήλ πρόσβαση σε απόρρητες πληροφορίες, κάτι που έχουν επανειλημμένως αρνηθεί στους συμμάχους τους στο ΝΑΤΟ, ενώ παράλληλα κάνουν τα στραβά μάτια την ανάπτυξη του ισραηλινού πυρηνικού οπλοστασίου.
Washington προσφέρει ανελλιπώς διπλωματική υποστήριξη στο Ισραήλ. Από το 1982, οι ΗΠΑ έχουν προβάλει βέτο σε 32 επικριτικές για το Ισραήλ αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αριθμός πολύ μεγαλύτερος από τον συνολικό αριθμό των βέτο που έχουν προβάλει όλα τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας.
-Οι ΗΠΑ αποκρούουν τις προσπάθειες των αραβικών εθνών να θέσουν το ζήτημα του ισραηλινού πυρηνικού οπλοστασίου στην ατζέντα της Διεθνούς Υπηρεσίας Ατομικής Ενέργειας.
Washington έχει δώσει στο Ισραήλ μεγάλη ελευθερία κινήσεων να ενεργεί κατά το δοκούν στις κατεχόμενες περιοχές της Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας, ακόμη και όταν οι ενέργειες των Ισραηλινών έρχονται σε αντίθεση με την επίσημη αμερικανική εξωτερική πολιτική.
Συμπερασματικά, εξαιρουμένων των συμμαχιών κατά την διάρκεια πολέμων, είναι πολύ δύσκολο να σκεφτεί κανείς παρόμοια περίσταση στην οποία μία χώρα έχει παράσχει σε μία άλλη τόσο μεγάλη υλική και διπλωματική υποστήριξη για τόσο παρατεταμένη χρονική περίοδο. Η αμερικανική υποστήριξη προς το Ισραήλ είναι, πράγματι, μοναδική.


[1] Τα στοιχεία που παρατίθενται βασίζονται στο περίφημο άρθρο των Mearsheimer και Walt, «Το Ισραηλινό Λόμπι και οι ΗΠΑ». Περισσότερες λεπτομέρειες και ολόκληρο το άρθρο είναι διαθέσιμο στο βιβλίο του Χρήστου Χαλαζία «Το Ισραηλινό Λόμπι στις ΗΠΑ», ANTILOGOS, Αθήνα, 2006.

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Αντιρατσισμός και επαγγελματικός αθλητισμός.




     Ο επαγγελματικός αθλητισμός αποτελεί δομικό συστατικό των μηχανισμών κατήχησης. Ένα σημαντικότατο ποσοστό της διανοητικής μας προσπάθειας απορροφάται από αυτόν τον τομέα. Είναι τρομακτική η αντίθεση ανάμεσα στις γνώσεις, την κριτική ανάλυση, την οξυδέρκεια, την αυτοπεποίθηση που διαθέτουμε κουβεντιάζοντας για τα σπορ και στην ατολμία, την άγνοια, την απελπισία, την αδιαφορία που παρατηρείται όταν η συζήτηση έρθει σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Και επειδή κάθε εξουσιαστικό μοντέλο στηρίζεται σε πολίτες αδιάφορους και ανενημέρωτους, τα προβαλλόμενα πρότυπα οφείλουν να αποστασιοποιηθούν από κάθε πολιτικό στοιχείο.
      Ο σύγχρονος αθλητισμός τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια την απαίτηση του απολίτικου αθλητή- σταρ. Οι Ολυμπιακοί αγώνες της ντόπας και των χημικών, των πολυεθνικών και της βιομηχανίας παραγωγής θεάματος δημιουργούν αθλητές- ιδιοκτησία των εταιριών. Με κάθε δήλωση και κίνησή τους να υπόκειται στην έγκριση των χορηγών και των διαφημιστών, το να εκφραστούν κοινωνικές ανησυχίες ή έστω έμμεσες πολιτικές θέσεις μοιάζει απίθανο, αν όχι κωμικό. Ο αθλητής είναι εικόνα, χρήμα, ρεκόρ, πάντως όχι άνθρωπος.
     Ας δούμε όμως δύο παράξενες ιστορίες από την μακρινή εκείνη εποχή που (πρωτ)αθλητής ήταν ακόμη άτομο με προσωπικότητα και ευαισθησίες, χωρίς να έχει αποστασιοποιηθεί, υπό την ιδιότητα του σταρ, από τον κοινωνικό του περίγυρο.
     Ολυμπιακοί Αγώνες Μέξικο, 16 Οκτωβρίου 1968. Ο Αφροαμερικανός αθλητής Tommie Smith κερδίζει το χρυσό μετάλλιο στα 200 μέτρα με το ασύλληπτο τότε 19.83, χρόνος που ακόμη και σήμερα κατατάσσεται ανάμεσα στους κορυφαίους όλων των εποχών. Στην τρίτη θέση θα βρεθεί ο συμπατριώτης του John Carlos, πίσω από τον Αυστραλό Peter Norman. Το τελετουργικό της απονομής, λίγες ώρες αργότερα, θα έμενε στην ιστορία ως η κορυφαία και πιο θαρραλέα πολιτική πράξη στην ιστορία των αγώνων. Οι δύο αθλητές θα ανέβουν στο βάθρο χωρίς παπούτσια, φορώντας μόνο μαύρες κάλτσες, για να υπενθυμίσουν πως η στιγμιαία λάμψη της δόξας δεν ήταν ικανή να διαγράψει μία ζωή μέσα στη φτώχεια. Ο Carlos θα αφήσει ανοιχτό το πάνω μέρος της στολής του, εκφράζοντας την αλληλεγγύη του προς το εργατικό κίνημα των ΗΠΑ. Με τα κεφάλια σκυμμένα θα αρνηθούν να κοιτάξουν την αμερικανική σημαία και θα υψώσουν τη γαντοφορεμένη γροθιά τους, σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις φυλετικές διακρίσεις και την επίσημη ρατσιστική νομοθεσία των ΗΠΑ. Η ''μαύρη γροθιά'' ήταν το σύμβολο και σήμα-κατατεθέν του αγωνιστικού κινήματος της ''Μαύρης Δύναμης'', ενός κινήματος με χαρακτήρα όχι μόνο αμυντικό απέναντι στην καταπίεση των λευκών αλλά δυναμικό, με έμφαση στη φυλετική υπερηφάνεια και πάγια αιτήματα για δημιουργία αυτόνομων δομών εντός της αφροαμερικανικής κοινότητας. Αξίζει να σημειωθεί πως ο (λευκός) Norman στήριξε έμπρακτα την κίνηση των συναθλητών του, φέροντας διακριτικά υπέρ των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ο Smith σε δύο φράσεις θα αποτυπώσει την ιστορική πραγματικότητα του φυλετικού ρατσισμού και θα σηκώσει με τον πιο γενναίο τρόπο στους ώμους του όλους τους μαύρους συμπατριώτες του. ''Αν κερδίσω είμαι Αμερικανός, όχι Αφροαμερικανός. Αν κάνω κάτι κακό, είμαι αράπης''. Όταν ο αθλητής είναι πρότυπο, έμπνευση, υπόδειγμα θάρρους και εντιμότητας. Όταν ο άνθρωπος δεν αλλοτριώνεται, ακόμη και αν βρεθεί στην κορυφή του κόσμου. Πόσο ξένο μοιάζει αυτό το παράδειγμα στις μέρες μας.
     Ακόμη παλιότερα, το 1936, η Γερμανία θα φιλοξενούσε τη μεγαλύτερη αθλητική διοργάνωση, με τη χιτλερική προπαγάνδα να ευελπιστεί σε επιβεβαίωση των ρατσιστικών θεωριών περί υπεροχής της άριας φυλής. Όμως από τις 3 μέχρι τις 9 Αυγούστου ένας Αφροαμερικανός, κατά ειρωνική σύμπτωση εγγονός σκλάβου, ο Jesse Owens, θα κατέρριπτε κάθε βιολογική θεωρία των Ναζί και θα ταπείνωνε τον Χίτλερ μέσα στο Ολυμπιακό Στάδιο του Βερολίνου. Θα αναδειχθεί σε αδιαφιλονίκητο πρωταγωνιστή των αγώνων με 4 χρυσά μετάλλια (100μ, 200μ, μήκος, 4χ100μ). Πριν την απονομή των 100μ. o Χίτλερ θα θυμηθεί μία επείγουσα δουλειά και θα αποχωρήσει απο το στάδιο. Και αν η κυριαρχία του Owens ήταν εκ του αποτελέσματος ευεργετική αλλά όχι άμεσα πολιτική πράξη- θυμίζουμε ότι ο Owens καταδίκασε αργότερα την πολιτικοποίηση των αγώνων από τους Smith και Carlos- εκείνο που αξίζει να υπογραμμίσουμε είναι πως ο αργυρός στο μήκος Γερμανός Luz Long, μεγάλη ελπίδα των Ναζί, όχι μόνο διατήρησε άψογες σχέσεις με τον Owens αλλά ο ίδιος τον βοήθησε με συμβουλές πριν τον αγώνα. Λένε πως η αξία του ηττημένου δίνει ακόμη μεγαλύτερη αξία στο νικητή και πως ο σπουδαίος αθλητής είναι πρώτα από όλα σπουδαίος άνθρωπος. Είναι βέβαιο πως και τα δύο ισχύουν για τον Long. Μέσα στην παραφροσύνη της ναζιστικής Γερμανίας πέρασε ένα ηχηρό, διαχρονικό μήνυμα. Οι επιμέρους φυλές, οι εθνικές ομάδες, οι άνθρωποι μεμονωμένα δεν έχουν τίποτα να χωρίσουν. Τα εθνικά και φυλετικά μίση κατασκευάζονται από εξουσίες που στρέφουν την προσοχή των καταπιεζομένων σε ζητήματα μακριά από εκείνα που πραγματικά τους απειλούν, προκειμένου όχι απλά να νομιμοποιηθούν αλλά να γίνουν αποδεκτές και επιθυμητές ως ομπρέλες προστασίας. Πόσο επίκαιρο μοιάζει αυτό το μάθημα στις μέρες μας.