Journal of Theoretical and Philosophical
Criminology
2013, Vol. 5(1):39-63
·
Bryan
Hogeveen
·
Joshua
Freistadt
Hospitality and the Homeless:
Jacques Derrida in the Neoliberal City
Abstract:
Homeless and property-owning persons increasingly
encounter one another in city-space. How should we relate to the marginalized
other? What spaces should be fashioned for the homeless other? Drawing on
ethnographic interviews with social service providers and street-involved
adults, plus an array of secondary documents, we engage these ethical and spatial
questions. We use Derrida’s writing on absolute hospitality to unravel the
spatial and racial divisions of the neoliberal city. We highlight how the
effects of neoliberalism are differentially spread over city-space and exclude
marginalized and racialized persons.
Following Derrida, we argue for an ethic of
hospitality that unconditionally welcomes the other and creates open spaces for
those ravaged by the excesses of neoliberal capitalism. We demonstrate the promise
of this ethic through the work of a social service group that closely, but
imperfectly, manifests the genre of hospitality we endorse.
-----------------------------------
Journal of Theoretical and Philosophical Criminology
2013, Vol. 5(2):
29-58
·
Teresa
Degenhardt, Queen’s University, Belfast
The overlap between war and crime:
unpacking Foucault and Agamben’s studies within the context of the war on
terror
Abstract:
This article will consider the current convergence
between war and crime by unpacking Foucault’s analysis of power and Agamben’s
elaboration on the conjunction between the banning of a life and the
constitution of the polity. It will show that these perspectives link together
crime and war as mechanisms that contribute to the governance of the population
by legitimating authority and their use of force through the military and the
police while excluding part of the population. It will expose how these convergences
highlight the problem of the political in the constitution of the social order
at the global level. In the current contingency, crime and war are strongly
implicated in the crucial political function of calling people to share their
similarities and differences, and yet are not the best mechanisms for dealing
with the sharing of a world in common.
Key Words
Foucault; Agamben; war;
crime; war on terror; international sphere.
--------------------------------------
Journal of Theoretical and Philosophical
Criminology
Ptolemizing Lombroso
January, 2014, Vol. 6(1):1-45
Nicolas
Carrier and Kevin Walby
PTOLEMIZING LOMBROSO THE
PSEUDO-REVOLUTION OF BIOSOCIAL CRIMINOLOGY
ABSTRACT: Today, criminological concerns about the
bios are presented as converging in a new ‘biosocial criminology’, an
‘integrated’ and ‘modern’ approach that attempts to synthesize the sciences of
life, of the psyche, and of the social. In the eyes of its proponents, this
biosocial approach is revolutionizing criminology; a total paradigm shift is
assumed to be unavoidable, although the social sciences are blamed for impeding
the speed and magnitude of the revolution by discounting the bios for
ideological reasons. Turning biosocial criminologists’ attacks on ideology
against themselves, we argue that biosocial criminology represents a
‘Ptolemization’ of the Lombrosian paradigm rather than a revolutionizing of
criminology.
Key words: biosocial criminology; science;
epistemology; paradigms; ideology; Lombroso; biology; sociology
When a discipline is in crisis, attempts are made to
change or supplement its theses within the terms of its basic framework - a
procedure one might call ‘Ptolemization’ (...) the true ‘Copernician’
revolution takes place when, instead of just adding complications and changing
minor premises, the basic framework itself undergoes a transformation.
Slavoj Žižek, The
Sublime Object of Ideology, 1989
--------------------------------------------------------
Βασιλική Μελετάκη. Παρουσίαση και μεταφραστική ερμηνεία του άρθρου “The New Criminology”, αποσπάσματος τον επίλογο του ομώνυμου βιβλίου των Ian Taylor, Paul Walton και Jock Young που εκδόθηκε το 1973.
«Οι τυπικές απαιτήσεις μιας πλήρως
κοινωνικής θεωρίας της απόκλισης σχετίζονται με το πεδίο εφαρμογής της θεωρίας.
Θα πρέπει να καλύπτει και να διατηρεί τις συνδέσεις μεταξύ των παρακάτω:
1.
Η ευρύτερη προέλευση της αποκλίνουσας πράξης
Η θεωρία πρέπει, με άλλα λόγια, να μπορεί να
θέσει την πράξη εντός του πλαισίου των ευρύτερων δομικών προελεύσεών της. […] Θα
λέγαμε ότι οι ευρύτερες προελεύσεις της αποκλίνουσας πράξης μπορούν να γίνουν
αντιληπτές μόνο υπό την οπτική των ταχέως εναλλασσόμενων οικονομικών και
πολιτικών απρόβλεπτων ενδεχομένων της αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Σε
αυτό το επίπεδο, η τυπική απαίτηση είναι πραγματικά αυτό που θα αποκαλούσαμε πολιτική
οικονομία του εγκλήματος.
2.
Η άμεση προέλευση της αποκλίνουσας πράξης
[…]
Θα υποστηρίζαμε ότι μια επαρκώς κοινωνική θεωρία της απόκλισης θα πρέπει να
μπορεί να εξηγήσει τα διαφορετικά γεγονότα, εμπειρίες ή δομικές αναπτύξεις που
προκαλούν την αποκλίνουσα πράξη. Η θεωρία πρέπει να εξηγεί τους διαφορετικούς τρόπους
μέσω των οποίων η δομική ζήτηση ερμηνεύεται, δέχεται αντίδραση ή χρησιμοποιείται
από τους ανθρώπους σε διάφορα επίπεδα στην κοινωνική δομή με τέτοιο τρόπο, ώστε
να γίνεται μία ουσιαστική αποκλίνουσα επιλογή. Σε αυτό το επίπεδο, η τυπική
απαίτηση είναι για κοινωνική ψυχολογία του εγκλήματος: κοινωνική
ψυχολογία που […] αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι συνειδητά επιλέγουν τον δρόμο της
απόκλισης ως τη μια λύση στα προβλήματα που θέτονται εξ ύπαρξης σε μία
αντιφατική κοινωνία.
3.
Η ίδια η πράξη
[…]
Μία πλήρης κοινωνική θεωρία της απόκλισης θα χρειαστεί να μπορεί να εξηγήσει
την σχέση μεταξύ αντιλήψεων και πράξης, μεταξύ της βέλτιστης λογικότητας που
επέλεξαν οι άνθρωποι και των συμπεριφορών που τελικά ακολουθούν.[…] Ενώ θα
λέγαμε ότι υπάρχει πάντα σχέση μεταξύ της ατομικής επιλογής (ένα σύνολο ιδεών) και
πράξης, δεν είναι απαραίτητο ότι είναι απλώς μία σχέση. […] Η τυπική απαίτηση
εδώ είναι για την πραγματική κοινωνική δυναμική γύρω από τις ίδιες τις
πράξεις.
4.
Η άμεση προέλευση της κοινωνικής αντίδρασης
[…]
Ο μεταγενέστερος ορισμός της πράξης είναι το προϊόν κλειστών προσωπικών σχέσεων»
Ο τρόπος αντίδρασης ακόμη και των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου
άπτονται επιλογών, διακριτικότητας και των λαϊκών θεωριών σε σχέση με το
έγκλημα. «Η τυπική απαίτηση σε αυτό το επίπεδο είναι για μία εξήγηση της άμεσης
αντίδρασης του κοινού στο πλαίσιο του εύρους των διαθέσιμων επιλογών του κοινού
αυτού. Με άλλα λόγια, η απαίτηση είναι για τη κοινωνική ψυχολογία της κοινωνικής
αντίδρασης: ένα σύνολο των ενδεχομένων και των συνθηκών που είναι
κρίσιμα για την απόφαση αντίδρασης ενάντια στον αποκλίνοντα.
5.
Η ευρύτερη προέλευση της αποκλίνουσας αντίδρασης
Με τον ίδιο τρόπο που οι διαθέσιμες επιλογές
στον ίδιο τον αποκλίνοντα είναι προϊόν, κατά πρώτον, της δομικής του θέσης και,
κατά δεύτερον, των ατομικών γνωρισμάτων του (την αποδοχή του από τους
Σημαντικούς Άλλους- και των εμπλεκομένων σε νόμιμες δραστηριότητες και των
εμπλεκομένων σε παραβατική δραστηριότητα ενός είδους ή άλλου), έτσι και η
κοινωνική ψυχολογία της κοινωνικής αντίδρασης (και οι λαϊκές θεωρίες πίσω από
αυτή) μπορεί να εξηγηθεί μόνο υπό το
πρίσμα της θέσης και των γνωρισμάτων αυτών που υποκίνησαν την αντίδραση ενάντια
στον αποκλίνοντα. […]
Οι επικρατούσες τάσεις στις εγκληματολογικές
αντιμετωπίσεις των ευρύτερων προελεύσεων της αντίδρασης του αποκλίνοντα, όσο
έχουν ασχοληθεί κάποιοι με αυτές, είναι να εντοπίζονται σε επαγγελματικές
ομάδες και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους (Box, Dickson),
σε ένα μάλλον ασαφώς ορισμένο σύνολο πλουραλιστικών ενδιαφερόντων (Quinney, Lemert), σε
εξουσιο-κεντρικές σχέσεις εντός ‘επιτακτικά συντονισμένων οργανώσεων’ (Turk) ή σε απλές πολιτικές σχέσεις
προϊσταμένων-υφισταμένων (Berk). […] Λίγοι
εγκληματολόγοι έχουν μπορέσει να καταπιαστούν με τους τρόπους μέσω των οποίων
οι πολιτικές πρωτοβουλίες που δημιουργούν (ή καταργούν) νόμους, που ορίζουν τη
κυρώσιμη συμπεριφορά στη κοινωνία ή επιβεβαιώνουν την τήρηση της νομοθεσίας
αυτής, είναι στενά συνδεδεμένες με τη δομή της πολιτικής οικονομίας του
κράτους. […] Προς στιγμήν, είναι σημαντικό να αναφερθεί αυτό όχι μόνο ως απόδειξη
της διάλυσης της θεωρίας στις έρευνες του εγκλήματος κατά τον 20ο
αιώνα, αλλά επίσης και ως κατηγορία για την αποπολιτικοποίηση των ζητημάτων που
περιλαμβάνονται στους κλασικούς διαλόγους για τη κοινωνική θεωρία του
εγκλήματος, κάτι που επιτεύχθηκε και επιδοκιμάστηκε από αυτούς που εργάζονται
στον τομέα της σύγχρονης ‘εφαρμοσμένης’ εγκληματολογίας.
Για την ώρα, είναι χρήσιμο να ισχυριστούμε
ότι μία από τις τυπικές απαιτήσεις μιας πλήρως κοινωνικής θεωρίας της
απόκλισης, που σχεδόν απουσιάζει από την υπάρχουσα λογοτεχνία, είναι ένα
αποτελεσματικό μοντέλο των πολιτικών και οικονομικών επιταγών που στηρίζουν από
τη μία τις ‘λαϊκές ιδεολογίες’ και από την άλλη τις σταυροφορίες και τις
πρωτοβουλίες που αναδύονται περιοδικά είτε για να ελέγξουν το πλήθος και το
μέγεθος της απόκλισης είτε, διαφορετικά (σε περιπτώσεις απαγόρευσης,
συγκεκριμένης ομοφυλοφιλικής δραστηριότητας και, πιο πρόσφατα, συγκεκριμένα
‘εγκλήματα χωρίς θύμα’) να αφαιρέσουν κάποιες συμπεριφορές από τη κατηγορία των
‘παράνομων’. Έχουμε έλλειψη στη πολιτική οικονομία της κοινωνικής αντίδρασης.
6.
Το αποτέλεσμα της κοινωνικής αντίδρασης στη
περαιτέρω δράση των αποκλινόντων
Μία από τις πιο αποτελεσματικές συνεισφορές
των θεωρητικών της κοινωνικής αντίδρασης στην κατανόηση της απόκλισης ήταν η
έμφασή τους στην ανάγκη να αντιληφθούμε την αποκλίνουσα πράξη ως, εν μέρει, μία
προσπάθεια συμφιλίωσης του παραβάτη με την αντίδραση εναντίον της αρχικής του
παραβίασης. Μία από τις επιφανειακές δυνάμεις της προοπτικής της κοινωνικής
αντίδρασης ήταν η ικανότητά της να δει τον δράστη σαν να χρησιμοποιεί την
αντίδραση εναντίον του ποικιλοτρόπως. […] Υποστηρίζουμε, ωστόσο, ότι η έννοια
της δευτερογενούς απόκλισης ήταν αντιδιαλεκτική. […]
Μία πλήρως κοινωνική θεωρία της απόκλισης -
θέτοντας ως βάση τον άνθρωπο ως συνειδητά εμπλεκόμενο (μολονότι άναρθρα) σε
αποκλίνουσες επιλογές - θα απαιτούσε από εμάς να δούμε την αντίδραση που έχει ο
αποκλίνων απέναντι στην απόρριψη ή τον στιγματισμό ως συνδεδεμένη με τις
συνειδητές επιλογές που προκάλεσαν την αρχική παράβαση. [..] Μία πλήρως
κοινωνική εξήγηση του αποτελέσματος της κοινωνικής αντίδρασης στις περαιτέρω
δράσεις του συλληφθέντα αποκλίνοντα, λοιπόν, θα ήταν μία κατά την οποία ο
αποκλίνων δράστης διαθέτει πάντα κάποιο βαθμό συνειδητότητας σχετικά με τη
πιθανότητα και τις συνέπειες της αντίδρασης εναντίον του και, στην οποία οι
μεταγενέστερες επιλογές του αναπτύσσονται βάσει αυτού του βαθμού συνειδητότητάς
του. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς που αντιμετωπίζουν τους αποκλίνοντες ως ‘αφελείς’
πρέπει τώρα να αντιληφθούν ότι ασχολούνται με μία μειονότητα των αποκλινόντων,
ακόμη και σε καταστάσεις κατά τις οποίες ο βαθμός ή το μέγεθος της κοινωνικής
αντίδρασης δεν είναι αναμενόμενο, είναι σημαντικό να έχουν μία κοινωνική
εξήγηση των τρόπων με τους οποίους οι αποκλίνοντες αντέδρασαν στις καταδίκες
τους με ένα βαθμό συνειδητότητας σχετικά με το ‘νόμο’ που είχαν αναπτύξει πριν
αποκτήσουν επίσημα επαφή με αυτόν.
Σε μία πλήρως κοινωνική θεωρία, τότε, η
συνείδηση που συμβατικά επέτρεψε στους αποκλίνοντες κατά τη δευτερογενή
απόκλιση θα μπορούσε να εξηγηθεί- έστω εν μέρει- υπό το πρίσμα της συνείδησης
του δράστη σχετικά με τον κόσμο γενικότερα.
7.
Η φύση της διαδικασίας της απόκλισης ως σύνολο
Οι
τυπικές απαιτήσεις μίας πλήρως κοινωνικής θεωρίας είναι τυπικές υπό την έννοια
ότι αναφέρονται στο πεδίο εφαρμογής της θεωρητικής ανάλυσης. […] Έχουμε ήδη
κατηγορήσει την θεωρία της κοινωνικής αντίδρασης […] ως μονομερώς
ντετερμινιστική: βλέπει τα προβλήματα και τη συνείδηση του αποκλίνοντα απλώς ως
απάντηση στη σύλληψη και εφαρμογή του κοινωνικού ελέγχου. Οι θετικιστικές
εξηγήσεις κατηγορούνται για το γεγονός ότι αδυνατούν να προσεγγίσουν μία εξήγηση
όχι μόνο της πολιτικής οικονομίας του
εγκλήματος (το υπόβαθρο της εγκληματικής πράξης), αλλά και αυτού που ονομάσαμε πολιτική οικονομία, τη κοινωνική ψυχολογία και τη κοινωνική δυναμική της κοινωνικής
αντίδρασης στην απόκλιση. Και οι περισσότεροι από τους κλασικούς και νεότερους
βιολόγους ψυχολόγους θετικιστές αδυνατούν να προσφέρουν μία ικανοποιητικά
κοινωνική εξήγηση για την σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας: το άτομο
σε αυτές τις περιπτώσεις εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως ένα μονωμένο άτομο
ανεπηρέαστο από τις διακυμάνσεις των κοινωνικών συμφωνιών, κοινωνικών αλλαγών
και των αντιφάσεων, πάνω στα οποία άλλωστε, είναι χτισμένη μία κοινωνία
διευθετήσεων γύρω από το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
Παρόλα αυτά, το βασικό προαπαιτούμενο μιας
πλήρως κοινωνικής θεωρίας της απόκλισης είναι ότι αυτές οι τυπικές απαιτήσεις
δεν πρέπει να θεωρούνται απλώς σημαντικοί παράγοντες που πρέπει όλοι να
υπάρχουν (αμετάβλητα), εάν η θεωρία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κοινωνική.
Περισσότερο μάλιστα, αυτές οι τυπικές απαιτήσεις πρέπει όλες να υπάρχουν στη
θεωρία, όπως συμβαίνει και στη πραγματικότητα, σε σύνθετες, διαλεκτικές σχέσεις
μεταξύ τους. […]
Η
ουσιαστική ιστορία της εγκληματολογίας του εικοστού αιώνα είναι σε μεγάλο βαθμό
η ιστορία του εμπειρικού ευνουχισμού των θεωριών (όπως αυτών των Marx και
Durkheim) που αποπειράθηκαν να ασχοληθούν με το σύνολο της
κοινωνίας, και η ιστορία, λοιπόν, της αποπολιτικοποίησης των εγκληματολογικών
ζητημάτων.
Η Νέα Εγκληματολογία
Οι συνθήκες των καιρών μας πιέζουν για
επανεκτίμηση του διαχωρισμού των ζητημάτων και των προβλημάτων. […] Μια
εγκληματολογία η οποία πρέπει να είναι επαρκής στη κατανόηση αυτών των
αναπτύξεων και να μπορεί να επαναφέρει τη πολιτική στο διάλογο σχετικά με το τι
ήταν προγενέστερα τεχνικά ζητήματα, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τη κοινωνία
ως σύνολο. Αυτή η ‘νέα’ εγκληματολογία θα είναι στη πραγματικότητα μία παλιά εγκληματολογία, που θα
αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα που είχαν ασχοληθεί και οι κλασικοί κοινωνικοί
θεωρητικοί.
Έχουμε επιχειρηματολογήσει εδώ για πολιτική
οικονομία του εγκλήματος, και από την αντίδραση που διεγείρει, και για
πληροφορημένη περί της πολιτικής κοινωνική ψυχολογία αυτής της εξελισσόμενης
κοινωνικής δυναμικής. Δηλαδή, έχουμε διεκδικήσει να είναι κατασκευασμένα τα
τυπικά συστατικά μίας θεωρίας που θα μπορούσε να είναι επαρκής, ώστε να
απομακρύνει την εγκληματολογία από την ίδια της τη φυλάκιση εντός τεχνητά
κατασκευασμένων ιδιαιτεροτήτων. Έχουμε αποπειραθεί να ενώσουμε πάλι τα
κομμάτια, ώστε να ξαναφτιάξουμε το όλον.
Εμμέσως, απορρίψαμε αυτή τη σύγχρονη τάση
που μπορεί να διεκδικεί το μανδύα της νέας εγκληματολογίας για τον εαυτό της, ή
μια νέα θεωρία της απόκλισης και που μπορεί υποθετικά να υποστηρίζει ότι βρήκε
τη λύση στην τρέχουσα δυσαρέσκειά μας ευρέως κατά την έρευνα για τις πηγές του
ατομικού νοήματος. Παρά ταύτα, εθνομεθοδολογικά είναι ένα ιστορικό δημιούργημα
επίσης: η γενεαλογία του πάει πίσω στους φαινομενολογικούς στοχασμούς οι οποίοι
ήταν τόσο εξέχοντες σε μία προγενέστερη περίοδο ανακρίβειας και αμφιβολίας: η
πτώση της Ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής δημοκρατίας και η άνοδος του φασισμού. Η
φαινομενολογία κοιτάει σε μία φυλακή και ψάχνει για το νόημα της ‘φυλακής’ αντί για την εναλλακτική της και ψάχνει για το
νόημα βάσει ατομικών ορισμών παρά βάσει μιας πολιτικής εξήγησης της
αναγκαιότητας της φυλάκισης.
Η
οπτική του ανθρώπου στη κοινωνία είναι ορισμένες φορές προσθετική (με την
έννοια ότι περιβαλλοντολογικοί ‘παράγοντες’ αντιμετωπίζονται ως να έχουν
περισσότερο ή λιγότερο σημαντική επιρροή σε μερικά θεμελιώδη γεγονότα της
ανθρώπινης φύσης- όπως στον Eysenck),
ορισμένες φορές είναι ασυνεχής (σε αυτό αναγνωρίζεται μία αλληλεπίδραση μεταξύ
ανθρώπου και κοινωνικών επιρροών, αλλά αλληλεπίδραση που είναι συντομευμένη από
τη διαφορική ικανότητα του ανθρώπου να κοινωνικοποιείται - όπως στον Durkheim -
ή στην καταλληλότητα ορισμένων κοινωνικών μοτίβων για διαφορετικούς ανθρώπους
σε διαφορετικές εποχές - όπως στον Durkheim
και στον Merton), και, όταν υπάρχει ένωση μεταξύ ανθρώπου και
κοινωνίας, είναι μόνο υπό το πρίσμα των δεδομένων βιολογικών και ψυχολογικών
παθολογιών του ανθρώπου. Η φαινομενολογία και η εθνομεθοδολογία διαχωρίζουν τον
άνθρωπο από τη κοινωνία ευτελίζοντας εμπειρία και νόημα, όσο ειδικότερα έχουν
το δικαίωμα, το οποίο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι είναι κοινωνικά
καθορισμένο υπό οποιοδήποτε αναγνωρίσιμο τρόπο επί του παρόντος. […]
Υπάρχει κρίση όχι μόνο στην κοινωνική θεωρία
και κοινωνική σκέψη, αλλά και στη κοινωνία την ίδια. Η νέα εγκληματολογία καλείται,
λοιπόν, να είναι μία κανονιστική θεωρία: πρέπει να προσφέρει τη πιθανότητα ενός
ψηφίσματος για τις θεμελιώδεις ερωτήσεις και ένα κοινωνικό ψήφισμα. Είναι αυτή
η κοινωνική επιταγή που διαχωρίζει τις Ευρωπαϊκές Σχολές εγκληματολογίας από
τον εκλεκτισμό και τον ρεφορμισμό στην επαγγελματική Αμερικανική Κοινωνιολογία.
[…]
Η νέα εγκληματολογία έχει τώρα διασπαστεί με
φιλικούς όρους σε δύο διακριτές τάσεις: από τη μία, η ποιητική σοσιαλιστική
δημοκρατική και, από την άλλη, η άμεση επαναστατική δράση. […] Είναι ξεκάθαρο ότι η εγκληματολογία που
δεν είναι κανονιστικά αφιερωμένη στην κατάργηση της ανισότητας στο πλούτο και
την εξουσία, και συγκεκριμένα στις ανισότητες στην ιδιοκτησία και τις ευκαιρίες
ζωής, είναι αναπόφευκτο πως θα υποπέσει σε σωφρονιστική. Και όλη η σωφρονιστική
είναι όλο και λιγότερο συνδεδεμένη με την ταυτοποίηση της απόκλισης με τη
παθολογία. Μία πλήρως κοινωνική θεωρία πρέπει εξ ορισμού να είναι διασπασμένη
από τη σωφρονιστική ακριβώς επειδή τα αίτια τους εγκλήματος πρέπει να είναι
στενά συνδεδεμένα με τη μορφή που τους έχει περιβληθεί από τις κοινωνικές
συμφωνίες της εποχής. Το έγκλημα ήταν και θα είναι πάντα αυτή η συμπεριφορά που
αντιμετωπίζεται ως προβληματική εντός του πλαισίου αυτών των κοινωνικών
συμφωνιών: για να καταργηθεί το έγκλημα, τότε, πρέπει οι ίδιες οι κοινωνικές
αυτές συμφωνίες να γίνουν αντικείμενο θεμελιώδους αλλαγής.
Έχει υποστηριχθεί συχνά, λανθασμένα
περισσότερο, ότι για τον Durkheim,
το έγκλημα ήταν ένα κανονικό
κοινωνικό γεγονός (άρα ότι ήταν θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης
οντολογίας). Για εμάς, όπως και για τον Marx και άλλους νέους
εγκληματολόγους, η απόκλιση είναι
φυσιολογική- με την έννοια ότι οι άνθρωποι είναι συνειδητά εμπλεκόμενοι
διεκδικώντας τη δική τους ανθρώπινη διαφορετικότητα. Το καθήκον είναι να
δημιουργηθεί μία κοινωνία στην οποία τα γεγονότα της ανθρώπινης
διαφορετικότητας, είτε προσωπικά είτε οργανικά ή κοινωνικά, δεν θα είναι
αντικείμενο ποινικοποίησης για την εξουσία» (Criminological Perspectives- Essential
Readings, σσ. 259-266).
---------------------------------
Tracy L. Tamborra. 'Poor, Urban, Battered Women Who Are Stalked. How Can We Include Their Experiences?'. Τίτλοι και abstracts πρόσφατα δημοσιευμένων εγκληματολογικών άρθρων (6). Αθανασία Καψαλιάρη
Abstract
This
article critiques the intimate partner–stalking literature via the lens of an
advocate who worked with poor, urban, battered women who were stalked. This
article contends that the stalking literature could better assess the
experiences of women affected by high rates of violent victimizations, chronic
poverty, and population density. These issues often allow for these women to be
easily monitored by their community, including the batterer’s friends and
family, and government agencies. This article also suggests measurement
strategies for researchers and practitioners who want to measure how poor,
primarily minority and/or immigrant, urban women conceptualize their experience
with stalking.
---------------------------------
Jennifer Carlson. 'The Equalizer? Crime, Vulnerability, and Gender in Pro-Gun Discourse', January 2014. Τίτλοι και abstracts πρόσφατα δημοσιευμένων εγκληματολογικών άρθρων (5) Αθανασία Καψαλιάρη
Abstract
Alongside
literature on how crime and crime control reproduce racial inequality, less
attention has been paid to how the social construction of crime reproduces
masculine privilege. To address this gap, I examine 71 interviews with gun
carriers. While gun carriers actively promote guns to women, they tend to
assume a masculine perspective on crime by emphasizing fast, warlike violence
perpetrated by strangers—the kinds of crime men, as opposed to women, are
likely to face. Extending theories of vulnerability to gun politics, I argue
that the social construction of crime is a key vehicle through which gender is
reproduced.
--------------------------
Laureen Copley . 'Neutralizing their involvement Sex Trafficker's Discourse Techniques'. Αγγλόφωνοι τίτλοι και abstracts πρόσφατων εγκηματολογικώνάρθρων (4). Αθανασία Καψαλιάρη
Abstract
This
article seeks to extend the sex trafficking literature by addressing the
knowledge gap surrounding sex traffickers. In addition, this analysis broadens
Antonopoulos and Winterdyk’s (2005) analysis by contending that sex traffickers
in various sociohistorical contexts use neutralizations based on the
intersectional vulnerabilities of their victims. An examination of the
sociocultural influences on traffickers’ use of techniques of neutralization
contributes to a deeper understanding of sex trafficking and its cultural and
social bases. This is essential to combating the practice as effective
countermeasures must address the motivations, cultural constructions, and
exploitation of intersectional identities that support sex trafficking.
--------------------------------H. Pepinsky. 'Peacemaking criminology', Sept. 2013 - Aγγλόφωνοι τίτλοι και abstracts πρόσφατων εγκληματολογικών άρθρων (3). Αθ. Καψαλιάρη.
Date: 18 May
2013
Peacemaking Criminology
Abstract
This is an overview of the work of criminologists that informs how people
build trust, safe and social security in the face of violent social
differences. The article begins with a story of how the term “peacemaking” came
to “criminology.” A theory of peacemaking emerging from this beginning is then
stated, including a review of criminological literature that informs the
theory. The theory is grounded in a paradigmatic departure from criminology’s
tradition—the study of crime and criminality—to proposing instead of studying
what replaces human separation with cooperation and mutual trust. This paradigm
implies that stories of dispute handling are its most authoritative data,
especially stories people tell about their own relations. It also implies new
ways of evaluating the fruits of adopting a peacemaking paradigm for learning
and living.
-----------------------------
Tr. Linnemann και D. L. Kurtz,
'Beyond the Ghetto..', Sept. 2014 - Aγγλόφωνοι τίτλοι και abstracts πρόσφατων
εγκληματολογικών άρθρων (2). Αθ. Καψαλιάρη.
Date: 21 Nov 2013
Beyond the Ghetto: Police Power, Methamphetamine
and the Rural War on Drugs
Abstract
Viewing police as important cultural producers, we ask how police power
fashions structures of feeling and social imaginaries of the “war on drugs” in
small towns of the rural Midwest. Drawing on ethnographic fieldwork and a
collection of interviews focusing on police officers’ beliefs about the causes
of crime and drug use, we locate a narrative of rural decline attributed to the
producers and users of methamphetamine. We argue this narrative supports
punitive and authoritarian sensibilities and broader narcopolitical projects
more generally and ignores long-standing social inequalities observed in rural
communities. As such, the cultural work of rural police provides important
insight to the shape and direction of late-modern crime control beyond the familiar
terrains of the city and its “ghetto.”
--------------------------------------
J. Βessant, Criminalizing the political, Nov. 2014. - Aγγλόφωνοι τίτλοι και
abstracts πρόσφατων εγκληματολογικών άρθρων (1). Αθ. Καψαλιάρη.
November 2014
Date: 01 Nov 2014
Criminalizing the Political in a Digital Age
Abstract
There is an emergent interest by criminologists in theorising problems that
arise when states breach conventional legal norms. This article considers the
criminalisation of ‘whistleblowing’ by Manning, Assange and Snowden that
revealed illegal actions by the state and major breaches of US and western
security intelligence operations. The article asks what such developments mean
for the conceptual and normative status of politics and crime constituted in
the western liberal frame? It is about criminologists who rely on that paradigm
and the need to counter neo-conservative agendas. The article analyzes liberal
constitutional democracies with an emphasis on the US. It draws on the work of
German theorists Schmitt and Benjamin who stand outside the liberal tradition
to highlight how modern states frequently suspends the rule of law and relies
on their own sovereign power to declare ‘states of emergency’ to render their
own criminal conduct lawful.-----------------------------------------
Μελετάκη, Βασιλική. Παρουσίαση του
άρθρου “Critical Criminology and the concept of crime” (Η
Κριτική Εγκληματολογία και η έννοια του εγκλήματος) του Louk H.C. Hulsman (1986)
Ο κριτικός εγκληματολόγος
L. Hulsman
θέτει στο παρόν κείμενο κάποια πολύ
βασικά ερωτήματα σχετικά με τις προβληματοποιήσεις της κριτικής εγκληματολογίας,
με κυριότερο το γεγονός ότι δεν έχει τεθεί ως πρόβλημα και η ίδια η έννοια του
εγκλήματος και κρίνουμε το δικαιϊκό σύστημα χωρίς να προβληματιζόμαστε σχετικά
με την έννοια «έγκλημα» και την «οντολογική του πραγματικότητα»:
«Οι άνθρωποι που
έχουν εμπλακεί σε ‘εγκληματικά’ γεγονότα δεν παρουσιάζονται αυτοί καθαυτοί να
αποτελούν μία ειδική κατηγορία ανθρώπων. […] Μέσα στην έννοια της εγκληματικότητας
ένα μεγάλο εύρος καταστάσεων συνδέεται. Οι περισσότερες από αυτές όμως έχουν
ξεχωριστές ιδιότητες και όχι κοινό παρονομαστή. […] Δεν υπάρχει κοινή δομή ούτε
στο κίνητρο των ατόμων που ενεπλάκησαν σε αυτά τα γεγονότα, ούτε στη φύση των
συνεπειών τους ή στις πιθανότητες αντιμετώπισής τους. Όλα αυτά τα γεγονότα το
μόνο που έχουν κοινό είναι ότι το Σύστημα Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης είναι
εξουσιοδοτημένο να λαμβάνει δράση εναντίον τους. […] Εάν συγκρίνουμε τα ‘εγκληματικά’
γεγονότα με άλλα, -στο επίπεδο των εμπλεκόμενων ατόμων- τίποτα δεν ξεχωρίζει
εγγενώς αυτά τα ‘εγκληματικά’ γεγονότα από άλλες δύσκολες ή δυσάρεστες
καταστάσεις. [..] Κάποια από αυτά τα γεγονότα λαμβάνονται υπόψιν από τους άμεσα
εμπλεκομένους ως θετικά και ανώδυνα. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ένα
σεβαστό ποσοστό από τα γεγονότα που χαρακτηρίζονται ως σοβαρά εγκλήματα στο
πλαίσιο του δικαιϊκού συστήματος παραμένει τελείως εκτός του συστήματος.
Εγκαθίστανται στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα με παρόμοιο τρόπο,
όπως άλλα μη ποινικά προβλήματα. Όλο αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει «οντολογική
πραγματικότητα» του εγκλήματος.
Η κριτική εγκληματολογία
έχει φυσικά θέσει ως πρόβλημα και έχει ασκήσει κριτική σε πολλές ‘κανονικές’
αντιλήψεις του εγκλήματος […]. Η συμβολή σε αυτή τη φόρμα της απομυθοποίησης
διαφέρει ανάλογα με τις διαφορετικές προοπτικές του εμπλεκόμενου ρεύματος της
κριτικής εγκληματολογίας. Σε μία συγκεκριμένη περίοδο, η Μαρξιστική εγκληματολογία
υιοθέτησε ευρέως τη στάση ότι το ‘έγκλημα’ ήταν προϊόν του καπιταλιστικού
συστήματος, και ότι θα εξαφανιζόταν, εάν γεννιόταν μία νέα κοινωνία. Σε αυτή
την οπτική η εξαφάνιση του ‘εγκλήματος’ γινόταν αντιληπτή ως εξαφάνιση των
προβληματικών καταστάσεων οι οποίες υποτίθεται ότι προκαλούν την ενεργοποίηση των
διαδικασιών ποινικοποίησης. Η εξαφάνιση του εγκλήματος δεν γινόταν αντιληπτή ως
‘η εξαφάνιση των διαδικασιών εγκληματοποίησης ως απάντηση στις προβληματικές
καταστάσεις’. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η κριτική εγκληματολογία έθεσε ως
πρόβλημα τις προκατειλημμένες ως προς τις τάξεις και τις ‘ανορθόδοξες’ απόψεις σχετικά με τις διαδικασίες της
πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εγκληματοποίησης. Σε αυτές τις προσπάθειες η ‘λειτουργικότητα’
όπως και η ‘αρχή της ισονομίας’, για τις οποίες έχουν γίνει πολλές επικλήσεις
ως νομιμοποιήσεις των διαδικασιών της πρωτοβάθμιας εγκληματοποίησης, είχαν απομυστικοποιηθεί.
Στη βάση αυτής της απομυστικοποίησης, η κριτική εγκληματολογία έχει υποστηρίξει
τη μερική αποποινικοποίηση, μία πιο περιοριστική πολιτική που σέβεται τη
προσφυγή στο ποινικό νόμο, μια ριζοσπαστική μη παρεμβατική [πολιτική] με
σεβασμό σε συγκεκριμένα εγκλήματα και εγκληματίες. (…) Έχει απεικονίσει τον
πόλεμο κατά του εγκλήματος ως παρέκκλιση από την ταξική πάλη, στη καλύτερη
περίπτωση ως ψευδαίσθηση κατασκευασμένη για να πουλήσουν ειδήσεις, στη
χειρότερη ως απόπειρα να μετατρέψουν τους φτωχούς σε αποδιοπομπαίους τράγους.
Ωστόσο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η έννοια του εγκλήματος ως τέτοια, η
οντολογική πραγματικότητα του εγκλήματος δεν έχει αμφισβητηθεί» (“Criminological Perspectives -
Essential Readings”, σσ. 310-311).
Για τον Hulsman, το γεγονός ότι εν έχει αμφισβητηθεί η έννοια του
εγκλήματος σημαίνει ότι είμαστε προσκολλημένοι και εξαρτόμαστε από το θεσμικό
πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης και δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις αναλύσεις
της κριτικής εγκληματολογίας σχετικά με το πλαίσιο αυτό. Ασκεί έντονη κριτική
γι’ αυτό και υπογραμμίζει την ανάγκη η κριτική εγκληματολογία να αποκτήσει
ανασκοπική οπτική για την κοινωνική πραγματικότητα, αφού τώρα βασίζεται σε
ορισμούς του συστήματος το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα αντικείμενο της μελέτης
της. Θα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιεί την έννοια του εγκλήματος ως
εννοιολογικό εργαλείο, κι αυτό διότι: «το έγκλημα δεν είναι το αντικείμενο, αλλά το προϊόν
της αντεγκληματικής πολιτικής. Η ποινικοποίηση είναι ένας από τους πολλούς τρόπους να κατασκευάσει
κανείς τη κοινωνική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος θέλει να
ποινικοποιήσει [κάτι], αυτό συνεπάγεται
ότι:
1. Κρίνει ένα
συγκεκριμένο συμβάν ή κατάσταση ως ανεπιθύμητο.
2. Αποδίδει αυτό το
ανεπιθύμητο συμβάν σε κάποιο άτομο.
3. Προσεγγίζει αυτό το
ειδικό είδος συμπεριφοράς με συγκεκριμένο ύφος του κοινωνικού ελέγχου: το ύφος
της τιμωρίας.
4. Εφαρμόζει ένα ειδικό
στυλ τιμωρίας το οποίο έχει αναπτυχθεί εντός ορισμένου (νομικού) επαγγελματικού
πλαισίου και βασίζεται σε ‘σχολαστική’ (τελική κρίση) άποψη του κόσμου. Υπό
αυτή την έννοια, το ύφος της τιμωρίας που χρησιμοποιείται στη ποινική
δικαιοσύνη διαφέρει κατά βάθος από το ύφος της τιμωρίας που χρησιμοποιούνται σε
άλλα κοινωνικά πλαίσια.
5.
Θέλει να εργαστεί σε ειδικό επαγγελματικό περιβάλλον- στη
ποινική δικαιοσύνη. Αυτό το επαγγελματικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από πολύ
αναπτυγμένο διαχωρισμό εργασίας, έλλειψη λογοδοσίας για τη διαδικασία ως σύνολο
και έλλειψη επιρροής από αυτούς που εμπλέκονται άμεσα στο ‘ποινικοποιημένο’
γεγονός σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας» (ο. π., σ. 312).
Προς
επίρρωσιν του επιχειρήματός του, ο Hulsman
αναφέρει κάποιους από τους τρόπους
τους οποίους, σύμφωνα με την Laura
Nader, ακολουθούν άνθρωποι που έχουν εμπλακεί σε κάποια
προβληματική κατάσταση (εκτός νομικού πλαισίου), όπως η συσσώρευση των
προβληματικών καταστάσεων (παθητική στάση), αποφυγή, εξαναγκασμός,
διαπραγμάτευση και διαιτησία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι
αντιμετώπισης ενός προβληματικού συμβάντος. Πώς επιλέγουν όμως οι άνθρωποι τον
τρόπο που θα χρησιμοποιήσουν; Ο Hulsman
υποστηρίζει ότι αυτό εξαρτάται κυρίως
από το νόημα που προσδίδουν τα εμπλεκόμενα άτομα στην ίδια τη πράξη και από το
κατά πόσο έχουν και τα δύο μέρη τη δυνατότητα επιλογής, κάτι που είναι απόρροια
της θέσης που έχει ο καθένας στο περιβάλλον του. Κατά πόσο όμως μπορούν τα
εμπλεκόμενα μέρη να έχουν ευελιξία στις επιλογές τους; «Όσο πιο πολύ εξειδικεύεται
το πλαίσιο, τόσο η ελευθερία ορισμού [του γεγονότος]- και άρα η αντίδραση-
μειώνεται λόγω του μεγάλου βαθμού διαχωρισμού της εργασίας ή της
επαγγελματισμού. (…) Από όλα τα επισημοποιημένα συστήματα ελέγχου, το σύστημα
ποινικής δικαιοσύνης είναι το περισσότερο ανελαστικό» (ο. π., σ. 313). Οι
λόγοι γι’ αυτό μπορούν να συνοψιστούν κυρίως στους παρακάτω τρεις: Μεγάλος
βαθμός διαχωρισμού εργασίας, εσωτερική λογική του εξειδικευμένου ερμηνευτικού
του πλαισίου και η υπερβολικά περιορισμένη εστίαση σε συγκεκριμένα μόνο
γεγονότα. «Άρα,
η κατασκευή της πραγματικότητας, όπως επιδιώκεται στη ποινική δικαιοσύνη,
πρακτικά ποτέ δεν θα συμπίπτει με τη δυναμική της κατασκευής της
πραγματικότητας των άμεσα εμπλεκομένων» (ο. π., σ. 314).
Αν, λοιπόν,
η κριτική εγκληματολογία εγκαταλείψει το «έγκλημα» ως εννοιολογικό εργαλείο,
ποιο είναι το καθήκον της τώρα; Συνοψίζοντας, ο Hulsman θέτει τις παρακάτω υποχρεώσεις για τη κριτική
εγκληματολογία:
1. «Να συνεχίζει να
περιγράφει, να εξηγεί και να απομυστικοποιεί τις δραστηριότητες της ποινικής
δικαιοσύνης και τις δυσμενείς της επιπτώσεις. (…) Αυτό συνεπάγεται εγκατάλειψη
της αποκλίνουσας και μη ‘συμπεριφοράς’ ως αφετηρία για ανάλυση και αντ’ αυτού
υιοθέτηση μιας προσέγγισης προσανατολισμένης στη κατάσταση, σε μικρο- και
μακρο-επίπεδο.
2. Να απεικονίζει (…) πως
σε έναν συγκεκριμένο τομέα προβληματικές καταστάσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν
σε διαφορετικά επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης χωρίς προσφυγή στη ποινική
δικαιοσύνη.
3. Να μελετά στρατηγικές
για το πώς να καταργηθεί η ποινική δικαιοσύνη. (…)
4.
Μία από αυτές τις στρατηγικές θα έπρεπε να είναι η συμβολή
στην ανάπτυξη μίας καθόλα άλλης γλώσσας στην οποία ερωτήματα σε σχέση με την
ποινική δικαιοσύνη και δημόσια προβλήματα που δημιουργούν αξιώσεις για
ποινικοποίηση μπορούν να συζητηθούν χωρίς τις προκαταλήψεις της τρέχουσας
‘φλυαρίας ελέγχου’» (ο.
π., σ. 314).
Άρθρο “Critical criminology and the concept of crime” του Louk H.C.
Hulsman από το βιβλίο “Criminological Perspectives- Essential Readings” 2nd
edition, επιμέλεια: Eugene McLaughlin, John Muncie και Gordon Hughes, SAGE publications, 2003, Λονδίνο (σσ. 310-315). Το άρθρο αποτελεί
απόσπασμα από το βιβλίο του Hulsman
“Contemporary
Crises”,
1986.
-----------------------------------------Μελετάκη, Βασιλική. Παρουσίαση του άρθρου ‘Crime, power and ideological mystification’ (Έγκλημα, δύναμη και ιδεολογική μυστικοποίηση) του Steve Box, 1983
Το πρόβλημα της [κλασικής] εγκληματικότητας
οξύνεται συνεχώς με την πάροδο του χρόνου παρά την ανάλογη αύξηση των μέτρων
της αστυνομίας και την επικυριαρχία του δόγματος «νόμος και τάξη», με
αποτέλεσμα να ανακύπτει η εγκληματικότητα ως εθνικό ζήτημα. Ποιοι ευθύνονται
όμως για την αυξανόμενη εγκληματικότητα; Σύμφωνα με τον Steve Box, όπως αναφέρει στο βιβλίο του Crime, power
and
ideological
mystification
που εκδόθηκε το 1983 στο Λονδίνο,
οι στατιστικές της αστυνομίας συνήθως παρουσιάζουν το εξής προφίλ: άνδρας, νέος,
μαύρος, με χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης, άνεργος κάτοικος σε υποβαθμισμένη
γειτονιά του αστυκού κέντρου. Για τους πληθυσμούς με αυτά τα χαρακτηριστικά το
δόγμα «νόμος και τάξη» είναι ιδιαίτερα σκληρό προβλέποντας από το σύστημα
απονομής ποινικής δικαιοσύνης είτε άμεση
και οξεία απάντηση όπως η θανατική ποινή είτε μακροχρόνια και καταστροφική
απάντηση όπως φυλάκιση υπό άθλιες συνθήκες.
Ο Box
θέτει το ερώτημα αν το προφίλ του
εγκληματία είναι πράγματι αυτό ή πρόκειται απλώς για προπαγάνδα. Πράγματι, τα
καταγραμμένα από τις αστυνομικές αρχές εγκλήματα είναι πιθανότερο να
διαπραχθούν από άτομα που αντιστοιχούν στο παραπάνω προφίλ. Οι πράξεις αυτές
όμως δεν αποτελούν από μόνες τους το πρόβλημα της εγκληματικότητας, όπως
τείνουν να υποστηρίζουν οι αρχές και τα Μέσα Ενημέρωσης. Είναι απλώς ένα μέρος
του. «Πριν απομακρυνθούμε γρήγορα από τo μονοπάτι του δόγματος ‘νόμος και τάξη’, ίσως θα ήταν συνετό να
εξετάσουμε κατά πόσον ο φόνος, ο βιασμός, η ληστεία, η επίθεση και άλλα
εγκλήματα στα οποία εστιάζουν οι κρατικοί αξιωματούχοι, οι πολιτικοί, τα Media και το
σύστημα απονομής ποινικής δικαιοσύνης πράγματι αποτελούν το κύριο μέρος του
πραγματικού προβλήματος της εγκληματικότητας. Ίσως είναι μόνο ένα πρόβλημα
εγκληματικότητας, αλλά δεν είναι το
πρόβλημα της εγκληματικότητας. Ίσως ό,τι έχει μπει στην συνείδησή μας ως το πρόβλημα
της εγκληματικότητας να είναι στην πραγματικότητα μία ψευδαίσθηση, ένα τρικ με
σκοπό να αποσπά τη προσοχή μας μακριά από άλλα ακόμη σοβαρότερα εγκλήματα και
θυματοποιημένες συμπεριφορές που αντικειμενικά προκαλούν το μεγαλύτερο μέρος
του θανάτου, πληγών και στέρησης που θα μπορούσαν να αποφευχθούν» (“Criminological Perspectives- Essential Readings”,
σσ. 272-273).
Για να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα
του εγκλήματος και των εγκληματιών, πρέπει να δούμε τα επίσημα στοιχεία κριτικά
και, για να γίνει αυτό, έχουμε δύο επιλογές: τον φιλελεύθερο επιστημονισμό και
τη ριζοσπαστική ανακλαστικότητα.
Από τη μία, οι υποστηρικτές του φιλελεύθερου
επιστημονισμού δίνουν μεγάλη σημασία στα μη καταγεγραμμένα εγκλήματα και έχουν
ως κύρια εργαλεία τις έρευνες (αυτό)-ομολογούμενης ενοχής και έρευνες
θυματοποίησης. Μέσα από τις έρευνες αυτές προκύπτει ότι η επίσημη εικόνα των
εγκληματιών είναι λανθασμένη. Τα βασικά προβλήματα των επίσημων αρχών είναι η
έλλειψη εμπιστοσύνης στην αστυνομία και ότι η γραφειοκρατία της ποινικής
δικαιοσύνης στη πράξη χωλαίνει. Ο Box
αιτιολογεί το δεύτερο λέγοντας ότι
οι εμπλεκόμενες στη ποινική δικαιοσύνη αρχές βασίζονται πολύ στην διακριτική
ευχέρεια. «Η διαδικασία της επιβολής του νόμου […]
λειτουργεί έτσι, ώστε να αποκρύπτει εγκλήματα των δυνατών εναντίον των
αδυνάτων, αλλά και να αποκαλύπτει και να μεγαλοποιεί εγκλήματα των αδυνάτων
εναντίον όλων» (ο. π., σ. 274). Η λύση που
προτείνει ο φιλελεύθερος επιστημονισμός γι’ αυτό είναι η ελάττωση της
διακριτικής ευχέρειας και του στιγματισμού.
Από την άλλη, οι υποστηρικτές της
ριζοσπαστικής αντανακλαστικότητας μας στρέφουν τη προσοχή στη κοινωνική
κατασκευή των κατηγοριών του ποινικού νόμου και κάνουν λόγο για «επιδέξιους εγκληματολογικούς ορισμούς» (ο. π., σ. 275). Ο Box αναφέρει
χαρακτηριστικά: «Οι κατηγορίες του
ποινικού νόμου είναι ιδεολογικές κατασκευές (Sumner, 1976) […], επιδέξιες,
δημιουργικές κατασκευές σχεδιασμένες έτσι ώστε να εγκληματοποιούνται μόνο
κάποιες συμπεριφορές θυματοποίησης, συνήθως αυτές που διαπράττονται συχνότερα
από σχετικά αδύναμους και να εξαιρεί άλλες, που συνήθως διαπράττονται από
δυνατότερους εναντίον υφισταμένων. [..] Είναι ιδεολογικές αντανακλάσεις των ενδιαφερόντων
συγκεκριμένων ισχυρών ομάδων. Ως εκ τούτου, οι κατηγορίες του ποινικού νόμου
είναι πηγές, εργαλεία, όργανα σχεδιασμένα και έπειτα χρησιμοποιούμενα για να εγκληματοποιήσουν,
από-ηθικοποιήσουν, αχρηστεύσουν, σπάσουν και, μερικές φορές, να εξουδετερώσουν
αυτούς τους προβληματικούς πληθυσμούς που οι δυνατοί τους αντιλαμβάνονται ως
πιθανές ή πραγματικές απειλές στην υπάρχουσα νομή δύναμης, πλούτου και
προνομίων. Αποτελούν έναν, και μόνο έναν από τους τρόπους με τους οποίους
ασκείται ο κοινωνικός έλεγχος επί των
υφιστάμενων κοινωνικών ομάδων που όμως ‘αντιστέκονται’» (ο. π., σσ. 275-6).
Ωστόσο, αυτό το επιχείρημα παραβλέπει το
γεγονός ότι πέρα από νόμους που υπηρετούν συμφέροντα συγκεκριμένων ομάδων, το
ποινικό δίκαιο δεν παύει να περιέχει νόμους που εξυπηρετούν το σύνολο της
κοινωνίας. Βέβαια, ως εγκλήματα δεν
νοούνται όλες οι διαστάσεις και μορφές μίας πράξης, αλλά μόνο κάποιες από
αυτές. Επί παραδείγματι, «το ποινικό δίκαιο
περιλαμβάνει και αντανακλά την πρέπουσα στάση μας εναντίον ‘δολοφονικών’
πράξεων τρομοκρατίας από άτομα που είναι συνήθως θύματα εκμετάλλευσης ή
υποδουλωμένα. Αλλά δεν είχε καμία σχέση και οι φύλακές του είχαν σωπάσει 10
χρόνια πριν, όταν βόμβες, με την ευχή των ΗΠΑ και των συμμαχικών χωρών, έπεφταν
σαν βροχή σε γυναίκες και παιδιά στη Καμπότζη (Shawcross, 1979),
ή, όταν οι ίδιες κυβερνήσεις βοηθούν και υποστηρίζουν άλλα πολιτικά/στρατιωτικά
καθεστώτα να εξασκούν μαζική τρομοκρατία και σχεδόν γενοκτονία εναντίον
υποταγμένων ανθρώπων (Chomsky & Herman, 1979a, 1979b). Το ποινικό δίκαιο, με άλλα λόγια, καταδικάζει την εισαγωγή
δολοφονικών τρομοκρατικών ενεργειών συνήθως εναντίον δυνατών ατόμων ή
στρατηγικών φορέων, αλλά σιωπά όταν κυβερνήσεις εξάγουν ή υποστηρίζουν πράξεις
θανατηφόρες συνήθως εναντίον των φτωχών των τρίτων χωρών που θα μπορούσαν να
αποφευχθούν. Φυσικά, υπάρχουν και εξαιρέσεις- Η ρωσική εισβολή στο Αφγανιστάν
ήταν παραβίαση του διεθνούς δικαίου και έγκλημα κατά της ανθρωπότητας. Μπορεί
και να ήταν, αλλά τι γίνεται σχετικά με την εμπλοκή των Δυτικών χωρών στο
Βιετνάμ, Λάος, Καμπότζη, Χιλή, Ελ Σαλβαδόρ, Νικαράγουα, Σουέζ και Βόρεια
Ιρλανδία; Δεν θα έπρεπε έστω να έχουν συζητηθεί στο ίδιο πλαίσιο του διεθνούς
δικαίου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας; Και αν όχι, γιατί όχι (ο. π.,
σσ. 278-9);» Συνεπώς, το ποινικό
δίκαιο παρέχει προστασία σε όλους, αλλά άνισα. Είναι «μία πηγή που χρησιμοποιείται για να τιμωρήσει και να αποτρέψει
πραγματικούς και πιθανούς αντιρρησίες και με τον τρόπο αυτό βοηθάει στη
προστασία της κατεστημένης κοινωνικής τάξης πραγμάτων. […]
Ουσιαστικά, οι ορισμοί του σοβαρού
εγκλήματος είναι ιδεολογικές κατασκευές. […] Αναφέρονται μόνο σε υποκατηγορία
των συμπεριφορών αυτών που είναι πιο πιθανό να διαπραχθεί από νέους άνδρες με
ελλιπή μόρφωση που συχνά είναι άνεργοι, ζουν σε υποβαθμισμένες γειτονιές και
συνήθως ανήκουν σε εθνική μειονότητα. Έγκλημα και εγκληματοποίηση είναι,
λοιπόν, στρατηγικές κοινωνικού ελέγχου. Αυτά:
1.
Καθιστούν πιο πιθανό τους
μη προνομιούχους και αδύναμους να συλληφθούν, καταδικαστούν και να φυλακιστούν
[…]
2. Δημιουργούν την ψευδαίσθηση ότι η ‘επικίνδυνη’ τάξη βρίσκεται κυρίως
στη βάση διάφορων ιεραρχιών με τις οποίες ‘μετριόμαστε’, όπως το επαγγελματικό
κύρος, επίπεδο εισοδήματος, θέση στη στεγαστική αγορά, εκπαιδευτικές επιτυχίες,
φυλετικά χαρακτηριστικά. Σε αυτή την ψευδαίσθηση συγχωνεύονται η φτώχεια και η
εγκληματική ροπή, και γίνονται αντιληπτά και τα δύο ως επιπτώσεις νοητικής
κατωτερότητας, άρα καθίσταται η ‘επικίνδυνη’ τάξη να αξίζει και φτώχεια και
τιμωρία. […] (ο. π., σσ. 279-281).
Εν κατακλείδι, το συμπέρασμα του Steve Box είναι ότι το
κράτος αποκρύπτει πολλά στοιχεία σχετικά με το έγκλημα και οι πολίτες δεν το
αντιλαμβάνονται, παρά χειραγωγούνται από τις επίσημες πηγές. «Υπάρχουν πολλά
παραπάνω σε σχέση με το έγκλημα και τους εγκληματίες, από αυτά που το κράτος
αποκαλύπτει. Αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να το δουν» (ο. π., σσ.
281). Χρειάζεται κριτική ματιά, ώστε να αναγνωρίσουν τα εγκλήματα που
διαπράττονται από τις ισχυρές τάξεις.
Άρθρο “Crime, power and ideological
mystification” του Steve Box από το βιβλίο “Criminological Perspectives-
Essential Readings” 2nd edition, επιμέλεια: Eugene McLaughlin, John Muncie και Gordon Hughes, SAGE publications, 2003, Λονδίνο. Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από
το ομώνυμο βιβλίο του Box.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου