Γρηγόρης Λάζος.Έγκλημα, εγκληματικότητα και ποινικό σύστημα – δυο
λόγια
Όταν αναφέρεται η
λέξη ‘έγκλημα’ στο μυαλό έρχεται κάποια ή κάποια άλλη, συνήθως αποτρόπαια,
αντικοινωνική δράση. Κι όμως. Υπάρχουν αντικοινωνικές δράσεις, συχνά
αποτρόπαιες, που δεν ορίζονται ως εγκλήματα. Όπως υπάρχουν και δράσεις που
πολλοί δεν θεωρούν ως αντικοινωνικές αλλά ορίζονται ως εγκλήματα. Συνεπώς, το
έγκλημα δεν είναι ένας τρόπος αντικοινωνικής δράσης. Είναι μάλλον ένας τρόπος
επιλογής των κοινωνικών δράσεων που τιμωρούνται όπως ορίζει το Ποινικό Δίκαιο
με τη χρήση ποινικού συστήματος. Παρά το ότι κυριαρχεί περίπου σαν αυτονόητη
μια αντίληψη ομόλογη αυτής του Ντοστογιέφσκι περί ‘εγκλήματος και τιμωρίας’,
ουσιαστικά, αν δεν υπάρχει ποινικά ορισμένη τιμωρία δεν υπάρχει και έγκλημα. Το
έγκλημα είναι μια ιστορική εφεύρεση ή κοινωνική κατασκευή ή μυθολογία της
καθημερινής ζωής (Haan, 1991) με αναντικατάστατη θέση στο Ποινικό Δίκαιο∙ χωρίς
έγκλημα δεν υπάρχει Ποινικό Δίκαιο – και αντίστροφα (Λάζος, 2007, σσ. 195-230,
και Muncie και McLaughlin, 1996, σσ. 8-20). Το έγκλημα είναι μια τιμώρηση που
αντιτίθεται ώστε να αποτρέπει κάποια δράση, ένας τρόπος τιμωρίας σε μονάδες
χρόνου, με την ποινή να ορίζει πόσος χρόνος θα αφαιρεθεί από την κοινωνικότητα
ενός ανθρώπου για κάποια δράση του∙ ένα πρόσθετο στον όποιο κόπο ήδη κατέβαλε
αντίτιμο που αποσκοπεί στο να ανεβάσει το κόστος της δράσης σε αποτρεπτικό
βαθμό. Όποιες δράσεις προβλέπονται και ορίζονται από το Ποινικό Δίκαιο ως
εγκληματικές, προβάλλονται από τον δικαστή σε έναν κατάλογο αντιστοίχησης δράσεων
και ποινών (Christie, 1994). Ο δράστης τους παίρνει την ακριβοδίκαιη τιμωρία
του, δηλαδή την τιμωρία που του αξίζει με βάση το Ποινικό Δίκαιο, σε μονάδες
στέρησης χρόνου από την συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Ο κοινωνικός χώρος
στέρησης χρόνου με τη μετάπτωση του δράστη σε μια ημι-κοινωνική κατάσταση για
τον προβλεπόμενο χρόνο είναι η φυλακή. Ουσιαστικά, το Ποινικό Δίκαιο φαίνεται
να εμπνέεται από, να είναι ομόλογο με, τις αγοραίες αντιλήψεις που επικρατούν
στον καπιταλισμό. Όταν πρότεινε τη θεσμοθέτηση μιας ποινικής οικονομίας στα
τέλη του 18ου αιώνα, ο Ιταλός Σεζάρε Μπεκαρία εμπνεύστηκε κατά κύριο
λόγο από τους Γάλλους Φυσιοκράτες, πρωτοπόρους στο σχηματισμό της νέας
οικονομικής αντίληψης που σήμερα αποτελεί πλέον αυτονόητο, την επικρατούσα
καθεστωτική λογική, και δευτερευόντως από έναν ομόλογό του στο χώρο της ηθικής
φιλοσοφίας, τον Άνταμ Σμίθ, που μετέτρεψε την ηθική φιλοσοφία του σε πολιτική
οικονομία, σε όρους προσφοράς και ζήτησης.
Οι διάφορες
επιχειρηματολογίες για το έγκλημα, την εγκληματικότητα, τους ορισμούς και τη
διαχείρισή τους αναπτύσσονται κατά κανόνα σε νομικά και εγκληματολογικά
περιοδικά. Συγχρόνως δε, τείνουν να περιορίζονται σ` αυτά. Όμως, η
εγκληματικότητα είναι ένα πρωτευόντως και αποφασιστικά πολιτικο-οικονομικό και
πολιτισμικό ζήτημα. Το ποινικό σύστημα ορισμού και διαχείρισής της δεν είναι
‘κάτι εκεί πάνω’, ένα ‘εποικοδόμημα’ με ρόλους ιδεολογικής συνδρομής στο
κοινωνιακό καθεστώς. Διαπερνά τις κοινωνικές σχέσεις, αυτονοητοποιεί την
κανονικότητα, ορίζει και επιβάλλει το τι πρέπει να είναι ατομική ή συλλογική
κοινωνικότητα, και επιβάλλει ποινές και τιμωρίες σε όσους έμπρακτα αποκλίνουν.
Είναι ενεργό από την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις ως τη λειτουργία
του Κοινοβουλίου και της επιβολής των νόμων ως τη ζωή στο σπίτι. Το ποινικό
σύστημα είναι ένας τεράστιος μηχανισμός πειθάρχησης και καταστολής, με την
προσοχή του κυρίως στραμμένη προς τις υποτελείς τάξεις, εργαζόμενες τάξεις,
ανέργους και ανενεργούς, τους νέους, το ταραχοποιούς, το λούμπεν προλεταριάτο
(Taylor, 1999, σσ. 15-16, 66-75, 187-190).
Η εγκληματικότητα
είναι ένα σύνολο ποινικών παραβάσεων και ποινικών παραβατών – εγκλημάτων και
εγκληματιών, καταρχήν όπως ορίζονται και σημαίνονται-στιγματίζονται από το
Ποινικό Δίκαιο. Όμως, πέρα από τα ποινικο-δικαιικά προβλεπόμενα, όπως και το
έγκλημα, η εγκληματικότητα είναι και πολλά άλλα, που κάποιες πτυχές τους
καταγράφονται στη συνέχεια. Μάλλον, χωρίς αυτά τα ‘πολλά άλλα’, η κοινωνική
σημασία και η χρησιμότητα του εγκλήματος για την καθεστωτική εξουσία θα ήταν
σημαντικά υποβαθμισμένες. Όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και σε ειδικούς
επιστήμονες, η εγκληματικότητα προσλαμβάνεται φετιχιστικά ως ένα Κακό.
Περισσότερο ή λιγότερο Κακό από κάποια άλλα, αλλά πάντως Κακό, ένα Μείζον Κακό
αν δεχτούμε ότι η κοινωνία (ως έχει) δεν είναι δυνατό να απαλλαγεί από αυτό
αλλά μόνο να το περιορίσει. Σ` αυτό το πλαίσιο, η εγκληματικότητα δεν
κατανοείται ως ένα άθροισμα δράσεων, δράσεων που επιλέγονται από τους διάφορους
νομοθέτες για να ορισθούν ως εγκληματικές και να ποινικοποιηθούν, αλλά σαν μια κακή
οντότητα που οι εγκληματικές δράσεις των φορέων της αποτελούν εκδηλώσεις,
εκδοχές, παραδείγματα και αποδείξεις της ευρύτερης δράσης της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου