Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2014

Γρηγόρης Λάζος. Η αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα (Ι)



Γρηγόρης Λάζος. Η αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα (Ι)

(Για τη διακυβέρνηση μέσω εγκληματικότητας)
Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα η εγκληματικότητα εμφανίζεται ως εάν να αυξάνεται. Η άποψη αυτή για την αύξηση της εγκληματικότητας υποστηρίζεται και προωθείται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και πολυάριθμους διαμορφωτές της κοινής γνώμης για το τι είναι λογικό, αληθινό, ηθικό και οφθαλμοφανές, Από εκεί και πέρα, κάποιοι σχετικοί με το αντικείμενο επιστήμονες υποστηρίζουν ή δεν διαψεύδουν την άποψη πως η εγκληματικότητα αυξάνεται. Διάφοροι επιθετικοί προσδιορισμοί όπως το ‘μεγάλη’, ‘εκρηκτική’, ‘επικίνδυνη’ ή ‘ανησυχητική’, ή υπότιτλοι του τύπου ‘κινδυνεύει με διάρρηξη ο κοινωνικός ιστός’ ή ‘οι ηλικιωμένοι αβοήθητοι μπροστά σε αδίστακτους κακοποιούς’ κοκ. έρχονται να διευκρινίσουν την γνώμη του εκάστοτε ρεπόρτερ ή αρθρογράφου – ή του διευθυντή ή εργοδότη του – για τις νέες διαστάσεις και νέες σημασίες της εγκληματικότητας που ‘προσλαμβάνει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις’ κοκ. Άλλωστε, η διακυβέρνηση μέσω εγκληματικότητας (και Feely και Simon, 1996, σσ. 434-446), κατά πρώτο η διαχείριση του φόβου μερίδων των υποτελών τάξεων, είναι αναντικατάστατη για τη βίωση της κυριαρχίας σαν εύλογης και ηθικής. Αποδειγμένα αποτελεσματική έχει αποδειχτεί η διαχείριση της έντασης και της στόχευσης τεχνητών πανικών με τη δημιουργία αδύναμων αποδιοπομπαίων τράγων συμπύκνωσης, και εκδήλωσης ταξισμού, ρατσισμού και σεξισμού. Έτσι, σε μιαν εποχή που κράτος πρόνοιας και τα εργασιακά δικαιώματα συντρίβονται σκόπιμα και προγραμματισμένα από τους φονταμενταλιστές του νεοφιλελευθερισμού, μερίδες του πληθυσμού είναι στραμμένες στους ‘λαθρομετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές και τις θέσεις στα σχολεία και τα νοσοκομεία’ ή τις παράνομα εκδιδόμενες που ‘μας κολλάνε aids’ και άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα αποτελώντας, σύμφωνα με κορυφαίους υπουργούς και τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης,  υγειονομικές βόμβες, κορυφαίους κοινωνικούς κινδύνους.
Πρόθεση του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει αύξηση ή ότι υπάρχει μείωση (των ή κάποιων) τύπων ή μεγεθών της εγκληματικότητας ή ότι παρατηρούνται αυξομειώσεις. Πρόθεσή του είναι, αρχικά, να διατυπωθούν κάποιες ενστάσεις και επιφυλάξεις για τους όρους της προσέγγισης της εγκληματικότητας, αφού, κατά κανόνα, οι τρόποι προσέγγισης ορίζουν και το αποτέλεσμά της. Στη συνέχεια, να κατατεθεί μια απάντηση σχετικά με το ποια εγκληματικότητα αυξάνεται και τις κοινωνικές κατηγορίες που αποτελούν τους κύριους φορείς της (για τα ‘κύματα αύξησης της εγκληματικότητας’ βλ. Fishman, 1978∙ Λαμπροπούλου, 1997, σσ. 39-42).    

 (Μια άχαρη αλλά χρήσιμη τεχνικο-εξουσιαστική διευκρίνιση)
Πριν όμως η προσοχή στραφεί στο κεντρικό ερώτημα που μόλις διατυπώθηκε ώστε να του δοθεί μια πρώτη έστω απάντηση, μια παρακαμπτήρια διπλή διευκρίνιση είναι αναγκαία στο συγκεκριμένο σημείο. Όταν αναφερόμαστε στην αύξηση των μεγεθών της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα, την αύξηση του αριθμού σχετικών δράσεων (ή της βαρύτητας ή της έντασης των δράσεων αυτών;), δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι η όποια στατιστική απεικόνιση μπορεί να είναι ακριβής, όπως μπορεί να είναι και ανακριβής: Τα στοιχεία να είναι ελλειπή, κάποια από αυτά να είναι επαναλαμβανόμενα, οι κατηγοριοποιήσεις να ανταποκρίνονται σε κάποια γραφειοκρατία ή εισαγόμενα διεθνή μοντέλα και όχι στη συγκεκριμένη πραγματικότητα στην Ελλάδα στην οποία αναφέρονται. Ή μπορεί να είναι και ‘μαγειρεμένα’.
Επιπλέον, είτε ακριβής είτε ανακριβής, η προβολή των όποιων δεδομένων περί εγκληματικότητας σε έναν (ή κάποιον άλλο) στατιστικό άξονα δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από μια προβολή σε έναν τεχνητό άξονα απόδοσης του συγκεκριμένου σε ειδικούς όρους, να είναι δηλαδή ένας τρόπος απόδοσης του ‘αφηρημένου-συγκεκριμένου’ σε όρους ‘γενικού-ειδικού’. Οι όποιες ποιοτικές διαφοροποιήσεις στην κοινωνική ζωή στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώνονται και φαινόμενα εγκληματικότητας είναι μη ορατές στους σχετικούς στατιστικούς όρους. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εμφανιστούν σαν πιθανές υποθέσεις συνάρτησης του τύπου ‘η αύξηση της φτώχειας ή/και του πλούτου έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση (ή τη μείωση) της εγκληματικότητας’. Το να είναι γνωστό ότι κάποιος-α έκλεψε ένα κινητό τηλέφωνο ή μπήκε σε ένα σπίτι και έκλεψε χρήματα και μικρο-αντικείμενα δεν σημαίνει και ότι είναι γνωστό κάτι και για τον-ην δράστη-ρια ή τη συγκυρία στην οποία ζει. Αν πιστεύεται κάτι τέτοιο σημαίνει ότι, χωρίς να κατανοείται ίσως, ενεργοποιούνται γνώσεις που έχουν ληφθεί από άλλα κοινωνικά ή μιντιακά πεδία και άλλα ζητήματα. Ότι το συγκεκριμένο γεγονός εμβαπτίζεται – τα κενά στη γνώση γεμίζονται και σημαίνονται, οι αντιφάσεις υποχωρούν στο παρασκήνιο και ασημαντοποιούνται (Cohen) – μέσα στις γενικεύσεις, τα στερεότυπα και τα παραδείγματα των δελτίων ειδήσεων ή των όποιων συμβατικοτήτων, αυτονοησιών ή κοινοτυπιών.    
Και βέβαια, πρέπει να τονιστεί κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό: Η όποια κατανόηση των αλλαγών στην κοινωνική ή την προσωπική ζωή σε όρους εγκληματικότητας αποτελεί μια κατανόηση, μιαν ερμηνεία στους όρους του Ποινικού Δικαίου και του ποινικού συστήματος, δηλαδή του νομοθέτη, του δικαστή, του αστυνομικού και του σωφρονιστικού υπαλλήλου. Είναι ο τρόπος που επιτρέπει στην κρατική εξουσία να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των ανθρώπων.      

(Εκδοχές και κριτήρια αύξησης της εγκληματικότητας)
Επιστρέφοντας στον κεντρικό άξονα του επιχειρήματος, καταρχήν, σχετικά με την αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να κατατεθεί αμέσως μια ένσταση. Μια ένσταση που ισχύει και για τις απόψεις που θα υποστήριζαν ότι η εγκληματικότητα μειώνεται.
Για να ξέρουμε για τι μιλάμε, όταν κάνουμε λόγο για μιαν αύξηση (ή μείωση) της εγκληματικότητας πρέπει να διευκρινιστούν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτο, το ποιες εκδοχές της εγκληματικότητας αυξάνονται (ή μειώνονται), και δεύτερο, με ποια κριτήρια ορίζεται η αύξηση (ή μείωση) αυτή.
Το πρώτο ζήτημα σχετικά με τους όρους προσέγγισης της εγκληματικότητας, το ποιες εκδοχές της εγκληματικότητας αυξάνονται, έχει να κάνει με κάτι που έχει αποφασιστική σημασία αλλά πολύ συχνά ξεχνιέται ή παρακάμπτεται στον διάλογο για την εγκληματικότητα και την αντιμετώπισή της. Και πιο συγκεκριμένα:   
(α) Αυξάνονται οι αντικοινωνικές ή κοινωνικά επιβλαβείς δράσεις που ο νομοθέτης δεν ορίζει ως εγκλήματα, όπως για παράδειγμα οι μεγάλες υποθέσεις πολιτικο-επιχειρηματικο-μηντιακής διαπλοκής που όλοι καταδικάζουν ενώ οι φορείς της εξουσίας και/δηλαδή οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι καταδικάζουν μεν αλλά αρνούνται ότι έλαβαν ή λαβαίνουν χώρα; Είτε αυξάνονται είτε όχι οι δράσεις αυτές, ακόμα και αν στην κοινή συνείδηση ή στους γενικούς τίτλους στα ΜΜΕνημέρωσης αποδίδονται και ως ‘εγκλήματα’ και προσφέρονται για επικοινωνιακές ασκήσεις υψηλής κοινωνικής ή εθνικής ηθικής ή υπευθυνότητας, εφόσον δεν ορίζονται από την ποινική δικαιοσύνη ως εγκλήματα, δεν αποτελούν εγκλήματα και δεν καταχωρούνται ως εγκλήματα.
Οι αντικοινωνικές ή κοινωνικά επιβλαβείς δράσεις που ο νομοθέτης, με το να είναι επίμονα στραμμένος προς τις υποτελείς τάξεις – άλλωστε αυτές αποτελούν τον βασικό στόχο του ποινικού συστήματος, την κεντρική του εστίαση, από την εποχή της πρώτης δημιουργίας του –, δεν όρισε ως ποινικά αδικήματα, όποιες και αν είναι οι συνέπειες τους, δεν λαβαίνονται υπόψη.   
 (β1) Αυξάνεται η εγκληματικότητα με βάση τις αντικοινωνικές δράσεις που ο ποινικός νόμος επιλέγει να ορίζει ως εγκληματικές και υπάρχει υψηλή σχετική συμφωνία, όπως πχ., την ανθρωποκτονία ή τον βιασμό ή τη σωματεμπορία;
(β2) Σ` αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται ή όχι και οι αντικοινωνικές δράσεις σχετικά με τις οποίες παρατηρείται μια ευρεία διαφοροποίηση ή και αντιπαράθεση ως προς τα κριτήρια ορισμού τους και, πολύ περισσότερο, το αν θα επιβληθεί ποινή και ποια θα είναι αυτή, όπως πχ., τις κλοπές ή το παράνομο μικρεμπόριο;
Δηλαδή να γίνεται λόγος για μια στενή (μόνο η β1) ή μια ευρεία (η β1 και η β2) εγκληματικότητα και άρα αύξηση της εγκληματικότητας;  
(β3) Ή να περιλαμβάνονται και άλλες δράσεις που πολλοί (και) εγκληματολόγοι ή νομικοί θα αρνούταν ή θα ήταν ιδιαίτερα διστακτικοί να θεωρήσουν ως αντικοινωνικές ή εγκληματικές αλλά ο ποινικός νομοθέτης τις περιλαμβάνει στη διπλή αυτή κατηγοριοποίηση (όπως για παράδειγμα, μια συλλογική άρνηση επιστράτευσης ή μια έκνομη απεργία – ή μια εξέγερση); Και είναι μεν εξηγήσιμο το γιατί συμβαίνει και τι εξυπηρετεί, είναι όμως λογικό (ή και ηθικό) κοινωνικές δράσεις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους από κάθε άποψη να συμπιέζονται όπως-όπως στην κατηγορία ‘εγκλήματα’; 
(γ) Όταν υποστηρίζεται ότι αυξάνεται η εγκληματικότητα, αυτό εννοείται με βάση τις προσαγωγές ή τις συλλήψεις από την αστυνομία; (Ας επιτραπεί, και τις ‘προληπτικές’ μεταξύ αυτών;)
(δ) Ή με βάση τις καταδίκες από το δικαστήριο;
(ε) Ή μήπως ότι με βάση τις φυλακίσεις;
Ή μήπως κάποιο άλλο κριτήριο που διαφεύγει των προηγούμενων;  

Συνήθως, οι συμβατικές θεωρήσεις περί εγκληματικότητας αναφέρονται σε έναν ‘σκοτεινό αριθμό του εγκλήματος’ που τον κατανοούν σαν τη διαφορά ανάμεσα στις ποινικά οριζόμενες αντικοινωνικές δράσεις (β1, β2 και β3) και τις καταδίκες δράσεων από το δικαστήριο (δ). Πέρα από αυτό, τι απ` όλ` αυτά αυξάνεται όταν μιλάμε για αύξηση της εγκληματικότητας; Ή σε ποιους ρυθμούς και μεγέθη αυξάνονται; Για παράδειγμα, μια αύξηση των δράσεων που ο νομοθέτης ορίζει ως ποινικά κολάσιμες, παράνομες ή εγκληματικές, δηλαδή μια αύξηση της καταστολής στο επίπεδο της παραγωγής των νόμων στο Κοινοβούλιο, μπορεί από μόνη της να αυξήσει την εγκληματικότητα έστω και αν οι ήδη ποινικά κολάσιμες δράσεις δεν αυξηθούν (ή ακόμα και αν μειωθούν). Αν ποινικοποιηθεί το κάπνισμα, η εγκληματικότητα θα αυξηθεί σημαντικά έστω και αν, αρχικά τουλάχιστον, δεν αλλάξει τίποτε στην κοινωνική και προσωπική ζωή των μελών της κοινωνίας.
Οπότε, συνήθως, όταν γίνεται λόγος για ειδικές αυξομειώσεις παρά συγκεκριμένες αλλαγές, όταν αναφέρεται ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται, εννοείται ότι αυξάνεται σε σύγκριση με την καταγραμμένη εγκληματικότητα στο παρελθόν ως εάν η ποινική νομοθεσία να παραμένει η ίδια. Όμως, σ` ό,τι αφορά στη συγκρισιμότητα της εγκληματικότητας μεταξύ διαφορετικών συγκυριών ή περιόδων, πρέπει να υπάρχουν επιφυλάξεις (όχι σαν σχήμα λόγου αλλά ως ενεργό συστατικό της μεθόδου) αφού συχνά υπάρχουν διαφορετικές εμφάσεις, διαφορετικά κριτήρια και διαφορετικές δυνατότητες καταγραφής. Για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του 1990, ενώ λάβαινε χώρα μια συνεχής αύξηση των μεγεθών της διεθνικής σωματεμπορίας και της προώθησης αλλοδαπών γυναικών ως εκδιδόμενων (trafficking) στην Ελλάδα, τα πρώτα στοιχεία καταγραφής εμφανίστηκαν μόλις το 1996 ενώ τα επίσημα στοιχεία, πχ., της ΕΛΑΣ, καθυστέρησαν ακόμα περισσότερο (Λάζος, 2001). Δηλαδή, επίσημα, το 1993, ίσως την κρισιμότερη χρονιά της διεθνικής σωματεμπορίας στην Ελλάδα και επικράτησης της νέας πορνείας, το trafficking στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτο ή, στατιστικά, ήταν μηδενικό.  
Οι αυξομειώσεις του λεγόμενου ‘πραγματικού αριθμού της εγκληματικότητας’[1] δεν συμπίπτουν και δεν αναλογούν με τις αυξομειώσεις των συλλήψεων από την αστυνομία ή των καταδικών από το ποινικό δικαστήριο (βλ. και Barak, 1995, σ. 144). Ούτε οι καμπύλες της στατιστικά εκφρασμένης συνολικής εγκληματικότητας, ούτε οι επιμέρους εγκληματικότητες που το άθροισμά τους δίνει τη συνολική. Ακόμα δε και αν, με ένα στατιστικό θαύμα, όλα αυτά συνέπιπταν ή και αναλογούσαν, οι σχετικές στατιστικές δεν είναι σε θέση, ούτε φιλοδοξούν ποτέ, να αποδώσουν κρίσιμα συστατικά της ποινικοποιούμενης κοινωνικής δράσης, όπως το ύφος, η ένταση, το πλέγμα των κινήτρων, οι συνθήκες στις οποίες λαβαίνει χώρα. Δηλαδή δεν είναι σε θέση να περιλάβουν ερμηνευτικά τις ποιότητες των σχετικών δράσεων. Απουσιάζουν η χειροπιαστή κοινωνική δράση, οι κοινωνικές σχέσεις και οι συνθήκες στις οποίες εκδηλώνεται και των οποίων αποτελεί μέρος. Οι στατιστικές περί εγκληματικότητας είναι ποινικοί τίτλοι σε βιβλία που δεν έχουν γραφτεί.     
Το δεύτερο σχετικό ζήτημα αφορά στο με ποια κριτήρια εκτιμάται ότι αυξάνεται η εγκληματικότητα, ότι αυξάνονται τα μεγέθη της.
Με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ; Τα σχετικά στοιχεία, πρώτο, εκφράζουν τις εμφάσεις της, το πού έχει στραμμένη την προσοχή της σε κάποια συγκυρία ή περίοδο, δηλαδή τις προτεραιότητες της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας της∙ δεύτερο, προσδιορίζονται από τις άνισες από πεδίο ευθύνης σε πεδίο ευθύνης δυνατότητές της και την κατανομή των δυνάμεών της, που κατά κανόνα αντανακλούν αποφάσεις προηγούμενων ετών και ηγεσιών∙ και, τρίτο, επηρεάζονται από τις σχέσεις της με την πρακτικά απονεμόμενη δικαιοσύνη. Οπότε, σαφώς τα στοιχεία αυτά δεν είναι δυνατό να υποστηριχτεί ότι αποδίδουν μιαν (αναλογικά έστω) ‘αντικειμενική απεικόνιση’, ούτε καν μιαν ‘αντικειμενική απεικόνιση’ στους όρους νομοθέτη, δικαστή και αστυνομικού (βλ. και Καρύδη, 1998, σσ. 356-359).
Αν όχι με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ, μήπως με βάση τα στοιχεία δημοσιογραφικών ρεπορτάζ περί της εγκληματικότητας; Όμως, τα σχετικά ρεπορτάζ παρουσιάζουν ευρύτατες αποκλίσεις ως προς την ποιότητα και την αντιπροσωπευτικότητά τους. Οι επιλογές των εστιάσεων αλλά και η σύνθεση των ρεπορτάζ καθιστούν πολλά από αυτά διαβλητά ή έστω απαιτούν την προσεκτική αξιολόγηση του συνόλου. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα ρεπορτάζ γίνονται κυρίως με κριτήρια τη τηλεθέαση ή και τη συμβατότητα με παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με την ενημέρωση αλλά τη χρήση της ως μέσου για άλλους σκοπούς, μεταξύ αυτών τη χειραγώγηση. Επιπλέον, ειδικά τα ρεπορτάζ της καθημερινής δημοσιογραφίας, είναι συνήθως πρόχειρα, σχηματισμένα βιαστικά, με παρεμφερή ή και άσχετα ενισχυτικά υλικά, και επενδυμένα με κοινοτυπίες της ‘κοινής λογικής’ και του ‘κοινού αισθήματος’. Είναι υποστηρίξιμο μαζί με τους Ferrell και Sanders (1995, σ. 12) ότι «τα εγκληματικά γεγονότα και οι αντιλήψεις για την εγκληματικότητα λιγότερο παρουσιάζονται απ` ό,τι κατασκευάζονται από τα Μέσα». 
Ή μήπως, σε μια σύνδεση με τα προηγούμενα, (στ), αυξάνεται η ‘μεσο-ενημερωτική’ ή ‘μιντιακή’ (κυρίως τηλεοπτικά οριζόμενη) εγκληματικότητα, μια εγκληματικότητα που εδράζεται στην ποινική θεώρηση αλλά δεν περιορίζεται σ` αυτήν, τόσο αυτοσχεδιάζοντας σε δραματοποίηση (βλ. και Wacquant, 2003, σσ.198-199) όσο και εισάγοντας και άλλες προσεγγίσεις που θίγονται στη συνέχεια;
Η κοινή γνώμη – μια ποσοτικά και ποιοτικά τεχνητή κατασκευή ισχύος – συνήθως συμπλέει με τους καθεστωτικούς ορισμούς της εγκληματικότητας (Birks, 2010). Στον λεγόμενο μέσον όρο της, όχι απλώς συμφωνεί αλλά ομολογεί μαζί τους. Σ` αυτό το πλαίσιο, επιπλέον, ενεργοποιεί στις έννοιες του εγκλήματος και της εγκληματικότητας μια σειρά από κρίσιμα, ίσως αναντικατάστατα, συστατικά ενκοινωνισμού τους. Ενεργοποιεί, το ηθικο-θρησκευτικό συστατικό, συναρτώντας τες με την αμαρτία και την ανηθικότητα. Σ` αυτή την ερμηνευτική εκδοχή προώθησης στο ευρύ κοινό, το έγκλημα είναι και αμαρτία και ανηθικότητα, η εγκληματικότητα δείχνει και την κατάσταση της αμαρτίας και της ανηθικότητας στην κοινωνία, ο δε εγκληματίας, ο φορέας της εγκληματικότητας, είναι και αμαρτωλός και ανήθικος. Επί της αρχής, υποτίθεται ότι το Ποινικό Δίκαιο απάλλαξε τον νομικό λόγο από έννοιες, νοήματα και σημασίες με θρησκευτική προέλευση. Στην πράξη και με σκοπό την ηθικο-ιδεολογική του ενίσχυση, έσπευσε να τις επανενεργοποιήσει. Η ολοκληρωμένη απονομιμοποίηση του εγκληματία απαιτεί να είναι - ή να κατανοείται σαν - και ανήθικος και αμαρτωλός.  
Κάποιοι εγκληματολόγοι, η κοινή γνώμη και ‘αισθητικές’ παραγωγές έχουν σαν δεδομένες, πρώτο, μιαν αντιπάθεια για τον εγκληματία (και, ευρύτερα, τον αποκλίνοντα), και δεύτερο, την άποψη ότι ο εγκληματίας, είτε το θέλει είτε όχι, είναι παραγωγός κακού (Melossi, 2000, σ. 155). Επίσης, το έγκλημα ενεργοποιεί και το φυλετικό/εθνοτικό ή θρησκειακό συστατικό, με τον εγκληματία να προσλαμβάνει κυρίως φυλετικο-εθνοτικά χαρακτηριστικά και την εγκληματικότητα να οφείλεται σε δυσανάλογα μεγάλο μέρος της σε αλλοδαπούς, κατά προτίμηση τους εύκολα διακριτούς αφρικανούς, Άραβες και μουσουλμάνους από τη δυτική Ασία. Με αυτές τις ενεργοποιήσεις, το ποινικό σύστημα, ένα από την αρχή του σχηματισμού του στη Δυτική Ευρώπη (τέλη 18ου-αρχές 19ου αιώνα) κυρίως ταξικό σύστημα ορισμού και απόδοσης δικαιοσύνης, συμπληρώνεται από διαστάσεις που του προσδίδουν ευελιξία και εμμεσοποιούν την ταξικότητά του, ενώ το καθιστούν εύκολα αφομοιώσιμο σε ξενοφοβικούς πληθυσμούς. Ή, κατά τον Melossi (2000, σ. 153), ένας κατεξοχήν μηχανισμός απαξίωσης της εργασίας, μέσω της διαχείρισης των ανέργων και ημι-ανέργων ή ημι-εργαζόμενων σε όρους κοινωνικού αποκλεισμού. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το ότι και οι φορείς παραγωγής και εφαρμογής του ποινικού συστήματος (από τον βουλευτή ως τον δικαστή, τον αστυνομικό και τον σωφρονιστικό υπάλληλο) δεν φέρουν μόνο το Ποινικό Δίκαιο και τους συνοδευτικούς του κανόνες αλλά και την κοινή γνώμη που συχνά εκδηλώνεται στις πρακτικές τους επιλογές.
Συγχρόνως, η κοινή γνώμη σχηματίζεται, νοηματοδοτείται και σημασιοδοτείται με βάση την κοινή λογική. Η κοινή λογική – η καθεστωτικά ορθή λογική αναπαραγωγής νομιμοποιητικών αυτονόητων – είναι συμβατή με το Ποινικό Δίκαιο και το ποινικό σύστημα εφαρμογής του, είναι δε παράγωγη μιας ομόλογα τιμωρητικής (και αναλογικά τιμωρητικότερης) κοινής γνώμης (Green, 2009). Επιπλέον, είναι διαχειρίσιμη κυρίως από τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης που τη διαμορφώνουν, διαμορφώνουν την επικρατούσα γλώσσα και ορολογία της, τα νοήματα και τα συναισθηματικά τους αντικρύσματα, το τι και πώς πρέπει κάποιος να καταλαβαίνει, να μιλάει και να νιώθει σχετικά, τους κανόνες της επικρατούσας σωφροσύνης και υπευθυνότητας. Όποιος – και στο βαθμό που – είναι σε θέση να επιβάλλει τη λογική του σαν κοινή λογική ελέγχει και την παραγόμενη κοινή γνώμη, προσδιορίζοντας ακόμα και τους όρους διαφωνίας στο πλαίσιό της. Όπως τονίζει η Λαμπροπούλου (2001, κυρίως σσ. 67-73 και 87-93), τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης αποτελούν αναντικατάστατο μέρος του κοινωνικού ελέγχου, παραγωγούς ‘συστημάτων συμβόλων’ (Λαμπροπούλου, 1997, σ.31) συμβατών με το κοινωνιακό καθεστώς, «φρουρούς του ηθικού κατεστημένου και «μέσα δημόσιων σχέσεων για φορείς του κοινωνικού ελέγχου» (Ferrell και Sanders, 1995, σσ. 6 και 309), πανίσχυρους, πανταχού παρόντες μηχανισμούς ‘κατασκευής πραγματικότητας’.
Τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης παρουσιάζουν τα συμφέροντα, ενδιαφέροντα και τρόπους σκέψης και ηθικής της πολιτικο-οικονομικής και πολιτισμικής ηγεμονίας σε όρους πραγματικότητας – με τις μορφές του ‘έτσι έχουν τα πράγματα’ ή ‘έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα’ (Sanders και Lyon, 1995). Η κυρίαρχη ιδεολογία παρουσιάζεται με τη μορφή ενός συναινετικού μοντέλου (Young, 1974, και Λαμπροπούλου, 2001, σσ. 76-80), παρέχουν δε στο όνομα της κοινής λογικής συμβατικές κανονιστικές απαιτήσεις, και εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας που είναι εξωπραγματικά διαυγείς και κατανοήσιμες. Η παρουσίαση της εγκληματικότητας από τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό – ίσως-ίσως αναντικατάστατο – παράγοντα άσκησης της κοινής λογικής στη διαμόρφωση μιας ποικιλόμορφης αλλά ομονοούσας κοινής γνώμης. Η εγκληματικότητα είναι ένα ζήτημα που ενοποιεί (μάλλον παρά ενώνει ή συνθέτει) την κοινωνία σε αταξικούς και απολιτικούς όρους, που φαντάζει σαν εύλογο ότι όλοι πρέπει να ομονοούν απέναντί του. «Τα Μέσα και οι θεσμοί του Ποινικού Δικαίου κατασκευάζουν πολιτικά χρήσιμες εικόνες του εγκλήματος και του ελέγχου του εγκλήματος» (Ferrell και Sanders, 1995, σ. 15). Ουσιαστικά, όπως τονίζουν οι δύο πολιτισμικοί εγκληματολόγοι, έγκλημα και εγκληματικότητα έχουν αποφασιστική συμμετοχή στη νομιμοποίηση της υπακοής και τον στιγματισμό της ανυπακοής. Ή, όπως το θέτει ο Barak (1995, σ. 147), «το ποινικό σύστημα … είναι το πρωτεύον σύστημα νομιμοποίησης αξιών και επιβολής κανόνων» – με τη ιδιότητά του αυτή να «ενισχύεται με τη συνεργασία με το πρωτεύον σύστημα πληροφόρησης – τα μέσα ενημέρωσης».  

(Το άρθρο αποτελεί μέρος ευρύτερου άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Αριστερό Βήμα, aristerovima.gr, το 2012 με τον ίδιο τίτλο. Το κείμενο έχει τροποποιηθεί ενισχυτικά ή διευκρινιστικά σε αρκετά επιμέρους ζητήματα.) 


[1] Το τι θα κατέγραφε ένας ιδεοτυπικός πανοπτικός και πανίσχυρος ποινικός νομοθέτης, εάν ήταν σε θέση να ελέγχει πλήρως το σύνολο των δράσεων και σκέψεων για δράσεις των πληθυσμού στην επικράτειά του σε σχέση με το σύνολο του Ποινικού Δικαίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου