Γρηγόρης Λάζος. Η αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα (ΙΙ)
Η διαπίστωση ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι
μια απλή ερμηνεία στη βάση κάποιων επιστημονικών ή ό,τι άλλο ευρημάτων. Είναι
μια νεοσυντηρητική ενίσχυση του ποινικού συστήματος. Επιλεκτική και στοχευμένη
σε δράσεις καταστολής και χειραγώγησης κυρίως των υποτελών τάξεων, σε μια
περίοδο που περιορίζονται τα όποια τα πολιτικά και εργασιακά δικαιώματά τους,
και υποβαθμίζεται το όποιο κράτος πρόνοιας. Συγχρόνως, φαίνεται να προωθείται η
αντίληψη ότι η αστυνόμευση μπορεί να αναβαθμίσει τη ζωή στην βίαια
φτωχοποιημένη και πολυ-καταρρέουσα γειτονιά.
(Η ‘γκρίζα ζώνη’ της εγκληματικότητας)
Οι εκδοχές της
εγκληματικότητας με βάση το ποινικό σύστημα, τα κριτήρια ορισμού των
αυξομειώσεών της και η σχέση του ποινικού συστήματος με την κοινή γνώμη
πλαισιώνουν μιαν ευρεία ‘γκρίζα ζώνη’ προσέγγισης της εγκληματικότητας, η οποία
επιτρέπει διάφορες συνθέσεις τους, από τις ποικίλες ανθρωπινο-δικαιωματικές ή πολιτικά
φιλελεύθερες ως τις (νεο)συντηρητικές ή ακόμα και τις αντιδραστικές.[1][1] Στη συνέχεια, η προσοχή στρέφεται στο τρίτο σημαντικό
ζήτημα, το ποια εγκληματικότητα υπάρχει και αυξάνεται κατά τα τελευταία χρόνια
στην Ελλάδα μέσω των διάφορων συνθέσεων του (μακροπρόθεσμου) ποινικού
συστήματος με την (μεσο-βραχυπρόθεσμη) κοινή γνώμη.
Καταρχήν, ζητήματα
περί την εγκληματικότητα που το ποινικό σύστημα είναι ευρύτερο της κοινής
γνώμης. Υπάρχουν για παράδειγμα δράσεις περί τη χρήση και διακίνηση των
(παράνομων) εξαρτησιακών ουσιών που η κοινή γνώμη κλίνει προς έναν περιορισμό
της εμπλοκής που ποινικού συστήματος, προς μια παράδοση μέρους των εξουσιών του
στην ιατρική και την ψυχιατρική, τους θεσμούς της και ίσως κάποιες εμπλεκόμενες
πολυεθνικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Όμως, η καθεστωτική πολιτική στο
πλαίσιο της συγκυρίας στη σύγχρονη Ελλάδα θέτει στο περιθώριο ζητήματα
μεταφοράς μέρους της εξουσίας του ποινικού συστήματος στην κοινωνική πρόνοια –
έστω και την ιατρική και ψυχιατρική που, παρά το σημαντικό κεφάλαιο
επιστημονικού κύρους τους, μπορεί να αποδειχτούν ομόλογα κατασταλτικές με το
ποινικό σύστημα (και επιχειρηματικά πιο κερδοφόρες).
Κατά δεύτερο και
συγκυριακά το σημαντικότερο, το ποινικό σύστημα είναι στενότερο της κοινής
γνώμης σε μια σειρά άλλων ζητημάτων. Η όλη διαδικασία στη σύγχρονη Ελλάδα
φαίνεται να αναλογεί σε σχετικές εξελίξεις στην Ιταλία που οι della Porta και
Caiani (2006) αποδίδουν σαν έναν από συντηρητικό «εξευρωπαϊσμό από τα πάνω»
Ένα τέτοιο ζήτημα στη σύγχρονη Ελλάδα η
επιχειρηματική εγκληματικότητα σε βάρος του περιβάλλοντος, του Δημοσίου
(περιλαμβάνομένου και του δημόσιου πλούτου, μόνιμου στόχου προς
ιδιωτικοποίηση), των εργαζομένων που στον διαθέσιμο χρόνο τους μεταπίπτουν σε
καταναλωτές, ακόμα και άλλων επιχειρήσεων. Ένα αυξανόμενο πλήθος εντοπισμών από
δημοσιογράφους και επιστήμονες ανάλογων εγκλημάτων παραμένουν στο περιθώριο του
ποινικού συστήματος, ακόμα και όταν προβλέπονται από το Ποινικό Δίκαιο, ακόμα και
όταν η κοινή γνώμη κλίνει τόσο προς μια διεύρυνση της ποινικοποίησης όσο και
πληρέστερη εφαρμογή των ήδη υπαρχόντων κανόνων Δικαίου.
Ένα άλλο
σχετικό ζήτημα είναι η πολιτική εγκληματικότητα σε βάρος των πολιτών, του
Δημοσίου, των αστικών δημοκρατικών θεσμών και του Συντάγματος. Η συστηματική πολιτική εξαπάτηση δεν είναι απλώς συχνή αλλά μάλλον αποτελεί
κανονικότητα, ο δε πελατειασμός συνιστά άτυπο αλλά κρίσιμης σημασίας θεσμό
αναπαραγωγής της πολιτικής εξάρτησης των υποτελών τάξεων (Λάζος, 2005, 2012). Ουσιαστικά,
συνιστά όρον αναπαραγωγής του καθεστώτος που υπογράφει και επιβάλλει τα
Μνημόνια. Ανάλογη είναι και η αύξηση της πολιτικο-επιχειρηματικής
εγκληματικότητας, για παράδειγμα των λεγόμενων ‘σκανδάλων’ που προκάλεσαν και
προκαλούν εκτεταμένες και πολυετούς διάρκειας βλάβες στην κοινωνία στην Ελλάδα,
της εμπλοκής επιχειρηματικών συμφερόντων σε μια σειρά τομέων στη λήψη πολιτικών
αποφάσεων ή τους ελέγχους όπως στο χώρο της υγείας και της προστασίας του
περιβάλλοντος, της εθνικής άμυνας κοκ. (για διαπλοκή βλ. Λάζος, 2005).
Είναι
ενδιαφέρον ότι αυτές οι εκδοχές της εγκληματικότητας, ακόμα και όταν
προβλέπονται ελλειπτικά και ελλειμματικά από τον ποινικό νόμο, σπάνια τυχαίνουν
δίωξης και, οι όποιες περιπτώσεις εντοπίζονται, περιορίζονται σε απειλές περί
εφαρμογής του νόμου μέσω των μμενημέρωσης, με μια μικρή μειονότητα να
παραπέμπονται στα αστικά δικαστήρια που, ακόμα και αν μια μικρή μειονότητα
αυτής της μικρής μειονότητας καταλήξουν, δεν οδηγούν σε στιγματιστικές ποινικές
τιμωρίες. Οι περιπτώσεις ολοκληρωμένης ποινικής δίωξης εμφανίζονται ως
εξαιρετικές. Ένα
στενό, χλωμό και αναποτελεσματικό Ποινικό Δίκαιο ακολουθείται από ένα ακόμα πιο
στενό ποινικό σύστημα εφαρμογής των ποινικών νόμων. Άλλωστε, εξ ορισμού, πέρα από τις ποικίλες ιδεολογικές εξαγγελίες, το ποινικό
Δίκαιο και το τεράστιο ποινικό σύστημα που το επιβάλλει στην κοινωνία δεν είναι
στραμμένο, δεν έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι στραμμένο, ισόνομα προς κάθε
κοινωνική τάξη.[2][2] Αντίθετα,
είναι σχεδιασμένο από τις αρχές του 19ου αιώνα ώστε να καταστέλλει
τις ‘κατώτερες’ τάξεις, κυρίως τις συγκεντρωμένες στα μεγάλα αστυκά κέντρα,
ενισχύοντας την υποτέλειά τους. Να καταστέλλει είτε σε επίπεδο ατόμων (ή
οργανωμένων ομάδων, μέσω του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’) είτε σε επίπεδο
κοινωνικών ή πολιτικών συλλογικοτήτων (μέσω νομοθετημάτων για προσβολές της
κοινωνικής ειρήνης και της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας). Όπως αναφέρει
ο Mathiesen (1990, σ. 70), «σήμερα, το ποινικό σύστημα χτυπάει στο ‘βυθό’
μάλλον παρά την ‘κορυφή’ της κοινωνίας».
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη ότι στην τρίτη, τέταρτη και πέμπτη προσέγγιση
των φάσεων της εγκληματικότητας που παρουσιάστηκε παραπάνω, η εγκληματικότητα
των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών περίπου απουσιάζει. Και, αν προσεγγιστεί
κριτικά αυτή η απουσία, συνεπώς απουσιάζουν και τα ερωτήματα του κατά πόσον
έχει γνωρίσει αύξηση, μείωση ή παραμένει σταθερή. Η ευρύτατη στη σύγχρονη
Ελλάδα επιχειρηματική εγκληματικότητα αποποινικοποιείται[3][3] και απεγκληματοποιείται στους ταχύτατους ρυθμούς μιας απελευθέρωσης από
κοινωνικούς περιορισμούς στις αγορές. Η δε ευρύτατη πολιτική και
πολιτικο-επιχειρηματική εγκληματικότητα, αν και τείνει να αποτελεί μια
μακρο-ληστρικών διαστάσεων κανονικότητα, χωρίς να αποποινικοποιείται εξ
ολοκλήρου, επίσης απεγκληματοποιείται. Σ` αυτούς τους τύπους εγκληματικότητας,
η έννοια χρησιμοποιείται μεταφορικά, ως εάν να μην αναφέρεται σε ποινικά
αδικήματα αλλά σε βαρύτατα ηθικά και κοινωνικά ατοπήματα, ή οικονομικά και
πολιτικά λάθη. Η δε διαφορά μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης
γεφυρώνεται με εννοιολογήματα περί ελεύθερου ανταγωνισμού και αγοράς στο
επιχειρηματικό έγκλημα, και πολιτικής ή ηθικής ευθύνης στο πολιτικό έγκλημα. Τα
δε εννοιολογήματα περί πολιτικής ή ηθικής ευθύνης εμφανίζονται ως εάν να είναι
ισοδύναμα της ποινικής ευθύνης και, συνεπώς, ως εάν να απαλλάσσουν από αυτήν. Ο
μεν επιχειρηματίας, αν τιμωρηθεί, τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο ή διοικητικά
μέτρα, ο δε πολιτικός τιμωρείται με μιαν (συχνά μερικά ή ολικά εξαγοράσιμη μέσω
πελατειασμού) αύξηση του πολιτικού κόστους (Χρυσόγονος, 2010). Το ποινικό
στίγμα και η διαβίωση στη σύγχρονη φυλακή περίπου αποκλείονται. Οι
πολιτικο-οικονομικά κυρίαρχοι απολαμβάνουν τον αποκλεισμό τους από το πρακτικό
ποινικό σύστημα (βλ. Muncie και McMaughlin, 1996, σσ. 251-257).[4][4]
Στην Ελλάδα της μνημονιακής συγκυρίας, η γκρίζα ζώνη προσέγγισης της
εγκληματικότητας περιλαμβάνει και μια τρίτη κατηγορία ζητημάτων που βρίσκονται
υπό διαπραγμάτευση ή αντιπαράθεση στο επίπεδο του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ
των Κοινοτικών κέντρων οικονομικής και πολιτικής ισχύος, των ομόλογων
οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών κέντρων στη χώρα, και της αντίστασης των
υποτελών τάξεων:
Καταρχή, ως προς το εάν και κατά πόσο πρέπει να λάβει χώρα μια διεύρυνση
και αναδιοργάνωση του Ποινικού Δικαίου και του ποινικού συστήματος ώστε να
αντιμετωπίζει (με μετα-μιντιακή επάρκεια) τις σχετικές εγκληματικές και
αντικοινωνικές δράσεις οικονομικο-πολιτικών συγκεντρώσεων ισχύος.
Κατά δεύτερο, αν πρέπει να υπάρξει μια αυστηροποίηση των μηχανισμών
απονομής δικαιοσύνης προς τις ποινικές παραβάσεις ατόμων, ομάδων ή
συλλογικοτήτων που συνιστούν μέρη των υποτελών τάξεων. Μια υποκατηγορία των
σχετικών υπό διαπραγμάτευση ζητημάτων αφορά στα λεγόμενα ‘εγκλήματα του κοινού
Ποινικού Δικαίου’, τη μικρο-εγκληματικότητα ή εγκληματικότητα της επιβίωσης (κλοπές,
ληστείες, παράνομο μικρεμπόριο νόμιμων ή παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών,
περιπτώσεις συμπτωματικής βίας που εκδηλώνονται στις κλίμακες αυτές). Μια
δεύτερη υποκατηγορία περιλαμβάνει τα ζητήματα επιβολής της (καθεστωτικά
οριζόμενης) κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και προστασίας της εύρυθμης
λειτουργίας της αγοράς και των επιχειρήσεων – δηλαδή για τα ζητήματα της
αντιμετώπισης των μαχητικών ή έκνομων διαδηλώσεων και απεργιών[5][5] – με τα καθεστωτικά μμενημέρωσης να τάσσονται
υπέρ της διαπλάτυνσης και της εντατικοποίησης της καταστολής (βλ. και Green, 2009). Βέβαια, για να προωθηθεί
το επιμέρους ζήτημα προστασίας της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και της
εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς είναι αναγκαία και μια διεύρυνση της ανοχής,
μια ‘ρεαλιστική’ χαλάρωση των απαιτήσεων για τήρηση του Συντάγματος και των
πολιτικών δικαιωμάτων από την πλευρά της ανώτερης πολιτικής και κρατικής
ιεραρχίας, και της ‘κοινής γνώμης’ απέναντι στη δράση των κρατικών μηχανισμών
άμεσης πρακτικής καταστολής με σκοπό την επιβολή της καθεστωτικής ευταξίας και
ειρήνης.
Στα ζητήματα υπό διαπραγμάτευση μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης
αναδεικνύεται πληρέστερα μια τάση της εγκληματολογίας (όχι με τη στενή
ακαδημαϊκή έννοια του όρου αλλά την ευρεία έννοια του λόγου περί εγκλήματος: η
εστίαση στο άτομο ή την ομάδα ατόμων ή την ομάδωση (τη στατιστικά
κατασκευασμένη ομάδα χωρίς αναφορές τη συγκεκριμένη θέση στην πολιτική
οικονομία και τον πολιτισμό, τη σχέση με την κρατική εξουσία). Κατ` αυτό τον
τρόπο, η εγκληματολογία μεταπίπτει σε εγκληματιολογία, ο λόγος περί εγκλήματος
σε λόγο περί εγκληματία (Λάζος, 2007 και 2011).
Στα συμβατικά εγκλήματα ή εγκλήματα του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’ η προσοχή
είναι στραμμένη κυρίως σε κλοπές, ληστείες, παράνομο μικρεμπόριο και – το
διαχρονικά αγαπημένο θέμα κάθε συντηρητικού ή αντιδραστικού λόγου – πορνεία,
ιδίως αν είναι συναρτήσιμα με μετανάστες (νόμιμους, παράνομους ή ό,τι άλλο αλλά
προερχόμενους από περιοχές, χώρες και πολιτισμούς εκτός Ευρώπης). Μια σχετική
ευρεία ‘εκστρατεία εγκληματοποίησης’, απαξίωσης και στιγματισμού ενός
συγκεκριμένου πληθυσμού – μια σύνθεση της δυναμικής των μμενημέρωσης και
αντιδραστικών πολιτικών πολιτισμικού ελέγχου του πληθυσμού (Ferrell και Sanders, 1995, σ. 10) έλαβε χώρα στα
τέλη Μαρτίου 2012. Σε μια σύνθεση ταξισμού, ρατσισμού και σεξισμού, εκδηλώθηκε
ένα πλήθος αναφορών σε εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια, σε όρους συναγερμού,
για μια πορνεία που υποτίθεται ότι γνώριζε μια τέτοιαν αύξηση που έπρεπε να
θέσει σε συναγερμό την κοινωνία του μέτρου και της σωφροσύνης. Η εν λόγω
εκστρατεία εγκληματοποίησης διευρύνθηκε, αναστοχεύθηκε και εντάθηκε στις αμέσως
επόμενες μέρες. Οι τηλεοπτικο-αστυνομικές επιχειρήσεις ‘σκούπας
λαθρομεταναστών’ που ακολούθησαν αμέσως μετά τον συναγερμό γύρω από την
(προβαλλόμενη ως δραματική και επικίνδυνη για τη δημόσια ηθική και υγεία)
αύξηση της πορνείας είναι ενδιαφέρουσες σχετικά με το πώς ανάλογες ρατσιστικές
και σεξιστικές δράσεις μπορούν να αξιοποιηθούν κατασταλτικά, τηλεοπτικά και
πολιτικά. Όποιος-α μελετήσει την εγκληματικότητα στην Ελλάδα με βάση το σύνολο
των ποινικο-δικαιικών προσεγγίσεων και των ανάλογων διαθέσιμων στοιχείων θα
οδηγηθεί στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η εγκληματικότητα προέρχεται σχεδόν
αποκλειστικά από τις ‘κατώτερες’ τάξεις, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να
είναι υποστηρίξιμο ότι αποτελεί ένα από τα (κοινωνικά, πολιτισμικά, ψυχικά ή
και βιογενετικά) χαρακτηριστικά, τουλάχιστον κάποιων αξιόλογων μερίδων τους.
Ειδικότερα δε, μια πιο προσεκτική ματιά στην εγκληματικότητα και την αύξησή της
δείχνει προς κάποιες συγκεκριμένες μερίδες των ‘κατώτερων’ τάξεων. Η αύξηση
κυρίως των εγκλημάτων επιβίωσης (κλοπές, ληστείες, αρπαγές, άσκηση σχετικής
βίας κλπ.) δείχνει προς το διευρυνόμενο λούμπεν προλεταριάτο, τους χρόνια
άνεργους και τους ημι-άνεργους (ή, επί το νομιμοποιητικότερον, οι
ημι-εργαζόμενους), περιλαμβανόμενης και μερίδας των μεταναστών. Όλα αυτά τα
εγκλήματα συναρτώνται πρωτ` απ` όλα με τους (παράνομους ή λαθρο)μετανάστες που
υποδεικνύονται σαν επικίνδυνοι, παράσιτα, αντικοινωνικοί και επιβλαβείς για την
‘κοινωνία’ (Wacquant, 2001, σ. 41-42), ακόμα και φορείς μιας ‘υγειονομικής βόμβας’ που ανά πάσα
στιγμή μπορεί να ‘εκραγεί’ (βλ. και Moore, 1985). Αυτές είναι παλιές και δοκιμασμένες ήδη
από τον 19ο αιώνα ταξιστικές και ρατσιστικές στρατηγικές εστίασης
στο λούμπεν προλεταριάτο και τους χρόνια άνεργους και ανενεργούς, και στόχευσης
της καταστολής πάνω τους (Λάζος, 2011).
Με τη δαιμονοποίηση επιλεγμένων ανίσχυρων κοινωνικών κατηγοριών, ο γενικός
φόβος της απολιτικής πλειονότητας στη σύγχρονη Ελλάδα μπροστά στη φτώχεια
εξειδικεύεται, προσωποποιείται (Fishman, 1978): το πρόβλημα δεν είναι η φτώχεια, είναι οι
φτωχοί.[6][6] Με τον σχετικό κοινωνικό διάλογο να επιβάλλεται ότι πρέπει να λαβαίνει
χώρα σε γλώσσες ηθικού πανικού (Åkeström, 1998, σσ. 333-335), η φτώχεια μεταπίπτει από
κοινωνιακό πρόβλημα σε ποινικό κίνδυνο που οι φορείς του πρέπει να πεταχτούν
έξω, να σκουπιστούν εκτός κοινωνίας. Το κοινωνικό καθεστώς επιτρέπει την – ή
πρωτοστατεί στην – τιμώρηση της φτώχειας στο πρόσωπο επιλεγμένων φτωχών. Οι
μετανάστες αποτελούν τον κατάλληλο μη Ευρωπαίο ξένο ‘βολικό εχθρό’ (κατά τον Christie,1986) ή μια κατασκευασμένη
κατηγορία ‘υπο-λευκών’ (κατά τον Wacquant, 2000, σ. 146) που πάνω της οι πολιτικές και
ποινικές αρχές μπορούν να επιδεικνύουν (Christie) και να δικαιολογούν την κατασταλτική διολίσθηση
σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων που, ανεξαρτήτως εθνικότητας, κατατρώγονται από
τη μαζική ανεργία και την ευέλικτη απασχόληση (Wacquant).
Αντίθετα, η ‘ανώτερη’ ή κυρίαρχη τάξη (τουλάχιστον, το τοπικό πολιτικό και
οικονομικό σκέλος της) εμφανίζεται ως εάν να αποτελεί υπόδειγμα τήρησης των
νόμων. Η εγκληματικότητά της είναι τόσο περιορισμένη ώστε να είναι περίπου
ονομαστική και στατιστικά από περιθωριακή ως αμελητέα.
Ομόλογη της νομιμοποιητικής μυθολογίας περί των εγκλημάτων του ‘κοινού
Ποινικού Δικαίου’ αλλά προσαρμοσμένη στις διαφορετικές απαιτήσεις της
κατάστασης, είναι και η μυθολογία σχετικά με τα εγκλήματα ενάντια στην
κοινωνική ειρήνη και ευταξία, και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, που
διαπράττονται από κοινωνικές συλλογικότητες (πολίτες, εργαζόμενους, νέους) κατά
τη διάρκεια διαδηλώσεων και απεργιών (Giorgi, 2010). Στις περιπτώσεις αυτές, η καταστολή μπορεί
να είναι κυρίως συλλογική, με την τυχαία ή στοχευμένη συνοδευτική επιλογή
ατόμων μέσα στο πλήθος ή συγκεκριμένων προσώπων για σύλληψη ή προσαγωγή. Τόσο η
εστιασμένη και επιλεκτική δράση των μονάδων καταστολής συλλογικοτήτων όσο και η
ευρύτερη προσέγγιση του ζητήματος από τα μμενημέρωσης, προωθούν μια διαφοροποίηση
των συλλογικοτήτων που αντιπαρατάσσονται στην πολιτική και οικονομική ισχύ, μια
διαφοροποίηση με τρόπους που να εμφανίζουν σαν χρήσιμη ή αναγκαία την
ενεργοποίηση της οργανωμένης κρατικής καταστολής με τη χρήση της φυσικής βίας.
Με βάση την συγκεκριμένη μυθολογία στους όρους της οποίας, πρώτο, σχηματίζεται
η κοινή γνώμη ώστε να κατανοεί καθεστωτικά την κοινωνική πραγματικότητα και,
δεύτερο, επικοινωνεί η κρατική κατασταλτική εξουσία, καταρχήν, υπάρχει ένας
σκληρός πυρήνας εγκληματιών, οι λεγόμενοι κουκουλοφόροι (βλ. και Βαθιώτης,
2010∙ Παπαθεοδώρου, 2010). Κατά δεύτερο, γύρω από τον σκληρό πυρήνα, υπάρχει
ένας ευρύτερος πληθυσμός σε ετοιμότητα για τη δημιουργία ή συμμετοχή σε ταραχές
και τη διάπραξη σχετικών εγκλημάτων, οι ταραχοποιοί. Τρίτο, γύρω από τους
κουκουλοφόρους και τους ταραχοποιούς, υπάρχει η ειρηνική πλειονότητα των
πολιτών που επιθυμούν να μετέχουν σε διαδηλώσεις ή απεργίες εντός των ορίων της
νομιμότητας που ορίζει το ποιες δράσεις είναι οι κανονικές και ποιες είναι οι
αποκλίνουσες (για μιαν ομόλογη διάκριση βλ. Selke, 1988). Με τη δαιμονοποίηση των κουκουλοφόρων και
ταραχοποιών, ο φόβος μπροστά στην αταξία, το χάος, την ‘αναρχία’ και κάθε
είδους αβεβαιότητα και ανασφάλεια, ακόμα και αυτήν που δημιουργείται από τις
καθεστωτικές πολιτικές, προσωποποιείται. Το καθεστώς προβάλλει στους
κουκουλοφόρους και ταραχοποιούς μέρος της κατάστασης και της απαξίωσης της ζωής
και εργασίας που επέβαλε (ανάλογα, βλ. McLeod και
Hertog, 1992). Θεωρήματα ενός παράλογου και επικίνδυνου όχλου που απειλεί να
καταστρέψει την κοινωνία και σχηματίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου
αιώνα επαν-ενεργοποιούνται (βλ. σχετικά Barrows, 1981). Πάντως, στο ειδικό
ζήτημα, παρά την εντατική προσπάθεια χειραγώγησης από τα καθεστωτικά
ΜΜΕνημέρωσης, η ‘κοινή γνώμη’ δεν φάνηκε να έχει πεισθεί αποτελεσματικά κατά το
2012 ότι οι κουκουλοφόροι και οι ταραχοποιοί πρέπει να γίνονται κατανοητοί ως
εάν να είναι (αντικοινωνικοί, ‘κοινωνιοπαθείς’, επικίνδυνοι και κυρίως)
εγκληματίες ανάλογοι των εγκληματιών του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’. Ίσως, οι
πληροφορίες από τα άμεσα κοινωνικά περιβάλλοντα στην οικογένεια, το χώρο
εργασίας και τη γειτονία, αποδεικνύονται ικανές να αμφισβητούν αυτούς τους
ορισμούς και τις προτάσεις καταστολής που τις συνοδεύουν.[7][7]
Ο σύγχρονος
καθεστωτικός ή ευρύτερος συντηρητικός λόγος περί εγκλήματος (και της όποιας
αύξησης ή έντασής της) τείνει να ταυτίζει την εγκληματικότητα γενικά με δύο
ειδικές κατηγορίες της: την εγκληματικότητα του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’ και,
συγκυριακά, με τις αντικαθεστωτικές συλλογικές δράσεις.[8][8] Είναι
ενδιαφέρουσα και πρέπει να προβληματίσει η σύγκλιση των λόγων της ΕΛΑΣ (και των
πολιτικών προϊσταμένων της), των ΜΜΕνημέρωσης και ποικίλων διανοούμενων και
κοινωνικών επιστημόνων. Ο λόγος της διανόησης και ειδικότερα της επιστήμης
είναι σημαντικός στο να προσδίδει ‘επιστημονική εγκυρότητα’ στις σχετικές
καθεστωτικές πολιτικές. Οι λόγοι τους εμφανίζονται σαν ομόλογοι, γλωσσικά και
σημασιολογικά συμβατοί, αλληλο-συμπληρούμενοι και αλληλο-ενισχυόμενοι – έχουν
κοινούς ορισμούς του εγκλήματος, γλώσσες περιγραφής, μοντέλα προσώπων,
τεχνολογίες διακυβέρνησης (Rose, 2000, σσ. 184-185). Σ` αυτούς τους λόγους και
τον ενιαίο καθεστωτικό λόγο που συγκροτούν, οι εκτεταμένες ‘γκρίζες ζώνες’ με
βαρύτατα επιβλαβείς μορφές εγκληματικότητας πολιτικών προσώπων ή ομάδων και
επιχειρηματιών ή επιχειρηματικών ομόλων περίπου δεν υπάρχουν ως
εγκληματικότητα. Ακόμα και όταν προβλέπονται από το Ποινικό Δίκαιο, δεν
προσεγγίζονται ως εγκληματικότητα αλλά ως ηθικά πολιτικά ή επιχειρηματικά
ατοπήματα – ή ακόμα, δεν περιλαμβάνονται καθόλου στον κατάλογο των
εγκλημάτων, δεν αναφέρονται ως εγκληματικότητα. Αμέσως και εμμέσως, ενισχύεται
η πεποίθηση ότι μόνον οι εργαζόμενες ή ‘κατώτερες τάξεις’ (και, συγκυριακά, οι
αντικαθεστωτικές συλλογικότητες) εγκληματούν.
Ουσιαστικά,
ακόμα και όταν γίνεται λόγος για εγκλήματα των πολιτικο-οικονομικά κυρίαρχων, η
εγκληματικότητα εξειδικεύεται και εμφανίζεται ως εξαιρετική – ίσως-ίσως, ούτε
καν σαν εγκληματικότητα αλλά σαν ποινική παράβαση. Όταν όμως γίνεται λόγος για
τα εγκλήματα επιβίωσης ή απόγνωσης των φτωχών ή εξαθλιωμένων, η εγκληματικότητα
γενικεύεται. Εγκληματούν οι μετανάστες, οι εκδιδόμενες, οι χρόνια άνεργοι, οι
άστεγοι, τα πρεζάκια – και γενικά ό,τι περισσεύει από την αγορά εργασίας. Όλοι
αυτοί και αυτές είναι δυνάμει ή μη εντοπισμένοι εγκληματίες.[9][9] Ανάλογα, στα
εγκλήματα κατά της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και κατά της εύρυθμης
λειτουργίας της αγοράς, η εγκληματικότητα επίσης τείνει προς το να
εξειδικεύεται, με το να αποδίδεται σε άτομα ή ομάδες ταραχοποιών και,
ειδικότερα, κουκουλοφόρων (βλ. και Greer και McLaughlin, 2010). Το σημαντικό
τους πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό κεφάλαιο, χάρη στις ευρύτατες διασυνδέσεις
τους με την ευρύτερη κοινωνία ή και την αποδοχή ή ανοχή των δράσεών τους από
άξια λόγου μερίδα πολιτών παρά την καθεστωτική δράση των μμενημέρωσης, καθιστά
δύσκολη μια στρατηγική επικινδυνοποίησης και αντικοινωνικοποίησής τους,
αναγκαία προϋπόθεση για μιαν επόμενη γενίκευση στη βάση του σχήματος ότι είναι
όλοι εγκληματίες ή, ευρύτερα, ότι όλοι οι αναρχικοί, αντιεξουσιαστές και
απεργοί είναι εντάξιμοι στην κατηγορία των εγκληματιών. Τουλάχιστον, σε ένα
καθεστώς που ενδιαφέρεται να αυτοπροσδιορίζεται σε όρους δημοκρατικής
νομιμοποίησης παρά εξαιρετικών περιστάσεων.
Έτσι, στη
συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα, οι πρώτοι δικαιούνται την προστασία
της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους, οι δεύτεροι δικαιούνται μαζικές επιχειρήσεις
σκούπας και διαχείριση σαν κοινωνικών σκουπιδιών, και οι τρίτοι
διαπραγματεύονται την αξιοπρέπειά τους στις αντιπαραθέσεις με τις δυνάμεις αστυνομικής
καταστολής συλλογικοτήτων και την προσαγωγή τους στις ανακριτικές αρχές. Στη
θέση του συστήματος πρόνοιας που παύει να υπάρχει ή ιδιωτικοποιείται, το
ποινικό σύστημα φιλοδοξεί ή υποχρεώνεται να αναλάβει τη διαχείριση των
πληθυσμών που πετιούνται έξω από την αγορά εργασίας και όσων αντιπαρατίθενται
συλλογικά στο νεοφιλελεύθερο-νεοσυντηρητικό πολιτικο-οικονομικό και πολιτισμικό
καθεστώς. Το ποινικό σύστημα δεν είναι σε θέση να επιτύχει τους δηλωμένους
σκοπούς της εξουσίας. Είναι σε θέση όμως να επιτύχει, μερικά έστω, τους άδηλους
σκοπούς της. Βασικό μέσο του ποινικού συστήματος είναι η καταστολή, η εφαρμογή
της νόμιμης βίας με νόμιμους και παράνομους τρόπους. Πρόκειται για μέσο που δεν
είναι ικανό να προωθήσει τον πολιτικό ή και οικονομικό πολιτισμό. Είναι όμως
ικανό να επιβάλλει ταχύτατα τη μαζική απαξίωση, την αποκοινωνικοποιήση της
εργασίας και της ζωής, την αποπολιτικοποίηση και τεχνοκρατικοποίηση των
κοινωνιακών ζητημάτων. Η αναβάθμιση (ή επάνοδος) του ποινικού συστήματος
λαβαίνει χώρα ως εάν να ανταποκρίνεται στην έκκληση της κοινωνίας: με τη
συνδρομή του συντηρητικού λόγου περί εγκλήματος και της ομόλογης κοινής γνώμης
– και την απουσία κάθε άλλου λόγου και γνώμης. Τα μονότονα επαναλαμβανόμενα
λογικοφανή και ηθικοφανή περί αύξησης της εγκληματικότητας ανταποκρίνονται σ`
αυτούς τους σκοπούς.
(Το
άρθρο αποτελεί μέρος ευρύτερου άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Αριστερό Βήμα, aristerovima.gr, το 2012 με τον ίδιο τίτλο. Το
κείμενο έχει τροποποιηθεί ενισχυτικά ή διευκρινιστικά σε αρκετά επιμέρους ζητήματα.)
Βιβλιογραφία
Åkeström, M. ‘The moral crusade on violence in Sweden: moral
panic, or material for small-talk indignation?’, The New European Criminology. Crime and Social Order in Europe, V.
Ruggiero, N. South και I Taylor (επιμ.), London: Routledge, 1998, σσ. 350-367
Βαθιώτης, Κ. Ι.
‘Πολίτες – Εχθροί – Κουκουλοφόροι’, Εγκληματολογικές
Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ.
Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 2010, σσ. 111-136
Barak, G.
‘Media, crime, and Justice: A case for constitutive criminology’, Ferrell, J.
και C. R. Sanders (επιμ,.), Cultural
Criminology, Boston: Northeastern University Press, 1995
Barrows, S. Distorting Mirrors.
Visions of the Crowd in late 19th Century France, New Haven:
Yale University Press, 1981
Birks, J.
‘Press protest and publics: The agency of publics in newspaper campaigns’, Discourse and Communication, 2010, 4(1),
σσ. 51-67
Christie, N. ‘Suitable enemy’, Abolitionism:
Toward a Non-Repressive Approach to Crime, H. Bianchi και R. van Swaaningen (επιμ.), Amsterdam: Free University Press, 1986
Christie, N. Crime Control as
Industry: Towards Gulags Western Style, London: Routledge, 1994
Della Porta και
M. Caiani. ‘The europeanization of public discourse in Italy. A top-down process’,
European Union Politics, 2006, 7(1),
σσ. 77-112
Feely, M. M.
και J. Simon. ‘The new penology’, Criminological
Perspectives: Essential Readings, London: Sage Publications, σσ.
434-456
Ferrell, J. και C. R. Sanders,
Introduction, Ferrel και Sanders (επιμ.), 1995, 1-24
Fishman, M.
‘Crime waves as ideology’, Social
Problems, 1978, 25, σ. 530-543
Giorgi, A. de. ‘Rebellious
politics and the social control of civil disobedience’, Theoretical Criminology, 2010, 14, σσ. 523-527
Green, D. A. ‘Feeding wolves. Punitiveness and
culture’, European Journal of Criminology,
2009, 6(6), σσ. 517-536
Greer, C. και E. McLaughlin. ‘Public order policing, new media environment and the rise
of the citizen journalist’, British
Journal of Criminology, 2010, 50, σσ. 1041-1059
Haan, W. De.
‘Abolitionism and crime control: A contradiction in terms’, The Politics of Crime Control, K Stenson
και D. Coweel (επιμ.), London: Sage, 1991, σσ. 213-217
Karydis, V. ‘Criminality or
criminalization of migrants in Greece? An attempt at synthesis’, The New European Criminology. Crime and
Social Order in Europe, V. Ruggiero, N. South και I Taylor (επιμ.), London:
Routledge, 1998, σσ. 350-367
Κουράκης, Ν. Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Μέρος Πρώτο, Αθήνα: Σάκκουλας, 1998
Λάζος, Γρ. Πορνεία και Διεθνική Σωματεμπορία στη
Σύγχρονη Ελλάδα (τ. 1, Η Εκδιδόμενη,
τ. 2, Ο Πελάτης), Αθήνα: Καστανιώτης,
2001
Λάζος, Γρ. Διαφθορά και Αντιδιαφθορά, Αθήνα: Νομική
Βιβλιοθήκη, 2005\
Λάζος, Γρ. Κριτική Εγκληματολογία, Αθήνα: Νομική
Βιβλιοθήκη, 2006
Λάζος, Γρ. Ταξιστικές Θεωρήσεις των Εργατικών Τάξεων
κατά τον 19ο Αιώνα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη,
2011
Λαμπροπούλου,
Έ. Η Κατασκευή της Κοινωνικής Πραγματικότητας
και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: Η Περίπτωση της Βίας και της Εγκληματικότητας,
Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997
Λαμπροπούλου, Έ. Εσωτερική Ασφάλεια
και Κοινωνία του Ελέγχου, Αθήνα: Κριτική, 2001
Lynch, M. J.,
R. J. Michalowski και W. Byron Groves. The New Primer in Radical Criminology: Critical Perspectives on Crime,
Power and Identity, Monsey, New York: Criminal Justice Press,
2000
Mathiesen, Th. Prison on Trial: A Critical Assessment, London:
Sage, 1990
McLeod, D. M.
και J. K. Hertog. ‘The manufacture of public opinion by reporters: Informal
cues for public perceptions of protest groups’, Discourse and Society, 1992, 3, σσ. 259-275
Melossi, D.
‘Changing representations of the criminal’, Criminology
and Social Theory, D. Garland και R. Sparks (επιμ.), Oxford: Oxford
university Press, 2000, σσ. 149-182
Michalowski, R. J. ‘Power, crime and criminology in the new imperial age’, Crime, Law, and Social Change, 2009, 51,
σσ. 303-325
Moore, J. W.
‘Isolation and stigmatization in the development of an underclass: The case of
Chicano gangs in East Los Angeles’, Social
Problems, 1985, 23, σσ. 6-16
Muncie, J. και E. McLaughlin. The Problem of Crime, London: Sage, 1996
Πανούσης, Γ. Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως
«έγκλημα» (σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης), Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 2002
Παπαθεοδώρου,
Θ. Π. ‘Συμβολισμοί και ρητορική των πολιτικών ασφαλείας. Το παράδειγμα της
ποινικοποίησης της «κουκούλας»’, Εγκληματολογικές
Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ.
Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 2010, σσ. 731-543
Rose, N. ‘Government and control’, Criminology
and Social Theory, D. Garland και R. Sparks (επιμ.), Oxford: Oxford
university Press, 2000, σσ. 183-208
Sanders, C. R. και E. Lyon. ‘Repetitive retribution: Media images and the cultural
construction of Criminal Justice’, Ferrell και Sanders, 1995, σσ. 25-44
Schinkel, W. ‘Prepression:
The actuarial archive and new technologies of security’, Theoretical Criminology, 2011, 15(4), σσ. 365-380
Selke, D. F. ‘Civil disobedience: A study in semantics’, The Liverpool Law Review, 1988, X(2), σσ. 149-165
Taylor, I. Crime in Context: A Critical Criminology of Market Societies,
Oxford: Westview Press, 1999
Χρυσόγονος, Κ.
Χ. ‘Η έκπτωση της υπουργικής ευθύνης’, Εγκληματολογικές
Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ.
Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 2010, σσ. 1129-1143
Young, J. ‘Mass media, drugs, and deviance’, Deviance and Social Control, P. Rock και M. McIntosh (επιμ.), London:
Tavistock, 1974, σσ. 229-259
Young, J. The Exclusive Society, London: Sage,
1999
Wacquant. L. Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης.
2000
Wacquant, L.
‘Toward a dictatorship over the poor? Notes on the penalization of poverty in
Brazil’, Punishment and Society,
2003, 5, σσ.197-205
[1][1]
Προ-απαιτούμενο για να υπάρξουν ριζοσπαστικές ή σοσιαλιστικές – με την πλήρη
έννοια του όρου – συνθέσεις είναι μια αλλαγή του Ποινικού Δικαίου και του
ευρύτερου ποινικού συστήματος με τρόπους ώστε, κατά πρώτο, να αμβλυνθεί η
ταξικότητά του, καταρχήν η εστίαση στις υποτελείς τάξεις, και, κατά δεύτερο, ο
αναπροσανατολισμός του ώστε να είναι αξιοποιήσιμο και με άλλες εμφάσεις. Όπως το διατυπώνει ο Willem De Haan (1996, σ.
214), «(μ)ια βασική αναμόρφωση του ποινικού συστήματος προϋποθέτει όχι μόνο
μόνομια ριζοσπαστική αλλαγή της υπάρχουσας δομής ισχύος αλλά επίσης της
κυρίαρχης κουλτούρας». Μεταξύ άλλων, βλ. και Lynch, Michalowski και
Groves, 2000.
[2][2] Ο Christie κάνει λόγο για
μια για ‘τυφλή δικαιοσύνη’ σαν μια δικαιοσύνη σχεδιασμένη ώστε να μην βλέπει
τις ταξικές διαφορές των ανθρώπων απέναντί της.
[3][3] Η Snider (2000, σσ. 169, 170) έχει καταθέσει την άποψη ότι «η επιχειρηματική αντεπανάσταση … έχει, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, νομιμοποιήσει ουσιαστικά κάθε πλεονεκτική (και) παράγωγη κέρδους πράξη του επιχειρηματικού τομέα. … Όταν το ζήτημα έρχεται στα εγκλήματα των ισχυρών … ο ποινικός νόμος δεν λειτουργεί». Κατά την Snider, αυτή η τροπή απειλεί να στερήσει την κοινωνικο-επιστημονικά προσανατολισμένη εγκληματολογία του επιχειρηματικού εγκλήματος από τα αντικείμενά της – κάτι το οποίο είναι συζητήσιμο.
[4][4] Ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη του Κουράκη (1998) ότι είναι εύλογη μια εξαιρετική μεταχείριση των (μεγαλο-)οικονομικών εγκληματιών. Προτείνει την αποσύνδεση της έννοιας του εγκλήματος από τα άτομα που σχετίζονται με την οικονομική εγκληματικότητα και το «να γίνεται χρήση των λιγότερο στιγματιζόντων όρων ‘αθέμιτη (οικονομική) δραστηριότητα’ ή (οικονομικό) ‘αδίκημα’» (σ. 20). Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται στη σ. 48, με τις συμπληρώσεις ότι είναι καλύτερο να χρησιμοποιούνται οι όροι ‘αθέμιτο’ και ‘αδίκημα’ που δεν είναι φορτισμένοι συναισθηματικά, και ότι η σχετική αλλαγή ορολογίας «επιβάλλεται και από λόγους ακριβοδίκαιης μεταχείρισης προς τα άτομα αυτά». Κατά τον Κουράκη (σ. 13), ο επιστήμονας που θα μελετήσει το οικονομικό έγκλημα θα πρέπει να το πράττει με σκοπό να ενισχύσει τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή το φιλελεύθερο κοινωνικό σύστημα (ή «τη βελτίωση – αν όχι ανανέωση – του συστήματος».
[5][5]
Όπως και καταλήψεων εγκαταλειμμένων και
μη χρησιμοποιούμενων κτιρίων και πλατειών. Κατ` αυτό τον τρόπο, το κράτος
επιτυγχάνει να επαναφέρει τα κτίρια στην προ-της-κατάληψης κατάσταση της
εγκατάλειψης και αχρηστίας.
[7][7] Τέλος, μια τρίτη
υποκατηγορία του πληθυσμού που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ Ποινικού
Δικαίου και κοινής γνώμης ως προς το κατά πόσον είναι ή δεν είναι εγκληματίες
έχει να κάνει με τους δημόσιους υπάλληλους, τους ποικίλους παραβάτες με σκοπό
μικρο-ωφελήματα, όπως επιδόματα κλπ. και τους ποικίλους μικρομεσαίους
φοροφυγάδες. Παρά το ότι τα ΜΜΕνημέρωσης, σε συνδυασμό την προβαλλόμενη ως
αναγκαία υποβάθμιση και επαν-υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας, έχουν εντείνει
εδώ και χρόνια έναν πολυ-στιγματισμό των συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών, η
κοινή γνώμη, σημαντικό μέρος των οποίων είναι και οι εξεταζόμενοι προς
εγκληματοποίηση και ποινικοποίηση, δεν φαίνεται να πείθεται για την
αναγκαιότητα μιας ευρείας και εντατικής εφαρμογής του ποινικού νόμου σε βάρος
τους.
[8][8] Ο Michalowski (2008) τονίζει ότι ο ‘ορθόδοξος
λόγος’ περί εγκλήματος κυριαρχείται από την έμφαση στο μικρο-έγκλημα ‘του
δρόμου’, παρακάμπτοντας τις ποικίλες μορφές επιχειρηματικής και πολιτικής
εγκληματικότητας ή κάθε είδους ‘εγκλήματα της ισχύος’.
[9][9] Τροποποιώντας τη
θέση του Γ. Πανούση (2002), δεν είναι η φτώχεια που ποινικοποιείται. Η φτώχεια
εξορκίζεται μέσω της ποινικοποίησης των φορέων της, των φτωχών. Μάλιστα, πριν
από την ποινικοποίηση του φτωχού προηγείται η εγκληματοποίησή του από τα
μμενημέρωσης (και τον ευρύτερο πολιτικό ή ακαδημαϊκό κοινο-λογικό λόγο) στη
διαμόρφωση της κοινής γνώμης, φάση που ο Schinkel κατανοεί ως προκαταστολή
(prepression) (2011). Ιδίως αν οι διάφορες κοινωνικές τάξεις ή κοινωνικές
κατηγορίες υπό εγκληματοποίηση και ποινικοποίηση φέρουν κάποια εμφανή φυσικά ή
πολιτισμικά χαρακτηριστικά που να επιτρέπουν την ταξιστική, ρατσιστική ή
σεξιστική ενεργοποίηση διάφορων στιγματισμών σε βάρος τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου