Γεωργόπουλος, Χριστόφορος. Κριτικές
κατευθύνσεις στην εγκληματολογία
Το παρόν πόνημα, μαζί με όσες δημοσιεύσεις
ακολουθήσουν, εντάσσεται σε μία προσπάθεια ανάπτυξης της νέας/κριτικής/ριζοσπαστικής
εγκληματολογίας. Αφετηρία του κλάδου θεωρείται το έργο των Taylor, Walton και Young (The New Criminology: For a Social Theory of Deviance,
1973), έργο που απαιτεί ριζικό αναπροσανατολισμό της εγκληματολογικής
επιστήμης. Τα ρεύματα που εμφανίζονται μέχρι τότε συνοψίζονται στον όρο
«συμβατική εγκληματολογία» και από πλευράς θεωρίας, σκοπών, μεθοδολογίας,
τίθενται στον αντίποδα του κριτικού ρεύματος.
Θεωρούμε πως η συμβατική εγκληματολογία
έχει εκπέσει σε επιστήμη του κράτους και της καταστολής, σε όργανο αναπαραγωγής
του εξουσιαστικού λόγου, ενδυνάμωσης της
κυβερνητικής ατζέντας, ισχυροποίησης των συμφερόντων της οικονομικής ελίτ.
Παραμένει μονομερώς στραμμένη στην εγκληματικότητα των κατώτερων
κοινωνικοοικονομικών στρωμάτων και ιδίως στην μικρό-εγκληματικότητα «δρόμου» (“street crime”). Εξακολουθεί να ταυτίζει την έννοια
του εγκλήματος με το “one
on one crime”, εκείνο που τελείται από έναν ορατό,
εξατομικευμένο δράστη σε βάρος ενός επίσης ορατού, εξατομικευμένου θύματος.
Ενόψει των ανωτέρω, το συμβατικό ρεύμα
εξετάζει το κεφαλαιώδες ζήτημα της βίας στο στενό πλαίσιο της υλικής, άμεσα
ορατής και αντιληπτής εκδοχής της (λχ
ανθρωποκτονία, σωματικές βλάβες, κλοπές). Εστιάζει συνεπώς στην υποκειμενική
βία, εκείνη που διαπράττεται από σαφώς προσδιορίσιμους κοινωνικούς παράγοντες,
είτε πρόκειται για άτομα είτε για ομάδες. Απουσιάζει από την συζήτηση η άμεση,
η συστημική βία, εκείνη που ενυπάρχει στο καπιταλιστικό σύστημα, συντηρείται
και αναπαράγεται από τις σχέσεις κυριαρχίας και εκμετάλλευσης που αυτό
εμπεριέχει. Κλείνει τα μάτια στην ανώνυμη και απρόσωπη βία, εκείνη που δεν
μπορεί να αποδοθεί σε κακές προθέσεις κακών ατόμων αλλά είναι άμεσα συνυφασμένη
με την ομαλή λειτουργία του οικονομικού συστήματος, αποτελεί εγγενές
χαρακτηριστικό και όχι δυσλειτουργία του.
Σε λογική συνέπεια των ανωτέρω, επιμένει να παρουσιάζει ως τρομοκρατία τις
βόμβες του «αντάρτικου πόλης», τις λιγοστές επιθέσεις σε βάρος κρατικών
αξιωματούχων, τον αγώνα των αδύναμων για αυτοδιάθεση. Η πολιτική που οδήγησε
8/10 οικογένειες να ζουν χωρίς θέρμανση, που επιστράτευσε συνταγματικό
πραξικόπημα, επανέφερε τις πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, εγκαθίδρυσε
εργασιακό μεσαίωνα, οδήγησε σε χιλιάδες αυτοκτονίες και προκάλεσε γενικευμένη
κρίση ψυχικής υγείας παραμένει στο απυρόβλητο, και σε κάθε περίπτωση εκφεύγει
της έννοιας της «τρομοκρατίας».
Δέσμια της θετικιστικής παράδοσης, η
συμβατική εγκληματολογία εξακολουθεί να λογίζει το έγκλημα ως παθολογική
κατάσταση και τον εγκληματία ως πρόσωπο που διαφοροποιείται σε συγκεκριμένα,
εντοπίσιμα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του από τον μη- εγκληματία. Απομακρύνοντας
την επιστημονική συζήτηση από τις κοινωνικοοικονομικές δομές συμβάλλει στην
δαιμονοποίηση των περιθωριοποιημένων, στην στοχοποίηση εθνικών και θρησκευτικών
μειονοτήτων. Νομιμοποιεί την κατασκευή εκ των κυβερνώντων αποδιοπομπαίων
τράγων- του άστεγου, του ναρκομανούς, του λαθρομετανάστη. Κατ’ επέκταση
συμβάλλει στην αναπαραγωγή και ενίσχυση ρατσιστικών και ταξιστικών ιδεολογιών.
Όταν η εγκληματική συμπεριφορά εμφανίζεται αιτιωδώς συνδεδεμένη με την φυλετική
ταυτότητα ή την εθνική προέλευση, τότε η εφεύρεση και η επιβολή των στρατοπέδων
συγκέντρωσης μεταναστών («κέντρων φιλοξενίας» κατά τον οργουελιανό καθεστωτικό
λόγο) δεν προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση. Εν προκειμένω, ο ρατσιστικός λόγος
εμφανίζεται σε τέτοιο βαθμό ενισχυμένος, ώστε για πρώτη φορά σε
αντιπροσωπευτική δημοκρατία δυτικού τύπου, σε ευθεία παραβίαση των θεμελιωδών
αρχών της αστικής νομιμότητας, άνθρωποι επισήμως κρατούνται χωρίς να τους έχει
απαγγελθεί κάποια κατηγορία, με μόνο κριτήριο (και τεκμήριο ενοχής) το χρώμα
του δέρματος ή την εθνική ταυτότητα.
Η κυριαρχία του συμβατικού ρεύματος
συνεπάγεται πως στην συλλογική συνείδηση εγκληματίας σημαίνει ανθρωποκτόνος,
ληστής, διαρρήκτης, κλέφτης. Το ενδιαφέρον των συμβατικών εγκληματολόγων
μονοπωλείται από εγκλήματα βίας και εγκλήματα κατά της ιδιοκτησίας, όπως αυτά
στενά ορίζονται και ερμηνεύονται από τις διατάξεις του δογματικού ποινικού
δικαίου. Αναπόφευκτα, ποιοτικά και ποσοτικά επιβλαβέστερες πράξεις, είτε
υποβαθμίζονται είτε αγνοούνται, και πάντως εκφεύγουν της «εγκληματικής» ετικέτας.
Όποιος συντάσσεται με τις παραπάνω θέσεις
θα βρει τις απόψεις μας εξτρεμιστικές, ακραίες, αιρετικές. Θα απαντήσουμε πως
οι έννοιες του «ακραίου» και του «μετριοπαθούς» καθορίζονται από όποιον έχει
την δύναμη να ελέγξει την γνώση και να θέσει τα όρια της ατζέντας. Στον κόσμο
της νεοφιλελεύθερης ολοκλήρωσης, όπου αδίστακτοι τεχνοκράτες- διευθυντικά στελέχη
πολυεθνικών χαρακτηρίζουν εξτρεμιστική την θέση ΜΚΟ ότι το νερό πρέπει να
παραμείνει δημόσιο αγαθό και όχι προϊόν προς εκμετάλλευση, εμείς τασσόμαστε
ανεπιφύλακτα με το πλευρό των εξτρεμιστών.
Σε κάθε περίπτωση, οραματιζόμαστε μία
διαφορετική εγκληματολογία. Ένα πεδίο, το οποίο εκτός από τις ανθρωποκτονίες,
του κατά συρροή δολοφόνους, τους ψυχωτικούς και τους ψυχοπαθείς θα μιλήσει με
όρους εγκλήματος για τις γενοκτονίες, τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους, την
κρατική και οικονομική τρομοκρατία, τις αυτοκτονίες και την μείωση του
προσδόκιμου ζωής ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης, το ξεπούλημα του δημόσιου
πλούτου, την πολιτική προπαγάνδα και την χειραγώγηση από τα ΜΜΕ.
Συντασσόμαστε με την απαίτηση του Jock Young «να επανασυνδέσουμε την εγκληματολογία
με την κοινωνιολογία», ώστε να πάψει να αποτελεί την επιστήμη της καταστολής.
Και συμφωνούμε με την διαπίστωση του P. Bourdieu
πως «να ζητάμε από την κοινωνιολογία να φανεί χρήσιμη σε κάτι είναι πάντα ένας
συγκαλυμμένος τρόπος να της ζητήσουμε να υπηρετήσει την εξουσία». Κατά την
άποψη μας, επιστήμη που υπηρετεί την εξουσία παύει να είναι επιστήμη. Και όσο η
σύμπτωση της ευθυγράμμισης με τον εξουσιαστικό λόγο επαναλαμβάνεται, τόσο η
εγκληματολογία θα χάνει το όποιο κύρος της, τουλάχιστον για όποιον την οραματίζεται
δίπλα στον άνθρωπο.
Επιδοκιμάζουμε ανεπιφύλακτα την βασική
θέση των Schwendinger
πως έγκλημα είναι καθετί που παραβιάζει τον αυτοπροσδιορισμό και την
αυτοδιάθεση. Θέλουμε μία εγκληματολογία που θα ταχθεί ανοιχτά ενάντια στην
διάλυση της κοινωνίας, την κατάργηση των επιδομάτων, τις μειώσεις μισθών και
συντάξεων, την εκποίηση του δημοσίου πλούτου, μία εγκληματολογία που θα αμφισβητήσει
τις θεμελιώδεις παραδοχές του νεοφιλελεύθερου δόγματος και θα αντισταθεί στην
ισοπέδωση των κοινωνικών κεκτημένων. Θέλουμε μία εγκληματολογία που δεν θα
συντελεί στην κατασκευή ηθικών πανικών, ανακυκλώνοντας βίαιες επιθέσεις σε
βάρος ηλικιωμένων, αλλά μία εγκληματολογία που θα προτάξει την βία που
καθημερινά δέχεται η συγκεκριμένη και οι υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες.
Συμπερασματικά, υπηρετούμε μία επιστήμη
που δεν θα λειτουργεί ως όργανο κοινωνικού ελέγχου και καταστολής, αλλά μία
επιστήμη που θα αγωνιστεί για κοινωνική δικαιοσύνη, για αυτοδιάθεση και
αυτοπροσδιορισμό ατόμων, μειονοτήτων, λαών. Θα αναπτύσσουμε ζητήματα «πολιτικής
εγκληματολογίας», ιδίως θέματα πολιτικής βίας, τρομοκρατίας και τρομοκράτησης,
κρατικής καταστολής και παραβίασης δικαιωμάτων, οικονομικού ελέγχου και
νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας.
Όσοι εκτιμούν συγγραφείς όπως οι Noam Chomsky, Edward Herman, Gore Vidal, Howard Zinn, Samir Amin, George Orwell, Michel Foucault, David Harvey, Naomi Klein, Zygmunt Bauman και Slavoi Zizek, είναι πολύ πιθανό να βρουν
ενδιαφέρον στα γραφόμενά μας. Για όσους στηρίζουν την ενημέρωσή τους στον πολιτικό
λόγο και την μηντιακή προπαγάνδα, όσοι αποδέχονται το νεοφιλελεύθερο δόγμα και
τις κυβερνητικές εξαγγελίες, ενδείκνυται να μην παρακολουθούν τις δημοσιεύσεις
του υπογράφοντος.
Πρόκειται για μια πραγματικά αξιόλογη προσέγγιση επί του θέματος. Αναμένουμε και τη συνέχεια.
ΑπάντησηΔιαγραφή