Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Πολιτικό έγκλημα, πολιτικο-οικονομικό έγκλημα, τρομοκρατία

Γρηγόρης. Λάζος. Η αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα (ΙΙ)

Η διαπίστωση ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται στη σύγχρονη Ελλάδα δεν είναι μια απλή ερμηνεία στη βάση κάποιων επιστημονικών ή ό,τι άλλο ευρημάτων. Είναι μια νεοσυντηρητική ενίσχυση του ποινικού συστήματος. Επιλεκτική και στοχευμένη σε δράσεις καταστολής και χειραγώγησης κυρίως των υποτελών τάξεων, σε μια περίοδο που περιορίζονται τα όποια τα πολιτικά και εργασιακά δικαιώματά τους, και υποβαθμίζεται το όποιο κράτος πρόνοιας. Συγχρόνως, φαίνεται να προωθείται η αντίληψη ότι η αστυνόμευση μπορεί να αναβαθμίσει τη ζωή στην βίαια φτωχοποιημένη και πολυ-καταρρέουσα γειτονιά.   
(Η ‘γκρίζα ζώνη’ της εγκληματικότητας)
Οι εκδοχές της εγκληματικότητας με βάση το ποινικό σύστημα, τα κριτήρια ορισμού των αυξομειώσεών της και η σχέση του ποινικού συστήματος με την κοινή γνώμη πλαισιώνουν μιαν ευρεία ‘γκρίζα ζώνη’ προσέγγισης της εγκληματικότητας, η οποία επιτρέπει διάφορες συνθέσεις τους, από τις ποικίλες ανθρωπινο-δικαιωματικές ή πολιτικά φιλελεύθερες ως τις (νεο)συντηρητικές ή ακόμα και τις αντιδραστικές.[1][1] Στη συνέχεια, η προσοχή στρέφεται στο τρίτο σημαντικό ζήτημα, το ποια εγκληματικότητα υπάρχει και αυξάνεται κατά τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα μέσω των διάφορων συνθέσεων του (μακροπρόθεσμου) ποινικού συστήματος με την (μεσο-βραχυπρόθεσμη) κοινή γνώμη.

Καταρχήν, ζητήματα περί την εγκληματικότητα που το ποινικό σύστημα είναι ευρύτερο της κοινής γνώμης. Υπάρχουν για παράδειγμα δράσεις περί τη χρήση και διακίνηση των (παράνομων) εξαρτησιακών ουσιών που η κοινή γνώμη κλίνει προς έναν περιορισμό της εμπλοκής που ποινικού συστήματος, προς μια παράδοση μέρους των εξουσιών του στην ιατρική και την ψυχιατρική, τους θεσμούς της και ίσως κάποιες εμπλεκόμενες πολυεθνικές φαρμακευτικές επιχειρήσεις. Όμως, η καθεστωτική πολιτική στο πλαίσιο της συγκυρίας στη σύγχρονη Ελλάδα θέτει στο περιθώριο ζητήματα μεταφοράς μέρους της εξουσίας του ποινικού συστήματος στην κοινωνική πρόνοια – έστω και την ιατρική και ψυχιατρική που, παρά το σημαντικό κεφάλαιο επιστημονικού κύρους τους, μπορεί να αποδειχτούν ομόλογα κατασταλτικές με το ποινικό σύστημα (και επιχειρηματικά πιο κερδοφόρες).

Κατά δεύτερο και συγκυριακά το σημαντικότερο, το ποινικό σύστημα είναι στενότερο της κοινής γνώμης σε μια σειρά άλλων ζητημάτων. Η όλη διαδικασία στη σύγχρονη Ελλάδα φαίνεται να αναλογεί σε σχετικές εξελίξεις στην Ιταλία που οι della Porta και Caiani (2006) αποδίδουν σαν έναν από συντηρητικό «εξευρωπαϊσμό από τα πάνω»
Ένα τέτοιο ζήτημα στη σύγχρονη Ελλάδα η επιχειρηματική εγκληματικότητα σε βάρος του περιβάλλοντος, του Δημοσίου (περιλαμβάνομένου και του δημόσιου πλούτου, μόνιμου στόχου προς ιδιωτικοποίηση), των εργαζομένων που στον διαθέσιμο χρόνο τους μεταπίπτουν σε καταναλωτές, ακόμα και άλλων επιχειρήσεων. Ένα αυξανόμενο πλήθος εντοπισμών από δημοσιογράφους και επιστήμονες ανάλογων εγκλημάτων παραμένουν στο περιθώριο του ποινικού συστήματος, ακόμα και όταν προβλέπονται από το Ποινικό Δίκαιο, ακόμα και όταν η κοινή γνώμη κλίνει τόσο προς μια διεύρυνση της ποινικοποίησης όσο και πληρέστερη εφαρμογή των ήδη υπαρχόντων κανόνων Δικαίου.
Ένα άλλο σχετικό ζήτημα είναι η πολιτική εγκληματικότητα σε βάρος των πολιτών, του Δημοσίου, των αστικών δημοκρατικών θεσμών και του Συντάγματος. Η συστηματική πολιτική εξαπάτηση δεν είναι απλώς συχνή αλλά μάλλον αποτελεί κανονικότητα, ο δε πελατειασμός συνιστά άτυπο αλλά κρίσιμης σημασίας θεσμό αναπαραγωγής της πολιτικής εξάρτησης των υποτελών τάξεων (Λάζος, 2005, 2012). Ουσιαστικά, συνιστά όρον αναπαραγωγής του καθεστώτος που υπογράφει και επιβάλλει τα Μνημόνια. Ανάλογη είναι και η αύξηση της πολιτικο-επιχειρηματικής εγκληματικότητας, για παράδειγμα των λεγόμενων ‘σκανδάλων’ που προκάλεσαν και προκαλούν εκτεταμένες και πολυετούς διάρκειας βλάβες στην κοινωνία στην Ελλάδα, της εμπλοκής επιχειρηματικών συμφερόντων σε μια σειρά τομέων στη λήψη πολιτικών αποφάσεων ή τους ελέγχους όπως στο χώρο της υγείας και της προστασίας του περιβάλλοντος, της εθνικής άμυνας κοκ. (για διαπλοκή βλ. Λάζος, 2005).
Είναι ενδιαφέρον ότι αυτές οι εκδοχές της εγκληματικότητας, ακόμα και όταν προβλέπονται ελλειπτικά και ελλειμματικά από τον ποινικό νόμο, σπάνια τυχαίνουν δίωξης και, οι όποιες περιπτώσεις εντοπίζονται, περιορίζονται σε απειλές περί εφαρμογής του νόμου μέσω των μμενημέρωσης, με μια μικρή μειονότητα να παραπέμπονται στα αστικά δικαστήρια που, ακόμα και αν μια μικρή μειονότητα αυτής της μικρής μειονότητας καταλήξουν, δεν οδηγούν σε στιγματιστικές ποινικές τιμωρίες. Οι περιπτώσεις ολοκληρωμένης ποινικής δίωξης εμφανίζονται ως εξαιρετικές. Ένα στενό, χλωμό και αναποτελεσματικό Ποινικό Δίκαιο ακολουθείται από ένα ακόμα πιο στενό ποινικό σύστημα εφαρμογής των ποινικών νόμων. Άλλωστε, εξ ορισμού, πέρα από τις ποικίλες ιδεολογικές εξαγγελίες, το ποινικό Δίκαιο και το τεράστιο ποινικό σύστημα που το επιβάλλει στην κοινωνία δεν είναι στραμμένο, δεν έχει σχεδιαστεί ώστε να είναι στραμμένο, ισόνομα προς κάθε κοινωνική τάξη.[2][2] Αντίθετα, είναι σχεδιασμένο από τις αρχές του 19ου αιώνα ώστε να καταστέλλει τις ‘κατώτερες’ τάξεις, κυρίως τις συγκεντρωμένες στα μεγάλα αστυκά κέντρα, ενισχύοντας την υποτέλειά τους. Να καταστέλλει είτε σε επίπεδο ατόμων (ή οργανωμένων ομάδων, μέσω του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’) είτε σε επίπεδο κοινωνικών ή πολιτικών συλλογικοτήτων (μέσω νομοθετημάτων για προσβολές της κοινωνικής ειρήνης και της εύρυθμης λειτουργίας της οικονομίας). Όπως αναφέρει ο Mathiesen (1990, σ. 70), «σήμερα, το ποινικό σύστημα χτυπάει στο ‘βυθό’ μάλλον παρά την ‘κορυφή’ της κοινωνίας».  
Έτσι, δεν προκαλεί έκπληξη ότι στην τρίτη, τέταρτη και πέμπτη προσέγγιση των φάσεων της εγκληματικότητας που παρουσιάστηκε παραπάνω, η εγκληματικότητα των πολιτικά και οικονομικά ισχυρών περίπου απουσιάζει. Και, αν προσεγγιστεί κριτικά αυτή η απουσία, συνεπώς απουσιάζουν και τα ερωτήματα του κατά πόσον έχει γνωρίσει αύξηση, μείωση ή παραμένει σταθερή. Η ευρύτατη στη σύγχρονη Ελλάδα επιχειρηματική εγκληματικότητα αποποινικοποιείται[3][3] και απεγκληματοποιείται στους ταχύτατους ρυθμούς μιας απελευθέρωσης από κοινωνικούς περιορισμούς στις αγορές. Η δε ευρύτατη πολιτική και πολιτικο-επιχειρηματική εγκληματικότητα, αν και τείνει να αποτελεί μια μακρο-ληστρικών διαστάσεων κανονικότητα, χωρίς να αποποινικοποιείται εξ ολοκλήρου, επίσης απεγκληματοποιείται. Σ` αυτούς τους τύπους εγκληματικότητας, η έννοια χρησιμοποιείται μεταφορικά, ως εάν να μην αναφέρεται σε ποινικά αδικήματα αλλά σε βαρύτατα ηθικά και κοινωνικά ατοπήματα, ή οικονομικά και πολιτικά λάθη. Η δε διαφορά μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης γεφυρώνεται με εννοιολογήματα περί ελεύθερου ανταγωνισμού και αγοράς στο επιχειρηματικό έγκλημα, και πολιτικής ή ηθικής ευθύνης στο πολιτικό έγκλημα. Τα δε εννοιολογήματα περί πολιτικής ή ηθικής ευθύνης εμφανίζονται ως εάν να είναι ισοδύναμα της ποινικής ευθύνης και, συνεπώς, ως εάν να απαλλάσσουν από αυτήν. Ο μεν επιχειρηματίας, αν τιμωρηθεί, τιμωρείται με χρηματικό πρόστιμο ή διοικητικά μέτρα, ο δε πολιτικός τιμωρείται με μιαν (συχνά μερικά ή ολικά εξαγοράσιμη μέσω πελατειασμού) αύξηση του πολιτικού κόστους (Χρυσόγονος, 2010). Το ποινικό στίγμα και η διαβίωση στη σύγχρονη φυλακή περίπου αποκλείονται. Οι πολιτικο-οικονομικά κυρίαρχοι απολαμβάνουν τον αποκλεισμό τους από το πρακτικό ποινικό σύστημα (βλ. Muncie και McMaughlin, 1996, σσ. 251-257).[4][4]   

Στην Ελλάδα της μνημονιακής συγκυρίας, η γκρίζα ζώνη προσέγγισης της εγκληματικότητας περιλαμβάνει και μια τρίτη κατηγορία ζητημάτων που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση ή αντιπαράθεση στο επίπεδο του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των Κοινοτικών κέντρων οικονομικής και πολιτικής ισχύος, των ομόλογων οικονομικών, πολιτικών και μιντιακών κέντρων στη χώρα, και της αντίστασης των υποτελών τάξεων:
Καταρχή, ως προς το εάν και κατά πόσο πρέπει να λάβει χώρα μια διεύρυνση και αναδιοργάνωση του Ποινικού Δικαίου και του ποινικού συστήματος ώστε να αντιμετωπίζει (με μετα-μιντιακή επάρκεια) τις σχετικές εγκληματικές και αντικοινωνικές δράσεις οικονομικο-πολιτικών συγκεντρώσεων ισχύος.
Κατά δεύτερο, αν πρέπει να υπάρξει μια αυστηροποίηση των μηχανισμών απονομής δικαιοσύνης προς τις ποινικές παραβάσεις ατόμων, ομάδων ή συλλογικοτήτων που συνιστούν μέρη των υποτελών τάξεων. Μια υποκατηγορία των σχετικών υπό διαπραγμάτευση ζητημάτων αφορά στα λεγόμενα ‘εγκλήματα του κοινού Ποινικού Δικαίου’, τη μικρο-εγκληματικότητα ή εγκληματικότητα της επιβίωσης (κλοπές, ληστείες, παράνομο μικρεμπόριο νόμιμων ή παράνομων αγαθών ή υπηρεσιών, περιπτώσεις συμπτωματικής βίας που εκδηλώνονται στις κλίμακες αυτές). Μια δεύτερη υποκατηγορία περιλαμβάνει τα ζητήματα επιβολής της (καθεστωτικά οριζόμενης) κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και προστασίας της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς και των επιχειρήσεων – δηλαδή για τα ζητήματα της αντιμετώπισης των μαχητικών ή έκνομων διαδηλώσεων και απεργιών[5][5] – με τα καθεστωτικά μμενημέρωσης να τάσσονται υπέρ της διαπλάτυνσης και της εντατικοποίησης της καταστολής (βλ. και Green, 2009). Βέβαια, για να προωθηθεί το επιμέρους ζήτημα προστασίας της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς είναι αναγκαία και μια διεύρυνση της ανοχής, μια ‘ρεαλιστική’ χαλάρωση των απαιτήσεων για τήρηση του Συντάγματος και των πολιτικών δικαιωμάτων από την πλευρά της ανώτερης πολιτικής και κρατικής ιεραρχίας, και της ‘κοινής γνώμης’ απέναντι στη δράση των κρατικών μηχανισμών άμεσης πρακτικής καταστολής με σκοπό την επιβολή της καθεστωτικής ευταξίας και ειρήνης.

Στα ζητήματα υπό διαπραγμάτευση μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης αναδεικνύεται πληρέστερα μια τάση της εγκληματολογίας (όχι με τη στενή ακαδημαϊκή έννοια του όρου αλλά την ευρεία έννοια του λόγου περί εγκλήματος: η εστίαση στο άτομο ή την ομάδα ατόμων ή την ομάδωση (τη στατιστικά κατασκευασμένη ομάδα χωρίς αναφορές τη συγκεκριμένη θέση στην πολιτική οικονομία και τον πολιτισμό, τη σχέση με την κρατική εξουσία). Κατ` αυτό τον τρόπο, η εγκληματολογία μεταπίπτει σε εγκληματιολογία, ο λόγος περί εγκλήματος σε λόγο περί εγκληματία (Λάζος, 2007 και 2011).
Στα συμβατικά εγκλήματα ή εγκλήματα του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’ η προσοχή είναι στραμμένη κυρίως σε κλοπές, ληστείες, παράνομο μικρεμπόριο και – το διαχρονικά αγαπημένο θέμα κάθε συντηρητικού ή αντιδραστικού λόγου – πορνεία, ιδίως αν είναι συναρτήσιμα με μετανάστες (νόμιμους, παράνομους ή ό,τι άλλο αλλά προερχόμενους από περιοχές, χώρες και πολιτισμούς εκτός Ευρώπης). Μια σχετική ευρεία ‘εκστρατεία εγκληματοποίησης’, απαξίωσης και στιγματισμού ενός συγκεκριμένου πληθυσμού – μια σύνθεση της δυναμικής των μμενημέρωσης και αντιδραστικών πολιτικών πολιτισμικού ελέγχου του πληθυσμού (Ferrell και Sanders, 1995, σ. 10) έλαβε χώρα στα τέλη Μαρτίου 2012. Σε μια σύνθεση ταξισμού, ρατσισμού και σεξισμού, εκδηλώθηκε ένα πλήθος αναφορών σε εφημερίδες και τηλεοπτικά κανάλια, σε όρους συναγερμού, για μια πορνεία που υποτίθεται ότι γνώριζε μια τέτοιαν αύξηση που έπρεπε να θέσει σε συναγερμό την κοινωνία του μέτρου και της σωφροσύνης. Η εν λόγω εκστρατεία εγκληματοποίησης διευρύνθηκε, αναστοχεύθηκε και εντάθηκε στις αμέσως επόμενες μέρες. Οι τηλεοπτικο-αστυνομικές επιχειρήσεις ‘σκούπας λαθρομεταναστών’ που ακολούθησαν αμέσως μετά τον συναγερμό γύρω από την (προβαλλόμενη ως δραματική και επικίνδυνη για τη δημόσια ηθική και υγεία) αύξηση της πορνείας είναι ενδιαφέρουσες σχετικά με το πώς ανάλογες ρατσιστικές και σεξιστικές δράσεις μπορούν να αξιοποιηθούν κατασταλτικά, τηλεοπτικά και πολιτικά. Όποιος-α μελετήσει την εγκληματικότητα στην Ελλάδα με βάση το σύνολο των ποινικο-δικαιικών προσεγγίσεων και των ανάλογων διαθέσιμων στοιχείων θα οδηγηθεί στο αβίαστο συμπέρασμα ότι η εγκληματικότητα προέρχεται σχεδόν αποκλειστικά από τις ‘κατώτερες’ τάξεις, και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό που να είναι υποστηρίξιμο ότι αποτελεί ένα από τα (κοινωνικά, πολιτισμικά, ψυχικά ή και βιογενετικά) χαρακτηριστικά, τουλάχιστον κάποιων αξιόλογων μερίδων τους. Ειδικότερα δε, μια πιο προσεκτική ματιά στην εγκληματικότητα και την αύξησή της δείχνει προς κάποιες συγκεκριμένες μερίδες των ‘κατώτερων’ τάξεων. Η αύξηση κυρίως των εγκλημάτων επιβίωσης (κλοπές, ληστείες, αρπαγές, άσκηση σχετικής βίας κλπ.) δείχνει προς το διευρυνόμενο λούμπεν προλεταριάτο, τους χρόνια άνεργους και τους ημι-άνεργους (ή, επί το νομιμοποιητικότερον, οι ημι-εργαζόμενους), περιλαμβανόμενης και μερίδας των μεταναστών. Όλα αυτά τα εγκλήματα συναρτώνται πρωτ` απ` όλα με τους (παράνομους ή λαθρο)μετανάστες που υποδεικνύονται σαν επικίνδυνοι, παράσιτα, αντικοινωνικοί και επιβλαβείς για την ‘κοινωνία’ (Wacquant, 2001, σ. 41-42), ακόμα και φορείς μιας ‘υγειονομικής βόμβας’ που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ‘εκραγεί’ (βλ. και Moore, 1985). Αυτές είναι παλιές και δοκιμασμένες ήδη από τον 19ο αιώνα ταξιστικές και ρατσιστικές στρατηγικές εστίασης στο λούμπεν προλεταριάτο και τους χρόνια άνεργους και ανενεργούς, και στόχευσης της καταστολής πάνω τους (Λάζος, 2011).
Με τη δαιμονοποίηση επιλεγμένων ανίσχυρων κοινωνικών κατηγοριών, ο γενικός φόβος της απολιτικής πλειονότητας στη σύγχρονη Ελλάδα μπροστά στη φτώχεια εξειδικεύεται, προσωποποιείται (Fishman, 1978): το πρόβλημα δεν είναι η φτώχεια, είναι οι φτωχοί.[6][6] Με τον σχετικό κοινωνικό διάλογο να επιβάλλεται ότι πρέπει να λαβαίνει χώρα σε γλώσσες ηθικού πανικού (Åkeström, 1998, σσ. 333-335), η φτώχεια μεταπίπτει από κοινωνιακό πρόβλημα σε ποινικό κίνδυνο που οι φορείς του πρέπει να πεταχτούν έξω, να σκουπιστούν εκτός κοινωνίας. Το κοινωνικό καθεστώς επιτρέπει την – ή πρωτοστατεί στην – τιμώρηση της φτώχειας στο πρόσωπο επιλεγμένων φτωχών. Οι μετανάστες αποτελούν τον κατάλληλο μη Ευρωπαίο ξένο ‘βολικό εχθρό’ (κατά τον Christie,1986) ή μια κατασκευασμένη κατηγορία ‘υπο-λευκών’ (κατά τον Wacquant, 2000, σ. 146) που πάνω της οι πολιτικές και ποινικές αρχές μπορούν να επιδεικνύουν (Christie) και να δικαιολογούν την κατασταλτική διολίσθηση σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων που, ανεξαρτήτως εθνικότητας, κατατρώγονται από τη μαζική ανεργία και την ευέλικτη απασχόληση (Wacquant).
Αντίθετα, η ‘ανώτερη’ ή κυρίαρχη τάξη (τουλάχιστον, το τοπικό πολιτικό και οικονομικό σκέλος της) εμφανίζεται ως εάν να αποτελεί υπόδειγμα τήρησης των νόμων. Η εγκληματικότητά της είναι τόσο περιορισμένη ώστε να είναι περίπου ονομαστική και στατιστικά από περιθωριακή ως αμελητέα. 
Ομόλογη της νομιμοποιητικής μυθολογίας περί των εγκλημάτων του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’ αλλά προσαρμοσμένη στις διαφορετικές απαιτήσεις της κατάστασης, είναι και η μυθολογία σχετικά με τα εγκλήματα ενάντια στην κοινωνική ειρήνη και ευταξία, και την εύρυθμη λειτουργία της αγοράς, που διαπράττονται από κοινωνικές συλλογικότητες (πολίτες, εργαζόμενους, νέους) κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και απεργιών (Giorgi, 2010). Στις περιπτώσεις αυτές, η καταστολή μπορεί να είναι κυρίως συλλογική, με την τυχαία ή στοχευμένη συνοδευτική επιλογή ατόμων μέσα στο πλήθος ή συγκεκριμένων προσώπων για σύλληψη ή προσαγωγή. Τόσο η εστιασμένη και επιλεκτική δράση των μονάδων καταστολής συλλογικοτήτων όσο και η ευρύτερη προσέγγιση του ζητήματος από τα μμενημέρωσης, προωθούν μια διαφοροποίηση των συλλογικοτήτων που αντιπαρατάσσονται στην πολιτική και οικονομική ισχύ, μια διαφοροποίηση με τρόπους που να εμφανίζουν σαν χρήσιμη ή αναγκαία την ενεργοποίηση της οργανωμένης κρατικής καταστολής με τη χρήση της φυσικής βίας. Με βάση την συγκεκριμένη μυθολογία στους όρους της οποίας, πρώτο, σχηματίζεται η κοινή γνώμη ώστε να κατανοεί καθεστωτικά την κοινωνική πραγματικότητα και, δεύτερο, επικοινωνεί η κρατική κατασταλτική εξουσία, καταρχήν, υπάρχει ένας σκληρός πυρήνας εγκληματιών, οι λεγόμενοι κουκουλοφόροι (βλ. και Βαθιώτης, 2010∙ Παπαθεοδώρου, 2010). Κατά δεύτερο, γύρω από τον σκληρό πυρήνα, υπάρχει ένας ευρύτερος πληθυσμός σε ετοιμότητα για τη δημιουργία ή συμμετοχή σε ταραχές και τη διάπραξη σχετικών εγκλημάτων, οι ταραχοποιοί. Τρίτο, γύρω από τους κουκουλοφόρους και τους ταραχοποιούς, υπάρχει η ειρηνική πλειονότητα των πολιτών που επιθυμούν να μετέχουν σε διαδηλώσεις ή απεργίες εντός των ορίων της νομιμότητας που ορίζει το ποιες δράσεις είναι οι κανονικές και ποιες είναι οι αποκλίνουσες (για μιαν ομόλογη διάκριση βλ. Selke, 1988). Με τη δαιμονοποίηση των κουκουλοφόρων και ταραχοποιών, ο φόβος μπροστά στην αταξία, το χάος, την ‘αναρχία’ και κάθε είδους αβεβαιότητα και ανασφάλεια, ακόμα και αυτήν που δημιουργείται από τις καθεστωτικές πολιτικές, προσωποποιείται. Το καθεστώς προβάλλει στους κουκουλοφόρους και ταραχοποιούς μέρος της κατάστασης και της απαξίωσης της ζωής και εργασίας που επέβαλε (ανάλογα, βλ. McLeod και Hertog, 1992). Θεωρήματα ενός παράλογου και επικίνδυνου όχλου που απειλεί να καταστρέψει την κοινωνία και σχηματίστηκαν στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα επαν-ενεργοποιούνται (βλ. σχετικά Barrows, 1981). Πάντως, στο ειδικό ζήτημα, παρά την εντατική προσπάθεια χειραγώγησης από τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης, η ‘κοινή γνώμη’ δεν φάνηκε να έχει πεισθεί αποτελεσματικά κατά το 2012 ότι οι κουκουλοφόροι και οι ταραχοποιοί πρέπει να γίνονται κατανοητοί ως εάν να είναι (αντικοινωνικοί, ‘κοινωνιοπαθείς’, επικίνδυνοι και κυρίως) εγκληματίες ανάλογοι των εγκληματιών του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’. Ίσως, οι πληροφορίες από τα άμεσα κοινωνικά περιβάλλοντα στην οικογένεια, το χώρο εργασίας και τη γειτονία, αποδεικνύονται ικανές να αμφισβητούν αυτούς τους ορισμούς και τις προτάσεις καταστολής που τις συνοδεύουν.[7][7]
Ο σύγχρονος καθεστωτικός ή ευρύτερος συντηρητικός λόγος περί εγκλήματος (και της όποιας αύξησης ή έντασής της) τείνει να ταυτίζει την εγκληματικότητα γενικά με δύο ειδικές κατηγορίες της: την εγκληματικότητα του ‘κοινού Ποινικού Δικαίου’ και, συγκυριακά, με τις αντικαθεστωτικές συλλογικές δράσεις.[8][8] Είναι ενδιαφέρουσα και πρέπει να προβληματίσει η σύγκλιση των λόγων της ΕΛΑΣ (και των πολιτικών προϊσταμένων της), των ΜΜΕνημέρωσης και ποικίλων διανοούμενων και κοινωνικών επιστημόνων. Ο λόγος της διανόησης και ειδικότερα της επιστήμης είναι σημαντικός στο να προσδίδει ‘επιστημονική εγκυρότητα’ στις σχετικές καθεστωτικές πολιτικές. Οι λόγοι τους εμφανίζονται σαν ομόλογοι, γλωσσικά και σημασιολογικά συμβατοί, αλληλο-συμπληρούμενοι και αλληλο-ενισχυόμενοι – έχουν κοινούς ορισμούς του εγκλήματος, γλώσσες περιγραφής, μοντέλα προσώπων, τεχνολογίες διακυβέρνησης (Rose, 2000, σσ. 184-185). Σ` αυτούς τους λόγους και τον ενιαίο καθεστωτικό λόγο που συγκροτούν, οι εκτεταμένες ‘γκρίζες ζώνες’ με βαρύτατα επιβλαβείς μορφές εγκληματικότητας πολιτικών προσώπων ή ομάδων και επιχειρηματιών ή επιχειρηματικών ομόλων περίπου δεν υπάρχουν ως εγκληματικότητα. Ακόμα και όταν προβλέπονται από το Ποινικό Δίκαιο, δεν προσεγγίζονται ως εγκληματικότητα αλλά ως ηθικά πολιτικά ή επιχειρηματικά ατοπήματα  – ή ακόμα, δεν περιλαμβάνονται καθόλου στον κατάλογο των εγκλημάτων, δεν αναφέρονται ως εγκληματικότητα. Αμέσως και εμμέσως, ενισχύεται η πεποίθηση ότι μόνον οι εργαζόμενες ή ‘κατώτερες τάξεις’ (και, συγκυριακά, οι αντικαθεστωτικές συλλογικότητες) εγκληματούν. 
Ουσιαστικά, ακόμα και όταν γίνεται λόγος για εγκλήματα των πολιτικο-οικονομικά κυρίαρχων, η εγκληματικότητα εξειδικεύεται και εμφανίζεται ως εξαιρετική – ίσως-ίσως, ούτε καν σαν εγκληματικότητα αλλά σαν ποινική παράβαση. Όταν όμως γίνεται λόγος για τα εγκλήματα επιβίωσης ή απόγνωσης των φτωχών ή εξαθλιωμένων, η εγκληματικότητα γενικεύεται. Εγκληματούν οι μετανάστες, οι εκδιδόμενες, οι χρόνια άνεργοι, οι άστεγοι, τα πρεζάκια – και γενικά ό,τι περισσεύει από την αγορά εργασίας. Όλοι αυτοί και αυτές είναι δυνάμει ή μη εντοπισμένοι εγκληματίες.[9][9] Ανάλογα, στα εγκλήματα κατά της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας, και κατά της εύρυθμης λειτουργίας της αγοράς, η εγκληματικότητα επίσης τείνει προς το να εξειδικεύεται, με το να αποδίδεται σε άτομα ή ομάδες ταραχοποιών και, ειδικότερα, κουκουλοφόρων (βλ. και Greer και McLaughlin, 2010). Το σημαντικό τους πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό κεφάλαιο, χάρη στις ευρύτατες διασυνδέσεις τους με την ευρύτερη κοινωνία ή και την αποδοχή ή ανοχή των δράσεών τους από άξια λόγου μερίδα πολιτών παρά την καθεστωτική δράση των μμενημέρωσης, καθιστά δύσκολη μια στρατηγική επικινδυνοποίησης και αντικοινωνικοποίησής τους, αναγκαία προϋπόθεση για μιαν επόμενη γενίκευση στη βάση του σχήματος ότι είναι όλοι εγκληματίες ή, ευρύτερα, ότι όλοι οι αναρχικοί, αντιεξουσιαστές και απεργοί είναι εντάξιμοι στην κατηγορία των εγκληματιών. Τουλάχιστον, σε ένα καθεστώς που ενδιαφέρεται να αυτοπροσδιορίζεται σε όρους δημοκρατικής νομιμοποίησης παρά εξαιρετικών περιστάσεων.     
Έτσι, στη συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία στην Ελλάδα, οι πρώτοι δικαιούνται την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειάς τους, οι δεύτεροι δικαιούνται μαζικές επιχειρήσεις σκούπας και διαχείριση σαν κοινωνικών σκουπιδιών, και οι τρίτοι διαπραγματεύονται την αξιοπρέπειά τους στις αντιπαραθέσεις με τις δυνάμεις αστυνομικής καταστολής συλλογικοτήτων και την προσαγωγή τους στις ανακριτικές αρχές. Στη θέση του συστήματος πρόνοιας που παύει να υπάρχει ή ιδιωτικοποιείται, το ποινικό σύστημα φιλοδοξεί ή υποχρεώνεται να αναλάβει τη διαχείριση των πληθυσμών που πετιούνται έξω από την αγορά εργασίας και όσων αντιπαρατίθενται συλλογικά στο νεοφιλελεύθερο-νεοσυντηρητικό πολιτικο-οικονομικό και πολιτισμικό καθεστώς. Το ποινικό σύστημα δεν είναι σε θέση να επιτύχει τους δηλωμένους σκοπούς της εξουσίας. Είναι σε θέση όμως να επιτύχει, μερικά έστω, τους άδηλους σκοπούς της. Βασικό μέσο του ποινικού συστήματος είναι η καταστολή, η εφαρμογή της νόμιμης βίας με νόμιμους και παράνομους τρόπους. Πρόκειται για μέσο που δεν είναι ικανό να προωθήσει τον πολιτικό ή και οικονομικό πολιτισμό. Είναι όμως ικανό να επιβάλλει ταχύτατα τη μαζική απαξίωση, την αποκοινωνικοποιήση της εργασίας και της ζωής, την αποπολιτικοποίηση και τεχνοκρατικοποίηση των κοινωνιακών ζητημάτων. Η αναβάθμιση (ή επάνοδος) του ποινικού συστήματος λαβαίνει χώρα ως εάν να ανταποκρίνεται στην έκκληση της κοινωνίας: με τη συνδρομή του συντηρητικού λόγου περί εγκλήματος και της ομόλογης κοινής γνώμης – και την απουσία κάθε άλλου λόγου και γνώμης. Τα μονότονα επαναλαμβανόμενα λογικοφανή και ηθικοφανή περί αύξησης της εγκληματικότητας ανταποκρίνονται σ` αυτούς τους σκοπούς.

(Το άρθρο αποτελεί μέρος ευρύτερου άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Αριστερό Βήμα, aristerovima.gr, το 2012 με τον ίδιο τίτλο. Το κείμενο έχει τροποποιηθεί ενισχυτικά ή διευκρινιστικά σε αρκετά επιμέρους ζητήματα.) 

Βιβλιογραφία
Åkeström, M. ‘The moral crusade on violence in Sweden: moral panic, or material for small-talk indignation?’, The New European Criminology. Crime and Social Order in Europe, V. Ruggiero, N. South και I Taylor (επιμ.), London: Routledge, 1998, σσ. 350-367
Βαθιώτης, Κ. Ι. ‘Πολίτες – Εχθροί – Κουκουλοφόροι’, Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ. Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 2010, σσ. 111-136
Barak, G. ‘Media, crime, and Justice: A case for constitutive criminology’, Ferrell, J. και C. R. Sanders (επιμ,.), Cultural Criminology, Boston: Northeastern University Press, 1995  
Barrows, S. Distorting Mirrors. Visions of the Crowd in late 19th Century France, New Haven: Yale University Press, 1981
Birks, J. ‘Press protest and publics: The agency of publics in newspaper campaigns’, Discourse and Communication, 2010, 4(1), σσ. 51-67
Christie, N. ‘Suitable enemy’, Abolitionism: Toward a Non-Repressive Approach to Crime, H. Bianchi και R. van Swaaningen (επιμ.), Amsterdam: Free University Press, 1986
Christie, N. Crime Control as Industry: Towards Gulags Western Style, London: Routledge, 1994
Della Porta και M. Caiani. ‘The europeanization of public discourse in Italy. A top-down process’, European Union Politics, 2006, 7(1), σσ. 77-112
Feely, M. M. και  J. Simon. ‘The new penology’, Criminological Perspectives: Essential Readings, London: Sage Publications, σσ. 434-456     
Ferrell, J. και C. R. Sanders, Introduction, Ferrel και Sanders (επιμ.), 1995, 1-24
Fishman, M. ‘Crime waves as ideology’, Social Problems, 1978, 25, σ. 530-543
Giorgi, A. de. ‘Rebellious politics and the social control of civil disobedience’, Theoretical Criminology, 2010, 14, σσ. 523-527
Green, D. A. ‘Feeding wolves. Punitiveness and culture’, European Journal of Criminology, 2009, 6(6), σσ. 517-536
Greer, C. και E. McLaughlin. ‘Public order policing, new media environment and the rise of the citizen journalist’, British Journal of Criminology, 2010, 50, σσ. 1041-1059
Haan, W. De. ‘Abolitionism and crime control: A contradiction in terms’, The Politics of Crime Control, K Stenson και D. Coweel (επιμ.), London: Sage, 1991, σσ. 213-217 
Karydis, V. ‘Criminality or criminalization of migrants in Greece? An attempt at synthesis, The New European Criminology. Crime and Social Order in Europe, V. Ruggiero, N. South και I Taylor (επιμ.), London: Routledge, 1998, σσ. 350-367
Κουράκης, Ν. Τα Οικονομικά Εγκλήματα, Μέρος Πρώτο, Αθήνα: Σάκκουλας, 1998
Λάζος, Γρ. Πορνεία και Διεθνική Σωματεμπορία στη Σύγχρονη Ελλάδα (τ. 1, Η Εκδιδόμενη, τ. 2, Ο Πελάτης), Αθήνα: Καστανιώτης, 2001
Λάζος, Γρ. Διαφθορά και Αντιδιαφθορά, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2005\
Λάζος, Γρ. Κριτική Εγκληματολογία, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2006
Λάζος, Γρ. Ταξιστικές Θεωρήσεις των Εργατικών Τάξεων κατά τον 19ο Αιώνα, Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, 2011   
Λαμπροπούλου, Έ. Η Κατασκευή της Κοινωνικής Πραγματικότητας και τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας: Η Περίπτωση της Βίας και της Εγκληματικότητας, Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 1997
Λαμπροπούλου, Έ. Εσωτερική Ασφάλεια και Κοινωνία του Ελέγχου, Αθήνα: Κριτική, 2001
Lynch, M. J., R. J.  Michalowski και W. Byron Groves. The New Primer in Radical Criminology: Critical Perspectives on Crime, Power and Identity, Monsey, New York: Criminal Justice Press, 2000  
Mathiesen, Th. Prison on Trial: A Critical Assessment, London: Sage, 1990
McLeod, D. M. και J. K. Hertog. ‘The manufacture of public opinion by reporters: Informal cues for public perceptions of protest groups’, Discourse and Society, 1992, 3, σσ. 259-275
Melossi, D. ‘Changing representations of the criminal’, Criminology and Social Theory, D. Garland και R. Sparks (επιμ.), Oxford: Oxford university Press, 2000, σσ. 149-182  
Michalowski, R. J. ‘Power, crime and criminology in the new imperial age’, Crime, Law, and Social Change, 2009, 51, σσ. 303-325
Moore, J. W. ‘Isolation and stigmatization in the development of an underclass: The case of Chicano gangs in East Los Angeles’, Social Problems, 1985, 23, σσ. 6-16
Muncie, J. και E. McLaughlin. The Problem of Crime, London: Sage, 1996
Πανούσης, Γ. Το έγκλημα του φτωχού και η φτώχεια ως «έγκλημα» (σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης), Αθήνα-Κομοτηνή: Σάκκουλας, 2002
Παπαθεοδώρου, Θ. Π. ‘Συμβολισμοί και ρητορική των πολιτικών ασφαλείας. Το παράδειγμα της ποινικοποίησης της «κουκούλας»’, Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ. Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 2010, σσ. 731-543
Rose, N. ‘Government and control’, Criminology and Social Theory, D. Garland και R. Sparks (επιμ.), Oxford: Oxford university Press, 2000, σσ. 183-208   
Sanders, C. R. και E. Lyon. ‘Repetitive retribution: Media images and the cultural construction of Criminal Justice’, Ferrell και Sanders, 1995, σσ. 25-44
Schinkel, W. ‘Prepression: The actuarial archive and new technologies of security’, Theoretical Criminology, 2011, 15(4), σσ. 365-380
Selke, D. F. ‘Civil disobedience: A study in semantics’, The Liverpool Law Review, 1988, X(2), σσ. 149-165  
Taylor, I. Crime in Context: A Critical Criminology of Market Societies, Oxford: Westview Press, 1999
Χρυσόγονος, Κ. Χ. ‘Η έκπτωση της υπουργικής ευθύνης’, Εγκληματολογικές Αναζητήσεις. Τιμητικός Τόμος για τον Καθηγητή Στέργιο Αλεξιάδη, Α. Γ. Πιτσελά (επιμ.), Αθήνα: Σάκκουλας, 2010, σσ. 1129-1143
Young, J. ‘Mass media, drugs, and deviance’, Deviance and Social Control, P. Rock και M. McIntosh (επιμ.), London: Tavistock, 1974, σσ. 229-259
Young, J. The Exclusive Society, London: Sage, 1999
Wacquant. L. Οι φυλακές της μιζέριας, Αθήνα: Πατάκης. 2000
Wacquant, L. ‘Toward a dictatorship over the poor? Notes on the penalization of poverty in Brazil’, Punishment and Society, 2003, 5, σσ.197-205




[1][1] Προ-απαιτούμενο για να υπάρξουν ριζοσπαστικές ή σοσιαλιστικές – με την πλήρη έννοια του όρου – συνθέσεις είναι μια αλλαγή του Ποινικού Δικαίου και του ευρύτερου ποινικού  συστήματος με τρόπους ώστε, κατά πρώτο, να αμβλυνθεί η ταξικότητά του, καταρχήν η εστίαση στις υποτελείς τάξεις, και, κατά δεύτερο, ο αναπροσανατολισμός του ώστε να είναι αξιοποιήσιμο και με άλλες εμφάσεις. Όπως το διατυπώνει ο Willem De Haan (1996, σ. 214), «(μ)ια βασική αναμόρφωση του ποινικού συστήματος προϋποθέτει όχι μόνο μόνομια ριζοσπαστική αλλαγή της υπάρχουσας δομής ισχύος αλλά επίσης της κυρίαρχης κουλτούρας». Μεταξύ άλλων, βλ. και Lynch, Michalowski και Groves, 2000.
[2][2] Ο Christie κάνει λόγο για μια για ‘τυφλή δικαιοσύνη’ σαν μια δικαιοσύνη σχεδιασμένη ώστε να μην βλέπει τις ταξικές διαφορές των ανθρώπων απέναντί της.

[3][3] Η Snider (2000, σσ. 169, 170) έχει καταθέσει την άποψη ότι «η επιχειρηματική αντεπανάσταση … έχει, κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, νομιμοποιήσει ουσιαστικά κάθε πλεονεκτική (και) παράγωγη κέρδους πράξη του επιχειρηματικού τομέα. … Όταν το ζήτημα έρχεται στα εγκλήματα των ισχυρών … ο ποινικός νόμος δεν λειτουργεί». Κατά την Snider, αυτή η τροπή απειλεί να στερήσει την κοινωνικο-επιστημονικά προσανατολισμένη εγκληματολογία του επιχειρηματικού εγκλήματος από τα αντικείμενά της – κάτι το οποίο είναι συζητήσιμο.

[4][4] Ενδιαφέρουσα είναι και η άποψη του Κουράκη (1998) ότι είναι εύλογη μια εξαιρετική μεταχείριση των (μεγαλο-)οικονομικών εγκληματιών. Προτείνει την αποσύνδεση της έννοιας του εγκλήματος από τα άτομα που σχετίζονται με την οικονομική εγκληματικότητα και το «να γίνεται χρήση των λιγότερο στιγματιζόντων όρων ‘αθέμιτη (οικονομική) δραστηριότητα’ ή (οικονομικό) ‘αδίκημα’» (σ. 20). Η θέση αυτή επαναλαμβάνεται στη σ. 48, με τις συμπληρώσεις ότι είναι καλύτερο να χρησιμοποιούνται οι όροι ‘αθέμιτο’ και ‘αδίκημα’ που δεν είναι φορτισμένοι συναισθηματικά, και ότι η σχετική αλλαγή ορολογίας «επιβάλλεται και από λόγους ακριβοδίκαιης μεταχείρισης προς τα άτομα αυτά». Κατά τον Κουράκη (σ. 13), ο επιστήμονας που θα μελετήσει το οικονομικό έγκλημα θα πρέπει να το πράττει με σκοπό να ενισχύσει τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή το φιλελεύθερο κοινωνικό σύστημα (ή «τη βελτίωση – αν όχι ανανέωση – του συστήματος».

[5][5] Όπως και καταλήψεων εγκαταλειμμένων και μη χρησιμοποιούμενων κτιρίων και πλατειών. Κατ` αυτό τον τρόπο, το κράτος επιτυγχάνει να επαναφέρει τα κτίρια στην προ-της-κατάληψης κατάσταση της εγκατάλειψης και αχρηστίας.  
[6][6] Για την απόδοσή τους ως τεράτων, βλ. Young, 1999, σσ. 96-120.
[7][7] Τέλος, μια τρίτη υποκατηγορία του πληθυσμού που βρίσκονται υπό διαπραγμάτευση μεταξύ Ποινικού Δικαίου και κοινής γνώμης ως προς το κατά πόσον είναι ή δεν είναι εγκληματίες έχει να κάνει με τους δημόσιους υπάλληλους, τους ποικίλους παραβάτες με σκοπό μικρο-ωφελήματα, όπως επιδόματα κλπ. και τους ποικίλους μικρομεσαίους φοροφυγάδες. Παρά το ότι τα ΜΜΕνημέρωσης, σε συνδυασμό την προβαλλόμενη ως αναγκαία υποβάθμιση και επαν-υποβάθμιση του κράτους πρόνοιας, έχουν εντείνει εδώ και χρόνια έναν πολυ-στιγματισμό των συγκεκριμένων κοινωνικών κατηγοριών, η κοινή γνώμη, σημαντικό μέρος των οποίων είναι και οι εξεταζόμενοι προς εγκληματοποίηση και ποινικοποίηση, δεν φαίνεται να πείθεται για την αναγκαιότητα μιας ευρείας και εντατικής εφαρμογής του ποινικού νόμου σε βάρος τους.

[8][8] Ο Michalowski (2008) τονίζει ότι ο ‘ορθόδοξος λόγος’ περί εγκλήματος κυριαρχείται από την έμφαση στο μικρο-έγκλημα ‘του δρόμου’, παρακάμπτοντας τις ποικίλες μορφές επιχειρηματικής και πολιτικής εγκληματικότητας ή κάθε είδους ‘εγκλήματα της ισχύος’.
[9][9] Τροποποιώντας τη θέση του Γ. Πανούση (2002), δεν είναι η φτώχεια που ποινικοποιείται. Η φτώχεια εξορκίζεται μέσω της ποινικοποίησης των φορέων της, των φτωχών. Μάλιστα, πριν από την ποινικοποίηση του φτωχού προηγείται η εγκληματοποίησή του από τα μμενημέρωσης (και τον ευρύτερο πολιτικό ή ακαδημαϊκό κοινο-λογικό λόγο) στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, φάση που ο Schinkel κατανοεί ως προκαταστολή (prepression) (2011). Ιδίως αν οι διάφορες κοινωνικές τάξεις ή κοινωνικές κατηγορίες υπό εγκληματοποίηση και ποινικοποίηση φέρουν κάποια εμφανή φυσικά ή πολιτισμικά χαρακτηριστικά που να επιτρέπουν την ταξιστική, ρατσιστική ή σεξιστική ενεργοποίηση διάφορων στιγματισμών σε βάρος τους.



---------------------------------------------------------------

 

Γρηγόρης Λάζος. Η αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα (Ι)

(Για τη διακυβέρνηση μέσω εγκληματικότητας)
Τον τελευταίο καιρό στην Ελλάδα η εγκληματικότητα εμφανίζεται ως εάν να αυξάνεται. Η άποψη αυτή για την αύξηση της εγκληματικότητας υποστηρίζεται και προωθείται από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης και πολυάριθμους διαμορφωτές της κοινής γνώμης για το τι είναι λογικό, αληθινό, ηθικό και οφθαλμοφανές, Από εκεί και πέρα, κάποιοι σχετικοί με το αντικείμενο επιστήμονες υποστηρίζουν ή δεν διαψεύδουν την άποψη πως η εγκληματικότητα αυξάνεται. Διάφοροι επιθετικοί προσδιορισμοί όπως το ‘μεγάλη’, ‘εκρηκτική’, ‘επικίνδυνη’ ή ‘ανησυχητική’, ή υπότιτλοι του τύπου ‘κινδυνεύει με διάρρηξη ο κοινωνικός ιστός’ ή ‘οι ηλικιωμένοι αβοήθητοι μπροστά σε αδίστακτους κακοποιούς’ κοκ. έρχονται να διευκρινίσουν την γνώμη του εκάστοτε ρεπόρτερ ή αρθρογράφου – ή του διευθυντή ή εργοδότη του – για τις νέες διαστάσεις και νέες σημασίες της εγκληματικότητας που ‘προσλαμβάνει πλέον ανεξέλεγκτες διαστάσεις’ κοκ. Άλλωστε, η διακυβέρνηση μέσω εγκληματικότητας (και Feely και Simon, 1996, σσ. 434-446), κατά πρώτο η διαχείριση του φόβου μερίδων των υποτελών τάξεων, είναι αναντικατάστατη για τη βίωση της κυριαρχίας σαν εύλογης και ηθικής. Αποδειγμένα αποτελεσματική έχει αποδειχτεί η διαχείριση της έντασης και της στόχευσης τεχνητών πανικών με τη δημιουργία αδύναμων αποδιοπομπαίων τράγων συμπύκνωσης, και εκδήλωσης ταξισμού, ρατσισμού και σεξισμού. Έτσι, σε μιαν εποχή που κράτος πρόνοιας και τα εργασιακά δικαιώματα συντρίβονται σκόπιμα και προγραμματισμένα από τους φονταμενταλιστές του νεοφιλελευθερισμού, μερίδες του πληθυσμού είναι στραμμένες στους ‘λαθρομετανάστες που μας παίρνουν τις δουλειές και τις θέσεις στα σχολεία και τα νοσοκομεία’ ή τις παράνομα εκδιδόμενες που ‘μας κολλάνε aids’ και άλλα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα αποτελώντας, σύμφωνα με κορυφαίους υπουργούς και τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης,  υγειονομικές βόμβες, κορυφαίους κοινωνικούς κινδύνους.
Πρόθεση του συγκεκριμένου άρθρου δεν είναι να υποστηρίξει ότι δεν υπάρχει αύξηση ή ότι υπάρχει μείωση (των ή κάποιων) τύπων ή μεγεθών της εγκληματικότητας ή ότι παρατηρούνται αυξομειώσεις. Πρόθεσή του είναι, αρχικά, να διατυπωθούν κάποιες ενστάσεις και επιφυλάξεις για τους όρους της προσέγγισης της εγκληματικότητας, αφού, κατά κανόνα, οι τρόποι προσέγγισης ορίζουν και το αποτέλεσμά της. Στη συνέχεια, να κατατεθεί μια απάντηση σχετικά με το ποια εγκληματικότητα αυξάνεται και τις κοινωνικές κατηγορίες που αποτελούν τους κύριους φορείς της (για τα ‘κύματα αύξησης της εγκληματικότητας’ βλ. Fishman, 1978∙ Λαμπροπούλου, 1997, σσ. 39-42).    

 (Μια άχαρη αλλά χρήσιμη τεχνικο-εξουσιαστική διευκρίνιση)
Πριν όμως η προσοχή στραφεί στο κεντρικό ερώτημα που μόλις διατυπώθηκε ώστε να του δοθεί μια πρώτη έστω απάντηση, μια παρακαμπτήρια διπλή διευκρίνιση είναι αναγκαία στο συγκεκριμένο σημείο. Όταν αναφερόμαστε στην αύξηση των μεγεθών της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα, την αύξηση του αριθμού σχετικών δράσεων (ή της βαρύτητας ή της έντασης των δράσεων αυτών;), δεν πρέπει να ξεχνιέται ότι η όποια στατιστική απεικόνιση μπορεί να είναι ακριβής, όπως μπορεί να είναι και ανακριβής: Τα στοιχεία να είναι ελλειπή, κάποια από αυτά να είναι επαναλαμβανόμενα, οι κατηγοριοποιήσεις να ανταποκρίνονται σε κάποια γραφειοκρατία ή εισαγόμενα διεθνή μοντέλα και όχι στη συγκεκριμένη πραγματικότητα στην Ελλάδα στην οποία αναφέρονται. Ή μπορεί να είναι και ‘μαγειρεμένα’.
Επιπλέον, είτε ακριβής είτε ανακριβής, η προβολή των όποιων δεδομένων περί εγκληματικότητας σε έναν (ή κάποιον άλλο) στατιστικό άξονα δεν μπορεί να είναι κάτι παραπάνω από μια προβολή σε έναν τεχνητό άξονα απόδοσης του συγκεκριμένου σε ειδικούς όρους, να είναι δηλαδή ένας τρόπος απόδοσης του ‘αφηρημένου-συγκεκριμένου’ σε όρους ‘γενικού-ειδικού’. Οι όποιες ποιοτικές διαφοροποιήσεις στην κοινωνική ζωή στο πλαίσιο της οποίας εκδηλώνονται και φαινόμενα εγκληματικότητας είναι μη ορατές στους σχετικούς στατιστικούς όρους. Στην καλύτερη περίπτωση μπορούν να εμφανιστούν σαν πιθανές υποθέσεις συνάρτησης του τύπου ‘η αύξηση της φτώχειας ή/και του πλούτου έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση (ή τη μείωση) της εγκληματικότητας’. Το να είναι γνωστό ότι κάποιος-α έκλεψε ένα κινητό τηλέφωνο ή μπήκε σε ένα σπίτι και έκλεψε χρήματα και μικρο-αντικείμενα δεν σημαίνει και ότι είναι γνωστό κάτι και για τον-ην δράστη-ρια ή τη συγκυρία στην οποία ζει. Αν πιστεύεται κάτι τέτοιο σημαίνει ότι, χωρίς να κατανοείται ίσως, ενεργοποιούνται γνώσεις που έχουν ληφθεί από άλλα κοινωνικά ή μιντιακά πεδία και άλλα ζητήματα. Ότι το συγκεκριμένο γεγονός εμβαπτίζεται – τα κενά στη γνώση γεμίζονται και σημαίνονται, οι αντιφάσεις υποχωρούν στο παρασκήνιο και ασημαντοποιούνται (Cohen) – μέσα στις γενικεύσεις, τα στερεότυπα και τα παραδείγματα των δελτίων ειδήσεων ή των όποιων συμβατικοτήτων, αυτονοησιών ή κοινοτυπιών.    
Και βέβαια, πρέπει να τονιστεί κάτι το ιδιαίτερα σημαντικό: Η όποια κατανόηση των αλλαγών στην κοινωνική ή την προσωπική ζωή σε όρους εγκληματικότητας αποτελεί μια κατανόηση, μιαν ερμηνεία στους όρους του Ποινικού Δικαίου και του ποινικού συστήματος, δηλαδή του νομοθέτη, του δικαστή, του αστυνομικού και του σωφρονιστικού υπαλλήλου. Είναι ο τρόπος που επιτρέπει στην κρατική εξουσία να παρεμβαίνει στις υποθέσεις των ανθρώπων.      

(Εκδοχές και κριτήρια αύξησης της εγκληματικότητας)
Επιστρέφοντας στον κεντρικό άξονα του επιχειρήματος, καταρχήν, σχετικά με την αύξηση της εγκληματικότητας στη σύγχρονη Ελλάδα πρέπει να κατατεθεί αμέσως μια ένσταση. Μια ένσταση που ισχύει και για τις απόψεις που θα υποστήριζαν ότι η εγκληματικότητα μειώνεται.
Για να ξέρουμε για τι μιλάμε, όταν κάνουμε λόγο για μιαν αύξηση (ή μείωση) της εγκληματικότητας πρέπει να διευκρινιστούν δύο σημαντικά ζητήματα: Πρώτο, το ποιες εκδοχές της εγκληματικότητας αυξάνονται (ή μειώνονται), και δεύτερο, με ποια κριτήρια ορίζεται η αύξηση (ή μείωση) αυτή.
Το πρώτο ζήτημα σχετικά με τους όρους προσέγγισης της εγκληματικότητας, το ποιες εκδοχές της εγκληματικότητας αυξάνονται, έχει να κάνει με κάτι που έχει αποφασιστική σημασία αλλά πολύ συχνά ξεχνιέται ή παρακάμπτεται στον διάλογο για την εγκληματικότητα και την αντιμετώπισή της. Και πιο συγκεκριμένα:   
(α) Αυξάνονται οι αντικοινωνικές ή κοινωνικά επιβλαβείς δράσεις που ο νομοθέτης δεν ορίζει ως εγκλήματα, όπως για παράδειγμα οι μεγάλες υποθέσεις πολιτικο-επιχειρηματικο-μηντιακής διαπλοκής που όλοι καταδικάζουν ενώ οι φορείς της εξουσίας και/δηλαδή οι ίδιοι οι εμπλεκόμενοι καταδικάζουν μεν αλλά αρνούνται ότι έλαβαν ή λαβαίνουν χώρα; Είτε αυξάνονται είτε όχι οι δράσεις αυτές, ακόμα και αν στην κοινή συνείδηση ή στους γενικούς τίτλους στα ΜΜΕνημέρωσης αποδίδονται και ως ‘εγκλήματα’ και προσφέρονται για επικοινωνιακές ασκήσεις υψηλής κοινωνικής ή εθνικής ηθικής ή υπευθυνότητας, εφόσον δεν ορίζονται από την ποινική δικαιοσύνη ως εγκλήματα, δεν αποτελούν εγκλήματα και δεν καταχωρούνται ως εγκλήματα.
Οι αντικοινωνικές ή κοινωνικά επιβλαβείς δράσεις που ο νομοθέτης, με το να είναι επίμονα στραμμένος προς τις υποτελείς τάξεις – άλλωστε αυτές αποτελούν τον βασικό στόχο του ποινικού συστήματος, την κεντρική του εστίαση, από την εποχή της πρώτης δημιουργίας του –, δεν όρισε ως ποινικά αδικήματα, όποιες και αν είναι οι συνέπειες τους, δεν λαβαίνονται υπόψη.   
 (β1) Αυξάνεται η εγκληματικότητα με βάση τις αντικοινωνικές δράσεις που ο ποινικός νόμος επιλέγει να ορίζει ως εγκληματικές και υπάρχει υψηλή σχετική συμφωνία, όπως πχ., την ανθρωποκτονία ή τον βιασμό ή τη σωματεμπορία;
(β2) Σ` αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται ή όχι και οι αντικοινωνικές δράσεις σχετικά με τις οποίες παρατηρείται μια ευρεία διαφοροποίηση ή και αντιπαράθεση ως προς τα κριτήρια ορισμού τους και, πολύ περισσότερο, το αν θα επιβληθεί ποινή και ποια θα είναι αυτή, όπως πχ., τις κλοπές ή το παράνομο μικρεμπόριο;
Δηλαδή να γίνεται λόγος για μια στενή (μόνο η β1) ή μια ευρεία (η β1 και η β2) εγκληματικότητα και άρα αύξηση της εγκληματικότητας;  
(β3) Ή να περιλαμβάνονται και άλλες δράσεις που πολλοί (και) εγκληματολόγοι ή νομικοί θα αρνούταν ή θα ήταν ιδιαίτερα διστακτικοί να θεωρήσουν ως αντικοινωνικές ή εγκληματικές αλλά ο ποινικός νομοθέτης τις περιλαμβάνει στη διπλή αυτή κατηγοριοποίηση (όπως για παράδειγμα, μια συλλογική άρνηση επιστράτευσης ή μια έκνομη απεργία – ή μια εξέγερση); Και είναι μεν εξηγήσιμο το γιατί συμβαίνει και τι εξυπηρετεί, είναι όμως λογικό (ή και ηθικό) κοινωνικές δράσεις τόσο διαφορετικές μεταξύ τους από κάθε άποψη να συμπιέζονται όπως-όπως στην κατηγορία ‘εγκλήματα’; 
(γ) Όταν υποστηρίζεται ότι αυξάνεται η εγκληματικότητα, αυτό εννοείται με βάση τις προσαγωγές ή τις συλλήψεις από την αστυνομία; (Ας επιτραπεί, και τις ‘προληπτικές’ μεταξύ αυτών;)
(δ) Ή με βάση τις καταδίκες από το δικαστήριο;
(ε) Ή μήπως ότι με βάση τις φυλακίσεις;
Ή μήπως κάποιο άλλο κριτήριο που διαφεύγει των προηγούμενων;  

Συνήθως, οι συμβατικές θεωρήσεις περί εγκληματικότητας αναφέρονται σε έναν ‘σκοτεινό αριθμό του εγκλήματος’ που τον κατανοούν σαν τη διαφορά ανάμεσα στις ποινικά οριζόμενες αντικοινωνικές δράσεις (β1, β2 και β3) και τις καταδίκες δράσεων από το δικαστήριο (δ). Πέρα από αυτό, τι απ` όλ` αυτά αυξάνεται όταν μιλάμε για αύξηση της εγκληματικότητας; Ή σε ποιους ρυθμούς και μεγέθη αυξάνονται; Για παράδειγμα, μια αύξηση των δράσεων που ο νομοθέτης ορίζει ως ποινικά κολάσιμες, παράνομες ή εγκληματικές, δηλαδή μια αύξηση της καταστολής στο επίπεδο της παραγωγής των νόμων στο Κοινοβούλιο, μπορεί από μόνη της να αυξήσει την εγκληματικότητα έστω και αν οι ήδη ποινικά κολάσιμες δράσεις δεν αυξηθούν (ή ακόμα και αν μειωθούν). Αν ποινικοποιηθεί το κάπνισμα, η εγκληματικότητα θα αυξηθεί σημαντικά έστω και αν, αρχικά τουλάχιστον, δεν αλλάξει τίποτε στην κοινωνική και προσωπική ζωή των μελών της κοινωνίας.
Οπότε, συνήθως, όταν γίνεται λόγος για ειδικές αυξομειώσεις παρά συγκεκριμένες αλλαγές, όταν αναφέρεται ότι η εγκληματικότητα αυξάνεται, εννοείται ότι αυξάνεται σε σύγκριση με την καταγραμμένη εγκληματικότητα στο παρελθόν ως εάν η ποινική νομοθεσία να παραμένει η ίδια. Όμως, σ` ό,τι αφορά στη συγκρισιμότητα της εγκληματικότητας μεταξύ διαφορετικών συγκυριών ή περιόδων, πρέπει να υπάρχουν επιφυλάξεις (όχι σαν σχήμα λόγου αλλά ως ενεργό συστατικό της μεθόδου) αφού συχνά υπάρχουν διαφορετικές εμφάσεις, διαφορετικά κριτήρια και διαφορετικές δυνατότητες καταγραφής. Για παράδειγμα, κατά τη δεκαετία του 1990, ενώ λάβαινε χώρα μια συνεχής αύξηση των μεγεθών της διεθνικής σωματεμπορίας και της προώθησης αλλοδαπών γυναικών ως εκδιδόμενων (trafficking) στην Ελλάδα, τα πρώτα στοιχεία καταγραφής εμφανίστηκαν μόλις το 1996 ενώ τα επίσημα στοιχεία, πχ., της ΕΛΑΣ, καθυστέρησαν ακόμα περισσότερο (Λάζος, 2001). Δηλαδή, επίσημα, το 1993, ίσως την κρισιμότερη χρονιά της διεθνικής σωματεμπορίας στην Ελλάδα και επικράτησης της νέας πορνείας, το trafficking στην Ελλάδα ήταν ανύπαρκτο ή, στατιστικά, ήταν μηδενικό.  
Οι αυξομειώσεις του λεγόμενου ‘πραγματικού αριθμού της εγκληματικότητας’[1] δεν συμπίπτουν και δεν αναλογούν με τις αυξομειώσεις των συλλήψεων από την αστυνομία ή των καταδικών από το ποινικό δικαστήριο (βλ. και Barak, 1995, σ. 144). Ούτε οι καμπύλες της στατιστικά εκφρασμένης συνολικής εγκληματικότητας, ούτε οι επιμέρους εγκληματικότητες που το άθροισμά τους δίνει τη συνολική. Ακόμα δε και αν, με ένα στατιστικό θαύμα, όλα αυτά συνέπιπταν ή και αναλογούσαν, οι σχετικές στατιστικές δεν είναι σε θέση, ούτε φιλοδοξούν ποτέ, να αποδώσουν κρίσιμα συστατικά της ποινικοποιούμενης κοινωνικής δράσης, όπως το ύφος, η ένταση, το πλέγμα των κινήτρων, οι συνθήκες στις οποίες λαβαίνει χώρα. Δηλαδή δεν είναι σε θέση να περιλάβουν ερμηνευτικά τις ποιότητες των σχετικών δράσεων. Απουσιάζουν η χειροπιαστή κοινωνική δράση, οι κοινωνικές σχέσεις και οι συνθήκες στις οποίες εκδηλώνεται και των οποίων αποτελεί μέρος. Οι στατιστικές περί εγκληματικότητας είναι ποινικοί τίτλοι σε βιβλία που δεν έχουν γραφτεί.     
Το δεύτερο σχετικό ζήτημα αφορά στο με ποια κριτήρια εκτιμάται ότι αυξάνεται η εγκληματικότητα, ότι αυξάνονται τα μεγέθη της.
Με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ; Τα σχετικά στοιχεία, πρώτο, εκφράζουν τις εμφάσεις της, το πού έχει στραμμένη την προσοχή της σε κάποια συγκυρία ή περίοδο, δηλαδή τις προτεραιότητες της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας της∙ δεύτερο, προσδιορίζονται από τις άνισες από πεδίο ευθύνης σε πεδίο ευθύνης δυνατότητές της και την κατανομή των δυνάμεών της, που κατά κανόνα αντανακλούν αποφάσεις προηγούμενων ετών και ηγεσιών∙ και, τρίτο, επηρεάζονται από τις σχέσεις της με την πρακτικά απονεμόμενη δικαιοσύνη. Οπότε, σαφώς τα στοιχεία αυτά δεν είναι δυνατό να υποστηριχτεί ότι αποδίδουν μιαν (αναλογικά έστω) ‘αντικειμενική απεικόνιση’, ούτε καν μιαν ‘αντικειμενική απεικόνιση’ στους όρους νομοθέτη, δικαστή και αστυνομικού (βλ. και Καρύδη, 1998, σσ. 356-359).
Αν όχι με τα στοιχεία της ΕΛΑΣ, μήπως με βάση τα στοιχεία δημοσιογραφικών ρεπορτάζ περί της εγκληματικότητας; Όμως, τα σχετικά ρεπορτάζ παρουσιάζουν ευρύτατες αποκλίσεις ως προς την ποιότητα και την αντιπροσωπευτικότητά τους. Οι επιλογές των εστιάσεων αλλά και η σύνθεση των ρεπορτάζ καθιστούν πολλά από αυτά διαβλητά ή έστω απαιτούν την προσεκτική αξιολόγηση του συνόλου. Στις περισσότερες των περιπτώσεων, τα ρεπορτάζ γίνονται κυρίως με κριτήρια τη τηλεθέαση ή και τη συμβατότητα με παράγοντες που δεν έχουν να κάνουν με την ενημέρωση αλλά τη χρήση της ως μέσου για άλλους σκοπούς, μεταξύ αυτών τη χειραγώγηση. Επιπλέον, ειδικά τα ρεπορτάζ της καθημερινής δημοσιογραφίας, είναι συνήθως πρόχειρα, σχηματισμένα βιαστικά, με παρεμφερή ή και άσχετα ενισχυτικά υλικά, και επενδυμένα με κοινοτυπίες της ‘κοινής λογικής’ και του ‘κοινού αισθήματος’. Είναι υποστηρίξιμο μαζί με τους Ferrell και Sanders (1995, σ. 12) ότι «τα εγκληματικά γεγονότα και οι αντιλήψεις για την εγκληματικότητα λιγότερο παρουσιάζονται απ` ό,τι κατασκευάζονται από τα Μέσα». 
Ή μήπως, σε μια σύνδεση με τα προηγούμενα, (στ), αυξάνεται η ‘μεσο-ενημερωτική’ ή ‘μιντιακή’ (κυρίως τηλεοπτικά οριζόμενη) εγκληματικότητα, μια εγκληματικότητα που εδράζεται στην ποινική θεώρηση αλλά δεν περιορίζεται σ` αυτήν, τόσο αυτοσχεδιάζοντας σε δραματοποίηση (βλ. και Wacquant, 2003, σσ.198-199) όσο και εισάγοντας και άλλες προσεγγίσεις που θίγονται στη συνέχεια;
Η κοινή γνώμη – μια ποσοτικά και ποιοτικά τεχνητή κατασκευή ισχύος – συνήθως συμπλέει με τους καθεστωτικούς ορισμούς της εγκληματικότητας (Birks, 2010). Στον λεγόμενο μέσον όρο της, όχι απλώς συμφωνεί αλλά ομολογεί μαζί τους. Σ` αυτό το πλαίσιο, επιπλέον, ενεργοποιεί στις έννοιες του εγκλήματος και της εγκληματικότητας μια σειρά από κρίσιμα, ίσως αναντικατάστατα, συστατικά ενκοινωνισμού τους. Ενεργοποιεί, το ηθικο-θρησκευτικό συστατικό, συναρτώντας τες με την αμαρτία και την ανηθικότητα. Σ` αυτή την ερμηνευτική εκδοχή προώθησης στο ευρύ κοινό, το έγκλημα είναι και αμαρτία και ανηθικότητα, η εγκληματικότητα δείχνει και την κατάσταση της αμαρτίας και της ανηθικότητας στην κοινωνία, ο δε εγκληματίας, ο φορέας της εγκληματικότητας, είναι και αμαρτωλός και ανήθικος. Επί της αρχής, υποτίθεται ότι το Ποινικό Δίκαιο απάλλαξε τον νομικό λόγο από έννοιες, νοήματα και σημασίες με θρησκευτική προέλευση. Στην πράξη και με σκοπό την ηθικο-ιδεολογική του ενίσχυση, έσπευσε να τις επανενεργοποιήσει. Η ολοκληρωμένη απονομιμοποίηση του εγκληματία απαιτεί να είναι - ή να κατανοείται σαν - και ανήθικος και αμαρτωλός.  
Κάποιοι εγκληματολόγοι, η κοινή γνώμη και ‘αισθητικές’ παραγωγές έχουν σαν δεδομένες, πρώτο, μιαν αντιπάθεια για τον εγκληματία (και, ευρύτερα, τον αποκλίνοντα), και δεύτερο, την άποψη ότι ο εγκληματίας, είτε το θέλει είτε όχι, είναι παραγωγός κακού (Melossi, 2000, σ. 155). Επίσης, το έγκλημα ενεργοποιεί και το φυλετικό/εθνοτικό ή θρησκειακό συστατικό, με τον εγκληματία να προσλαμβάνει κυρίως φυλετικο-εθνοτικά χαρακτηριστικά και την εγκληματικότητα να οφείλεται σε δυσανάλογα μεγάλο μέρος της σε αλλοδαπούς, κατά προτίμηση τους εύκολα διακριτούς αφρικανούς, Άραβες και μουσουλμάνους από τη δυτική Ασία. Με αυτές τις ενεργοποιήσεις, το ποινικό σύστημα, ένα από την αρχή του σχηματισμού του στη Δυτική Ευρώπη (τέλη 18ου-αρχές 19ου αιώνα) κυρίως ταξικό σύστημα ορισμού και απόδοσης δικαιοσύνης, συμπληρώνεται από διαστάσεις που του προσδίδουν ευελιξία και εμμεσοποιούν την ταξικότητά του, ενώ το καθιστούν εύκολα αφομοιώσιμο σε ξενοφοβικούς πληθυσμούς. Ή, κατά τον Melossi (2000, σ. 153), ένας κατεξοχήν μηχανισμός απαξίωσης της εργασίας, μέσω της διαχείρισης των ανέργων και ημι-ανέργων ή ημι-εργαζόμενων σε όρους κοινωνικού αποκλεισμού. Δεν πρέπει δε να υποτιμάται το ότι και οι φορείς παραγωγής και εφαρμογής του ποινικού συστήματος (από τον βουλευτή ως τον δικαστή, τον αστυνομικό και τον σωφρονιστικό υπάλληλο) δεν φέρουν μόνο το Ποινικό Δίκαιο και τους συνοδευτικούς του κανόνες αλλά και την κοινή γνώμη που συχνά εκδηλώνεται στις πρακτικές τους επιλογές.
Συγχρόνως, η κοινή γνώμη σχηματίζεται, νοηματοδοτείται και σημασιοδοτείται με βάση την κοινή λογική. Η κοινή λογική – η καθεστωτικά ορθή λογική αναπαραγωγής νομιμοποιητικών αυτονόητων – είναι συμβατή με το Ποινικό Δίκαιο και το ποινικό σύστημα εφαρμογής του, είναι δε παράγωγη μιας ομόλογα τιμωρητικής (και αναλογικά τιμωρητικότερης) κοινής γνώμης (Green, 2009). Επιπλέον, είναι διαχειρίσιμη κυρίως από τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης που τη διαμορφώνουν, διαμορφώνουν την επικρατούσα γλώσσα και ορολογία της, τα νοήματα και τα συναισθηματικά τους αντικρύσματα, το τι και πώς πρέπει κάποιος να καταλαβαίνει, να μιλάει και να νιώθει σχετικά, τους κανόνες της επικρατούσας σωφροσύνης και υπευθυνότητας. Όποιος – και στο βαθμό που – είναι σε θέση να επιβάλλει τη λογική του σαν κοινή λογική ελέγχει και την παραγόμενη κοινή γνώμη, προσδιορίζοντας ακόμα και τους όρους διαφωνίας στο πλαίσιό της. Όπως τονίζει η Λαμπροπούλου (2001, κυρίως σσ. 67-73 και 87-93), τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης αποτελούν αναντικατάστατο μέρος του κοινωνικού ελέγχου, παραγωγούς ‘συστημάτων συμβόλων’ (Λαμπροπούλου, 1997, σ.31) συμβατών με το κοινωνιακό καθεστώς, «φρουρούς του ηθικού κατεστημένου και «μέσα δημόσιων σχέσεων για φορείς του κοινωνικού ελέγχου» (Ferrell και Sanders, 1995, σσ. 6 και 309), πανίσχυρους, πανταχού παρόντες μηχανισμούς ‘κατασκευής πραγματικότητας’.
Τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης παρουσιάζουν τα συμφέροντα, ενδιαφέροντα και τρόπους σκέψης και ηθικής της πολιτικο-οικονομικής και πολιτισμικής ηγεμονίας σε όρους πραγματικότητας – με τις μορφές του ‘έτσι έχουν τα πράγματα’ ή ‘έτσι πρέπει να είναι τα πράγματα’ (Sanders και Lyon, 1995). Η κυρίαρχη ιδεολογία παρουσιάζεται με τη μορφή ενός συναινετικού μοντέλου (Young, 1974, και Λαμπροπούλου, 2001, σσ. 76-80), παρέχουν δε στο όνομα της κοινής λογικής συμβατικές κανονιστικές απαιτήσεις, και εικόνες της κοινωνικής πραγματικότητας που είναι εξωπραγματικά διαυγείς και κατανοήσιμες. Η παρουσίαση της εγκληματικότητας από τα καθεστωτικά ΜΜΕνημέρωσης συνιστά ιδιαίτερα σημαντικό – ίσως-ίσως αναντικατάστατο – παράγοντα άσκησης της κοινής λογικής στη διαμόρφωση μιας ποικιλόμορφης αλλά ομονοούσας κοινής γνώμης. Η εγκληματικότητα είναι ένα ζήτημα που ενοποιεί (μάλλον παρά ενώνει ή συνθέτει) την κοινωνία σε αταξικούς και απολιτικούς όρους, που φαντάζει σαν εύλογο ότι όλοι πρέπει να ομονοούν απέναντί του. «Τα Μέσα και οι θεσμοί του Ποινικού Δικαίου κατασκευάζουν πολιτικά χρήσιμες εικόνες του εγκλήματος και του ελέγχου του εγκλήματος» (Ferrell και Sanders, 1995, σ. 15). Ουσιαστικά, όπως τονίζουν οι δύο πολιτισμικοί εγκληματολόγοι, έγκλημα και εγκληματικότητα έχουν αποφασιστική συμμετοχή στη νομιμοποίηση της υπακοής και τον στιγματισμό της ανυπακοής. Ή, όπως το θέτει ο Barak (1995, σ. 147), «το ποινικό σύστημα … είναι το πρωτεύον σύστημα νομιμοποίησης αξιών και επιβολής κανόνων» – με τη ιδιότητά του αυτή να «ενισχύεται με τη συνεργασία με το πρωτεύον σύστημα πληροφόρησης – τα μέσα ενημέρωσης».  

(Το άρθρο αποτελεί μέρος ευρύτερου άρθρου που δημοσιεύτηκε στο Αριστερό Βήμα, aristerovima.gr, το 2012 με τον ίδιο τίτλο. Το κείμενο έχει τροποποιηθεί ενισχυτικά ή διευκρινιστικά σε αρκετά επιμέρους ζητήματα.) 


[1] Το τι θα κατέγραφε ένας ιδεοτυπικός πανοπτικός και πανίσχυρος ποινικός νομοθέτης, εάν ήταν σε θέση να ελέγχει πλήρως το σύνολο των δράσεων και σκέψεων για δράσεις των πληθυσμού στην επικράτειά του σε σχέση με το σύνολο του Ποινικού Δικαίου. 


                                   ------------------------------------------------------

  Γρηγόρης Λάζος.Έγκλημα, εγκληματικότητα και ποινικό σύστημα – δυο λόγια

                                                                                                                    15 Αυγούστου 2014

Όταν αναφέρεται η λέξη ‘έγκλημα’ στο μυαλό έρχεται κάποια ή κάποια άλλη, συνήθως αποτρόπαια, αντικοινωνική δράση. Κι όμως. Υπάρχουν αντικοινωνικές δράσεις, συχνά αποτρόπαιες, που δεν ορίζονται ως εγκλήματα. Όπως υπάρχουν και δράσεις που πολλοί δεν θεωρούν ως αντικοινωνικές αλλά ορίζονται ως εγκλήματα. Συνεπώς, το έγκλημα δεν είναι ένας τρόπος αντικοινωνικής δράσης. Είναι μάλλον ένας τρόπος επιλογής των κοινωνικών δράσεων που τιμωρούνται όπως ορίζει το Ποινικό Δίκαιο με τη χρήση ποινικού συστήματος. Παρά το ότι κυριαρχεί περίπου σαν αυτονόητη μια αντίληψη ομόλογη αυτής του Ντοστογιέφσκι περί ‘εγκλήματος και τιμωρίας’, ουσιαστικά, αν δεν υπάρχει ποινικά ορισμένη τιμωρία δεν υπάρχει και έγκλημα. Το έγκλημα είναι μια ιστορική εφεύρεση ή κοινωνική κατασκευή ή μυθολογία της καθημερινής ζωής (Haan, 1991) με αναντικατάστατη θέση στο Ποινικό Δίκαιο∙ χωρίς έγκλημα δεν υπάρχει Ποινικό Δίκαιο – και αντίστροφα (Λάζος, 2007, σσ. 195-230, και Muncie και McLaughlin, 1996, σσ. 8-20). Το έγκλημα είναι μια τιμώρηση που αντιτίθεται ώστε να αποτρέπει κάποια δράση, ένας τρόπος τιμωρίας σε μονάδες χρόνου, με την ποινή να ορίζει πόσος χρόνος θα αφαιρεθεί από την κοινωνικότητα ενός ανθρώπου για κάποια δράση του∙ ένα πρόσθετο στον όποιο κόπο ήδη κατέβαλε αντίτιμο που αποσκοπεί στο να ανεβάσει το κόστος της δράσης σε αποτρεπτικό βαθμό. Όποιες δράσεις προβλέπονται και ορίζονται από το Ποινικό Δίκαιο ως εγκληματικές, προβάλλονται από τον δικαστή σε έναν κατάλογο αντιστοίχησης δράσεων και ποινών (Christie, 1994). Ο δράστης τους παίρνει την ακριβοδίκαιη τιμωρία του, δηλαδή την τιμωρία που του αξίζει με βάση το Ποινικό Δίκαιο, σε μονάδες στέρησης χρόνου από την συμμετοχή στην κοινωνική ζωή. Ο κοινωνικός χώρος στέρησης χρόνου με τη μετάπτωση του δράστη σε μια ημι-κοινωνική κατάσταση για τον προβλεπόμενο χρόνο είναι η φυλακή. Ουσιαστικά, το Ποινικό Δίκαιο φαίνεται να εμπνέεται από, να είναι ομόλογο με, τις αγοραίες αντιλήψεις που επικρατούν στον καπιταλισμό. Όταν πρότεινε τη θεσμοθέτηση μιας ποινικής οικονομίας στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ιταλός Σεζάρε Μπεκαρία εμπνεύστηκε κατά κύριο λόγο από τους Γάλλους Φυσιοκράτες, πρωτοπόρους στο σχηματισμό της νέας οικονομικής αντίληψης που σήμερα αποτελεί πλέον αυτονόητο, την επικρατούσα καθεστωτική λογική, και δευτερευόντως από έναν ομόλογό του στο χώρο της ηθικής φιλοσοφίας, τον Άνταμ Σμίθ, που μετέτρεψε την ηθική φιλοσοφία του σε πολιτική οικονομία, σε όρους προσφοράς και ζήτησης.  
Οι διάφορες επιχειρηματολογίες για το έγκλημα, την εγκληματικότητα, τους ορισμούς και τη διαχείρισή τους αναπτύσσονται κατά κανόνα σε νομικά και εγκληματολογικά περιοδικά. Συγχρόνως δε, τείνουν να περιορίζονται σ` αυτά. Όμως, η εγκληματικότητα είναι ένα πρωτευόντως και αποφασιστικά πολιτικο-οικονομικό και πολιτισμικό ζήτημα. Το ποινικό σύστημα ορισμού και διαχείρισής της δεν είναι ‘κάτι εκεί πάνω’, ένα ‘εποικοδόμημα’ με ρόλους ιδεολογικής συνδρομής στο κοινωνιακό καθεστώς. Διαπερνά τις κοινωνικές σχέσεις, αυτονοητοποιεί την κανονικότητα, ορίζει και επιβάλλει το τι πρέπει να είναι ατομική ή συλλογική κοινωνικότητα, και επιβάλλει ποινές και τιμωρίες σε όσους έμπρακτα αποκλίνουν. Είναι ενεργό από την αγορά εργασίας και τις εργασιακές σχέσεις ως τη λειτουργία του Κοινοβουλίου και της επιβολής των νόμων ως τη ζωή στο σπίτι. Το ποινικό σύστημα είναι ένας τεράστιος μηχανισμός πειθάρχησης και καταστολής, με την προσοχή του κυρίως στραμμένη προς τις υποτελείς τάξεις, εργαζόμενες τάξεις, ανέργους και ανενεργούς, τους νέους, το ταραχοποιούς, το λούμπεν προλεταριάτο (Taylor, 1999, σσ. 15-16, 66-75, 187-190).
Η εγκληματικότητα είναι ένα σύνολο ποινικών παραβάσεων και ποινικών παραβατών – εγκλημάτων και εγκληματιών, καταρχήν όπως ορίζονται και σημαίνονται-στιγματίζονται από το Ποινικό Δίκαιο. Όμως, πέρα από τα ποινικο-δικαιικά προβλεπόμενα, όπως και το έγκλημα, η εγκληματικότητα είναι και πολλά άλλα, που κάποιες πτυχές τους καταγράφονται στη συνέχεια. Μάλλον, χωρίς αυτά τα ‘πολλά άλλα’, η κοινωνική σημασία και η χρησιμότητα του εγκλήματος για την καθεστωτική εξουσία θα ήταν σημαντικά υποβαθμισμένες. Όχι μόνο στο ευρύ κοινό αλλά και σε ειδικούς επιστήμονες, η εγκληματικότητα προσλαμβάνεται φετιχιστικά ως ένα Κακό. Περισσότερο ή λιγότερο Κακό από κάποια άλλα, αλλά πάντως Κακό, ένα Μείζον Κακό αν δεχτούμε ότι η κοινωνία (ως έχει) δεν είναι δυνατό να απαλλαγεί από αυτό αλλά μόνο να το περιορίσει. Σ` αυτό το πλαίσιο, η εγκληματικότητα δεν κατανοείται ως ένα άθροισμα δράσεων, δράσεων που επιλέγονται από τους διάφορους νομοθέτες για να ορισθούν ως εγκληματικές και να ποινικοποιηθούν, αλλά σαν μια κακή οντότητα που οι εγκληματικές δράσεις των φορέων της αποτελούν εκδηλώσεις, εκδοχές, παραδείγματα και αποδείξεις της ευρύτερης δράσης της.
                                                 ---------------------------------------


Γρηγόρης Λάζος. ΜεταΜαζιώτης
                                                                                                                          12 Αυγούστου 2014

Η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη θεωρήθηκε εξαρχής από πολιτικούς, κόμματα, διαχειριστές της κοινής γνώμης και μέσα μαζικής ενημέρωσης ως εάν να συνιστά μιαν αδιαμφισβήτητη επιτυχία της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας και, ευρύτερα, της ΕΛΑΣ. Όπως και της πολιτικής ηγεσίας της, υπουργό και πρωθυπουργό.
Συμπτωματικά αλλά όχι τυχαία, η συγκεκριμένη επιτυχία προβλήθηκε ως εάν να έχει και δύο σημαντικά αποτελέσματα.
Από τη μια, να συνέβαλε στην ενίσχυση τους αισθήματος ασφάλειας των πολιτών.
Από την άλλη δε, να συνέστησε αποφασιστικό χτύπημα στη βία. 
Πρόκειται για τις τρεις στιγμές της επι(βε)βλημένης ομοφωνίας πάνω στον τρόπο που είναι εύλογο και ηθικό να κατανοείται η συγκεκριμένη σύλληψη.
Αφήνοντας σε αιώρηση τις στιγμές αυτές, ας προωθηθούμε πέρα από τα άμεσα και ορατά αποτελέσματα – ή, ακριβέστερα, αυτά που δηλώνονται σαν τέτοια στον καθεστωτικό λόγο. Ας στραφούμε στον ίδιο τον λόγο που τα σχημάτισε και τα περιέλαβε ως συστατικά του.

Παρατηρείται μια ισχυρή ταύτιση απόψεων της επίσημης αστυνομίας και των σημαντικότερων μέσων μαζικής ενημέρωσης, όχι μόνο των φιλοκυβερνητικών ή φιλομνημονιακών αλλά, ευρύτερα, των καθεστωτικών. Τα μμενημέρωσης, πλήθος δημοσιογράφων και αναρίθμητοι δημοσιολόγοι μετέχουν, αγωνίζονται και αγωνιούν, όχι μόνο προσδοκούν αλλά ελπίζουν στη σύλληψη των ‘άλλων’ ή υπολοίπων, των συνεργατών και της συζύγου του τρομοκράτη Μαζιώτη. Όλοι μαζί, συλλογικά και ατομικά, εκφράζονται με πάθος ενάντια στον τρομοΜαζιώτη, δικαιούνται να ασκούν την φαντασία τους στην εύρεση των αιχμηρότερων χαρακτηρισμών του – στα όρια πάντα της μηντιακής αξιοπρέπειας, εκφράζουν την ανακούφισή τους από τη σύλληψή του. Έχουν παρακολουθήσει – μαζί με το κοινό, ένα κοινό αποσβολωμένο από την εξελισσόμενη επιχείρηση σοκ και δέους για την καθυποταγή και απαξίωσή του – τις δεκάδες φορές επαναλαμβανόμενες σκηνές της σύλληψης του Νίκου Μαζιώτη. Παρακολουθούν την όποια συνεχιζόμενη δίωξη των ‘άλλων’ από την αστυνομία – ή έστω, τα όσα μεταδιδόμενα από την αστυνομία. Μεταδίδουν στο ομογενοποιούμενο ‘κοινό’ πληροφορίες με βάση τις οποίες ο ‘μέσος πολίτης’ μπορεί να συνδράμει την αστυνομία στο έργο της. Έτσι, θεωρείται άξια λόγου πληροφορία να μεταδοθεί σε μιαν υπό μεταρρύθμιση κοινωνία όπως η κοινωνία στη σημερινή Ελλάδα το ότι η σύζυγος του Μαζιώτη ίσως είναι πλέον ξανθιά. Συνοπτικά, όλοι και όλες μαζί μετέχουν στον στιγματισμό, την εγκληματοποίηση, την επαν-εγκληματοποίηση και την υπερ-εγκληματοποίηση του Νίκου Μαζιώτη.
Ο Νίκος Μαζιώτης μεταλλάσσεται και αναδύεται στη σκηνή ως ένας ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος. Στην ιστορία του δυτικού σκοταδισμού, σαν μια ιδανική σατανική μάγισσα για κυνήγι – κάτι σαν κι αυτές του 15 και του 16ου αιώνα. Τουλάχιστον, για μια-δυο βδομάδες. Ήδη, τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το θέμα Μαζιώτη έχει υποχωρήσει σε τέταρτο ή πέμπτο στα δελτία ειδήσεων. Έχει ατονήσει πλέον η προσπάθεια εκφοβισμού ενός κοινού που – παρά το ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι υποτελείς τάξεις που το απαρτίζουν έχουν πεισθεί ότι όσοι και όσες διεξάγουν ένοπλη πολιτική πάλη είναι τρομοκράτες – δεν φαίνεται να έχει πεισθεί ότι η δράση των τρομοκρατών στρέφεται ενάντια στη ζωή ή τα συμφέροντά του. Είναι αμφίβολο ότι ο καθεστωτικός λόγος επέτυχε να πείσει πως ο Μαζιώτης αποτελεί κίνδυνο για όλους και για τον καθένα. Παρ` όλα αυτά, μάλλον το μεγάλο μέρος του κοινού αυτού έχει καταδικάσει ηθικά ή και θεωρεί πολιτικά επικίνδυνη την ένοπλη πολιτική πάλη ή τρομοκρατία. Γι` αυτό και η περίπτωση Μαζιώτη έδωσε την ευκαιρία για μια πλήρη επανάληψη του μαθήματος αυτονόητων, του τι είναι λογικό και τι είναι ηθικό, του τι σε ‘όλοι (πρέπει να) συμφωνούμε’ αφού δεν υπάρχει άλλη λογική και ηθική άποψη. Άλλωστε, η επιτυχία του ποινικού συστήματος που οικοδομήθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα δεν έγκειται μόνο στην επιτυχημένη διαχείριση των υποτελών τάξεων, αλλά και στο ότι παρέχει πλήθος κατάλληλων παραδειγμάτων για την ανάλυση και σημασιοδότηση των επικρατούντων κανόνων λογικής και ηθικής. Στην πράξη κλοπής αποσαφηνίζεται η περιουσία (και κρύβεται σ` αυτήν η ιδιοκτησία)∙ στον βιασμό ορίζεται η σεξουαλική σχέση∙ στην πορνεία διαπραγματεύεται το κατά πόσον όλα έχουν οικονομική τιμή, όλα πουλιούνται∙ στην τρομοκρατία διακρίνεται η νόμιμη από την παράνομη πολιτική βία.
Μέσα σ` αυτό τον θρίαμβο του αυτονόητου,  όπου ο ένας συνέχαιρε τον άλλο για το ότι είχε την ίδια γνώμη μ` αυτόν, μέσα στην ανάδειξη του λογικοφανούς και του ηθικοφανούς ως λογικού και ηθικού, ξεχάστηκαν ή παρακάμφθηκαν βολικά κάποια ζητήματα με ιδιαίτερη σημασία.
Καταρχή, η αφήγηση της αστυνομίας και η ομόλογη και σύμφωνη αφήγηση των μμενημέρωσης δεν ισοδυναμούν με γεγονότα, δεν ισοδυναμούν με το ‘τι πραγματικά έγινε’. Μάλλον, συνιστούν συνθέσεις (απλών και επεξεργασμένων) επιλεγμένων συμβάντων. Συνιστούν παραγωγές γεγονότων. Βλέποντας το ζήτημα πληρέστερα, και οι δύο συνιστούν ομόλογες τηλεοπτικές προσεγγίσεις των συμβάντων ώστε να παραχθεί ένα τηλεοπτικό γεγονός – ένα γεγονός που να προσφέρεται και σε συνοπτική ραδιοφωνική αφήγηση – ικανό να εδράσει ποικίλα ηθικά μηνύματα. Είναι ενδιαφέρουσα η περίπτωση ‘αυτόπτη μάρτυρα’ ο οποίος ανέφερε για τη φάση της δίωξης του Μαζιώτη πως «αυτός τραυμάτισε δύο τουρίστες … δεν το είδα … έτσι είπαν». Όπως και η επεξεργασία, η αποβιαιοποίηση, εικόνων, για παράδειγμα, η διαγραφή του αίματος του Νίκου Μαζιώτη που είχε χυθεί στο δρόμο γύρω του. Βέβαια, ότι τη σκηνή αυτή, τον Νίκο Μαζιώτη τραυματισμένο και πεσμένο στο δρόμο και τους αστυνομικούς όρθιους γύρω του να επιτηρούν, μπορούσε να τη δει το τετράχρονο παιδί του δεν φαίνεται να απασχόλησε. Άλλωστε, γενικά το παιδί της συγκεκριμένης οικογένειας φαίνεται πως προκάλεσε σημαντικά εμπόδια στους διαχειριστές της κοινής γνώμης και παραγωγούς νοημάτων. Παράπλευρες απώλειες στην παραγωγή του αληθοφανούς.
Κατά δεύτερο, από μέρους των κρατικών αρχών και μηντιακών διαχειριστών νοήματος εφαρμόστηκε άλλη μια τεχνική διαχείρισης του κοινωνικού συναισθήματος – που προσφέρεται ιδιαίτερα να εφαρμοζεται σε ένα ζαλισμένο, αποσβολωμένο, πολιτικά εξουδετερωμένο κοινό. Εφαρμόστηκε το κλασικό διπολικό μοντέλο, όπου στον ένα πόλο ενεργοποιείται ο ‘διαβόητος, ψυχρός τρομοκράτης’, o ‘κακός’ και στον άλλο πόλο ενεργοποιείται ο ‘ευτυχώς υπάρχει ήρωας με αυτοθυσία για το κοινό καλό’, ο ‘καλός’. Οικοδομήθηκαν χαρακτηριστικές μυθολογίες για δύο ‘ευτυχώς υπάρχουν καλούς’. Τον ένα έσπευσε να τον επισκεφθεί η πολιτική ηγεσία της χώρας, ο υπουργός και ο πρωθυπουργός, στο νοσοκομείο που νοσηλεύεται για να τον συγχαρούν. Συνοδευόμενοι από τα μμενημέρωσης. Ουσιαστικά, πρόκειται για αυτοσυγχαρητήρια, αλλά αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για την κατασκευή μηντιακών μυθολογιών και ηρώων.
Ενδιαφέρον όμως έχουν και τα συγχαρητήρια που η πολιτική ηγεσία έδωσε και στην αστυνομία – ακριβέστερα, στην ηγεσία της αστυνομίας, της ΕΛΑΣ. Πρόκειται για συγχαρητήρια που δόθηκαν στην αστυνομία ως καταστολή και όχι την αστυνομία ως κοινωνική προσφορά. Άλλωστε, παρά τη γκρίζα μηντιακή μονοτονία, η αστυνομία δεν είναι σε θέση, δεν έχει την αρμοδιότητα, να αμβλύνει τα γενεσιουργά αίτια της μικρής εγκληματικότητας. Πολύ δε περισσότερο τα αίτια της εγκληματικότητας των αστικών ελίτ που ιδιοποιούνται πολιτικο-οικονομικά αυτή τη χώρα του ευρωπαϊκού νότου, φέροντας την σε κατάσταση αποσύνθεσης. Ουσιαστικά, και πάλι πρόκειται για αυτοσυγχαρητήρια. Είναι χάρη στις δικές τους επιλογές που τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο όργανο καταστολής αποδείχτηκε ένας αναντικατάστατος πυλώνας της καθεστωτικής σταθερότητας.
Είναι μέσα σ` αυτή την κατάσταση ισχύος που έχει επιβληθεί εκσιώπηση. Εκσιώπηση των αντίθετων απόψεων, επιχειρηματολογιών και γνωμών σχετικά με τη σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη και την τρομοκρατία. Εκσιώπηση ακόμα και αυτών που προτίθενται να καταθέσουν μιαν ήπια, μερική ή και συνεσταλμένη διαφοροποίηση από την κυρίαρχη άποψη, την καθεστωτική άποψη. Μόνο η συμμετοχή στην απερίφραστη, ανενδοίαστη και απόλυτη καταδίκη γίνεται δεκτή. Μόνον αυτού του είδους η συμμετοχή θεωρείται δείγμα γραφής του δημοκράτη, σώφρονα και υπεύθυνου πολίτη. Γι` αυτό και η ομιλία ή γραφή στα μμενημέρωσης πρέπει να ξεκινάει με ένα τελετουργικό λογίδριο που να περιλαμβάνει: την πολυ-καταδίκη του Νίκου Μαζιώτη και την έκφραση ικανοποίησης για την επιτυχία της αστυνομίας. Ακόμα και οι απόψεις που καταδικάζουν την τρομοκρατία αλλά σε διαφορετικούς όρους από τους καθεστωτικούς τυχαίνουν επεξεργασίας – κρατιέται η καταδίκη αλλά εξαφανίζεται ή ελαχιστοποιείται σε σημασία η διαφορά με τη χρήση του χρόνου, του ερωτήματος, του ερμηνευτικού προλόγου και της διακοπής του λόγου.   
Ας επιστρέψουμε όμως στην αρχική αποτίμηση της σύλληψης του Νίκου Μαζιώτη και των αποτελεσμάτων της.
Συνιστά η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη επιτυχία της αστυνομίας; Με τα διαθέσιμα στοιχεία το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί με πληρότητα και επαρκή βεβαιότητα. Εάν η αστυνομία – εν προκειμένω καταρχή η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία – το σκόπευε, προγραμμάτισε και εφάρμοσε τότε πρόκειται περί επιτυχίας. Το μέγεθός της επιτυχίας – αν μπαίνει θέμα ενίσχυσης ή αποσαφήνισης με έναν επιθετικό προσδιορισμό του τύπου ‘μεγάλη’, ‘αδιαμφισβήτητη’ και τα συναφή – εξαρτάται, πρώτο, από τους πόρους και το προσωπικό που η Αντιτρομοκρατική έχει στη διάθεσή της, δεύτερο, τις προτεραιότητες που απολαμβάνει από την πολιτική ηγεσία και, τρίτο, το βαθμό ελέγχου φαινομένων καριερισμού. Οπωσδήποτε η ποιότητα της επιτυχίας έχει αμβλυνθεί από το σημαντικό γεγονός ότι η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη πραγματοποιήθηκε σε ιδιαίτερα πολυσύχναστο σημείο της πόλης και σε χρονική στιγμή που υπάρχει αύξηση των περαστικών. Υποτίθεται ότι η πολιτεία προσέχει ώστε να μην διαδικινδυνεύει τη ζωή και την υγεία των των κατοίκων αυτής της χώρας. Η ανταλλαγή πυροβολισμών μέσα στο ανύποπτο πλήθος δείχνει ότι, δημιουργεί τη βάσιμη υποψία πως, η αστυνομία, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της, διατίθεται να διακινδυνεύσει τα αγαθά αυτά. Ή έστω, ότι τα μέλη της δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς ή δεν έχουν πεισθεί για το αν προέχει η ζωή και υγεία των πολιτών ή η επιτυχημένη σύλληψη ενός τρομοκράτη ή όποιου άλλου ποινικά κολάσιμου. Η δε βροχή συγχαρητηρίων προς τα μέλη της αστυνομίας που είχαν την πρωτοβουλία σύλληψης του Νίκου Μαζιώτη για την επιτυχία τους έρχεται να ενισχύσει την ετοιμότητα για χρήση όπλων και ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε ανύποπτους περαστικούς. Η εκδοχή τού να επρόκειτο για προγραμματισμένη επιχείρηση στον χώρο και χρόνο που έλαβε χώρα δεν εξετάζεται με βάση την προϋπόθεση ότι η αστυνομία δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ανύποπτων περαστικών για οποιοδήποτε λόγο.      
Ή μήπως η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη συνέβαλε στην ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών; Η σύλληψη μπορεί να είχε πολλά και ποικίλα αποτελέσματα, είναι όμως ιδιαίτερα αμφίβολο ότι είχε το συγκεκριμένο. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας και προπάντων τα μέλη των υποτελών τάξεων δεν φαίνεται να περιλαμβάνουν στους σημαντικούς κινδύνους τους κάποιους τρομοκράτες που θα ενδιαφέρονταν και θα μπορούσαν να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Η προσοχή είναι στραμμένη κυρίως ή αποκλειστικά στις επιβαλλόμενες βάρβαρες μορφές απαλλοτρίωσης της ζωής και της περιουσίας τους, όπως και του κοινωνικού φυσικού και πολιτισμικού πλούτου. Αντί για τρομοκράτες και σενάρια περί τρομοκρατίας, η προσοχή είναι στραμμένη κυρίως ή αποκλειστικά στις πολιτικο-οικονομικές στρατηγικές που εφαρμόζονται καταιγιστικά από το συντηρητικό καθεστώς, ένα ασταθές μίγμα νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς καταστολής. Το αν σ` αυτές τις συνθήκες υπάρχουν κάποιες ηγεμονεύουσες ταξικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν τους τρομοκράτες στους προσωπικούς τους ή τους καθεστωτικούς πολιτικο-κοινωνικούς κινδύνους μένει να διερευνηθεί. Έτσι κι αλλιώς όμως, το όποιο δικό τους ατομικό ή ομαδικό αίσθημα δεν είναι γενικεύσιμο σε καθολικό κοινωνιακό αίσθημα. Ηγεμόνες και υποτελείς δεν διατρέχουν τους αυτούς κινδύνους.       
Και τέλος, μήπως η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη αποτέλεσε χτύπημα ενάντια στη βία; Το συγκεκριμένο ιδεολόγημα είναι το πλέον αστήρικτο. Το κράτος δεν συνιστά έναν μη-βίαιο θεσμό. Όπως τόνισε και ο Μαξ Βέμπερ, συνιστά μονοπώληση της βίας. Θέλει όλη τη βία συγκεντρωμένη στους θεσμούς του και μόνον. Αυτή είναι η καλή βία, η νόμιμη βία, η σχεδόν-μη-βία. Ή έστω, η ‘αναγκαστική’ βία για την οποία υπεύθυνος είναι αυτός που την υφίσταται. Κάθε άλλη βία απορρίπτεται, στιγματίζεται, ποινικοποιείται και τιμωρείται. Άλλωστε, προς επιβεβαίωση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή σε παραδείγματα του παρελθόντος στην Ελλάδα, ή σε άλλες χώρες. Αυτή την περίοδο, το κράτος ασκεί πολύμορφη βία με τη χρήση της αστυνομίας, της εφορίας και υπουργείων επιβολής όπως το υγείας και εργασίας. Στις επικρατούσες συνθήκες εντεινόμενης φτώχειας και εξαθλίωσης, ακόμα και η συσκευή επικύρωσης του εισιτηρίων στα μέσα μαζικής συγκοινωνίας, μεταπίπτει και σε συσκευή επιτήρησης, εκφοβισμού και τρομοκράτησης. Όπως και οι ελεγκτές των εισιτηρίων του επιβατικού κοινού. Η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη έχει να κάνει με την εξουδετέρωση ενός προσώπου, μέλους μιας ομάδας, που με τη δράση του αμφισβήτησε το συγκεκριμένο μονοπώλιο(, βιαιοπράγησε, εγκλημάτισε και τα συναφή). Το κράτος, οι διαχειριστές του και οι υψηλοί επικυρίαρχοί τους αντιμάχονται κάθε σχηματισμό ενός κέντρου ισχύος που διατίθεται και μπορεί να ασκήσει βία ανεξάρτητα από τις κρατικές επιταγές.

Όλ` αυτά ήρθαν να συνθέσουν κάτι το τελείως διαφορετικό, κάτι άλλο από τον Νίκο Μαζιώτη στη συγκεκριμένη ιστορικότητά του. Ήρθαν να συνθέσουν τον ΜεταΜαζιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου