Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Νεο-φιλελευθερισμός: Εγγενείς αντιφάσεις ανάμεσα σε θεωρία και πρακτική



ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ: ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ.

     Ως θεωρία, ο νεοφιλελευθερισμός κρίνεται ουτοπικός. Σε έναν υπεραπλουστευμένο συσχετισμό, εκλαμβάνει πολιτική και οικονομική ελευθερία ως έννοιες αλληλένδετες και αλληλοενισχυτικές. Παραβλέπει πως ο όρος «ελευθερία» έχει ριζικά διαφορετικό νόημα σε πολιτική και οικονομική σφαίρα. Στην πρώτη υποδηλώνει αυτοκαθορισμό και προϋποθέτει συμμετοχή σε συλλογική λήψη αποφάσεων. Στην δεύτερη σημαίνει ανεμπόδιστη εκμετάλλευση ανθρώπων και περιβάλλοντος προς ίδιον όφελος. Στην πρώτη ισχύει για όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας, στη δεύτερη μόνο για τα ισχυρότερα εξ’ αυτών, ακριβώς διότι, αν ίσχυε για όλους, θα έχανε το νόημά της.
     Στην συνέχεια, οι νεοφιλελεύθεροι διατείνονται πως μία αγορά απολύτως ελεύθερη θα ευνοήσει τις συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, θα βελτιώσει την ποιότητα των αγαθών και κατ’ επέκταση το βιοτικό επίπεδο. Στον πραγματικό κόσμο, η κατάσταση εμφανίζεται ελαφρώς διαφοροποιημένη: ολιγοπώλια, μονοπώλια , τράπεζες- φαντάσματα και πανίσχυρες πολυεθνικές ελέγχουν απόλυτα την οικονομική σκηνή. Η ανισοκατανομή του πλούτου εμφανίζει τα υψηλότερα επίπεδα μετά το 1929. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, διαθέτει εισόδημα ίσο με το φτωχότερο 57%, την ώρα που 100.000 άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά από την πείνα. Στις ΗΠΑ, κατά το διάστημα 1970-2000 η ελίτ του 1% των οικονομικώς ισχυρότερων τριπλασίασε το ποσοστό της επί του εθνικού εισοδήματος. Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση Bush φρόντισε- και επισήμως- να τους απαλλάξει από φόρους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα κέρδη των αμερικανικών εταιριών από 74,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 1970, τετραπλασιάστηκαν σε λιγότερο από 15 χρόνια, αγγίζοντας τα 281 δισεκατομμύρια. Υπολογίζεται πως στις ΗΠΑ του 2000, 63% των εταιριών δεν πλήρωνε κανένα φόρο. Στην Μεγάλη Βρετανία, επί Θάτσερ, το ποσοστό των πολιτών που διαβιούσε κάτω από το όριο της φτώχειας εκτοξεύθηκε σε ¼ του πληθυσμού (1/3 εξ’ αυτών αφορούσε παιδιά), σε σχέση με το 1/10 της προθατσερικής περιόδου. Στην μετασοβιετική Ρωσία, το 50% της οικονομίας ελέγχεται από επτά ολιγάρχες. Στο Μεξικό της μετά- NAFTA εποχής και των αναρίθμητων ιδιωτικοποιήσεων, επιχειρηματίες εμφανίζονται στην λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου, την ώρα που το βιοτικό επίπεδο των μεξικανών υποβαθμίζεται κατά 80% και 20.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις κηρύσσουν πτώχευση.  Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, στην Ευρώπη του 2009 σημειώνεται έξαρση του άγχους, της ανασφάλειας και του αλκοολισμού ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Στην Ιρλανδία, αυξήθηκε κατακόρυφα η ζήτηση αντικαταθλιπτικών, την ώρα που οι αυτοκτονίες αυξάνονταν κατά 70%. Σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, η ανεργία παγκοσμίως από το 6,6% του 2009, άγγιξε το 9% το 2010. Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, το επίσημο 9,1% της ανεργίας για το 2009, έγινε 12,1% το 2010 και ξεπέρασε το 27% το 2013. Το 1/4 των εργαζομένων βρίσκονται ανασφάλιστοι, «αόρατοι», χωρίς δικαιώματα, άδειες, αποζημιώσεις, επιδόματα. Οι αυτοκτονίες αυξάνονται κατά 40%, ενώ αποδεικνύεται θετική σχέση μεταξύ οικονομικής κρίσης και αύξησης καταθλίψεων, αλκοολισμού και εξαρτήσεων εν γένει. Ο πρόεδρος των «Γιατρών του Κόσμου» υποστηρίζει πως το κέντρο της Αθήνας διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά περιοχής σε ανθρωπιστική κρίση: εξαθλιωμένοι, άστεγοι, έλλειψη γιατρών και φαρμάκων. Ανυπολόγιστες οι «παράπλευρες απώλειες» (θάνατοι από καρδιαγγειακές παθήσεις σχετιζόμενες με ένταση του στρες), με τον νευροχειρουργό Ν. Παπανικολάου να τονίζει πως σε χώρες όπου εφαρμόστηκαν παρόμοιες πολιτικές το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά 5-10 χρόνια. Αυτή είναι η περίφημη «ανάπτυξη» και «άνοδος του βιοτικού επιπέδου», που σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα, εμποδίζεται από την κρατική παρέμβαση στην οικονομία.
     Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί ο μύθος του κράτους ως δήθεν ουδέτερου, αμέτοχου παρατηρητή. Η πραγματικότητα και εδώ διαψεύδει τις παραδοχές της νεοφιλελεύθερης θρησκείας. Διότι εκείνος τουλάχιστον που δεν ασπάζεται την μεταφυσικού τύπου πίστη στην ως δια μαγείας αυτορρύθμιση της αγοράς οφείλει να αναρωτηθεί ποιος ρυθμίζει τις νομισματικές αντιστοιχίες, ποιος εκδίδει χρήμα, ποιος προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, αν όχι ένα ισχυρό, παρεμβατικό κράτος. Ένα τέτοιο κράτος παρέχει εγγυήσεις στην αχαλίνωτη ιδιωτική οικονομία των τραπεζών- φαντασμάτων και των πολυεθνικών κολοσσών πως τυχόν ζημίες από την κερδοσκοπική δραστηριότητά τους θα βαρύνουν τους φορολογούμενους πολίτες. Ένα τέτοιο κράτος επιτρέπει την διοχέτευση του κεφαλαίου σε βραχυπρόθεσμες καιροσκοπικές κινήσεις σε βάρος των μακροπρόθεσμων επενδύσεων, γνωρίζοντας πως μόλις το 6-7% των παγκοσμίως διακινούμενων ποσών αντιστοιχεί σε πραγματικό πλούτο. Δεκάδες μεγάλες τράπεζες και χιλιάδες μικρότεροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν, κατά την τελευταία τριακονταετία, διασωθεί με αποφασιστική κρατική παρέμβαση. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την διάσωση της τράπεζας “Continental Illinois” από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, το Υπουργείο Οικονομικών και τον κρατικό ασφαλιστικό οργανισμό FDIC το 1984, τις διασώσεις των Citibank και Bank of New England το διάστημα 1990-1992, του αμερικανικού κερδοσκοπικού Αμοιβαίου Κεφαλαίου το 1998.
     Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση Bush διέθεσε 700 δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα των φορολογούμενων για να διασώσει τράπεζες και να αγοράσει τα τοξικά ομόλογα που είχαν δηλητηριάσει το οικονομικό σύστημα. Σε αντίθεση συνεπώς με τους τόνους νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας περί μη κρατικής παρεμβατικότητας, η ανάμειξη του κράτους στην οικονομία είναι επιθυμητή, αναγκαία και επιβεβλημένη- με την υποσημείωση ότι εφαρμόζεται επιλεκτικά υπέρ του ισχυρού (τράπεζες, πολυεθνικές), την ώρα που για τον αδύναμο (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) επιφυλάσσονται οι κίνδυνοι της ελεύθερης αγοράς. Υιοθετώντας την διατύπωση του Γκαλεάνο, συνιστά βασικό ιστορικό κανόνα πως «τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται και οι ζημίες κοινωνικοποιούνται». Διαχρονικά, ο ισχυρός αρνείται να εφαρμόσει για τον εαυτό του τα κριτήρια που ο ίδιος έχει θέσει για τον αδύναμο. Πρόκειται για ιδανική εφαρμογή της λογικής των δύο μέτρων και σταθμών, μία πραγματικότητα που μόνο ένα αποτελεσματικό σύστημα κατήχησης θα μπορούσε να συσκοτίσει.
     Ο νεοφιλελευθερισμός δεν στράφηκε ποτέ γενικά και αφηρημένα κατά της κρατικής παρέμβασης, αλλά στοχοποίησε μία πολύ συγκεκριμένη λειτουργία αυτής, την προνοιακή- αναδιανεμητική. Το κράτος, κατά την διατύπωση του Reagan, οφείλει να καταργήσει τα αναχρονιστικά προγράμματα με τα οποία άνεργες μητέρες συντηρούνται από την πρόνοια. Το ΔΝΤ φροντίζει να διακόψει την χρηματοδότηση προγραμμάτων μερικών εκατομμυρίων δολαρίων για την καταπολέμηση του AIDS στην Ταϋλάνδη, την ώρα που πάντα διαθέτει τα δισεκατομμύρια που απαιτούνται για την διάσωση της εκάστοτε χρεωκοπημένης τράπεζας. Η κρατική εποπτεία σε εκπαίδευση και υγεία πρέπει να εκλείψει. Αν η ελευθερία δεν νοείται παρά στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, τέτοια μέτρα είναι προφανώς καταδικαστέα και αντιδημοκρατικά.
     Έχουμε τονίσει σε προηγούμενα άρθρα πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν περιορίζεται στα όρια της οικονομικής θεωρίας. Πολύ ευρύτερα, συνιστά κυρίαρχη ιδεολογία, μορφή διακυβέρνησης και σφαιρικό πολιτικό πρόγραμμα, που ήλθε να εκφράσει μία αλλαγή στρατηγικής στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού. Αποδυνάμωσε τα συνδικάτα, διέλυσε την κοινωνική πρόνοια και μετέφερε τον πλούτο στα ανώτατα κλιμάκια της οικονομικής ελίτ. Ως τέτοιο κρίνεται απολύτως επιτυχημένο. Ο Joseph Stiglitz, οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Clinton (1993-1997) και μετέπειτα αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας (1997-2001), επιβεβαιώνει πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές σχεδιάζονται και απευθύνονται στο πλουσιότερο 10% των χωρών στις οποίες εφαρμόζονται. Όσο για τους φτωχούς, αυτοί στοχοποιούνται και ενοχοποιούνται ως υπεύθυνοι για την φτώχεια τους, λόγω ραθυμίας, έλλειψης αποφασιστικότητας, ικανοτήτων, διορατικότητας. Υπενθυμίζουμε πως στην Ελλάδα τα θύματα της κρίσης παρουσιάστηκαν ως (συν)υπεύθυνα για τις παρενέργειες μίας παγκοσμιοποιημένης κερδοσκοπικής οικονομίας, την οποία όχι μόνο αδυνατούν να επηρεάσουν αλλά έστω να κατανοήσουν ως προς τους βασικούς όρους λειτουργίας της.
    




Μαρία Φάρου. Η καταστολή διαδηλώσεων ως ένα μέσο επιβολής πολιτικο-οικονομικών πολιτικών στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας



Μαρία Φάρου. Η καταστολή διαδηλώσεων ως ένα μέσο επιβολής πολιτικο-οικονομικών πολιτικών στα όρια της συνταγματικής νομιμότητας.
            Για τον Μαρξ, η άνοδος του καπιταλισμού και η βιομηχανική επανάσταση αποτελούν περιόδους που εμφανίστηκαν φαινόμενα οριακής απανθρωπιάς σε συνθήκες παρατεταμένου τρόμου και εξαθλίωσης (Λάζος, 2007).  Για αυτόν, ο άνθρωπος στο ρόλο του εργάτη δεν πρέπει να επαναστατήσει για οικονομικούς λόγους, αλλά για την ανατροπή της κοινωνίας. Μιας κοινωνίας που μετατρέπει την επιβίωση του σε πολύτιμο αγαθό(Λάζος, 2007). Μιας κοινωνίας που κάνει εμφανή την υποβάθμιση του ανθρώπου από κοινωνικό ον σε οικονομικό εξάρτημα. Με βάση αυτά η άρχουσα τάξη έχει ιδιοποιηθεί τον κοινωνικό πλούτο, και τα μέλη της αποφασίζουν για το εάν και πως θα αξιοποιηθεί. Κριτήριο έτσι δεν αποτελεί η κοινωνική ανάπτυξη , αλλά η συσσώρευση του κεφαλαίου και η οικονομική ανάπτυξη του ιδιωτικού πλούτου. Έτσι τα υπόλοιπα μέλη της κοινωνίας, αναγκαστικά περιορίζονται σε ρόλους εντολοδόχων και με αυτόν τον τρόπο αποστερείται το δικαίωμα ανάπτυξης ικανοτήτων και αρετών για συλλογική, δημοκρατική διακυβέρνηση της κοινωνίας(Schwartz,1994). Η λύση που προτείνει ο Μαρξ για όλα αυτά είναι η κοινωνική επανάσταση. 
             Ο νόμος σύμφωνα με αυτά δεν είναι παθητική αντανάκλαση της οικονομίας, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την οικονομική και πολιτική δομή (Λάζος, 2007). Αυτός αναμφίβολα εκφοβίζει, επιβάλλει και πειθαρχεί την ταξική ιεραρχία και τις διαταξικές σχέσεις, επιβάλλοντας τους όρους της κοινωνικής ειρήνης με κατοχύρωση των κοινωνικών ανισοτήτων (Λάζος, 2007). Οι άρχουσες τάξεις σύμφωνα με τον Hay (Hay, 1982), δίνουν σημασία στις υποστηρικτικές λειτουργίες του ποινικού συστήματος , όπως η νομιμοποίηση του κατεστημένου, ο εκφοβισμός, η ταύτιση με την εξουσία , η ισχυροποίηση υπακοής των κατώτερων στρωμάτων στο όνομα του δικαίου, η αποδοχή της ιεραρχίας και παρόμοιων συνθηκών που αφορούν την περιουσία των αγαθών διαβίωσης.
             Με την συγκέντρωση της εξουσίας οι σωματικές τιμωρίες εντείνονται , ενώ περιορίζονται στην τιμώρηση των κατώτερων στρωμάτων. Σε συνθήκες έτσι μαζικής ανεργίας και εργασιακής υπερεπάρκειας λαβαίνει χώρα μια θεαματική υποτίμηση της αξίας της ανθρώπινης ζωής . Έτσι, ποινικές πολιτικές βαρβαρότητας βρίσκουν έδαφος να αναπτυχθούν. Γενικά όπου υπάρχει υποτίμηση των υλικών και κοινωνικών όρων ζωής, υπάρχει και αντίστοιχη υποτίμηση της αξίας της ζωής (Rusche, Kirtchheimer,1968). Όλα αυτά συνοδεύονται συνήθως από αισθήματα ανασφάλειας, αυξανόμενη ανέχεια,μόνιμη παρουσία εξαθλίωσης, κατάρευση κοινωνιών, διάψευση προσδοκιών για ένα αξιοπρεπές μέλλον, μαζική φυγή τοπικών πληθυσμών, χρήση βίας, απειλής και πολέμου από τους ισχυρότερους στην κοινωνία, καθώς και περιφρόνηση προς κάθε δίκαιο και δικαίωμα εξευτελίζοντας έτσι τελικά την  έννοια της ελευθερίας (Λάζος, 2007).
           Το 2010, η οικονομική και δημοσιονομική πολιτική της Ελλάδας ασκήθηκε  αποκλειστικά προς την κατεύθυνση της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας. Είχαμε ακόμα την συμφωνία της ελληνικής κυβέρνησης με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο που επικυρώθηκε με την υπογραφή του μνημονίου για την ενεργοποίηση του μηχανισμού «στήριξης» της ελληνικής οικονομίας. Αυτή θα εξασφάλιζε την αναγκαστική χρηματοδότηση, με αποτέλεσμα η χώρα να συνεχίσει την εκπλήρωση των  υποχρεώσεων της, ως προς το εξωτερικό, αλλά και ως προς το εσωτερικό.  Αυτή δεν συνοδεύτηκε από τα απαραίτητα αναπτυξιακά στοιχεία, καθώς και από οικονομικά και κοινωνικά ισοδύναμα στα επιβαλλόμενα μέτρα λιτότητας (Askenazy  - Cohen, 2010).
            Η ασκούμενη πολιτική που συνεχίζει να προσδοκά σε μείωση του δημόσιου ελλείμματος, έλεγχο του δημόσιου χρέους και ανάπτυξη  επιπέδου ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας με την υλοποίηση πολιτικών «εσωτερικής υποτίμησης» έχει κριθεί ως αδιέξοδη (Βεργόπουλος, 2011). Αφενός, στη σφαίρα της πραγματικής οικονομίας φέρνει την χώρα σε βαθιά ύφεση, στην δημιουργία συνθηκών κραχ στην αγορά εργασίας με την εκτόξευση της ανεργίας και την απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, στην αποδόμηση του πλαισίου κοινωνικής προστασίας και στην φτωχοποίηση όλο και μεγαλύτερου μέρους του
πληθυσμού με την δραματική μείωση μισθών, συντάξεων και εισοδημάτων. Αφετέρου, αποτυγχάνει και στην υλοποίηση των δημοσιονομικών στόχων (Ρομπόλης ,2010).
          Οι εξελίξεις του 2011 επιβεβαιώνουν και ενισχύουν τα συμπεράσματα της ετήσιας έκθεσης για την ελληνική οικονομία, αλλά και τις όποιες αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν σε αυτό το σημείο. Πράγματι, ο ευρωπαϊκός καταμερισμός εργασίας που τοποθέτησε την Ελλάδα και τις άλλες Μεσογειακές χώρες στον δρόμο της σταδιακής τεχνολογικής, καινοτομικής, οργανωτικής και ποιοτικής απαξίωσης της παραγωγικής υποδομής στην μεταποίηση και στην γεωργία, με την κυρίαρχη επιλογή του τουρισμού των κατασκευών και των υπηρεσιών, έφερε την ελληνική οικονομία σε θέση για να είναι ικανή να αξιοποιήσει την ανειδίκευτη εργασία, την παραγωγή προϊόντων χαμηλής ποιότητας, την χαμηλή προστιθέμενη αξία και χαμηλή ανταγωνιστικότητα στις διεθνής αγορές, με παράλληλη συνέπεια την δημιουργία «δίδυμων ελλειμμάτων» στα δημόσια οικονομικά (δημόσιο έλλειμμα και χρέος) και στις εξωτερικές συναλλαγές της χώρας (Askenazy - Cohen , 2010). Ακριβώς αυτή η αναπτυξιακή στρατηγική συνοδευόμενη από την εφαρμοσμένη οικονομική πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης, της λιτότητας, της ύφεσης, της ανεργίας (1 εκατ. άτομα στο τέλος του 2011) και της ελεγχόμενης χρεοκοπίας, οδήγησε τους εργαζόμενους και τους συνταξιούχους στην σημερινή αρνητική και δυσμενή κατάσταση καθώς επίσης και σε αυτή που διαγράφεται μέχρι το 2015.
           Πιο συγκεκριμένα, το να εφαρμοστούν μέτρα πολιτικής δημοσιονομικής, κοινωνικής και εισοδηματικής πειθαρχίας, ιδιαίτερα στην χώρα μας αλλά και στις άλλες χώρες κρίσης χρέους, για την αντιμετώπιση της κρίσης, είχε σκοπό να πετύχει συνθήκες σταθεροποίησης της ελληνικής οικονομίας. Ωστόσο αυτή η στρατηγική επιλογή μπορεί να επιτευχθεί με προϋποθέσεις και πολιτικές ανάκαμψης και όχι με συνθήκες στασιμότητας, αποπληθωρισμού και εσωτερικής υποτίμησης(Βεργόπουλος, 2011). Στην κατεύθυνση αυτή οι επιχειρήσεις και το κράτος σχεδιάσαν τρόπους για να μειωθούν οι μισθοί και τα εισοδήματα γενικότερα των εργαζομένων οι οποίοι για να διασώσουν τη θέση εργασίας τους αποδέχονται χαμηλότερους μισθούς και ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Όμως, η μείωση των μισθών είναι σύμπτωμα ασθενούς οικονομίας. Σύμπτωμα που μπορεί να επιδεινώσει περαιτέρω την υγεία της (Krugman, Paul,2009). Η μείωση των μισθών και των εισοδημάτων με την υπέρμετρη φορολογική επιβάρυνση (άμεση και έμμεση φορολογία) των μισθωτών και συνταξιούχων στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες κρίσης χρέους, συνοδεύεται πάντα με μείωση της ζήτησης και συνεπώς δημιουργία συνθηκών περαιτέρω επιδείνωσης και ύφεσης της ελληνικής οικονομίας με την αναπαραγωγή του φαύλου κύκλου λιτότητας, ανεργίας, ύφεσης.
            Η  παγκοσμιοποιημένη οικονομία αποδυναμώνει την εθνική οικονομία και δημιουργεί προβλήματα στον τρόπο με τον οποίο αυτή ασκεί τη διακυβέρνηση στο εσωτερικό του κράτους (Καθημερινή, 2005). Η  παγκοσμιοποίηση, δεν ξεχνά να συμπεριλάβει και την καταστροφή της ζωής πολλών ανθρώπων, τη διαγραφή από τον χάρτη και την ιστορία μιας σειράς πολιτισμών , καθώς και την εξαφάνιση πολλών ειδών ζωής. Επιπλέον , η παγκοσμιοποίηση επέφερε και την πτώση της ποιότητας ζωής ακόμη σε ανεπτυγμένες χώρες της Δύσης (Λάζος, 2007). Ενώ παράλληλα στο εσωτερικό των χωρών αυξάνονται φαινόμενα όπως ρατσισμός, επιτήρηση και χειραγώγηση των κατασταλτικών μηχανισμών (Τaylor, 1999).  Η κυριαρχία του καπιταλισμού μέσα σε αυτές τις συνθήκες, έρχεται να επιβάλλει  χαρακτηριστικά όπως ανασφάλεια , φαινόμενα φτώχειας και εξαθλίωσης, και συνεχή πάλη για επιβίωση.
            Ο πολιτικός φιλελευθερισμός και η δημοκρατία θίγονται από τον οικονομικό φιλελευθερισμό και την αγορά και κατά συνέπεια προσθέτονται «φαινόμενα νέου βαρβαρισμού» (Hobsbawm, 1994). Βαρβαρισμού που μετριέται με οικονομικές «κερδοφόρες» μεθόδους. Πόλεμοι με παράπλευρες απώλειες χιλιάδων αμάχων, γενική κρατική αστυνομική βία, βασανισμοί αιχμαλώτων, νεκροί από το κρύο άστεγοι, είναι λίγα από αυτά τα χαρακτηριστικά που «στολίζουν» τις πρακτικές του κράτους, για ικανοποίηση συμφερόντων λίγων, και του δίνουν εύστοχα τον τίτλο : μοχλός άσκησης βαρβαρισμού (Λάζος, 2007).  Εκπίπτουν έτσι βασικές αξίες ζωής, όπως ο σεβασμός και η αξιοπρέπεια της ζωής. Θέση παίρνουν ο ανήθικος ατομισμός, ο ατομισμός της απόγνωσης, αλλοιώνοντας έτσι ακόμα περισσότερο τις διαπροσωπικές σχέσεις και τους δεσμούς συλλογικότητας (Τaylor ,1999). Η ιδεολογική και κοινωνική βία, που χαρακτηρίζει την κρίση του σύγχρονου κόσμου, υπάρχει παντού. Είναι ένας πρόσφορος τρόπος για απαλλαγή από το έγκλημα και δικαιολόγησης του (Delpech , 2005) .
             Μέσα από την αποσύνθεση κοινωνικών στρωμάτων που επιφέρει η συνολική κατάσταση , παρατηρείται και μετατροπή μεγάλου μέρους του πληθυσμού σε «περίσσευμα» , το οποίο με τις πρακτικές καταστολής του κράτους ,  καταφέρνει να πετύχει το στόχο του (Λάζος, 2007). Όλα αυτά συνοδεύει η  φτηνή εξουδετέρωση αυτού του «περισσεύματος». Συνεπώς ο παγκόσμιος καπιταλισμός έχει πλέον μετεξελιχθεί σε έναν άγριο, βάρβαρο καπιταλισμό, που έρχεται με τη σειρά του να επιβληθεί με κάθε μέσο – οικονομικό, πολιτικό , πολιτισμικό- στο βωμό μεγιστοποίησης του κέρδους. Έτσι αξίες , όπως ηθική ,ισότητα, αξιοπρέπεια, δημοκρατία, ανάπτυξη , μετρούνται σε μονάδες κερδοφορίας  και κινείται μόνο στην κατεύθυνση κερδοφορίας του «άπληστου» κεφαλαίου (Λάζος, 2007). Όλα αυτά θυμίζουν συνθήκες σε καθεστώς τυραννίας . Ενώ τα δημοκρατικά ανακλαστικά συναινούν αυτόματα σε αυταρχικές λύσεις, μη συνυπολογίζοντας τις μακροπρόθεσμές συνέπειες, τη στιγμή που πλήττονται θεμελιώδη αγαθά και δικαιώματα(Βιδάλη, 2012).
            Είναι σημαντικό συνεπώς να επιβληθεί έλεγχος των μέσων βίας, τα οποία επηρεάζουν την κοινωνική οργάνωση, και την κοινωνική αλλαγή (Coronil & Skurski, 2006). Η οικονομική συνδιαλλαγή παράλληλα προσλαμβάνεται ως η στοιχειώδης δεσμευτική δύναμη στις σύγχρονες πολιτείες (Coronil & Skurski, 2006), όπου η επιτήρηση , οι μηχανισμοί ελέγχου απόκλισης, η γραφειοκρατία, αλληλεπιδρούν με την ταξική κυριαρχία και έτσι η διαχειριστική εξουσία  πετυχαίνει να εισαχθεί στην καθημερινή ζωή , στις διαπροσωπικές σχέσεις, και δράσεις.
           Το κεφάλαιο , εμφανίζεται ως νεκρή, ιδιοποιημένη εργασία, το οποίο ζει και αναπαράγεται μέσω της ζωντανής εργασίας. Σύμφωνα με τον Μαρξ , έχουμε δύο κοινωνικές τάξεις στον καπιταλισμό.  Αυτοί που έχουν ως ιδιοκτησία τους, συσσωρευμένο κοινωνικό πλούτο και αυτοί που διαθέτουν την εργασιακή τους δύναμη, που συχνά εξαναγκάζονται να χρησιμοποιούν ως δικιά τους «ιδιοκτησία».  Αυτός ο εξαναγκασμός της αγοράς μπορεί να εμφανίσει την άμεση φυσική βία στις καπιταλιστικές κοινωνίες , ως  μια φυσιολογική κατάσταση.
             Είναι έντονα εμφανής ο τρόπος με τον οποίο η φρίκη και η βαρβαρότητα διεισδύουν σε κάθε σπίτι μέσω της εικόνας, αλλά και το γεγονός ότι αυτές οι ιεροτελεστίες εκφράζουν ένα είδος «κανόνα», ο οποίος οπτικοποιείται μέσω της ακραίας βίας που βασιλεύει στον κόσμο (Πωλ Βαλερύ- Νικολούδης, 1994) . Η ιδεολογική και κοινωνική βία που χαρακτηρίζει την κρίση του σύγχρονου κόσμου παρατηρείται σε κάθε τομέα . Είναι ένας πρόσφορος τρόπος απαλλαχτούμε από το έγκλημα . Εάν η αναδιάταξη του κόσμου σήμερα έχει να κάνει πάνω από όλα με την τρομοκρατία και τις κάθε αντιδράσεις της,  αυτό συμβαίνει πιθανόν επειδή οι αξίες που θα μπορούσαν να τη συγκρατήσουν προτού προσλάβει τόσο θεαματικές διαστάσεις είναι πολύ αποδυναμωμένες ή εντελώς αδύναμες (Πωλ Βαλερύ-Νικολούδης, 1994) Υπό αυτές τις συνθήκες, βγαίνει ευστόχως το συμπέρασμα πως ο αγώνας που αποκαλύπτει περισσότερο τις αδυναμίες των δυτικών κοινωνιών, δεν είναι στρατιωτικός, αστυνομικός, δικαστικός, αλλά πνευματικός και ηθικός.
             Η βαρβαρότητα της δράσης έπεται της βαρβαρότητας του πνεύματος, η οποία αποτελεί σημαντικό συντελεστή για την αύξηση της. Για την πολιτική, το αποτέλεσμα είναι ολοφάνερο : η ιδέα ότι οι πράξεις ατόμων, είναι ικανές να καθορίσουν μεγάλες καταστροφές, οι οποίες μπορεί να είναι συγκρίσιμες με τις φυσικές καταστροφές ή τις μεγάλες επιδημίες για εκατομμύρια άλλων ανθρώπων, δεν είναι πια κατανοητή όπως ήταν άλλοτε και όπως θα έπρεπε ανέκαθεν να είναι. Αυτό όμως διαιωνίζει το μεγαλείο της. Η πολιτική δεν μπορεί κατά συνέπεια να αποκατασταθεί δίχως τον ανάλογο ηθικό στοχασμό.
              Η διαφθορά των κυβερνήσεων ξεκινά σε κάθε περίπτωση με την διαφθορά των αρχών τους, αλλά η διαφθορά των αρχών, για να αποκτήσει πεδίο νομιμότητας, πρέπει να περάσει μέσα από τις ελίτ (Tolstoy, 1998). Τα δόγματα της αυθαίρετης εξουσίας, η περιφρόνηση της ελευθερίας, η πίστη στην ηθική του πολέμου και η αναγκαιότητα της βίας διεγείρουν την φαντασία των μαζών. Τα πολιτικά εγκλήματα αυτού του αιώνα είναι σε μεγάλο βαθμό , εγκλήματα του ασυνείδητου. Σε ολόκληρη την ιστορία της ανθρωπότητας είναι η πρώτη φορά που τόσο έντονα οι κίνδυνοι της πολιτικής και τα όρια της οικονομίας έγιναν αντικείμενο πολλαπλών βίαιων εκδηλώσεων. Ποτέ άλλοτε η ηθική δεν ήταν τόσο εμφανώς παρούσα στο επίκεντρο της δημόσιας δράσης. Το κεντρικό ερώτημα που τέθηκε από τον ολοκληρωτισμό ήταν εκείνο της ανθρώπινης ελευθερίας, της άρνησης της προσωπικότητας, της ικανότητας αντίστασης στον τρόμο και της μαζικής δολοφονίας. Το ίδιο ερώτημα θέτει και η τρομοκρατία, που αρνείται την ελευθερία , με όλη τη βία που διαθέτει . Σε έναν κόσμο χωρίς προσανατολισμό, που ακολουθεί το ρεύμα, η ανθρώπινη ελευθερία έχει χάσει το νόημα της (Λάζος, 2007).
             Όλη αυτή η οικονομική και πολιτική κρίση, επέφερε με τη σειρά της και έντονα κατασταλτικές κρατικές πολιτικές, υποβοηθούμενες από τους αστυνομικούς φορείς του κράτους. Με αποτέλεσμα, να γίνουμε αυτόπτες μάρτυρες, αδικαιολόγητης αστυνομικής βίας, κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και κινητοποιήσεων , βίας που εξάπτει το ενδιαφέρον για έρευνα επί του θέματος (Βιδάλη, 2012). Μιας κρατικής πολιτικής βίας, ειδικά σε περιόδους κρίσης, όπως της συγκεκριμένης που βιώνουμε έντονα μέσα στην ελληνική επικράτεια, τα τελευταία χρόνια. Αυτή η βία  «καθησυχάζει ελιτικές συνειδήσεις» , αφού μέσα σε ένα κλίμα , όπου αυξάνονται οι κοινωνικές ανισότητες και όπου το κράτος φαντάζει  αδύναμο να βοηθήσει τους «ανήμπορους» πολίτες του , βρίσκει παράλληλα ευκαιρία να αυξήσει την τιμωρητικότητα και την εξουσία του , φτάνοντας πολλές φορές στον απολυταρχισμό. Είναι μια βία, που τρέφεται από την οικονομική και πολιτική δυσπραγία, και μια δυσπραγία που τρέφεται από την ίδια τη βία. Το βασικό ζητούμενο είναι να απαντηθούν ερωτήματα πολιτικής, κρατικής, αστυνομικής βίας καθώς και έντονης καταστολής διαδηλώσεων, ερωτήματα που έχουν να κάνουν με την συνταγματική νομική «ανοχή» και την εξυπηρέτηση κρατικών, πολιτικών συμφερόντων.  Παρακολουθούμε μια έντονη καταστολή διαδηλώσεων, να παίρνει μορφή, να προσωποποιείται , επιβάλλοντας πολιτικό-οικονομικές πολιτικές , έχοντας υπέρμαχο μια βία, που στο πέρασμα της, δίνει στο οικονομικό και κοινωνικό ύφος του πολίτη , έναν εξαθλιωμένο χαρακτήρα .Ωστόσο του «χαρίζει» γενναιόψυχα  την επιβίωση του (Βιδάλη, 2012).
            Η στρατιωτικού τύπου πειθαρχία της αστυνομίας, σε αυτό το σημείο, αυξάνεται ιδιαίτερα, τα τελευταία αυτά χρόνια σε ορισμένες αστυνομικές υπηρεσίες, οι οποίες είναι αρμόδιες για την αντιμετώπιση μαζικών εκδηλώσεων, λαϊκών κινητοποιήσεων και γενικά κοινωνικών δραστηριοτήτων, με μαζικό χαρακτήρα. Αποτελεί κατευθυνόμενη δύναμη επιβολής της δημόσιας τάξης, αλλά και της συγκεκριμένης πολιτικής τάξης. Στην Ελληνική Αστυνομία οι περισσότερο στρατιωτικά οργανωμένες μονάδες είναι αυτές που υπάγονται στην Διεύθυνση Αστυνομικών Επιχειρήσεων (Βιδάλη, 2012). Η κυρίαρχη αντίληψη που επικρατεί για τη χρησιμότητα αυτών των υπηρεσιών έχει ως βάση το δεδομένο ότι θα χρησιμοποιηθεί οπωσδήποτε αστυνομική δύναμη για την αντιμετώπιση των μαζικών κινητοποιήσεων και επομένως θα είναι καλύτερα για όλους, η δύναμη αυτή να είναι σωστά εκπαιδευμένη και στρατιωτικά πειθαρχημένη, έτσι ώστε, αφενός μεν να ελέγχεται και να χρησιμοποιείται ανά πάσα στιγμή από την εξουσία αποτελεσματικά, αφετέρου δε, να ασκεί και περισσότερο ελεγχόμενη βία. Η επικράτηση και η αναπαραγωγή στην Ελληνική Αστυνομία του στρατιωτικού μοντέλου μέσα από τις διαδικασίες εκπαίδευσης, φανερώνει ότι οι κυρίαρχες δυνάμεις εξουσίας θεωρούν ότι αυτή η μορφή οργάνωσης διευκολύνει πολύ περισσότερο τον έλεγχο των αστυνομικών δυνάμεων. Παρ’ όλα αυτά, ως θετικό χαρακτηριστικό του στρατιωτικού μοντέλου οργάνωσης της αστυνομίας , προβάλλεται από ορισμένους, ο περιορισμός των πιθανοτήτων αυτονόμησης της δράσης της απέναντι στο κοινωνικό σύνολο.
            Παράλληλα η επίταση των κατασταλτικών μέτρων αντί να αποκλιμακώνει την εγκληματικότητα, στις εκάστοτε συνθήκες , τη διαχέει, με την αστυνομία να καθιστά όλο και περισσότερο  καταχρηστική την άσκηση εξουσίας της. Ασκώντας υπέρμετρη βία. Βία που φέρει περαιτέρω μορφές βίας. Βίας όπως  φτώχεια, ανεργία,  απειλή απόλυσης και απόγνωση.  Στη διαδικασία αυτή, οι ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν πρωταρχική σημασία γιατί χωρίς αυτά κανενός είδους οικονομική, κοινωνική και πολιτισμική πρόοδος δεν είναι δυνατή. Όμως, αφενός έχουν αυξηθεί σε πολύ μεγάλο βαθμό οι ευκαιρίες διάπραξης ενός εγκλήματος, αφ’ ετέρου δε, έχουν γίνει δυσδιάκριτα αυτά τα ίδια τα όρια μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας. Ως αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης, η ελευθερία που απολαμβάνει ο σύγχρονος άνθρωπος μετασχηματίζεται, ιδιαίτερα για εκείνους οι οποίοι βρίσκονται στα χαμηλότερα κοινωνικοοικονομικά στρώματα, σε φόβο και ανασφάλεια. Έτσι, οι υπεύθυνοι φορείς παύουν σιγά -σιγά να μιλούν απλά για εγκληματικότητα ,αναγνωρίζοντας τη ρευστότητα του όρου και την εξάρτησή της σε μεγάλο βαθμό από τα διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά και νομικά συστήματα. Η έννοια που έχει κάνει δυναμικά την εμφάνισή της, είναι η έννοια της ασφάλειας (Παπαθεοδώρου, 2002), προσδιορίζεται ως η κατάσταση εκείνη στην οποία ο άνθρωπος είναι και νοιώθει πρακτικά ελεύθερος από κάθε απειλή, να ασκήσει τα κυριαρχικά του δικαιώματα και τις ατομικές του ελευθερίες. Έτσι, η έννοια της ασφάλειας σημαίνει απαλλαγή από την απειλή της εγκληματικότητας, του πολέμου ή των λεγόμενων ασύμμετρων απειλών, του κινδύνου φυσικών καταστροφών, της καταπίεσης, της οικονομικής εξαθλίωσης, της κατάχρησης εξουσίας και παρόμοιων καταστάσεων.


Βιβλιογραφία.

Ετήσιες και ειδικές Εκθέσεις και αναφορές από τον Συνήγορο του Πολίτη, τη διεθνή
Αμνηστία, τη Europol, την Interpol, Εθνική Επιτροπή για τα ανθρώπινα δικαιώματα, την
Ευρωπαϊκή επιτροπή για την πρόληψη των βασανιστηρίων (CPT), αποφάσεις του
Συμβουλίου της Ευρώπης.
Askenazy P - Cohen D., Οικονομική κρίση: Αίτια και προοπτικές, Εκδόσεις
Πόλις, Αθήνα, 2010.
Βιδάλη Σ. Η πολιτική του αίματος, η οργή και οι αιτίες. 25/07/2010 .ΤΟ ΒΗΜΑ.
Βιδάλη Σ. Εγκλημα, πολιτική και ΜΜΕ. ΤΟ ΒΗΜΑ. Αθήνα, 2009.
Βιδάλη Σ. Αριστερά και αντεγκληματική πολιτική. Επικοινωνία. Αθήνα, 2012.

Βιδάλη Σ. Λαθεμένη αντεγκληματική πολιτική. ΤΟ ΒΗΜΑ. Αθήνα , 2012.


Coronil F. and Skurski J. States of Violence . America: The University of Michigan Press, 2006.
Delpech Τ.,  Lensauvagement, France : Greasset& Fasquelle , 2005.
 Φ. Ενγκελς:  «Θεωρία της βίας», κεφ. II, III, IV, «Ο ρόλος της βίας στην Ιστορία», κεφ. V, σελ. 202-306, εκδ. «Σύγχρονη Εποχή». Αθήνα, 2001.
Hobsbawm, E. J. και Ranger, Terence (επιμ.)The Invention of Tradition, Κέμπριτζ,1983.
Krugman, Paul ,The freshwater backlash .Τhe New York Times, September 23, 2009.
Γρ. Λάζος, Κριτική Εγκληματολογία, Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2007.
Leo Tolstoy, War and Peace , by Oxford University Press, USA. 1998.
Marx, K. ‘ Economic and Philosophical manuscripts’ in T.B. Bottomore, Karl Marx, Early Writtings , New York, Mc Graw- Hill, 1964.
Κ. Μάρξ: «Το Κεφάλαιο», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», τ. 1, σελ. 776.
Marx, K. ‘ Preface’ to ‘A Contribution to the Critique of Political Economy’ in K.Marx and F. Engels, Selected Works in One Volume , London, Lawrence and Wishart , 1968.
Πωλ Βαλερύ, Ματιές στο σύγχρονο κόσμο,μετ.Η.Π.Νικολούδης,Printa,1994.
Ρομπόλης Σ., Οικονομική κρίση, κρίση απασχόλησης και κρίση κοινωνικής ασφάλισης, Αθήνα, 2010.
Schwartz,B.”On morals and markets”, Criminal Justice Ethics,1994,13, σσ.61-69.
Rusche, G. και O. Kirtchheimer. Punishment and Social Structure , New York: Columbia, 1968 ,σ.20.
Hay, D. “War,dearth and theft in the eighteenth century : the record of the English courts, Past and Present, 1982, 95, σ.117-160.
Weber, M. General Economic History , New  York, COLLIER, 1961.