Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Γρηγόρης Λάζος. Περί Μαζιώτη

Γρηγόρης Λάζος

ΜεταΜαζιώτης

Η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη θεωρήθηκε εξαρχής από πολιτικούς, κόμματα, διαχειριστές της κοινής γνώμης και μέσα μαζικής ενημέρωσης ως εάν να συνιστά μιαν αδιαμφισβήτητη επιτυχία της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας και, ευρύτερα, της ΕΛΑΣ. Όπως και της πολιτικής ηγεσίας της, υπουργό και πρωθυπουργό.
Συμπτωματικά αλλά όχι τυχαία, η συγκεκριμένη επιτυχία προβλήθηκε ως εάν να έχει και δύο σημαντικά αποτελέσματα.
Από τη μια, να συνέβαλε στην ενίσχυση τους αισθήματος ασφάλειας των πολιτών.
Από την άλλη δε, να συνέστησε αποφασιστικό χτύπημα στη βία. 
Πρόκειται για τις τρεις στιγμές της επι(βε)βλημένης ομοφωνίας πάνω στον τρόπο που είναι εύλογο και ηθικό να κατανοείται η συγκεκριμένη σύλληψη.
Αφήνοντας σε αιώρηση τις στιγμές αυτές, ας προωθηθούμε πέρα από τα άμεσα και ορατά αποτελέσματα – ή, ακριβέστερα, αυτά που δηλώνονται σαν τέτοια στον καθεστωτικό λόγο. Ας στραφούμε στον ίδιο τον λόγο που τα σχημάτισε και τα περιέλαβε ως συστατικά του.

Παρατηρείται μια ισχυρή ταύτιση απόψεων της επίσημης αστυνομίας και των σημαντικότερων μέσων μαζικής ενημέρωσης, όχι μόνο των φιλοκυβερνητικών ή φιλομνημονιακών αλλά, ευρύτερα, των καθεστωτικών. Τα μμενημέρωσης, πλήθος δημοσιογράφων και αναρίθμητοι δημοσιολόγοι μετέχουν, αγωνίζονται και αγωνιούν, όχι μόνο προσδοκούν αλλά ελπίζουν στη σύλληψη των ‘άλλων’ ή υπολοίπων, των συνεργατών και της συζύγου του τρομοκράτη Μαζιώτη. Όλοι μαζί, συλλογικά και ατομικά, εκφράζονται με πάθος ενάντια στον τρομοΜαζιώτη, δικαιούνται να ασκούν την φαντασία τους στην εύρεση των αιχμηρότερων χαρακτηρισμών του – στα όρια πάντα της μηντιακής αξιοπρέπειας, εκφράζουν την ανακούφισή τους από τη σύλληψή του. Έχουν παρακολουθήσει – μαζί με το κοινό, ένα κοινό αποσβολωμένο από την εξελισσόμενη επιχείρηση σοκ και δέους για την καθυποταγή και απαξίωσή του – τις δεκάδες φορές επαναλαμβανόμενες σκηνές της σύλληψης του Νίκου Μαζιώτη. Παρακολουθούν την όποια συνεχιζόμενη δίωξη των ‘άλλων’ από την αστυνομία – ή έστω, τα όσα μεταδιδόμενα από την αστυνομία. Μεταδίδουν στο ομογενοποιούμενο ‘κοινό’ πληροφορίες με βάση τις οποίες ο ‘μέσος πολίτης’ μπορεί να συνδράμει την αστυνομία στο έργο της. Έτσι, θεωρείται άξια λόγου πληροφορία να μεταδοθεί σε μιαν υπό μεταρρύθμιση κοινωνία όπως η κοινωνία στη σημερινή Ελλάδα το ότι η σύζυγος του Μαζιώτη ίσως είναι πλέον ξανθιά. Συνοπτικά, όλοι και όλες μαζί μετέχουν στον στιγματισμό, την εγκληματοποίηση, την επαν-εγκληματοποίηση και την υπερ-εγκληματοποίηση του Νίκου Μαζιώτη.
Ο Νίκος Μαζιώτης μεταλλάσσεται και αναδύεται στη σκηνή ως ένας ιδανικός αποδιοπομπαίος τράγος. Στην ιστορία του δυτικού σκοταδισμού, σαν μια ιδανική σατανική μάγισσα για κυνήγι – κάτι σαν κι αυτές του 15 και του 16ου αιώνα. Τουλάχιστον, για μια-δυο βδομάδες. Ήδη, τώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, το θέμα Μαζιώτη έχει υποχωρήσει σε τέταρτο ή πέμπτο στα δελτία ειδήσεων. Έχει ατονήσει πλέον η προσπάθεια εκφοβισμού ενός κοινού που – παρά το ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι υποτελείς τάξεις που το απαρτίζουν έχουν πεισθεί ότι όσοι και όσες διεξάγουν ένοπλη πολιτική πάλη είναι τρομοκράτες – δεν φαίνεται να έχει πεισθεί ότι η δράση των τρομοκρατών στρέφεται ενάντια στη ζωή ή τα συμφέροντά του. Είναι αμφίβολο ότι ο καθεστωτικός λόγος επέτυχε να πείσει πως ο Μαζιώτης αποτελεί κίνδυνο για όλους και για τον καθένα. Παρ` όλα αυτά, μάλλον το μεγάλο μέρος του κοινού αυτού έχει καταδικάσει ηθικά ή και θεωρεί πολιτικά επικίνδυνη την ένοπλη πολιτική πάλη ή τρομοκρατία. Γι` αυτό και η περίπτωση Μαζιώτη έδωσε την ευκαιρία για μια πλήρη επανάληψη του μαθήματος αυτονόητων, του τι είναι λογικό και τι είναι ηθικό, του τι σε ‘όλοι (πρέπει να) συμφωνούμε’ αφού δεν υπάρχει άλλη λογική και ηθική άποψη. Άλλωστε, η επιτυχία του ποινικού συστήματος που οικοδομήθηκε από τα τέλη του 18ου αιώνα δεν έγκειται μόνο στην επιτυχημένη διαχείριση των υποτελών τάξεων, αλλά και στο ότι παρέχει πλήθος κατάλληλων παραδειγμάτων για την ανάλυση και σημασιοδότηση των επικρατούντων κανόνων λογικής και ηθικής. Στην πράξη κλοπής αποσαφηνίζεται η περιουσία (και κρύβεται σ` αυτήν η ιδιοκτησία)∙ στον βιασμό ορίζεται η σεξουαλική σχέση∙ στην πορνεία διαπραγματεύεται το κατά πόσον όλα έχουν οικονομική τιμή, όλα πουλιούνται∙ στην τρομοκρατία διακρίνεται η νόμιμη από την παράνομη πολιτική βία.
Μέσα σ` αυτό τον θρίαμβο του αυτονόητου,  όπου ο ένας συνέχαιρε τον άλλο για το ότι είχε την ίδια γνώμη μ` αυτόν, μέσα στην ανάδειξη του λογικοφανούς και του ηθικοφανούς ως λογικού και ηθικού, ξεχάστηκαν ή παρακάμφθηκαν βολικά κάποια ζητήματα με ιδιαίτερη σημασία.
Καταρχή, η αφήγηση της αστυνομίας και η ομόλογη και σύμφωνη αφήγηση των μμενημέρωσης δεν ισοδυναμούν με γεγονότα, δεν ισοδυναμούν με το ‘τι πραγματικά έγινε’. Μάλλον, συνιστούν συνθέσεις (απλών και επεξεργασμένων) επιλεγμένων συμβάντων. Συνιστούν παραγωγές γεγονότων. Βλέποντας το ζήτημα πληρέστερα, και οι δύο συνιστούν ομόλογες τηλεοπτικές προσεγγίσεις των συμβάντων ώστε να παραχθεί ένα τηλεοπτικό γεγονός – ένα γεγονός που να προσφέρεται και σε συνοπτική ραδιοφωνική αφήγηση – ικανό να εδράσει ποικίλα ηθικά μηνύματα. Είναι ενδιαφέρουσα η περίπτωση ‘αυτόπτη μάρτυρα’ ο οποίος ανέφερε για τη φάση της δίωξης του Μαζιώτη πως «αυτός τραυμάτισε δύο τουρίστες … δεν το είδα … έτσι είπαν». Όπως και η επεξεργασία, η αποβιαιοποίηση, εικόνων, για παράδειγμα, η διαγραφή του αίματος του Νίκου Μαζιώτη που είχε χυθεί στο δρόμο γύρω του. Βέβαια, ότι τη σκηνή αυτή, τον Νίκο Μαζιώτη τραυματισμένο και πεσμένο στο δρόμο και τους αστυνομικούς όρθιους γύρω του να επιτηρούν, μπορούσε να τη δει το τετράχρονο παιδί του δεν φαίνεται να απασχόλησε. Άλλωστε, γενικά το παιδί της συγκεκριμένης οικογένειας φαίνεται πως προκάλεσε σημαντικά εμπόδια στους διαχειριστές της κοινής γνώμης και παραγωγούς νοημάτων. Παράπλευρες απώλειες στην παραγωγή του αληθοφανούς.
Κατά δεύτερο, από μέρους των κρατικών αρχών και μηντιακών διαχειριστών νοήματος εφαρμόστηκε άλλη μια τεχνική διαχείρισης του κοινωνικού συναισθήματος – που προσφέρεται ιδιαίτερα να εφαρμοζεται σε ένα ζαλισμένο, αποσβολωμένο, πολιτικά εξουδετερωμένο κοινό. Εφαρμόστηκε το κλασικό διπολικό μοντέλο, όπου στον ένα πόλο ενεργοποιείται ο ‘διαβόητος, ψυχρός τρομοκράτης’, o ‘κακός’ και στον άλλο πόλο ενεργοποιείται ο ‘ευτυχώς υπάρχει ήρωας με αυτοθυσία για το κοινό καλό’, ο ‘καλός’. Οικοδομήθηκαν χαρακτηριστικές μυθολογίες για δύο ‘ευτυχώς υπάρχουν καλούς’. Τον ένα έσπευσε να τον επισκεφθεί η πολιτική ηγεσία της χώρας, ο υπουργός και ο πρωθυπουργός, στο νοσοκομείο που νοσηλεύεται για να τον συγχαρούν. Συνοδευόμενοι από τα μμενημέρωσης. Ουσιαστικά, πρόκειται για αυτοσυγχαρητήρια, αλλά αυτός είναι και ένας βασικός λόγος για την κατασκευή μηντιακών μυθολογιών και ηρώων.
Ενδιαφέρον όμως έχουν και τα συγχαρητήρια που η πολιτική ηγεσία έδωσε και στην αστυνομία – ακριβέστερα, στην ηγεσία της αστυνομίας, της ΕΛΑΣ. Πρόκειται για συγχαρητήρια που δόθηκαν στην αστυνομία ως καταστολή και όχι την αστυνομία ως κοινωνική προσφορά. Άλλωστε, παρά τη γκρίζα μηντιακή μονοτονία, η αστυνομία δεν είναι σε θέση, δεν έχει την αρμοδιότητα, να αμβλύνει τα γενεσιουργά αίτια της μικρής εγκληματικότητας. Πολύ δε περισσότερο τα αίτια της εγκληματικότητας των αστικών ελίτ που ιδιοποιούνται πολιτικο-οικονομικά αυτή τη χώρα του ευρωπαϊκού νότου, φέροντας την σε κατάσταση αποσύνθεσης. Ουσιαστικά, και πάλι πρόκειται για αυτοσυγχαρητήρια. Είναι χάρη στις δικές τους επιλογές που τα τελευταία χρόνια το συγκεκριμένο όργανο καταστολής αποδείχτηκε ένας αναντικατάστατος πυλώνας της καθεστωτικής σταθερότητας.
Είναι μέσα σ` αυτή την κατάσταση ισχύος που έχει επιβληθεί εκσιώπηση. Εκσιώπηση των αντίθετων απόψεων, επιχειρηματολογιών και γνωμών σχετικά με τη σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη και την τρομοκρατία. Εκσιώπηση ακόμα και αυτών που προτίθενται να καταθέσουν μιαν ήπια, μερική ή και συνεσταλμένη διαφοροποίηση από την κυρίαρχη άποψη, την καθεστωτική άποψη. Μόνο η συμμετοχή στην απερίφραστη, ανενδοίαστη και απόλυτη καταδίκη γίνεται δεκτή. Μόνον αυτού του είδους η συμμετοχή θεωρείται δείγμα γραφής του δημοκράτη, σώφρονα και υπεύθυνου πολίτη. Γι` αυτό και η ομιλία ή γραφή στα μμενημέρωσης πρέπει να ξεκινάει με ένα τελετουργικό λογίδριο που να περιλαμβάνει: την πολυ-καταδίκη του Νίκου Μαζιώτη και την έκφραση ικανοποίησης για την επιτυχία της αστυνομίας. Ακόμα και οι απόψεις που καταδικάζουν την τρομοκρατία αλλά σε διαφορετικούς όρους από τους καθεστωτικούς τυχαίνουν επεξεργασίας – κρατιέται η καταδίκη αλλά εξαφανίζεται ή ελαχιστοποιείται σε σημασία η διαφορά με τη χρήση του χρόνου, του ερωτήματος, του ερμηνευτικού προλόγου και της διακοπής του λόγου.   
Ας επιστρέψουμε όμως στην αρχική αποτίμηση της σύλληψης του Νίκου Μαζιώτη και των αποτελεσμάτων της.
Συνιστά η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη επιτυχία της αστυνομίας; Με τα διαθέσιμα στοιχεία το ερώτημα δεν είναι εύκολο να απαντηθεί με πληρότητα και επαρκή βεβαιότητα. Εάν η αστυνομία – εν προκειμένω καταρχή η Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία – το σκόπευε, προγραμμάτισε και εφάρμοσε τότε πρόκειται περί επιτυχίας. Το μέγεθός της επιτυχίας – αν μπαίνει θέμα ενίσχυσης ή αποσαφήνισης με έναν επιθετικό προσδιορισμό του τύπου ‘μεγάλη’, ‘αδιαμφισβήτητη’ και τα συναφή – εξαρτάται, πρώτο, από τους πόρους και το προσωπικό που η Αντιτρομοκρατική έχει στη διάθεσή της, δεύτερο, τις προτεραιότητες που απολαμβάνει από την πολιτική ηγεσία και, τρίτο, το βαθμό ελέγχου φαινομένων καριερισμού. Οπωσδήποτε η ποιότητα της επιτυχίας έχει αμβλυνθεί από το σημαντικό γεγονός ότι η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη πραγματοποιήθηκε σε ιδιαίτερα πολυσύχναστο σημείο της πόλης και σε χρονική στιγμή που υπάρχει αύξηση των περαστικών. Υποτίθεται ότι η πολιτεία προσέχει ώστε να μην διαδικινδυνεύει τη ζωή και την υγεία των των κατοίκων αυτής της χώρας. Η ανταλλαγή πυροβολισμών μέσα στο ανύποπτο πλήθος δείχνει ότι, δημιουργεί τη βάσιμη υποψία πως, η αστυνομία, προκειμένου να επιτύχει τους στόχους της, διατίθεται να διακινδυνεύσει τα αγαθά αυτά. Ή έστω, ότι τα μέλη της δεν έχουν ενημερωθεί επαρκώς ή δεν έχουν πεισθεί για το αν προέχει η ζωή και υγεία των πολιτών ή η επιτυχημένη σύλληψη ενός τρομοκράτη ή όποιου άλλου ποινικά κολάσιμου. Η δε βροχή συγχαρητηρίων προς τα μέλη της αστυνομίας που είχαν την πρωτοβουλία σύλληψης του Νίκου Μαζιώτη για την επιτυχία τους έρχεται να ενισχύσει την ετοιμότητα για χρήση όπλων και ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα σε ανύποπτους περαστικούς. Η εκδοχή τού να επρόκειτο για προγραμματισμένη επιχείρηση στον χώρο και χρόνο που έλαβε χώρα δεν εξετάζεται με βάση την προϋπόθεση ότι η αστυνομία δεν θα έθετε σε κίνδυνο τη ζωή ανύποπτων περαστικών για οποιοδήποτε λόγο.      
Ή μήπως η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη συνέβαλε στην ενίσχυση του αισθήματος ασφάλειας των πολιτών; Η σύλληψη μπορεί να είχε πολλά και ποικίλα αποτελέσματα, είναι όμως ιδιαίτερα αμφίβολο ότι είχε το συγκεκριμένο. Οι κάτοικοι αυτής της χώρας και προπάντων τα μέλη των υποτελών τάξεων δεν φαίνεται να περιλαμβάνουν στους σημαντικούς κινδύνους τους κάποιους τρομοκράτες που θα ενδιαφέρονταν και θα μπορούσαν να θέσουν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Η προσοχή είναι στραμμένη κυρίως ή αποκλειστικά στις επιβαλλόμενες βάρβαρες μορφές απαλλοτρίωσης της ζωής και της περιουσίας τους, όπως και του κοινωνικού φυσικού και πολιτισμικού πλούτου. Αντί για τρομοκράτες και σενάρια περί τρομοκρατίας, η προσοχή είναι στραμμένη κυρίως ή αποκλειστικά στις πολιτικο-οικονομικές στρατηγικές που εφαρμόζονται καταιγιστικά από το συντηρητικό καθεστώς, ένα ασταθές μίγμα νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς καταστολής. Το αν σ` αυτές τις συνθήκες υπάρχουν κάποιες ηγεμονεύουσες ταξικές κατηγορίες που περιλαμβάνουν τους τρομοκράτες στους προσωπικούς τους ή τους καθεστωτικούς πολιτικο-κοινωνικούς κινδύνους μένει να διερευνηθεί. Έτσι κι αλλιώς όμως, το όποιο δικό τους ατομικό ή ομαδικό αίσθημα δεν είναι γενικεύσιμο σε καθολικό κοινωνιακό αίσθημα. Ηγεμόνες και υποτελείς δεν διατρέχουν τους αυτούς κινδύνους.       
Και τέλος, μήπως η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη αποτέλεσε χτύπημα ενάντια στη βία; Το συγκεκριμένο ιδεολόγημα είναι το πλέον αστήρικτο. Το κράτος δεν συνιστά έναν μη-βίαιο θεσμό. Όπως τόνισε και ο Μαξ Βέμπερ, συνιστά μονοπώληση της βίας. Θέλει όλη τη βία συγκεντρωμένη στους θεσμούς του και μόνον. Αυτή είναι η καλή βία, η νόμιμη βία, η σχεδόν-μη-βία. Ή έστω, η ‘αναγκαστική’ βία για την οποία υπεύθυνος είναι αυτός που την υφίσταται. Κάθε άλλη βία απορρίπτεται, στιγματίζεται, ποινικοποιείται και τιμωρείται. Άλλωστε, προς επιβεβαίωση δεν είναι αναγκαία η προσφυγή σε παραδείγματα του παρελθόντος στην Ελλάδα, ή σε άλλες χώρες. Αυτή την περίοδο, το κράτος ασκεί πολύμορφη βία με τη χρήση της αστυνομίας, της εφορίας και υπουργείων επιβολής όπως το υγείας και εργασίας. Στις επικρατούσες συνθήκες εντεινόμενης φτώχειας και εξαθλίωσης, ακόμα και η συσκευή επικύρωσης του εισιτηρίων στα μέσα μαζικής συγκοινωνίας, μεταπίπτει και σε συσκευή επιτήρησης, εκφοβισμού και τρομοκράτησης. Όπως και οι ελεγκτές των εισιτηρίων του επιβατικού κοινού. Η σύλληψη του Νίκου Μαζιώτη έχει να κάνει με την εξουδετέρωση ενός προσώπου, μέλους μιας ομάδας, που με τη δράση του αμφισβήτησε το συγκεκριμένο μονοπώλιο(, βιαιοπράγησε, εγκλημάτισε και τα συναφή). Το κράτος, οι διαχειριστές του και οι υψηλοί επικυρίαρχοί τους αντιμάχονται κάθε σχηματισμό ενός κέντρου ισχύος που διατίθεται και μπορεί να ασκήσει βία ανεξάρτητα από τις κρατικές επιταγές.

Όλ` αυτά ήρθαν να συνθέσουν κάτι το τελείως διαφορετικό, κάτι άλλο από τον Νίκο Μαζιώτη στη συγκεκριμένη ιστορικότητά του. Ήρθαν να συνθέσουν τον ΜεταΜαζιώτη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου