Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Καλλιμανώλη, Αγγελική. Οι διαστάσεις των περιβαλλοντικών εγκλημάτων.



Αγγελική Καλλιμανώλη
 Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Εγκληματολογίας
 Πάντειο Πανεπιστήμιο

 Οι διαστάσεις των περιβαλλοντικών εγκλημάτων


  Κάθε περιβαλλοντικό έγκλημα (green crime) δύναται να αναλυθεί τόσο ως νομικό όσο και ως κοινωνικό φαινόμενο. Από εγκληματολογική σκοπιά, εκείνοι που επιλέγουν την πρώτη προοπτική μιλούν με στενούς νομικούς όρους (βλ. Tappan, 1947) ενώ όσοι ακολουθούν την δεύτερη προσέγγιση επιτρέπουν την περαιτέρω διερεύνηση του φαινομένου, όπως η συσχέτισή του με τα εγκλήματα λευκού περιλαιμίου (βλ. Sutherland, 1949), τα οποία εμπεριέχουν έννοιες που δεν έχουν ‘‘γεννηθεί’’ από το εκάστοτε κράτος.
  Η ανάπτυξη της Περιβαλλοντικής Εγκληματολογίας (Green Criminology), εδώ και λίγες δεκαετίες, σηματοδότησε την προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της έννοιας του περιβαλλοντικού εγκλήματος μέσω ενός ‘‘διευρυμένου σχεδιαγράμματος’’ (βλ. Chunn et al. 2002, White 2003), ασκώντας σκληρή κριτική στην αδιαφορία των εθνών-κρατών περί μη ποινικοποίησης ή ορθής διαχείρισης των ζημιογόνων προς το περιβάλλον δραστηριοτήτων -ειδικά από τις μεγάλες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής-. Πλέον ζητήματα όπως η παράνομη αλιεία, η κακοποίηση των ζώων, η απόρριψη χημικών αποβλήτων στις αναπτυσσόμενες χώρες, η υποβάθμιση της ποιότητας του πόσιμου νερού και ο έλεγχος των υδάτινων αποθεμάτων από πολυεθνικές επιχειρήσεις μπαίνουν δυναμικά στο δημόσιο προσκήνιο απασχολώντας τους επιστημονικούς κύκλους. Άμεσο επακόλουθο ήταν να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας ότι το ‘‘παγκόσμιο’’ (global) είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το ‘‘τοπικό’’ (local), κάτι που ο Crowley (1998) αποδίδει συχνά με τον όρο ‘‘glocalisation’’. Η κάθε μεμονωμένη πράξη ενός ανθρώπου ή ενός οργανισμού που προσβάλλει το περιβάλλον σημαίνει, δηλαδή, ότι έχει αντίκτυπο στο παγκόσμιο περιβαλλοντικό σύστημα.
Τι αποτελεί, όμως, στην ουσία ο όρος ‹‹περιβαλλοντικό έγκλημα››; Η μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού  συνηθίζει να αποδίδει αυτόν τον χαρακτηρισμό σε εγκλήματα που στοχοποιούν το ευρύτερο περιβάλλον. Οι Carrabine et. al (2004), στην προσπάθειά τους να κατηγοριοποιήσουν ευκρινέστερα τα είδη των περιβαλλοντικών εγκλημάτων, αρχικά τα διακρίνουν σε 2 βασικές κατηγορίες· τα πρωτεύοντα (primary)   και τα δευτερεύοντα (secondary).
Ως πρωτεύοντα περιβαλλοντικά εγκλήματα χαρακτηρίζουν:
·         Την ατμοσφαιρική ρύπανση
·         Την αποψίλωση των δασών
·         Την κακομεταχείριση των ζώων
·         Την μόλυνση των υδάτων

Ως δευτερεύοντα περιβαλλοντικά εγκλήματα ονομάζουν:
  • Την κρατική βία ενάντια σε ομάδες πίεσης ή περιβαλλοντικές οργανώσεις
  • Τη συσχέτιση μεταξύ απόρριψης επικίνδυνων αποβλήτων και οργανωμένου εγκλήματος

Ένα περιβαλλοντικό έγκλημα δύναται να μελετηθεί βάσει ποικίλων προσεγγίσεων. Ο White (2005), για παράδειγμα, προτείνει 4 βασικές προσεγγίσεις ανάλυσης, ήτοι: εστιακή (focal), γεωγραφική (geographical), τοπική (locational) και χρονική (temporal). H πρώτη εξετάζει το έγκλημα βάσει των θυμάτων του (Williams, 1996) ενώ η δεύτερη καταπιάνεται με τις διαφορετικές γεωγραφικές περιοχές που αυτό λαμβάνει χώρα. Για παράδειγμα, η επικίνδυνη άνοδος της θερμοκρασίας αφορά ολόκληρο τον πλανήτη ενώ οι πετρελαιοκηλίδες συγκεκριμένες περιοχές. Στο σημείο αυτό, οφείλουμε να διαχωρίσουμε μια γεωγραφική περιοχή από έναν ‹‹τόπο››, όρος ο οποίος αναφέρεται σε συγκεκριμένες τοποθεσίες του ‟φυσικού’’ (άγρια φύση, ποτάμια, ωκεανοί, λίμνες) και του ‟τεχνητού’’ (περιοχές ανθρώπινης δημιουργίας) περιβάλλοντος. Οι Crook και Palulski (1995) κατηγοριοποιούν 3 τύπους περιβαλλοντικών εγκλημάτων βάσει του τόπου, προσδίδοντάς τους χρωματικές αποχρώσεις, αναδεικνύοντας έτσι την αλληλεπίδραση ανάμεσα στο φυσικό και τεχνητό περιβάλλον: ‘‘καφέ’’ (brown)[1], ‘‘πράσινα’’ (green)[2], ‘‘λευκά’’ (white)[3]. Tέλος, η εξέταση ενός περιβαλλοντικού εγκλήματος βάσει του χρονικού του προσδιορισμού αποτελεί χρήσιμο εργαλείο τόσο για την πρόληψη όσο και για την άμεση αντιμετώπιση της βλάβης[4]. Ο ρυθμός συγκέντρωσης σημαντικών ποσοτήτων διοξινών στο θαλάσσιο πληθυσμό (λ.χ. ψάρια) μέσα στο χρόνο, μας προειδοποιεί ότι πρέπει να αναλάβουμε δράση σύντομα, προκειμένου να περιοριστούν οι πράξεις που συντελούν προς αυτήν την κατάσταση.
  Προς αποφυγή χρονοτριβών και μακροσκελών παραγράφων, η ουσία αποτελεί ότι η αξιολόγηση της βλάβης που προκαλείται στο περιβάλλον - είτε από νόμιμες είτε από παράνομες δραστηριότητες - δεν είναι δυνατόν να πραγματοποιηθεί μονάχα από ανάλυση στατιστικών δεδομένων μέσα από αστυνομικά ή δικαστικά αρχεία. Η ‘‘απειλή’’ του σκοτεινού αριθμού σε τέτοιου είδους εγκλήματα είναι πανταχού παρούσα και  με τους εγκληματολόγους να συναντούν συνεχώς ‘‘κλειστές πόρτες’’ μπροστά τους, είναι αδύνατον να αποκαλυφθεί η πραγματική απειλή.


[1] Αφορούν την μόλυνση από τον αστικό τρόπο ζωής: ατμοσφαιρική ρύπανση, ρύπανση στις παραλίες, πετρελαιοκηλίδες, φυτοφάρμακα, μόλυνση των υδάτινων λεκανών απορροής, απόρριψη χημικών και άλλων επικίνδυνων αποβλήτων.
[2] Αφορούν τη βλάβη που προκαλείται σε περιοχές της άγριας φύσης: όξινη βροχή, καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος της άγριας ζωής, αποψίλωση των δασών και δίχως όριο υλοτόμηση, μείωση του όζοντος στην ατμόσφαιρα, μόλυνση των υδάτων και τοξική άλγη.
[3] Αφορούν την αρνητική επίδραση των νέων τεχνολογιών στο ευρύτερο ανθρώπινο και μη περιβάλλον:  γενετικά τροποποιημένοι οργανισμοί, κλωνοποίηση ανθρώπινου ιστού, πειράματα στα ζώα, τοξικές ουσίες σε τρόφιμα.
[4] Ουσιαστικά, η μελέτη ενός περιβαλλοντικού εγκλήματος με ‘‘χρονικούς όρους’’ μας βοηθά να αναλύσουμε τις βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες συνέπειες αυτού.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου