Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Σάββατο 13 Σεπτεμβρίου 2014

Γεωργόπουλος, Χριστόφορος. Περί τρομοκρατίας κριτικός λόγος



Γεωργόπουλος, Χριστόφορος. Περί τρομοκρατίας κριτικός λόγος

     Η τρομοκρατία συνιστά τον πλέον φορτισμένο, υπό ηθική και ιδεολογική σκοπιά, όρο του πολιτικού παιχνιδιού. Η λήξη του Ψυχρού Πολέμου και η κατάρρευση των καθεστώτων «υπαρκτού σοσιαλισμού» την ανέδειξαν σε κορυφαίο παράγοντα διαμόρφωσης της διεθνούς πολιτικής σκηνής, αντικαθιστώντας τον δαίμονα του κομμουνισμού και την κομμουνιστοφοβία.
     Η συμβατική εγκληματολογία, αναπαράγοντας πιστά τον καθεστωτικό λόγο, εξακολουθεί να περιορίζει την έννοια της τρομοκρατίας σε μία υλική, άμεσα ορατή και αντιληπτή, αντικαθεστωτική βία, ασκούμενη από άτομα ή κλειστές ομάδες με ιεραρχική οργάνωση και συνωμοτικό χαρακτήρα. Οι αεροπειρατείες παλαιστινίων εξτρεμιστών, οι βόμβες των αντάρτικών πόλης και οι δολοφονίες κρατικών αξιωματούχων ή παραγόντων της άρχουσας τάξης συχνά καλύπτουν, αν δεν εξαντλούν, την περί τρομοκρατίας ανάλυση.
     Η τεράστια σημασία του όρου εντός του πολιτικού παιχνιδιού και η αναπόφευκτη πολιτική του εκμετάλλευση επιτάσσουν στην κριτική εγκληματολογία να χαράξει μία σαφή, ριζοσπαστική γραμμή. Μία συνεπής κριτική προσέγγιση οφείλει να κινηθεί στους ακόλουθους άξονες:
Α) Να αμφισβητήσει, να διευρύνει και να επαναπροσδιορίσει την κρατούσα περί βίας αντίληψη. Να σπάσει κατά συνέπεια τα στεγανά της υποκειμενικής βίας, εκείνης που διαπράττεται από έναν εξατομικευμένο δράστη σε βάρος ενός επίσης εξατομικευμένου θύματος, και να κάνει λόγο για μορφές αντικειμενικής, συστημικής βίας, της βίας εκείνης που απορρέει από την ομαλή λειτουργία του καπιταλισμού και ιδίως από την σύγχρονη, νεοφιλελεύθερη εκδοχή του. Πρόκειται για το πρώτο και λογικά αναγκαίο βήμα ώστε να ανοίξει ο δρόμος για την εξέταση της κρατικής και της οικονομικής τρομοκρατίας.
Β) Να ταχθεί ανεπιφύλακτα ενάντια στη ρητή ή υπόρρητη παραδοχή που θέλει την τρομοκρατία να διαπράττεται από άτομα ή ολιγάριθμες ομάδες. Πράγματι, οι κυρίαρχοι φορείς κατήχησης (ΜΜΕ, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί) αποκλείουν από τους «υποψηφίους» προς τρομοκρατική ενέργεια κράτη, ενώσεις κρατών και διεθνείς οργανισμούς. Μία πράξη της οποίας η ταυτότητα καθορίζεται με βάση όχι τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά αλλά το πρόσωπο του φορέα που την διαπράττει, στερείται κάθε αναλυτικής αξίας και εκπίπτει σε όρο πολιτικής προπαγάνδας. Η διεύρυνση της έννοιας ώστε να περιλάβει μορφές κρατικής τρομοκρατίας, εθνικής και διεθνούς, εντάσσεται κατά συνέπεια στους πρωταρχικούς στόχους μίας κριτικής προσέγγισης.
Γ) Να καταδείξει τον αμιγώς πολιτικό χαρακτήρα του φαινομένου, σε βάρος των απροκάλυπτων ή συγκαλυμμένων προσπαθειών αποπολιτικοποίησής του. Η καθεστωτική γραμμή παρουσιάζει σταθερά την τρομοκρατία με όρους κοινού εγκλήματος, συνδέοντας τους τρομοκράτες με ποινικούς και μέλη του οργανωμένου εγκλήματος. Αναλώνεται σε ζητήματα modus operandi και σε προσωπικές ιστορίες θυμάτων, την ώρα που κλείνει τα μάτια μπροστά στην αποδυνάμωση και τον εκφυλισμό της έννοιας του πολιτικού εγκλήματος. Σε τελική ανάλυση, το φαινόμενο ανακυκλώνεται σε όρους ατομικής ψυχολογίας, με το πορτραίτο του βίαιου εξτρεμιστή, του παρανοϊκού φονταμενταλιστή, του ψυχωτικού θρησκόληπτου να μην γνωρίζει ουσιαστική αμφισβήτηση. Παράλληλα, νομιμοποιείται η ποινικοποίηση κάθε μορφής πολιτικής ανυπακοής, μέσα από τους περίφημους τρομονόμους- παραγγελία των ΗΠΑ, εκείνους που επιτρέπουν την παρακολούθηση τηλεφωνικών συνδιαλέξεων, έρευνες χωρίς ένταλμα, ανάκριση χωρίς παρουσία συνηγόρου, κράτηση χωρίς να έχει απαγγελθεί κατηγορία, παραβίαση του απορρήτου της αλληλογραφίας και εν γένει καταπάτηση κάθε δικαιώματος κατοχυρωμένου από τις στοιχειώδεις αρχές της αστικής νομιμότητας. Ελάχιστη συνθήκη για μία κριτική προσέγγιση αποτελεί η αμφισβήτηση, αποδόμηση και απόρριψη των σχετικών παραδοχών, για να εξεταστεί το φαινόμενο σε πολιτικούς όρους.
Δ) Να τονίσει πως τρομοκρατικές μέθοδοι δύνανται να επιστρατευτούν τόσο εν καιρώ ειρήνης όσο και σε εμπόλεμη κατάσταση. Γενοκτονίες, λεηλασίες, σφαγές αμάχων, μερικές από τις πλέον εκτεταμένες τρομοκρατικές ενέργειες της ιστορίας, έχουν αποχαρακτηρισθεί με το πρόσχημα της διενέργειάς τους εντός πολεμικών επιχειρήσεων. Ιμπεριαλιστικά καθεστώτα και στρατιωτικές υπερδυνάμεις έχουν επανειλημμένως χαρακτηρίσει ενέργειες διεθνούς κρατικής τρομοκρατίας ως πολεμικές επιχειρήσεις, με το συχνά ανύπαρκτο αλλά αποτελεσματικό σε επίπεδο προπαγάνδας πρόσχημα της αυτοάμυνας, πράξεις ωμής βίας σε βάρος των αδυνάμων.
Ε) Να καταδείξει, εξετάζοντας ζεύγη παραδειγμάτων ποιοτικά όμοιων αλλά τελούμενων από διαφορετικούς δράστες, την λογική των «δύο μέτρων και σταθμών» για όσους εντάσσονται στην συμβατική προσέγγιση. Μία κριτική ανάλυση οφείλει να θέσει ως αφετηρία την παρατήρηση πως ο ισχυρός αρνείται να εφαρμόσει για τον εαυτό του τα κριτήρια που ο ίδιος έχει θέσει για τον αδύναμο. Για όποιον επικαλείται ηθική ακεραιότητα, η ενότητα κριτηρίων αποτελεί μονόδρομο. Με ποια ηθική νομιμοποίηση η απαγωγή και εκτέλεση ανώτατου κρατικού αξιωματούχου από ομάδες «αντάρτικων πόλης» συνιστά τρομοκρατική ενέργεια, ενώ η ίδια ακριβώς πράξη όταν τελείται από πράκτορες κρατικών μυστικών υπηρεσιών σε βάρος συνδικαλιστών λαμβάνει διαφορετικό χαρακτηρισμό; Στην βάση ποιού ηθικού κανόνα βόμβα που εκτοξεύεται από παλαιστινίους αυτονομιστές σε βάρος του ισραηλινού στρατού κατοχής χαρακτηρίζεται τρομοκρατικό χτύπημα, ενώ η ίδια ακριβώς πράξη, όταν προέρχεται από πράκτορες της CIA λαμβάνει διαφορετικό χαρακτηρισμό;
ΣΤ) Να ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ των αδυνάμων και του αγώνα τους για αυτοδιάθεση, να στηρίξει τους καταπιεζόμενους λαούς, τις διωκόμενες εθνικές μειονότητες, να εκφράσει αλληλεγγύη προς τον ιρλανδικό λαό, τους κούρδους αυτονομιστές, την πολύπαθη Παλαιστίνη. Υπενθυμίζουμε πως για τον κριτικό εγκληματολόγο, έγκλημα είναι καθετί που παραβιάζει τον αυτοπροσδιορισμό και την αυτοδιάθεση ατόμων, εθνικών ομάδων, λαών. Και πως σε έναν κόσμο βάρβαρο, εκείνος που τηρεί ουδέτερη στάση τίθεται με το μέρος του ισχυρού. Εκφράζουμε ανοιχτά την συμπάθειά μας προς τους μη δυτικούς, τις αξίες, τις πεποιθήσεις, την δική τους οπτική γωνία.
     Οι παραπάνω θέσεις δεν συνιστούν παρά βασικές κατευθυντήριες γραμμές, που χρήζουν ανάλυσης και εμπεριέχουν αναρίθμητα, εθνικά και διεθνή, ιστορικά παραδείγματα. Θεωρούμε ωστόσο πως αποτελούν ικανό οδηγό για  την αποδόμηση, την διεύρυνση και τον επαναπροσδιορισμό μίας έννοιας που, όσο λίγες, αποτέλεσε και αποτελεί αντικείμενο επαίσχυντης πολιτικής εκμετάλλευσης.
     Κλείνουμε με μερικές παρατηρήσεις που ευελπιστούμε ότι θα αποτελέσουν αφετηρία προβληματισμού ως προς την σχετικοποίηση και χειραγώγηση της έννοιας από τα κέντρα εξουσίας. “One mans terrorist is another mans freedom fighter”. Οι ίδιοι άνθρωποι για κάποιους είναι δολοφόνοι και εγκληματίες, για άλλους αγωνιστές και υπερασπιστές του δικαίου των λαών. Προσωπικότητες διεθνούς κύρους κάποτε διέθεταν την ετικέτα του «τρομοκράτη», σύμφωνα με τις επίσημες διακηρύξεις ιμπεριαλιστικών κυβερνήσεων και τους καταλόγους των μυστικών τους υπηρεσιών. Οι Nelson Mandela, Sean McBride, Menachem Begin, όλοι βραβευθέντες με Νόμπελ Ειρήνης, θεωρούνταν επισήμως «τρομοκράτες». Στην Ελλάδα, η μοναδική περίπτωση αναγνωρισθέντος πολιτικού εγκλήματος αποτελεί η απόπειρα του σπουδαίου αγωνιστή Αλέξανδρου Παναγούλη σε βάρος του δικτάτορα Παπαδόπουλου το 1968. Με μία σύντομη ματιά στα πρωτοσέλιδα της εποχής θα διαπιστώσουμε πώς προβλήθηκε ο Παναγούλης και ποια ετικέτα επιφύλαξαν στην ενέργεια του. Και μπορούμε εύκολα να μαντέψουμε ποιος χαρακτηρισμός  θα συνόδευε σήμερα τον ίδιο και την περίφημη απόπειρα, στην περίπτωση που είχε προχωρήσει η φιλελευθεροποίηση του Παπαδόπουλου και η Χούντα εξακολουθούσε να βρίσκεται στην εξουσία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου