Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Πέμπτη 1 Ιανουαρίου 2015

Αντώνης Μαγγανάς, Γρηγόρης Λάζος και Δέσποινα Σβουρδάκου. Τι είναι έγκλημα, τι είναι εγκληματίας, Νομική Βιβλιοθήκη, 2008



Από τη μελέτη Η Εγκληματολογία από τα Κάτω επιλέχθηκε να αναρτηθεί ένα μέρος από το Πρώτο Κεφάλαιο, που αναπτύσσεται στις σελίδες 3-16.

Πρώτο Κεφάλαιο - Έγκλημα και εγκληματίας

A. Ορισμοί του εγκλήματος

Λίγο-πολύ όλοι έχουν μια γενική αντίληψη για το τι είναι έγκλημα ή κάποιες εικόνες εγκλήματος ή διάφορα παραδείγματα εγκλήματος. Αυτό που εντυπωσιάζει όμως είναι ότι οι πολύ περισσότεροι είναι περίπου βέβαιοι πως η αντίληψή τους για το έγκλημα έχει δύο σημαντικές ιδιότητες: πρώτο, ότι ανταποκρίνεται στην “πραγματικότητα” του εγκλήματος και, δεύτερο, ότι περίπου όλοι οι άλλοι έχουν την ίδια αντίληψη. Είναι πολύ πιθανό ότι τα περισσότερα από τα άτομα που απαρτίζουν το λεγόμενο “ευρύ κοινό” αντιλαμβάνονται το έγκλημα με αφετηρία ηθικές αντιλήψεις, το προσεγγίζουν σε ηθικούς όρους (το έγκλημα είναι κάποιου είδους ανήθικη πράξη). Άλλα άτομα αντιλαμβάνονται το έγκλημα σε θρησκευτικούς όρους (το έγκλημα να κατανοείται σαν κάποιο είδος αμαρτίας). Υπάρχουν επίσης και άτομα που αντιλαμβάνονται το έγκλημα με βάση νομικές αντιλήψεις ή νομικούς ορισμούς (έγκλημα είναι ό,τι ο νόμος ορίζει ως έγκλημα). Πάντως, οι περισσότεροι-ες που θα απαντήσουν (ή θα αναρωτηθούν) στο ερώτημα “τι είναι έγκλημα” κλίνουν προς το να ενώνουν στοιχεία από την ηθική, τη θρησκεία και το νόμο – συχνά στη βάση μιας αντίληψης για το τι είναι δίκαιο που διαφέρει από τις νομικές προβλέψεις. Περίπου τις ίδιες απόψεις με το “ευρύ κοινό” δείχνουν να έχουν και οι φοιτητές και φοιτήτριες, τουλάχιστον στα πρώτα βήματα της επαφής τους με την Εγκληματολογία.
Οι εγκληματολόγοι είναι μάλλον πιο προσεκτικοί – κάθε άλλο παρά θεωρούν ότι ο ορισμός του εγκλήματος είναι μια εύκολη υπόθεση. Πολλοί δεν διαφοροποιούνται επί της ουσίας από την αντίληψη του εγκλήματος που είναι η πλέον διαδεδομένη στο “ευρύ κοινό” και τα ΜΜΕ. Άλλοι εγκληματολόγοι εδράζονται σε αντιλήψεις που αποκλίνουν ή και αντιτίθενται στις προηγούμενες αντιλήψεις. Μεταξύ των δεύτερων υπάρχουν και κάποιοι που αμφιβάλλουν για το εάν υπάρχει (ένας επιστημονικός) ορισμός του εγκλήματος ή (επιστημονική) ανάγκη για κάτι τέτοιο. Οι διαφορές αυτές έχουν να κάνουν κυρίως με την ευρύτερη θεώρηση που φέρει ο κάθε εγκληματολόγος, τη γενικότερη αντίληψη για το τι είναι κοινωνία και, ειδικότερα, τι είναι μια λογική και δίκαιη κοινωνία. Αλλιώς αντιλαμβάνεται το έγκλημα ο συμβατικός εγκληματολόγος που ασπάζεται στρατηγικές περί μηδενικής ανοχής, αλλιώς ο καταργητιστής που εκτιμά ότι το ποινικό σύστημα πρέπει να περιοριστεί θεαματικά και να αντικατασταθεί από κοινωνικότερους τρόπους αντιμετώπισης των σχετικών προβλημάτων κοκ. Οι αποκλίσεις αυτές – που ανάλογες απαντώνται στο σύνολο των επιστημών, κοινωνικών και φυσικών – αποτελούν στοιχείο ζωτικότητας εφόσον παραπέμπουν σε μια κοινότητα επιστημόνων οι οποίοι προσεγγίζουν το αντικείμενό τους από πολλές, διαφορετικές και, συχνά, αναζωογονητικές οπτικές. Ίσως, η εγκληματολογία να βρισκόταν σε αδιέξοδο εάν επικρατούσε μία αντίληψη (η Αντίληψη) και ένας ορισμός (ο Ορισμός) που όλοι αποδέχονταν σαν δεδομένο και θα στοχάζονταν στο πλαίσιό του.
Όπως αναφέρεται και στην Εισαγωγή, κρίναμε ότι το να μετάσχουν ευθέως στο διάλογο για το έγκλημα και την αντιμετώπισή του και άτομα που έτυχε να έχουν μια συστηματική εμπλοκή με το ποινικό σύστημα σε όλες τις φάσεις του (αστυνομία, δικαστήριο, φυλακή) θα μπορούσε να αποδειχτεί γόνιμο για τους σύγχρονους εγκλημα” – το ευρύ κοινό, οι δικαστές, η αστυνομία, ίσως και κάποιοι εγκληματολόγοι – τείνουν να ορίζουν στερεοτυπικά σαν παραβατικούς ή εγκληματίες. Τα άτομα αυτά (φυλακισμένοι-ες και πρόσφατα αποφυλακισμένοι-ες) έχουν τύχει σωφρονιστικής επεξεργασίας από το Δίκαιο, την αστυνομία, το δικαστήριο και τη φυλακή. Οι απόψεις τους είναι προϊόντα σχετικών προσωπικών βιωμάτων, και μπορούν να προσφέρουν ένα πρώτο περίγραμμα και μια σειρά ειδικές στιγμές για το πώς αντιλαμβάνονται το ποινικό σύστημα, το τι είναι δίκαιο και τι είναι άδικο, τους όρους εγκληματογένεσης, τα χαρακτηριστικά του παραβατικού ή εγκληματία. Επίσης, οι απόψεις αυτές μπορούν να συγκριθούν με διάφορες θεωρήσεις και διάφορα θεωρήματα της εγκληματολογικής σκέψης. Οι συνεντευξιαζόμενοι έχουν λόγο, έχουν απόψεις, τονίζουν ζητήματα για την εγκληματολογική σκέψη, καταθέτουν μια σειρά από δικές τους εμφάσεις και δίνουν σημαντικές πληροφορίες για το ποινικό σύστημα. Πληροφορίες που κατά κανόνα απέχουν σημαντικά από τα όσα το ίδιο το ποινικό σύστημα ή οι οργανικοί του διανοούμενοι υποστηρίζουν.
Οι σημαντικότερες ομάδες ορισμών του εγκλήματος
Καταρχήν, ας παραθέσουμε τις σημαντικότερες ομάδες ορισμών του εγκλήματος που απαντώνται στην εγκληματολογία.
Οι πιο συχνά απαντώμενοι ορισμοί του εγκλήματος έχουν ως κεντρικό τους άξονα την αντίληψη ότι έγκλημα είναι ό,τι ορίζει ο νόμος ως έγκλημα. Ένας κλασικός ορισμός που αποδίδει μιαν αντίληψη η οποία ήταν κυρίαρχη τουλάχιστον ως τη δεκαετία του 1960 μεταξύ των κοινωνικών επιστημόνων και των νομικών είναι των Sutherland και Cressey (1970, σ. 4) και είναι ο ακόλουθος: “Εγκληματική συμπεριφορά είναι η συμπεριφορά που παραβιάζει το Ποινικό Δίκαιο … δεν αποτελεί έγκλημα εκτός εάν απαγορεύεται από το Ποινικό Δίκαιο.” Όσο αποκρουστική, επιβλαβής, αντικοινωνική, επικίνδυνη ή ανήθικη και αν είναι μια συμπεριφορά, δεν συνιστά έγκλημα αν δεν ορίζεται ως έγκλημα από την κρατική εξουσία, κυρίως το νομοθετικό και το δικαστικό σώμα. Μια ανάλογη αντίληψη μπορεί να είναι αμέσως κατανοητή και να φαντάζει ως εύλογη. Συγχρόνως όμως, είναι και κυκλική (και, συνεπώς, επιστημονικά ανεπαρκής): Υποτίθεται ότι το Ποινικό Δίκαιο και τα δικαστήρια αποτελούν απάντηση στο έγκλημα. Όμως το τι είναι έγκλημα ορίζεται ακριβώς από το Ποινικό Δίκαιο και (στο επίπεδο της εφαρμογής) τα δικαστήρια. Δηλαδή, το Ποινικό Δίκαιο δεν απαντά σε κάτι που ήδη υπάρχει. Αντίθετα, είναι το ίδιο που δημιουργεί το αντικείμενο δίωξης και καταστολής. Ένα βήμα παραπέρα, η σχετική αντίληψη του εγκλήματος παρακάμπτει ένα σημαντικό ζήτημα: Το ποιοι και με ποια κριτήρια αποφασίζουν πάνω στο ποιες από τις κοινωνικές συμπεριφορές ορίζονται ως εγκλήματα. Ποιοι και με ποια κριτήρια αποφασίζουν ότι η κλοπή πρέπει να θεωρείται πιο σημαντικό ζήτημα για να απαντηθεί από το Ποινικό Δίκαιο σε σχέση με την παραβίαση κανόνων υγείας και ασφάλειας στους χώρους δουλειάς;
Χωρίς να αμφισβητούν το ότι νόμος και ηθική ταυτίζονται και το τι ο νόμος ορίζει σαν έγκλημα υπάρχουν και οι δύο θετικιστικές εκδοχές του τι είναι έγκλημα. Το έγκλημα βλέπεται από την πρώτη (βιολογικός θετικισμός) σαν εκδήλωση βιολογικού αταβισμού (ή συνδυασμού μιας προβληματικής βιολογίας κάποιων ατόμων και φτώχειας) (Ferri, 1996, βλ. παρακάτω και Αίτια του Εγκλήματος’) και από τη δεύτερη (λειτουργισμός) σαν κοινωνική παθολογία που όμως είναι χρήσιμη στην κοινωνία (αφού παράγει τα απαραίτητα “ηθικά αντισώματα” που ενισχύουν τους κοινωνικούς δεσμούς) (Durkheim, 1968, πρωτοεκδόθηκε το 1895).
Μια άλλη ομάδα ορισμών του εγκλήματος έχει ως πυρήνα την αντίληψη ότι έγκλημα είναι κάθε συμπεριφορά που εγκληματοποιείται, που ορίζεται ως έγκλημα, άσχετα από το ποιες ιδιότητες έχει. Αν κάποιος εξετάσει μια σειρά από συμπεριφορές που ορίζονται ως εγκληματικές (για παράδειγμα, βιασμό, κλοπή, ανθρωποκτονία, καταστροφή του περιβάλλοντος, σωματεμπορία, διαφθορά, απάτη) θα διαπιστώσει ότι οι συμπεριφορές αυτές δεν έχουν τίποτε το κοινό μεταξύ τους – εκτός από το ότι ορίζονται ως εγκληματικές από αυτούς που είναι στη θέση και έχουν την ισχύ να το πράξουν (Hulsman, 1986). Ένα πρώτο και σημαντικό βήμα αφορά το τι έρχεται να ορίσει ο νομοθέτης, ποιες συμπεριφορές έρχεται να ορίσει ως εγκληματικές και ποιες όχι. Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο σημαντικό βήμα και έχει να κάνει με την εφαρμογή του νόμου. Η εφαρμογή που νόμου δεν είναι μια απλή, ουδέτερη και αντικειμενική εφαρμογή. Το αν και το πώς θα εγκληματοποιηθεί μια συμπεριφορά αποτελεί μια (περίπλοκη και αβέβαιη ως προς το αποτέλεσμα) διαδικασία που περιλαμβάνει διαπραγματεύσεις στις οποίες εμπλέκονται όσοι εντοπίζονται ως ύποπτοι, η αστυνομία, το δικαστήριο, οι δικηγόροι κλπ. Ειδωμένα από την οπτική αυτή, ερωτήματα όπως “γιατί το έκανε;”, “ποια είναι τα αίτια του εγκλήματος;” έχουν μάλλον δευτερεύουσα σημασία. Το “γιατί το έκανε” κάποιος έχει μια μακρινή σχέση με το ποια συμπεριφορά εγκληματοποιείται από τον τυπικό ορισμό και την πρακτική εφαρμογή του νόμου – και, επιπλέον, δεν υπάρχει κάποιος ειδικός τύπος κινήτρων που οδηγεί στο έγκλημα. Συχνά, διαφορετικές συμπεριφορές ή ακόμα και οι ίδιες συμπεριφορές μπορεί να έχουν διαφορετικά κίνητρα. Οπότε, για την αντίληψη της κοινωνικής αντίδρασης, οι εγκληματίες δεν αποτελούν ένα διαφορετικό είδος ανθρώπων, η δε εγκληματικότητα είναι συνηθισμένη και διαδεδομένη μάλλον παρά κάτι το εξαιρετικό.
Μια τρίτη ομάδα ορισμών του εγκλήματος που εντάσσεται στη συγκρουσιακή θεώρηση έχει σαν αφετηρία την αντίληψη της κοινωνικής αντίδρασης, επιχειρεί όμως να του δώσει έναν πιο συγκεκριμένο ιστορικό χαρακτήρα. Η συγκρουσιακή προσέγγιση τονίζει τον ισχυρό πολιτικό χαρακτήρα που έχει κάθε ορισμός του εγκλήματος. Από συγκρουσιακή οπτική, κάποιοι έχουν τη δύναμη να ορίζουν ως εγκληματικές κάποιες συμπεριφορές και να επιβάλλουν τον ορισμό τους πάνω στους άλλους. Σε αντίθεση με κάποιες άλλες συμπεριφορές, μια σειρά από αντικοινωνικές δράσεις θυματοποίησης, εκμετάλλευσης, καταστροφής και κλοπής δεν ορίζονται ως εγκλήματα. Για παράδειγμα, πολύ συχνά στον κατάλογο των “εργατικών ατυχημάτων” περιλαμβάνονται και εγκλήματα της εργοδοσίας (που όμως δεν ορίζονται σαν τέτοια από το Δίκαιο ή δεν καταδικάζονται από τους εφαρμογείς του) ή κάποιες οργανώσεις ορίζονται ως “τρομοκρατικές” ενώ κάποιες άλλες ως “απελευθερωτικές”. Η εγκληματικότητα δεν “είναι” κάτι που κάποιοι έχουν και κάποιοι όχι, ενώ το τι είναι έγκλημα έχει να κάνει με το ποιος έχει την ισχύ να επιβάλλει την “ταμπέλα” σε κάποιον άλλο. Ο χαρακτήρας της κοινωνίας και οι συσχετισμοί δύναμης μεταξύ των διάφορων κοινωνικών τάξεων ή κατηγοριών έχουν αποφασιστική σημασία σ` αυτό.
Παραλλαγή της συγκρουσιακής θεώρησης αποτελεί και η προσέγγιση του εγκλήματος που κινείται με κεντρική ιδέα το ότι η θεαματική αύξηση του αριθμού των προβληματικών (και “προβληματικών”) συμπεριφορών που ορίζονται από το νόμο σαν εγκλήματα αποτελεί μια σχετικά πρόσφατη ιστορική εφεύρεση, μια χρήσιμη ιστορική εφεύρεση. Πριν από την άνοδο του καπιταλισμού οι διάφορες προβληματικές συμπεριφορές ατόμων ή ομάδων κατανοούνταν κυρίως σε όρους αμαρτίας ή σαν αστικά (μη ποινικά) αδικήματα ή σαν ιδιωτικές αντιδικίες, ενώ οι παραβάτες εντοπίζονταν σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Αμαρτωλοί υπήρχαν σε όλες τις τάξεις, αντιδικίες υπήρχαν σε όλες τις τάξεις. Από τον 19ο αιώνα όμως έλαβε χώρα ένας αναπροσανατολισμός στους όρους κατανόησης του εγκλήματος. Η διατήρηση της ηθικής υποχώρησε σε σημασία και τον πρώτο λόγο άρχισε να έχει η προστασία της ατομικής ιδιοκτησίας. Αυτό είχε ορισμένα αποτελέσματα. Πρώτο, απαιτούνταν ακριβείς διατυπώσεις, ακριβείς ποινικοί νόμοι. Δεύτερο, το έγκλημα άρχισε να εντοπίζεται κυρίως στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Τρίτο, οι οικονομικά και πολιτικά ισχυροί ήταν σε θέση να υπαγορεύουν το περιεχόμενο των νόμων. Σ` αυτή τη βάση, το να μελετάται το έγκλημα με αφετηρία ορισμούς που προέρχονται από τους οικονομικά ισχυρούς και το κράτος αποτελεί εμπόδιο στην επιστημονική κατανόηση και ενισχύει στερεότυπα και προκαταλήψεις που υπηρετούν τα σχετικά συμφέροντα. Το ότι κάτι το λέει ο νόμος δεν σημαίνει και ότι πρέπει να θεωρείται σαν εύλογο ή επιστημονικό ή ότι η επιστήμη οφείλει να το αποδέχεται σαν τέτοιο. Ο νόμος κάνει τη δουλειά του και η επιστήμη τη δική της.
Μια πιο πρόσφατη ομάδα ορισμών του εγκλήματος ξεκινάει από τις ενστάσεις που διατυπώνονται στη θέση ότι έγκλημα είναι ό,τι ο νόμος ορίζει ως έγκλημα, επιχειρεί δε έναν διαφορετικό τρόπο προσέγγισης. Καταρχήν, στηρίζεται στις προηγούμενες προσεγγίσεις του εγκλήματος. Τονίζεται ότι είναι τόσο μεγάλη η ποικιλία των συμπεριφορών που ορίζονται ως έγκλημα από το νόμο ώστε να γίνεται φανερό πως το έγκλημα δεν έχει οντολογική πραγματικότητα αλλά, αντίθετα, είναι προϊόν επιλογής και ορισμού. Προτείνεται δε ότι το έγκλημα δεν αποτελεί το αντικείμενο αλλά το προϊόν των ποινικών νόμων και των εφαρμογών τους από το ποινικό σύστημα (Hulsman, 1986). Κατά δεύτερο λόγο, ένα βήμα παραπέρα, από αυτή την οπτική, τη ζημιολογική οπτική, η έννοια του εγκλήματος εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο που περιλαμβάνει διάφορα είδη κοινωνικής βλάβης, τόσο αυτές που ο νόμος ορίζει ως εγκλήματα όσο και αυτές για τις οποίες αδιαφορεί. Στην κοινωνική ζωή υπάρχουν πολλά και διαφορετικά προβλήματα που προκαλούν δυστυχία, πόνο, έλλειψη ευκαιριών, συλλογικές καταστροφές. Οι επικρατούντες νομικοί ορισμοί του εγκλήματος δημιουργούν μιαν αλλοιωμένη εικόνα της πραγματικότητας, αφού τονίζουν κάποιες βλάβες ενώ υποβαθμίζουν σε σημασία (ή ακόμα και αποσιωπούν) κάποιες άλλες. Ειδικά ο ποινικός νόμος προστατεύει αυτούς που είναι υπεύθυνοι για τις μεγαλύτερες κοινωνικές βλάβες, τους θέτει εκτός ποινικών κυρώσεων, ενώ στρέφει την προσοχή του στις μικρές κοινωνικές βλάβες, οι πιο πολλές από τις οποίες θα μπορούσαν να αντιμετωπιστούν γονιμότερα με τρόπους που δεν έχουν να κάνουν με την ποινική τιμωρία. Όπως διαπιστώνει ο Reiman (2007, σ. 60), «είναι γεγονός ότι η ταμπέλα “έγκλημα” φυλάσσεται κυρίως για τα επικίνδυνα τμήματα των φτωχών.» Είναι στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης που οι Schwendinger και Schwendinger (1970) προτείνουν ότι το ποινικό δίκαιο πρέπει να αρχίσει να ορίζει ως εγκλήματα τις συμπεριφορές και καταστάσεις που παραβιάζουν τα ανθρώπινα δικαιώματα, ενώ οι Henry και Milovanovic (1996, σ. 4), τις συμπεριφορές και καταστάσεις που στερούν σε κάποιους ανθρώπους τη δυνατότητα να εκφράζουν την ανθρωπιά τους. Συνολικά, ορισμένοι εγκληματολόγοι που προκρίνουν ζημιολογικούς ορισμούς του εγκλήματος προτείνουν μιαν απεγκληματοποίηση του τρόπου που βλέπονται οι κοινωνικές βλάβες, ολοένα και λιγότερες κοινωνικές βλάβες να βλέπονται και να αντιμετωπίζονται ως εγκλήματα. Κάποιοι άλλοι όμως προτείνουν μια νέα εγκληματοποίηση, να αλλάξει το τι ο ποινικός νόμος βλέπει ως έγκλημα και τι όχι. Ο ποινικός νόμος πρέπει να αρχίσει να κοιτάζει και “προς τα πάνω” στην κοινωνική ιεραρχία και να απαλλαγεί από την καθήλωση να ψάχνει για έγκλημα σχεδόν αποκλειστικά στους τρόπους ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων (Box, 1983).
Από τα προηγούμενα γίνεται φανερό ότι, από εγκληματολογική οπτική, το έγκλημα δεν είναι δυνατό να οριστεί με κάποιον καταληκτικό τρόπο, δεν είναι δυνατό να οριστεί “μια για πάντα” το τι είναι έγκλημα και τι δεν είναι. Ανάλογα με το συσχετισμό των κοινωνικών δυνάμεων, τις κοινωνιακές εξελίξεις και την ανάπτυξη νέων επιστημονικών προβληματισμών, το έγκλημα θα παραμείνει μια έννοια που θα αλλάζει μορφές, θα αναφέρεται σε διαφορετικές συμπεριφορές και θα υπονοεί την αντιμετώπισή τους με διαφορετικούς τρόπους. Ας στραφούμε τώρα να δούμε πώς ορίζουν το έγκλημα οι φυλακισμένοι και αποφυλακισμένοι που ρωτήθηκαν σχετικά και έδωσαν τις απαντήσεις τους. Πρέπει δε να ληφθεί υπόψη ότι οι απαντήσεις τους ήταν προφορικές και άμεσες.
Οι απόψεις των συνεντευξιαζόμενων
(22 χρ., αλλοδαπός) «Το έγκλημα οι περισσότεροι το κάνουν επειδή το θέλουν και το κάνουν. Δηλαδή έγκλημα είναι η ληστεία ή να τραυματίσεις κάποιον και το κάνεις είτε για να πάρεις κάποια χρήματα είτε για να προστατέψεις τον εαυτό σου. Αλλά υπάρχει και μια πιθανότητα που μπορεί, όπως εγώ, να κάνεις φόνο χωρίς να θυμάσαι κάτι δηλαδή για λόγους τιμής.»
(23 χρ.) «Θα σου πω τι είναι έγκλημα, είναι κάτι που κάνεις και δεν στέκει. Να το κάνεις δίχως λόγο. Δηλαδή άμα κάποιος πάρει ένα πιστόλι στα καλά καθούμενα και πάει και σκοτώσει έναν, έγκλημα είναι. Τώρα να σκοτώσεις κάποιον για ένα λόγο, οποιοσδήποτε λόγος, δηλαδή να σε βρίσει, είναι υποκειμενικό αν εσένα σε πειράξει. Ο άλλος μπορεί να έχει βγει από κάπου και να είναι αγρίμι, και να τον πειράξει αν του πει μια κακιά βρισιά. Του άλλου μπορεί να του πει ένα σωρό βρισιές και να μην τον πειράξει. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω; Όσοι είναι εδώ πέρα κανείς δεν έχει κάνει έγκλημα, γιατί ο άλλος σου λέει “πήγα λήστεψα τράπεζα γιατί έχω τη μάνα μου στο νοσοκομείο”. Φίλε, κατάλαβες;»
(31 χρ.) «Δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα (πραγματικό έγκλημα). Κακά γίνονται πολλά και από πολλούς, όλους. … Και έρχεται η κοινωνία και λέει ότι αυτά τα κακά τα βαφτίζω εγκλήματα. Να τα τιμωρώ για να μην τα κάνετε.»
(37 χρ.) «Ναρκωτικά δεν πουλάω, είναι αμαρτία από το Θεό. Μόνο για πάρτη μου παίρνω.»
Συνολικά, στη μεγάλη τους πλειονότητα, οι συνεντευξιαζόμενοι δεν άγγιξαν το θέμα του τι είναι έγκλημα – και σ` αυτό οφείλεται ο περιορισμένος αριθμών των σχετικών αναφορών. Κυρίως γιατί δεν ενδιαφέρθηκαν γι` αυτό το επίπεδο γενίκευσης αλλά και διότι οι ερωτήσεις που τους απευθύνθηκαν ήταν προσανατολισμένες σε πιο άμεσα ζητήματα, πιο κοντά στους χώρους, τους χρόνους και τους θεσμούς των προσωπικών τους βιωμάτων1. Οι παραπάνω ορισμοί πάντως δείχνουν μια προσέγγιση του τι είναι έγκλημα σε ηθικούς κυρίως όρους. Ποινικό Δίκαιο και ηθική έχουν έναν κοινό τόπο αλλά κάποιες από τις συμπεριφορές που ορίζει ως εγκληματικές δεν είναι εγκληματικές από την οπτική των συνεντευξιαζόμενων, ενώ κάποιες που είναι εγκληματικές το Ποινικό Δίκαιο δεν τις ορίζει σαν τέτοιες. Μέχρι στιγμής, οι συνεντευξιαζόμενοι δεν δείχνουν να περιλαμβάνουν το Ποινικό Δίκαιο στο πλέγμα των αρχών που θα έπρεπε να ορίζουν το έγκλημα. Η εικόνα του πώς οι συνεντευξιαζόμενοι αντιλαμβάνονται το έγκλημα ξεκαθαρίζει περισσότερο στην επόμενη Ενότητα που έχει να κάνει με τα ζητήματα του ποιοι είναι εγκληματίες και ποιες είναι εγκληματικές πράξεις.
Β. Ποιοι είναι εγκληματίες – Ποιες πράξεις είναι εγκληματικές
Στη σύγχρονη Ελλάδα, το μέσο άτομο, τα ΜΜΕ και οι διωκτικές αρχές έχουν συγκεκριμένες εικόνες δράσεων που κατανοούν σαν εγκληματικές και συγκεκριμένους ανθρωπότυπους που κατανοούν σαν εγκληματίες, σαν άτομα που “μοιάζουν για εγκληματίες”, “που μόλις τους δεις καταλαβαίνεις ότι είναι εγκληματίες”. Είναι ενδιαφέρον ότι οι παραστάσεις μέσου ατόμου, ΜΜΕ και διωκτικών αρχών για έγκλημα και εγκληματία περίπου συμπίπτουν (Shanahan και Morgan, 2006, σ. 315). Εγκληματίες είναι οι ληστές, οι κλέφτες, οι βιαστές, οι δολοφόνοι κλπ., ενώ εγκλήματα είναι οι σχετικές δράσεις. Τουλάχιστον οι πρώτες δύο δράσεις απαντώνται σε άτομα στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις ενώ οι άλλες δύο, αν και είναι διαταξικές, αποδίδονται ως παραστάσεις επίσης σε άτομα στις κατώτερες κοινωνικές τάξεις. Στο στερεότυπο του βιαστή δεν μπαίνει ο χαλαρός και τυπικά ευγενής εύπορος αστός – έστω και αν τα διαθέσιμα στοιχεία δείχνουν το αντίθετο.
Κατά τον Pasquino (1980) η κλασική θεωρία του ποινικού νόμου εισήγαγε (και περιλαμβάνει στις προϋποθέσεις της) τη φυσιογνωμία του homo penalis, ουσιαστικά του πολίτη, αυτού που υπέγραψε το Κοινωνικό Συμβόλαιο. Με βάση την κλασική θεωρία ο homo penalis διαπράττει το έγκλημα στη βάση της ελεύθερης θέλησής του, με το έγκλημα να κατανοείται σαν λαθεμένος υπολογισμός από μέρους του. Μερικές δεκαετίες αργότερα, και στο πλαίσιο της ανάπτυξης της πρώιμης εγκληματολογίας με τον έντονα θετικιστικό χαρακτήρα, οι Lombroso και Ferri εισήγαγαν τη φυσιογνωμία του homo criminalis, μιας φυσιογνωμίας που αναφέρεται σε ένα άτομο το οποίο δεν σκέπτεται όπως ο “κανονικός άνθρωπος” της κλασικής ποινικής θεωρίας. Ο “εγκληματίας άνθρωπος” επρόκειτο να γνωρίσει μιαν ευρύτατη αποδοχή ως στερεότυπο που υποτίθεται ότι “τα εξηγεί όλα” τόσο από τη συμβατική εγκληματολογία όσο και από τις λαϊκιστικές αντιλήψεις της κοινής γνώμης και των ΜΜΕ γύρω από την εγκληματικότητα. Και βέβαια, δεν πρέπει να παραληφθεί ότι αποτέλεσε τον κύριο τρόπο προσέγγισης των “επικίνδυνων τάξεων”.
Ας προσεγγίσουμε κάποιες από τις απόψεις των ατόμων που μας έδωσαν τις συνεντεύξεις, ατόμων που έχουν εμπλακεί με το ποινικό σύστημα (φυλακισμένοι και πρόσφατα αποφυλακισμένοι). Ας δούμε τι απάντησαν στο ερώτημα “ποιος είναι πραγματικός εγκληματίας”.
Μια πρώτη ομάδα συνεντευξιαζόμενων τείνει να αποκλίνει από το ευρύ κοινό, τα ΜΜΕ και τις διωκτικές και σωφρονιστικές αρχές σχετικά με το ποιος είναι ο πραγματικός εγκληματίας.
Πέντε από αυτούς που απάντησαν στο συγκεκριμένο ερώτημα εκτιμούν ότι πραγματικοί εγκληματίες είναι όσοι διαπράττουν οικονομικά εγκλήματα (συχνά με πολιτικό συντελεστή). Για παράδειγμα:
(42 χρ.) «Πραγματικό έγκλημα. … Μα αυτά που κάνουνε τα μεγάλα αφεντικά. Πάει ο άλλος κλέβει τα λεφτά για τις συντάξεις και αντί να τον χώσουν μέσα, τον έχουνε και στην τηλεόραση. Δεν είναι συμμορία όλοι αυτοί που τα αρπάξανε; Αν πάει ένας μικρός και αρπάξει 10 ευρώ από μια ηλικιωμένη θα τον φέρουνε εδώ. Εγκληματίας ο μικρός. Θα φάει και ξύλο και προσβολές και θα του κολλήσουνε και τη ρετσινιά πως έκανε φυλακή.»
Με την απάντησή του ο συνεντευξιαζόμενος τονίζει τους οικονομικά ισχυρούς ως πραγματικούς εγκληματίες. Αξίζει δε να τονιστεί ότι αναφέρει και την προνομιακή μεταχείρισή τους από τα ΜΜΕ ενώ τονίζει και την άνιση στάση του ποινικού συστήματος απέναντι στους ισχυρούς σε σύγκριση με τους μικροπαραβάτες.
Εκεί στρέφουν την προσοχή τους και οι επόμενοι τρεις:
(35 χρ.) «Μπορεί ο κόσμος και η τηλεόραση να μας θεωρεί τους χειρότερους, να μας έχουνε κάνει όλοι στην άκρη γιατί και καλά αυτό μας αξίζει, όμως πίστεψέ με ότι εμείς είμαστε θύτες και θύματα. Να το υπογραμμίσεις αυτό. Οι τρανοί εγκληματίες σήμερα φοράνε γραβάτα. Όσο και αν σου φαίνεται τρελό, είναι αλήθεια. Και αυτό στο λέω γιατί τώρα το καταλαβαίνω, μετά από όλη αυτή την τρικυμία. … Ότι δεν φαίνεται, αυτό να φοβάσαι και αυτόν που είναι κοστουμαρισμένος. Έχει φθηνύνει η ανθρώπινη ζωή και οι αξίες δεν υπάρχουν. Ούτε αγάπη, ούτε αξιοπρέπεια. … Οι περισσότεροι χτυπούν ένα τηλέφωνο και παραγγέλνουν γυναίκες, όπως παραγγέλνουν την πίτσα και αυτοί είναι “κύριοι”.»
(26 χρ.) «Ναι, όμως οι “απ’ έξω” μας λένε εγκληματίες, η τηλεόραση μας παρουσιάζει σαν τέρατα. Εμείς οι από μέσα είμαστε πιο άνθρωποι από “τους έξω”. Ποιος ενδιαφέρεται για μας; Οι γραβατωμένοι; Αυτοί είναι χειρότεροι απ’ όλους. Αλλιώς η κοινωνία δεν θα κατέρρεε.»
(33 χρ.) «Α, ναι. Κατηγορούν εμάς και δεν βλέπουν τα χάλια κάποιων που με τα κοστούμια τους κάνουν τις μεγαλύτερες πουστιές … τα μεγαλύτερα εγκλήματα … απλά εμείς πέφτουμε θύματα αυτών … Εκτελεστές και θύματα … αυτό είμαστε εμείς … Γιατί άλλοι που κάνουν βρωμοδουλειές, δεν έχουν καμία δικαιολογία, κανένα επιχείρημα … και πλούσιοι είναι και από καλές οικογένειες … ενώ εμείς … .2»
Ανάλογη θέση διατυπώνει και ο επόμενος (34 χρ.) αναφέροντας, προφανώς επηρεασμένος από το σκάνδαλο στη διαχείριση της περιουσίας των Ταμείων εργαζομένων που εκδηλώθηκε το καλοκαίρι του 2007, ότι πραγματικός εγκληματίας είναι αυτός που
« … άρπαξε τα λεφτά από τα ταμεία των συνταξιούχων.»
Ένας τρίτος (47 χρ.) αναφέρει πως πραγματικός εγκληματίας είναι
« … όποιος κάνει κακό στην κοινωνία … όσο πιο μεγάλο το κακό τόσο πιο μεγάλο το έγκλημα.»
Στο δε ερώτημα του τι θεωρεί ως μεγάλο κακό διευκρινίζει:
«Πιο μεγάλο κακό; Οι κομπίνες που στήνουνε οι πλούσιοι. Τα βασανιστήρια. Ο εξευτελισμός των ανθρώπων.»
Ο συνεντευξιαζόμενος έρχεται να τονίσει τρία είδη πραγματικού εγκλήματος. Σε ένα επίπεδο βρίσκεται το έγκλημα των οικονομικά ισχυρών, ενώ, σε ένα άλλο επίπεδο, αναφέρει πως θεωρεί ως εγκλήματα τους βασανισμούς (φυσικός και ψυχικός πόνος) και τον εξευτελισμό των ανθρώπων (προσβολή της ανθρώπινης αξιοπρέπειας)3.
Σ` αυτή την κατεύθυνση αλλά με άλλες εμφάσεις κινείται η απάντηση του τέταρτου συνεντευξιαζόμενου (37 χρ.):
Πραγματικοί εγκληματίες είναι « … οι δικαστές που δικάζουνε … οι μπάτσοι … τα παίρνουνε … στήνουνε ιστορίες … δέρνουνε, εκβιάζουν ομολογίες. Η κοινωνία κάνει πως δεν ξέρει όλα αυτά. Τα ξέρουν αλλά γουστάρουνε να τα βλέπουνε. Μόλις όμως τους κάτσει μια τέτοια ή κάτσει στο παιδί τους τότε το θυμούνται και φρικάρουν.»
Ο συνεντευξιαζόμενος (25 χρ.) στρέφεται ενάντια στα ατοπήματα όσων στελεχώνουν το ποινικό σύστημα, καθώς και στο μέσο πολίτη που ανέχεται ή και επιδοκιμάζει αυτά τα ατοπήματα. Μια άλλη ανάλογη εκδοχή είναι η ακόλουθη:
«Ο Χρ. πιάστηκε με πρέζα, 10 γραμμάρια. Τον πιάσανε που σούπα. Είναι μέσα για εμπόριο ναρκωτικών, αντίσταση κατά της αρχής. Του την είχανε στημένη, τον πιάσανε μαλάκα. Οι μπάτσοι που του στήσανε την κομπίνα είναι οι εγκληματίες, εκβιάσανε το Μ. για να πιάσουνε κάποιον. Και ο δικαστής που τούριξε στα γρήγορα 6 ή 7 χρόνια είναι ο εγκληματίας. Ο μικρός (ο Χρ.) είναι πρεζάκι, δε μπορεί να κάνει αλλιώς, φροντίδα θέλει για να βγει από την πρέζα. … Η κοινωνία την θέλει την πρέζα. Θέλει την πρέζα και θέλει να κυνηγάει και να χώνει φυλακή αυτούς που πιάνει με πρέζα. Η κοινωνία είναι ο εγκληματίας. Και οι μπάτσοι και οι δικαστές.»
Ανάλογη θέση με τους προηγούμενους εκφράζει και άλλος ένας (34 χρ.):
«Να, ο υπουργός (Δικαιοσύνης) δεν είναι εγκληματίας; Αφού ξέρεις τι γίνεται κύριε στις φυλακές! Και στα δικαστήρια ξέρεις. Είσαι εγκληματίας που το αφήνεις να γίνεται αφού μπορείς να το σταματήσεις. … Αν δεν ξέρεις κύριε παραιτήσου, όχι να έχεις το υπουργείο για να βάζεις δικούς σου για να βγεις στις εκλογές. … Είναι εγκληματίας γιατί βασανίζει ανθρώπους, καταστρέφει τη ζωή τους. Υπογράφει διαταγές.»
Άλλοι συνεντευξιαζόμενοι έδωσαν απαντήσεις σχετικά με το ποιος είναι ο πραγματικός εγκληματίας που προσεγγίζουν τις απόψεις του τρίγωνου κοινής γνώμης, ΜΜΕ και διωκτικών αρχών.
Δύο τονίζουν τους ψυχρούς δολοφόνους με κίνητρο το οικονομικό κέρδος:
(20 χρ.) «Πραγματικοί εγκληματίες είναι … οι ψυχροί δολοφόνοι … που σκοτώνουνε κάποιον για να τα πιάσουν … »
(21 χρ.) «Ξέρεις τι πάει να πει δολοφόνος; Τους ανθρώπους τους βλέπει σαν συμβόλαια. Είναι συμβόλαια γι αυτόν. Ποιον μου είπαν να σκοτώσω; Τον τάδε; Ποιος είναι; Αυτός. Μπαμ. Μπαμ. Πάρτα. Νεκρός. Δεν ξέρει ούτε τον νοιάζει ποιός είναι ο άλλος, αν έχει οικογένεια. Γιατί θα τον “τελειώσει”. Τίποτα. Πήρα τόσα. Μπαμ.»
Ένας άλλος (32 χρ.) κλίνει προς τους (αδίστακτους) εμπόρους ναρκωτικών: Πραγματικοί εγκληματίες είναι
« … οι έμποροι (ναρκωτικών). Άλλοι ναι και άλλοι όχι. Αν σκοτώνουνε και τέτοια είναι. Αν πουλάνε μόνο δεν είναι. Τα ναρκωτικά δε σταματάνε κυνηγώντας εμπόρους, βαποράκια. Ας τα νομιμοποιήσουν και θα δεις ότι θα σταματήσουν αμέσως. Αλλά φοβούνται ότι θα γίνουν όλοι πρεζάκια. Γι` αυτό τα κυνηγάνε. … Τα άλλα που πουλάνε οι εταιρείες δεν τα κυνηγάνε. Τα Tavor τα πίνουνε με τις χούφτες.»
Είναι φανερό ότι ο συνεντευξιαζόμενος “δείχνει” και τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις αλλά και την πολιτεία που αποδέχεται την παραγωγή και διάθεση νόμιμων ναρκωτικών. Ας προσεχθεί δε και το ότι δίνει μιαν ερμηνεία σχετικά με τους λόγους που η πολιτεία διώκει κάποιες μορφές ναρκωτικών: το φόβο ότι αν τα επέτρεπε, στις σύγχρονες συνθήκες ζωής μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα προχωρούσε στη μαζική χρήση τους.
Ένας τρίτος (42 χρ.) εστιάζει στους σωματεμπόρους:
Πραγματικοί εγκληματίες είναι οι « … σωματέμποροι ναι. Άθλια ράτσα. Τα χειρότερα σκουπίδια. Σαδιστές, ορμάνε σε ανήμπορες να κάνουνε κάτι. Τεμπελόσκυλα. … Αλλά πορνεία χωρίς σωματέμπορους δεν υπάρχει. Ούτε κοινωνία χωρίς πορνεία. … Ίσως μια άλλη (κοινωνία), ανθρώπινη.»
Ας προσεχθεί ότι εντάσσει τους σωματεμπόρους στην ευρύτερη κατηγορία των σαδιστών, μια κατηγορία στην οποία, όπως είδαμε παραπάνω, άλλοι συνεντευξιαζόμενοι εντάσσουν και στελέχη του ποινικού συστήματος. Ας προσεχθεί επίσης ότι αποδοκιμάζει την κοινωνία για τον θεσμό της πορνείας καθώς και το ότι προσεγγίζει την τεμπελιά σε όρους παρασιτισμού και, εμμέσως ως έναν από τους παράγοντες που θα συνέβαλαν σε κάποιους τύπους εγκληματικής δράσης.
Ένας τέταρτος (21 χρ.) προκρίνει ως πραγματικό εγκληματία τον επιθετικό και ματαιόδοξο ανθρωποκτόνο βιαστή:
« … εμ τη βίασε, εμ την έσφαξε κιόλας. Εμ και μέσα έκανε και το μάγκα, ότι έχει βαριά αρχ … .»
Οι άλλο δύο επιχειρούν μια συνολική κατηγοριοποίηση:
(39 χρ.) «Πρώτα λέω είναι για ανθρωποκτονία. Ξεχωριστή ομάδα, δεν έχει κάτι ίδιο με τους άλλους … Δεν μπλέκω με αυτούς που σκοτώνουνε για συμμορίες, αυτοί είναι άλλη ιστορία. Λέω γι` αυτούς που τα “πήρανε” και δεν κρατηθήκανε … Άλλοι είναι που είναι σε ομάδες, συμμορίες, τέτοια. … Άλλοι είναι αυτοί για τα μικρά. Κλοπές, ναρκωτικά, μικροπράγματα. … Και οι βιαστές είναι ξεχωριστοί.»
(28 χρ.) «Ξεχωριστοί είναι οι χρήστες. Εντελώς ξεχωριστοί. Και κλέφτης να είναι, είναι χρήστης και μετά κλέφτης. Η μισή φυλακή είναι τέτοιοι. Η αστυνομία πρώτα με αυτούς ασχολείται. Μετά είναι αυτοί που είναι βίαιοι … Δολοφόνοι, βιαστές. Άλλη κατηγορία είναι οι φτωχοί, άνεργοι … εννοώ αυτούς που κάνουνε κλοπές, μπουκάρουν, από ανάγκη. Και πολλοί που μπλέκουν σε ληστείες τέτοιοι είναι. Οι πιο πολλοί. … Το οργανωμένο έγκλημα που είναι με ναρκωτικά, γυναίκες, που πουλάνε προστασία. Μ` αυτούς τα πράγματα είναι άγρια. Εκτέλεση θέλουν … .»
(Για την εγκληματικότητα των ισχυρών)
(23 χρ.) «Γιατί είναι εγκληματίες; Αφού ο νόμος τους βγάζει λάδι δεν είναι εγκληματίες. Είναι έξυπνοι, έχουν γνωριμίες, τις κατάλληλες πλάτες, τα πιάνουνε χοντρά και είναι κύριοι.»
Τέλος, άλλος ένας έρχεται να τονίσει ότι εγκληματίας είναι όποιος ο νόμος ορίζει σαν τέτοιο:
(50 χρ.) «Δεν υπάρχουν άλλες κατηγορίες. Ό,τι λέει ο νόμος. Όπως τους βάζει αυτός. Αύριο θα τους βάλει αλλιώς. (Μετά, οι εγκληματολόγοι) Θα ψάχνουν για άλλες κατηγορίες. Φτου κι απ` την αρχή. Εγώ θάβγαζα τις μισές κατηγορίες. Όχι και τις μισές αλλά θάβγαζα πολλές. … Δεν θα τους έβλεπα ποινικούς. Θα τους κοίταγα αλλιώς. … Θάβαζα άλλες (κατηγορίες).»
Από τις απόψεις των συνεντευξιαζόμενων σχετικά με το ποιος είναι ο πραγματικός εγκληματίας αναδύονται δύο άξονες (που μπορεί να συναντώνται σε πολλές περιπτώσεις).
Ο πρώτος άξονας έχει ένα δίπολο: Στον ένα πόλο βρίσκονται οι ορισμοί που τονίζουν την υψηλή κοινωνική θέση (οικονομικά ισχυρός, μέλος του ποινικού συστήματος) ενώ στον άλλο πόλο βρίσκονται άτομα με προβληματικό ψυχισμό (κυρίως αυτά με ροπή στο σαδισμό).
Στον άλλο άξονα αντιπαρατίθενται δύο κατηγορίες ατόμων: Από τη μια, αυτοί που παραβαίνουν τους κανόνες του Ποινικού Δικαίου και το ποινικό σύστημα αντιδρά αμέσως και ολοκληρωμένα σ` αυτές τις παραβάσεις. Από την άλλη, βρίσκονται δύο υποκατηγορίες: Η πρώτη περιλαμβάνει αυτούς που επίσης παραβαίνουν τους κανόνες του Ποινικού Δικαίου αλλά το ποινικό σύστημα δεν αντιδρά ή αντιδρά ελλειμματικά σ` αυτές τις παραβάσεις. Η δεύτερη περιλαμβάνει αυτούς που διαπράττουν σημαντικές αντικοινωνικές πράξεις και κοινωνικές βλάβες οι οποίες όμως δεν ορίζονται ως παραβάσεις από το Ποινικό Δίκαιο. “Η μεροληψία ενάντια στους φτωχούς ξεκινάει … από το σημείο που οι νομοθέτες αποφασίζουν τι είναι να οριστεί ως έγκλημα. Πολλοί από τους τρόπους που οι εύποροι βλάπτουν τους συνανθρώπους τους (θανατηφόρα μόλυνση, ανασφαλείς συνθήκες εργασίας και τα συναφή) ούτε καν ορίζονται ως εγκλήματα, αν και προκαλούν μεγαλύτερη ζημιά στη ζωή και την υγεία σε σύγκριση με τις πράξεις που αντιμετωπίζονται ως εγκλήματα.” (Reiman, 2007, σ. xiii).
Ο τόπος συνάντησης των δύο αξόνων βρίσκεται στα άτομα με υψηλή κοινωνική θέση που σπάνια το ποινικό σύστημα αντιδρά στις όποιες αντικοινωνικές δράσεις τους, τουλάχιστον αυτές που το Ποινικό Δίκαιο έρχεται να ορίσει να παράνομες.
Μια κατηγοριοποίηση των εγκληματιών παρέχει και η ελληνική ποινική νομοθεσία (σε Αλεξιάδη, 2002, σ. 190 επ.) με βάση διάφορα κριτήρια, τα ακόλουθα:
Α) Κριτήρια βιολογικά – ηλικία, φύλο, ψυχική υγεία
α) Οι ανήλικοι που τελούν εγκληματικές πράξεις για τους οποίους προβλέπονται ειδικά μέτρα.
β) Οι υπερήλικοι εγκληματίες
γ) Οι γυναίκες εγκληματίες
δ) Οι ψυχικά ασθενείς εγκληματίες
Β) Κριτήρια ψυχολογικά – εμπειρία, έξεις, εξάρτηση
α) Οι πρωτόπειροι εγκληματίες
β) Οι υπότροποι εγκληματίες
γ) Οι φυγόπονοι, επαίτες και αλήτες εγκληματίες
δ) Οι τοξικομανείς και οι αλκοολικοί εγκληματίες
Γ) Κριτήρια νομικο-κοινωνικά: ιθαγένεια, οργάνωση, ιδεολογία
α) Οι επαγγελματίες
β) Οι αλλοδαποί εγκληματίες
γ) Οι πολιτικοί εγκληματίες.
Η κατηγοριοποίηση της επίσημης Ποινικής Νομοθεσίας και οι κατηγοριοποιήσεις που παρέχουν οι συνεντευξιαζόμενοι (ας υπενθυμιστεί, φυλακισμένοι και πρόσφατα αποφυλακισμένοι στο πλαίσιο μιας συνέντευξης και χωρίς την ευκαιρία για ιδιαίτερο στοχασμό) έχουν αρκετά κοινά σημεία. Έχουν όμως και σημεία που δεν συναντώνται. Συνολικά, παρατηρείται μια σημαντική διαφορά ως προς τις εμφάσεις. Από τη μία, η ελληνική Ποινική Νομοθεσία δεν δείχνει να λαβαίνει υπόψη της τα δύο δίπολα των συνεντευξιαζόμενων: οι επιλογές των πράξεων που ορίζονται είναι τέτοιες ώστε σχεδόν να απουσιάζουν οι κατηγορίες παραβατικών ατόμων με υψηλή κοινωνική θέση και οι κατηγορίες ατόμων που είναι σε θέση να αποφεύγουν το ποινικό σύστημα – δύο κατηγορίες που συχνά συμπίπτουν. Μπορεί να υποστηριχθεί ότι η δεύτερη κατηγορία που εντοπίζουν οι συνεντευξιαζόμενοι ουσιαστικά αποτελεί κριτική στην Ποινική Νομοθεσία: κάποιοι είναι σε θέση να αποφεύγουν συστηματικά τις ποινικές επιπτώσεις των αξιόποινων πράξεών τους ή και να διαπράττουν κοινωνικές βλάβες που δεν ορίζονται ως αξιόποινες. Από την άλλη, οι συνεντευξιαζόμενοι δείχνουν να θεωρούν σαν δευτερεύουσας σημασίας αρκετές από τις κατηγορίες που απαντώνται στην Ποινική Νομοθεσία, τείνουν να τις βλέπουν σαν διαχειριστικές παρά ουσιαστικές, δηλαδή σαν κατηγορίες διευκόλυνσης σχετικά με την απόδοση βαθμού ευθύνης και τον καθορισμό της ποινής και του ύψους της παρά σαν προϋποθέσεις ή ιδιότητες μιας εγκληματικής πράξης ή του φορέα της4.

1. Η διαφοροποίηση αυτή αναδεικνύει την κρίσιμη σημασία των ερωτημάτων που απευθύνονται σε μιαν έρευνα. Δεν υπάρχουν “αντικειμενικά” ή “επιστημονικά” ερωτήματα – ή στη γλώσσα του Χέγκελ, τα ερωτήματα ήδη εμπεριέχουν τις απαντήσεις. Τα ερωτήματα καθορίζουν τα ζητήματα για τα οποία θα αντληθούν απαντήσεις, τον τρόπο που θα ληφθούν οι απαντήσεις (και συνεπώς τον τρόπο που μπορούν να αξιοποιηθούν) και τα ζητήματα που θα παραμείνουν αόρατα ή σιωπηλά.
2. Ας προσεχθεί ότι ο συνεντευξιαζόμενος εκτιμά ότι η οικονομική ανέχεια συνιστά παράγοντα που συχνά ασκεί τέτοιες πιέσεις στο άτομο για να στραφεί στο έγκλημα που το απαλλάσσει ως ένα βαθμό από τις ποινικές ευθύνες για τις πράξεις του.
3. Ένας άλλος συνεντευξιαζόμενος (28 χρ., αλλοδαπός) καταθέτει τη γνώμη ότι πραγματικός εγκληματίας είναι ο βασανιστής: Πραγματικοί εγκληματίες είναι “… αυτοί που τους αρέσει να βασανίζουν.”
4. Επιπλέον, πρέπει να προσεχθεί ο ανδροκρατικός-σεξιστικός χαρακτήρας της πρώτης κατηγορίας στην Ποινική Νομοθεσία. Οι ανήλικοι μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν έχουν ακόμα αναπτύξει κάποιες ιδιότητες της προσωπικότητάς τους ώστε να είναι ολοκληρωμένα υπεύθυνοι για τις πράξεις τους. Οι υπερήλικες ότι έχουν απωλέσει μέρος αυτών των ιδιοτήτων. Οι ψυχικά ασθενείς ότι δεν είναι σε θέση να έχουν ή να αναπτύξουν αυτές τις ιδιότητες. Όλα αυτά αποτελούν ελλείμματα που ο νομοθέτης επιχειρεί να λάβει υπόψη του και να σεβαστεί. Η γυναίκα ποια (βιολογικά ή ψυχικά) ελλείμματα έχει ως γυναίκα ώστε να εντάσσεται στην κατηγορία των ελλειμματικών προσωπικοτήτων; Μήπως μια από τις ιδιότητες του ουδέτερου νομοθέτη είναι ότι είναι άνδρας; (Βλ. σχετικά Λάζο, 2007, σσ. 248-268.)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου