Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Νεοφιλελευθερισμός και ποινικό σύστημα.



     Ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται άρρηκτα συνδεδεμένος με την αυταρχικοποίηση και συντηρητικοποίηση της κοινωνίας. Η δημόσια ατζέντα δομείται σε ζητήματα νόμου και τάξης, εγκληματικότητας του δρόμου (“street crime”) και λαθρομετανάστευσης. Ένα αχανές σύστημα παρακολούθησης, αποτελούμενο από χιλιάδες ιδιωτικές εταιρίες και εκατομμύρια εργαζομένους, διαθέτει εξουσιοδότηση πρόσβασης σε εμπιστευτικά δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα, στο πλαίσιο μίας διεθνοποιημένης επιτήρησης και σε εφαρμογή του δόγματος πως «όλοι είμαστε ύποπτοι». Η κοινωνία εν γένει στρατιωτικοποιείται. Με τον όρο «στρατιωτικοποίηση» δεν αντιλαμβανόμαστε μόνο το προφανές της αύξησης των στρατιωτικών δαπανών και των προγραμμάτων παρακολούθησης (σε βάρος του κοινωνικού κράτους), αλλά και την λιγότερο ορατή σε ζητήματα φύλου, φυλής και τάξης, διαμόρφωση των αντιλήψεων εκείνων που νομιμοποιούν και προσδίδουν λαϊκό έρεισμα σε στρατιωτικού τύπου, κατασταλτικές πολιτικές.
     Ένα τέτοιο σύστημα, όσο αποτελεσματικές πρακτικές χειραγώγησης και αν υιοθετήσουν οι κυρίαρχοι φορείς κατήχησης (ΜΜΕ, πολιτικοί, ακαδημαϊκοί), εδράζεται και θα συνεχίσει να εδράζεται στην καταστολή. Τα στοιχεία που αποδεικνύουν θετική σχέση ανάμεσα σε επιβολή νεοφιλελεύθερων πολιτικών και ένταση καταστολής είναι συντριπτικά. Εμφανίζουν μάλιστα αυξητική τάση και εξαπλώνονται διαρκώς με την πάροδο του χρόνου. Απαριθμούμε ενδεικτικά μερικά από αυτά: Στην Μεγάλη Βρετανία της περιόδου 1974-1986 παρατηρείται αύξηση 23,3% των φυλακίσεων, με παράλληλη μείωση των προστίμων κατά 28%. Στις ΗΠΑ, οι 31.000 φυλακισμένοι του 1980 έγιναν 400.000 το 1994, η πλειονότητα των οποίων μαύροι ή άνεργοι, καταδικασθέντες για διακίνηση ή χρήση ναρκωτικών. Σε γκετοποιημένες γειτονιές των αμερικανικών μεγαλουπόλεων 50% του ανδρικού πληθυσμού 16-35 ετών βρίσκεται στην φυλακή, αναμένει δίκη ή έχει αφεθεί ελεύθερο υπό όρους. Οι 230 έγκλειστοι σε κάθε 100.000 συνολικού πληθυσμού του 1979 έγιναν 532 το 1994. Την επόμενη χρονιά, ο αριθμός των φυλακισμένων μαύρων ήταν μεγαλύτερος από εκείνον των μαύρων που λάμβαναν ανώτατη εκπαίδευση. Σύμφωνα με έρευνα της New York Daily News, 80% των μαύρων και ισπανόφωνων νέων ανδρών έχει συλληφθεί και υποβληθεί σε σωματικό έλεγχο από τις δυνάμεις της τάξης τουλάχιστον μία φορά. Σήμερα, υπολογίζεται πως το 1/3 των Αφροαμερικανών, γεννηθέντων το 2001, θα φυλακιστεί κάποια στιγμή στο μέλλον. Οι παρεπόμενες της φυλάκισης ποινές (στέρηση άδειας οδήγησης, δικαιώματος ψήφου κλπ.) θα σηματοδοτήσουν την ολοκληρωτική περιθωριοποίηση πολυπληθών κοινωνικών ομάδων. Στην μετασοβιετική Ρωσία, ο αριθμός των εγκλείστων έχει διπλασιαστεί.
     Τα παραπάνω στατιστικά αποτυπώνουν με ψυχρό, λογιστικό τρόπο την πραγματικότητα του αστυνομικού κράτους που ενίσχυσε και γιγάντωσε ο νεοφιλελευθερισμός. Αδυνατούν ωστόσο να εκφράσουν την βαθύτερη ουσία των ιστορικών εξελίξεων που συντελούνται εντός της ποινικο-σωφρονιστικής σφαίρας. Το ποινικοδικαιικό σύστημα δεν στοχεύει πλέον στην τιμωρία ή την αναμόρφωση και επανένταξη (κατά την επίσημη ρητορική) του εγκληματία. Αποβλέπει στην αναγνώριση, στοχοποίηση και διαχείριση των ομάδων εκείνων που κρίνονται επικίνδυνες. Προέχει η αποτροπή μίας δυνητικής συλλογικής αντικαθεστωτικής συμπεριφοράς. Η τελευταία ταυτίζεται με την απειλή αποσταθεροποίησης του κοινωνικοοικονομικού κατεστημένου και ενσαρκώνεται από περιθωριακές κοινωνικές ομάδες. Αναπόφευκτα, το ποινικό σύστημα παύει να λειτουργεί με γνώμονα τις ανάγκες του ατόμου ή της κοινότητας. Κατανοώντας το έγκλημα με όρους ψυχρού υπολογισμού κόστους- οφέλους και εισάγοντας τον παράγοντα της στατιστικής πρόβλεψης, κατατάσσει τα άτομα σε ομάδες, ανάλογα με τον βαθμό επικινδυνότητας του προφίλ τους. Η φυλακή εξακολουθεί να αποτελεί την βασική, στρατηγική επιλογή του καπιταλιστικού συστήματος, όχι όμως για λόγους επέμβασης επί του ατόμου, όπως παλιότερα, αλλά για την διαχείριση και εξουδετέρωση των επικίνδυνων, μόνιμα περιθωριακών ομάδων. Μπορεί να γεννήθηκε και να εδραιώθηκε για λόγους πειθάρχησης της εργατικής τάξης στην αναδυόμενη καπιταλιστική κοινωνία (και όχι ως έκφραση εξανθρωπισμού έναντι των βάρβαρων σωματικών ποινών που ίσχυαν μέχρι τότε), όμως εξελίχθηκε σε όργανο εξοβελισμού των εξαθλιωμένων από την κοινωνική ζωή. Εξάλλου, την εποχή του «Πανοπτικού», όταν η άρνηση εργασίας αποτελούσε, για την νέα καπιταλιστική ηθική, το μεγαλύτερο εμπόδιο προς την κοινωνική ευημερία, οι φυλακές λειτουργούσαν ως “workhouses”. Στις μέρες μας, οι νεοφιλελεύθερες επιταγές για απορρύθμιση των εργασιακών κανόνων, επιβάλλουν την εξάρθρωση ακριβώς των κανόνων εκείνων που δίδασκε η παραδοσιακή εργασιακή ηθική. Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα θέλει εργασία ευέλικτη, χωρίς σταθερά ωράρια, βάρδιες και μόνιμο χώρο δουλειάς. Αναπόφευκτα, η σημερινή φυλακή δεν έχει σχέση με εκπαίδευση για εργασία, με εσωτερίκευση εργασιακής ηθικής, με πειθάρχηση σε εργασιακούς κανόνες. Για την ακρίβεια, δεν έχει οποιαδήποτε σχέση με εργασία. Το τι κάνουν οι τρόφιμοι κρίνεται άνευ σημασίας. Αρκεί να βρίσκονται εντός της φυλακής.
     Υπό το κράτος του νεοφιλελεύθερου δόγματος, με την ένταση της ανισοκατανομής πλούτου, την αύξηση της ανεργίας και την διάλυση του κοινωνικού ιστού, οι δυνάμει επικίνδυνες, διαχειριστέες ομάδες πληθαίνουν. Αφροαμερικάνοι και ισπανόφωνοι στα αμερικανικά γκέτο, λαθρομετανάστες στην Ευρώπη, στρατιές ανέργων, αστέγων, νεόπτωχων στην Ελλάδα και αλλού. Τα παραπάνω κοινωνικά δεδομένα, άμεση απόρροια των νεοφιλελεύθερων πολιτικών προγραμμάτων  εξηγούν την εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού των φυλακών από την δεκαετία του 1970 και εφεξής.
     Για να κατανοήσουμε βαθύτερα τον ρόλο της ποινικής σφαίρας εντός της νεοφιλελεύθερης εκδοχής του καπιταλισμού, οφείλουμε να εξετάσουμε την ιδέα της φυσικής τάξης. Είδαμε πως οι νεοφιλελεύθεροι θεωρητικοί θεμελιώνουν την έννοια της αυτορρυθμιζόμενης αγοράς βασισμένοι στην ιδέα της νομοτέλειας, μίας φυσικής τάξης- κανόνα. Ο εν λόγω κανόνας επικρατεί μόνο εντός του οικονομικού τομέα. Εκτός αυτού, η κρατική παρέμβαση είναι όχι μόνο ελεύθερη και νομιμοποιημένη αλλά και απολύτως αναγκαία. Ωστόσο, από τον Bentham, που χαρακτήριζε τον ποινικό κώδικα ως «μεγάλο μενού τιμών», μιλώντας την γλώσσα των οικονομικών, μέχρι την επέκταση της “rational choice theory” από τον Gary Becker, στην λογική πως όλοι είμαστε δυνάμει εγκληματίες και θα γίνουμε τέτοιοι αν εκτιμήσουμε πως αυτό είναι προς το συμφέρον μας, οι δύο αρένες (οικονομική και ποινική), ποτέ δεν υπήρξαν απολύτως διακριτές, όπως ήθελαν και θέλουν να παρουσιάσουν οι οπαδοί του νεοφιλελεύθερου δόγματος. Στην πραγματικότητα, η οικονομική λογική πάντα ενυπήρχε στην ποινική σφαίρα. Η οικονομία μπορούσε να επιβάλλει τους κανόνες της στο ποινικο-σωφρονιστικό σύστημα, όχι όμως και το αντίστροφο. Το ποινικό δίκαιο απαγορευόταν να εισβάλλει (μέσω του κράτους) στο οικονομικό οικοδόμημα. Η αποδοχή κατασταλτικών μέτρων, η απαίτηση για μαζικές φυλακίσεις, η νομιμοποίηση του αστυνομικού κράτους, όλα έγιναν δυνατά χάρη στην πεποίθηση πως η κυβερνητική παρέμβαση είναι εκ των πραγμάτων απρεπής στην οικονομική αρένα, αλλά καλή και αναγκαία στην ποινική. Εμφανίζεται λοιπόν το παράδοξο 71% των Αμερικανών να οραματίζεται το σύστημα της αγοράς ως το πλέον κατάλληλο για να στηρίξει το μέλλον της η ανθρωπότητα, την ώρα που το ίδιο σύστημα βασίζει την διαιώνιση του στο μεγαλύτερο, ακριβότερο, κρατικά διευθυνόμενο και παρεμβατικό σύστημα φυλακών του κόσμου. Η γιγάντωση της βιομηχανίας των φυλακών πράγματι ευνοήθηκε, όπως καταδείξαμε προηγουμένως, από την αλλαγή στρατηγικής του καπιταλισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Όμως δεν θα ήταν ποτέ δυνατή αν, μέσα από μία μακραίωνη διαδικασία, δεν είχε διαμορφωθεί η παραπάνω σχέση μεταξύ οικονομικής και ποινικής σφαίρας. Οι ρίζες της βασικότερης συνιστώσας του νεοφιλελευθερισμού, πολύ πριν εμφανιστούν ο Friedman, ο Reagan και η Thatcher, εντοπίζονται στις απαρχές της φιλελεύθερης οικονομικής παράδοσης, που επιλεκτικά τοποθέτησε την ιδέα της φυσικής τάξης στην οικονομία και επιφύλαξε για την κρατική παρεμβατικότητα το πεδίο του ποινικο- σωφρονιστικού συστήματος.
     Με αφετηρία την παραπάνω διαπίστωση, μπορούμε να κατανοήσουμε την παγκόσμια επέκταση και επικράτηση των πολιτικών «μηδενικής ανοχής». Τέτοιες πολιτικές, παρότι δεν διαθέτουν καμία μετρήσιμη επίπτωση στην μείωση της παραβατικότητας, αλλά απλώς την μετατοπίζουν προς περισσότερο ευάλωτες περιοχές, επικυρώνονται και ισχυροποιούνται λόγω της διάδοσης τους και μόνο. Το απαραίτητο για την μαζική φυλάκιση αστυνομικό, επικοινωνιακό συμπλήρωμα εκφράζεται μέσα από σλόγκαν περί ασφάλειας “made in USA”, που με ενδιάμεσο σταθμό την Μεγάλη Βρετανία, κατακτούν τον δυτικό κόσμο. Στρατιωτική ρητορική ενός παγκοσμιοποιημένου πολέμου ενάντια στο έγκλημα (ιδίως τα ναρκωτικά), πολεμικοί όροι περί ανάκτησης του δημόσιου χώρου, στοχοποίηση των περιθωριοποιημένων (άνεργων, άστεγων, εξαρτημένων, μεταναστών), καταλαμβάνουν κεντρική θέση στον δυτικό πολιτικό λόγο. Ακόμη και παραδοσιακά προνοιακά συστήματα, όπως της Σουηδίας και της Ολλανδίας, χώρες που διαχρονικά εμφάνιζαν τα μικρότερα ποσοστά εγκλεισμού, έχουν συμπαραταχθεί με την νεοφιλελεύθερη επιταγή των μαζικών φυλακίσεων, στην βάση λογιστικών υπολογισμών κόστους και αποδοτικότητας.
     Το συμπέρασμα είναι πλέον προφανές: η εσκεμμένη ατροφία του κοινωνικού κράτους, όρος εγγενής στην νεοφιλελεύθερη θεωρία και πρακτική, βρίσκει το αντίστοιχο της στην υπερτροφία του ποινικού κράτους. Το ένα αποτελεί συμπλήρωμα και αντιστάθμισμα του άλλου.

Ιανουάριος 2015 (3)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου