Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Κυριακή 25 Ιανουαρίου 2015

Σοφία Βιδάλη. Η αποτυχία του δόγματος της ασφάλειας, 24 Ιανουαρίου 2015




Σε ένα προεκλογικό περιβάλλον όπου η οικονομία μονοπωλεί το ενδιαφέρον, τα γεγονότα στο Παρίσι και στις ελληνικές φυλακές θέτουν ξανά στο επίκεντρο το δόγμα της ασφάλειας και εδώ και στην Ευρώπη. Η ποιοτική διαφορετικότητα των ζητημάτων, ας μη μας μπερδεύει: οι κοινωνικές αιτίες που εκκολάπτουν την παρανομία είναι κοινές και ανάμεσά τους κυριαρχεί η αποτυχία της κοινωνικής ένταξης των νέων, που παράγει σήμερα τα συγκεκριμένα αποτελέσματα σε Ευρώπη και Ελλάδα.
Σήμερα στην Ελλάδα, η συζήτηση για την ασφάλεια εξακολουθεί να συρρικνώνεται σε αποπροσανατολιστικά διλήμματα για την καταστολή των διαδηλώσεων, συσκοτίζοντας τα προφανή και ανάγοντας σε επίσημη πολιτική το «κρύβω το πρόβλημα» και «κατηγορώ όσους μου το θυμίζουν». Και τα προφανή είναι όσα χρόνια τώρα επισημαίνουν Διεθνείς και Ανεξάρτητες Αρχές για το ποινικοκατασταλτικό σύστημα: την κατά προσέγγιση εφαρμογή του νόμου από την αστυνομία, τον έλεγχο των φυλακών από οργανωμένες ομάδες κρατουμένων, την καταχρηστική επιβολή της προσωρινής κράτησης κ.λπ.
Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο ότι ενώ η «καταστολή» και η «αξιολόγηση» έγιναν συνώνυμο της θρησκείας, δεν αξιολογούνται τα αποτελέσματα της αντεγκληματικής πολιτικής που ακολουθείται, η οποία, όπως όλα δείχνουν, έχει αποτύχει. Ειδικότερα, δεν συζητείται τι τελικά καταφέραμε με τη μηδενική ανοχή και την πραγματική αποχαλίνωση της καταστολής; Πόσο κόστισε οικονομικά και κοινωνικά και τι αποτέλεσμα είχε για τον έλεγχο του εγκλήματος η αστυνομοκρατούμενη Αθήνα, ο πολλαπλασιασμός των καταστημάτων κράτησης, η αυστηροποίηση του ύψους των ποινών, η εχθρότητα ανάμεσα στην αστυνομία και τους νέους, η καταπάτηση ανθρώπινων δικαιωμάτων, η άρνηση, τελικά, να υλοποιηθούν όσα προβλέπει ο Σωφρονιστικός Κώδικας;
Η μηδενική ανοχή, ο πόλεμος στο έγκλημα, η μετατροπή των φυλακών σε αποθήκες ανθρώπων έκαναν τα πράγματα χειρότερα και κατασπατάλησαν χρήματα, δίχασαν τον κόσμο. Η κοινωνία κινδυνεύει από αυτούς που την κυβερνούν και από εκείνους που έχουν οριστεί να την προστατεύουν. Το έγκλημα αυξήθηκε, άλλαξε μορφολογικά και ποιοτικά. Το πρόταγμα της τιμωρητικής καταστολής αποδείχθηκε καταστροφικό και για τους πολίτες,  αποδιαρθρώνοντας πλήρως το σωφρονιστικό σύστημα.
Σήμερα είναι πλέον φανερό ότι αυτή η κατάσταση πρέπει να ανακοπεί, επειδή βλάπτει όλους. Σε αυτήν την κατεύθυνση, είναι αναγκαία μια συνολική παρέμβαση στους ποινικοκατασταλτικούς θεσμούς. Η αστυνομία χρειάζεται διαφορετική σχέση με την κοινωνία και τον νόμο, πλήρη ποιοτική ανασυγκρότηση, ποιοτική εκπαίδευση, διαφάνεια και έλεγχο σχετικά με το πώς διαμορφώνονται οι βασικές πολιτικές αστυνόμευσης, επαναπροσδιορισμό της κοινωνικής αποστολής της, σεβασμό των αστυνομικών ως εργαζόμενων.
Χρειάζεται η αναθεώρηση της κοινωνικής ωφελιμότητας του εγκλεισμού και των όρων λειτουργίας της φυλακής: Σήμερα η φυλακή δεν αποτρέπει, αλλά αναπαράγει το έγκλημα και εξασφαλίζει ασυλία στην παρανομία εγκλείστων και μη. Οι συνθήκες εγκλεισμού αλλοτριώνουν τον άνθρωπο. Η ασφάλεια της φυλακής δεν μπορεί να σημαίνει κίνδυνο για την υγεία και την ασφάλεια προσωπικού και εγκλείστων. Οι κρατούμενοι πεινάνε, δεν έχουν θέρμανση ούτε ζεστό νερό, οι φύλακες φοβούνται, δεν ξέρουν και δεν μπορούν να ελέγξουν τις φυλακές και η Πολιτεία λύνει τα προβλήματα χτίζοντας νέες φυλακές, που και αυτές γεμίζουν.
Η αύξηση του ύψους των ποινών και η πληθωριστική επιβολή της προσωρινής κράτησης αποδιάρθρωσαν την ιδέα της Δικαιοσύνης και τον νομικό μας πολιτισμό: η κοινωνικά δίκαιη ποινή, οι εναλλακτικές ποινές και η ελαχιστοποίηση του εγκλεισμού δεν αποτελούν «ρομαντικές φιοριτούρες», αλλά ρεαλιστικές προτάσεις για πραγματικές ανάγκες.
Η μάλλον επερχόμενη κυβέρνηση της Αριστεράς θα επωμιστεί όμως ένα βαρύ φορτίο -ίσως βαρύτερο του οικονομικού: να πείσει τους ανθρώπους ότι οι έως τώρα τάσεις, που κυριάρχησαν και έπεισαν μέσω των ΜΜΕ, δεν ήταν απλώς λάθος, αλλά εγκληματικές και συνέβαλαν στην αναδιοργάνωση του υποκόσμου. Επίσης, ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνον ότι υπάρχει οργανωμένο έγκλημα, αλλά ότι κλείνονται στη φυλακή μόνο τα αναλώσιμα μέρη του, και ότι οι βασικοί συντελεστές του είναι κυρίως νέοι: άρα ότι σε μια ανομική κοινωνία, όπως εδώ και καιρό είναι η ελληνική, ακόμα και εάν το οργανωμένο έγκλημα δεν υπήρχε (που δεν υπήρχε), έπρεπε να «εφευρεθεί», ώστε να κάνει τη «βρόμικη δουλειά». Αντέχει η κοινωνία για μια τέτοια συζήτηση;
  
Η Σοφία Βιδάλη είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας και Αντεγκληματικής Πολιτικής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης

Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Αυγή, 25 Ιανουαρίου 2015. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου