Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014

Γρηγόρης Λάζος. Εισήγηση στο συνέδριο για τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, 1-23 Νοεμβρίου 2014



Γρηγόρης Λάζος. Εισήγηση στο συνέδριο για τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας, που διοργανώθηκε στις 21-23 Νοεμβρίου 2014 από τα Ινστιτούτο Πουλαντζά, Ινστιτούτο Rosa Luxemburg και δίκτυο transform! Europe.

Εισαγωγή: Αντιλαμβάνομαι το ερώτημα της συνεδρίας με θέμα ‘Αστυνομία, έγκλημα και ασφάλεια την περίοδο της κρίσης στην Ελλάδα’ ως εξής, από το ειδικό προς το γενικό:
Πώς η αστυνομία μπορεί να αντιμετωπίσει κάποιες πλευρές της εγκληματικότητας ενώ βρίσκεται σε διαδικασία-ες εκδημοκρατισμού-ών στο πλαίσιο της σύγχρονης κρίσης στην Ελλάδα;
Ας επιτραπεί, το επιμέρους ερώτημα της συνεδρίας, τόσο στην αρχική διατύπωση όσο και την αναδιατύπωση που μόλις προτάθηκε, φαίνεται όχι ουτοπικό – άλλωστε, η ουτοπία συνιστά έλλογη πρόταση δράσης – αλλά μάλλον ατοπικό. Και αυτό φαίνεται να ισχύει και για το ευρύτερο ερώτημα του συνεδρίου, το θέμα που μας απασχολεί αυτό το τριήμερο.  Οι εστιάσεις τους είναι τέτοιες που (φαίνεται ως εάν) τα πρακτικά προβλήματα να είναι ευκολότερο να απαντηθουν σε σύγκριση με τα θεωρητικά: Ενώ μια σειρά από επιθυμητές πρακτικές ενέργειες είναι – αμέσως ή εμμέσως, άμεσα ή έμμεσα – δυνατές, στο επίπεδο της θεωρίας μένουν αδιευθέτητες, αναπάντητες, μια σειρά από αντιφάσεις. Με άλλα λόγια, έτσι όπως είναι διατυπωμένα τα ευρύτερα ερωτήματα ως πλαίσια της σκέψης, παρέχεται η δυνατότητα απαντήσεων σε επιμέρους ερωτήματα που δεν είναι δυνατό να απαντηθούν σε αυτούς τους ιστορικούς όρους.
 
Πρώτη στιγμή: Η έννοια της κρίσης.
Η έννοια της κρίσης είναι μάλλον ασαφής, ίσως-ίσως συντηρητική, αφού δεν διαφοροποιείται από την προτεινόμενη ως αξιολογικά ουδέτερη, δηλαδή την καθεστωτική ορολογία που επικρατεί στην καθομιλουμένη. Αντί για μιαν αντιπαράθεση με τις ποικίλες εκδοχές κρίσης που είναι δυνατές, καταθέτω το πώς κατανοώ το τι λαβαίνει χώρα στη χώρα μας – κατά πρώτον σε όρους πολιτικής οικονομίας:
Κατά την τελευταία πενταετία, βρίσκονται εν εξελίξει δύο μερικά συντονισμένες κομβικές διαδικασίες:
Κατά πρώτο, μια νέα πρωταρχική συσσώρευση του δημόσιου και ιδιωτικού πλούτου στα χέρια ισχυρών διεθνών και εθνικών ταξικών μερίδων κεφαλαίου – όπως την ορίζει ο C. Kay, 2000)[1] και την αποδίδει ο T. J. Byres (2005)[2], δηλαδή με την απαλλοτρίωση της κλασικής πρωταρχικής συσσώρευσης να αντικαθίσταται από την ιδιωτικοποίηση.
Κατά δεύτερο, μια ταξική αναδιοργάνωση κυρίως της μικροαστικής τάξης και της μικρής ιδιοκτησίας, ένας βίαιος εξαναγκασμός μερίδων της σε μετάπτωση σε κοινωνικής τάξεις της εργασίας, σε συνδυασμό με την απαξίωση (devaluation) και υπαξίωση (undervaluation) της εργασίας (στη δυνατότητα εύρεσης εργασίας, στο μεροκάματο, και στο κράτος πρόνοιας, την υγεία και την παιδεία).
Η εξέλιξη αυτή δεν γίνεται με την απελευθέρωση των νόμων της αγοράς αλλά με τη γνήσια κρατική επιβολή της, με περιορισμό, καταπίεση, καταστολή. Άλλωστε, και ο Adam Smith θεωρεί ότι χωρίς την κρατική βία δεν είναι δυνατή η απελευθέρωση και συνακόλουθη ελευθερία των νόμων της αγοράς. Ειδικά στις μέρες μας, πρόκειται για μια φιλική-προς-τις- αγορές κάτι-σαν-δημοκρατία. 

Δεύτερη στιγμή: Το ποινικό σύστημα και η αστυνομία.
Το ποινικο σύστημα αναπτύχθηκε ευθύς εξαρχής σε συντονισμό με την ελεύθερη αγορά σε αστικούς όρους (φυσιοκρατία του 18ου αιώνα στη Γαλλία, πολιτική οικονομία στη Μεγάλη Βρετανία, με τη συνδρομή του Cesare Beccaria). Ουσιαστικά, το ποινικο σύστημα και το σύστημα της αγοράς φέρουν τις ίδιες βασικές αρχές, τον ίδιο λόγο, συνιστούν μέρη της αυτής ευρύτερης σκοπιμότητας. Ακόμα και το φημισμένο σαν αντικειμενικό ποινολόγιο είναι ομόλογο με το τιμολόγιο της αγοράς. Ας υπενθυμιστεί δε και ο σαρκασμός του Nils Christie, ότι το σχετικό ποινολόγιο θυμίζει τιμοκατάλογο πιτσαρίας.
Περιορίζοντας σταδιακά το ζήτημα σε ένα σκέλος του ποινικού συστήματος, την αστυνομία, είναι υποστηρίξιμο ότι εξ ορισμού πλαισιώνει προστατευτικά, υπερασπίζεται, την ιερή αγορά, το κυρίαρχο αυτονόητο του σύγχρονου καθεστωτικού λόγου.  Η αστυνομία
ειδικά σε ό,τι αφορά στην αγορά εργασίας
(1) διευθετεί μικρο-δυσλειτουργίες,
(2) ελέγχει και διαχειρίζεται πληθυσμούς που περισσεύουν (άνεργους, ανενεργούς, αλλά και εργαζόμενους σε παράνομες αγορές εμπορευμάτων, είτε υπηρεσιών είτε αγαθών, και ευρύτερα το λούμπεν προλεταριάτο), μέσω των λεγόμενων παραβάσεων του κοινού ποινικού δικαίου, και της κοινωνικής ειρήνης και ευταξίας,  αλλά και
(3) τους εργαζόμενους την υπόλοιπη μέρα, πριν και μετά την εργασία τους (τις καλούμενες παραβάσεις ελεύθερου χρόνου, στους όρους της πολιτισμικής εγκληματολογίας).
Στη διαχείριση των πληθυσμών της εργασίας αξιοποιουνται και δευτερεύουσες διαφοροποιήσεις σε εθνότητα ή θρήσκευμα που δι` επιβολής αναβαθμίζονται σε πρωτεύουσες. Και βέβαια, η αστυνομία – μερικές φορές με τη συνδρομή πρυτανικών αρχών – είναι πάντα ενεργή στη διαχείριση των νέων που σπουδάζουν.
Η αστυνομία κάνει πράξη την καταστολή συλλογικών κοινωνικών δράσεων (διαδηλώσεων, απεργιών, καταλήψεων κοκ.) όπως και την καταστολή της ‘τρομοκρατίας’ (όπως έχει επιβληθεί να χαρακτηρίζεται η ένοπλη πολιτική πάλη αλλά όχι και η αέναη καθεστωτική τρομοκράτηση των ταξικά υποτελών πληθυσμών με οικονομικά, πολιτισμικά και πολιτικά μέσα).      
Φτάνοντας στο συγκεκριμένο της περιόδου που ζούμε, την τρέχουσα συγκυρία, είναι υποστηρίξιμο ότι το ποινικό σύστημα, με την αστυνομία ως την κύρια αμέσως ορατή εκδοχή του,  συνιστά αποφασιστικό και αναντικατάστατο συντελεστή σ` αυτή την εν εξελίξει μαζική πολιτική, οικονομική και πολιτισμική βία που είναι στραμένη προς τις υποτελείς τάξεις. Χωρίς το ενεργό ποινικό σύστημα – κυρίως το σκέλος της καταστολής των συλλογικών κοινωνικών δράσεων και εκφοβισμού σε ομολογία, ομοήθεια και συντονισμό με τα ΜΜΕ – τα μνημόνια δεν θα είχαν 996εφαρμοστεί σε αυτό τον βαθμό επιτυχίας.
Εκτός από τα όσα μόλις κατατέθηκαν, η αστυνομία διαχειρίζεται και πληθυσμούς που βρίσκονται στη γκρίζα ζώνη μεταξύ νομιμότητας και παρανομίας, επαγγελματικές και κοινωνικές κατηγορίες όπως οι εκδιδόμενες και οι χρήστες ουσιών, και επεξεργάζεται και μεταδίδει από συντηρητικές ως αντιδραστικές ηθικές αρχές και κανονικότητες, μεταξύ αυτών και macho πρότυπα με ένστολο αντριλίκι, τουλάχιστον κατά την τελευταία δεκαετία και σε φασίζουσες εντάσεις την τελευταία τριετία. Δεν πρέπει να υποτιμάται ο συγκεκριμένος ρόλος της αστυνομίας ως κοινωνικής δύναμης που παράγει ηθική και ιδεολογία.

Τρίτη στιγμή: Έγκλημα και εγκληματικότητα στη σύγχρονη Ελλάδα.      
Οι αναφορές στο έγκλημα και την εγκληματικότητα συνήθως είναι συναρτημένες με συντηρητικές προσεγγίσεις, ιδίως όταν δεν αποσαφηνίζεται το κατά πόσον αφορούν στο σύνολο των εγκλημάτων και της εγκληματικότητας ή σε κάποιες περιορισμένες εκδοχές τους που προβάλλονται ως εάν να αποτελούν το σύνολο. Για παράδειγμα, η αστυνομία είναι εξ ορισμού στραμμένη στην εγκληματικότητα των υποκείμενων-υποτελών τάξεων. Όπως αναφέρει ο C. Emsley, από τα μέσα του 18ου αιώνα και τις αρχές της Βιομηχανικής Επανάστασης, το έγκλημα ήρθε να συστήσει μια νέα όψη του αναπτυσσόμενου ταξικού πολέμου.[3] Ο δε Box βλέπει το έγκλημα ως άλλου είδους κοινωνικό πρόβλημα από αυτό που αποτελεί το περίπου αυτονόητο στην κοινή γνώμη στην Ελλάδα: «Το έγκλημα και η εγκληματοποίηση είναι στρατηγικές κοινωνικού ελέγχου. Για πάρα πολύν καιρό, πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν κοινωνικοποιηθεί ώστε να βλέπουν έγκλημα και εγκληματίες με τα μάτια του κράτους».[4] Απαιτήθηκαν πολλές δεκαετίες επίπονου έργου από κάθε λογής διανοούμενους ώστε σήμερα και στη χώρα μας το στερεότυπο του εγκληματία να είναι ένα ταξικό στερεότυπο, στο οποίο δεν περιλαμβάνονται φυσιογνωμίες τραπεζιτών ή υπουργών ή όποιου άλλου τύπου αστών ή υποψήφιων αστών. 
Άλλωστε και τα στατιστικά περί εγκλημάτων που δημοσιεύει η αστυνομία στη χώρα μας περιλαμβάνουν σχεδόν αποκλειστικά δράσεις ατόμων, ομάδων από τις υποκείμενες τάξεις ή αντικαθεστωτικών συλλογικοτήτων.
Η μεγάλη πολιτικο-εγκληματική εγκληματικότητα περίπου δεν αφορά στην αστυνομία που είναι ‘στραμμένη προς τα κάτω’. Τα ζητήματα αυτά προσεγγίζονται σε όρους ήθους, αναγκών της αγοράς, και του ιδιαίτερα επιτυχημένου ιδεολογήματος περί πολιτικής ευθύνης. 
Επίσης, οι εγκληματικές δράσεις αστυνομικών ατόμων ή ομάδων – από τη δράση στο δρόμο ως την ανάκριση και το κρατητήριο μάλλον δεν περιλαμβάνονται στην επικρατούσα αντίληψη περί εγκληματικότητας.
Αυξήθηκε η εγκληματικότητα στις μέρες μας; Ίσως. Μάλλον. Είναι πολύ πιθανό. Δεν πιστεύω ότι μπορεί να δοθεί κάποια απάντηση με ισχυρότερο δείκτη βεβαιότητας. Και άλλωστε, με βάση ποια στοιχεία; Τις προσαγωγές; Τις συλλήψεις; Τις παραπομπές; Τις καταδίκες; Και ο σκοτεινός αριθμός της εγκληματικότητας; Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνιέται πως είναι αμφίβολο το εάν και το κατά πόσον η δράση της αστυνομίας μειώνει έστω και αυτού του τύπου τις εγκληματικότητες. Ο ρόλος της είναι μάλλον διαχειριστικός ή διοχετευτικός.       
Η αστυνομία παραμένει εστιασμένη στους δύο στόχους της: το κοινό ποινικό (κλοπές, ληστείες, περιστατικά ατομικής βίας, φόνους και κάποιες υποκατηγορίες βιασμών) και στην καταστολή συλλογικών δράσεων ή μη συμβατικών καταστάσεων ή συλλογικοτήτων (καταλήψεις αχρησιμοποίητων δημόσιων χώρων ή κτιρίων ή συμβολικές καταλήψεις). Άλλωστε, αυτός είναι και ο βασικός λόγος της δημιουργίας και ύπαρξής της στο ταξικό καθεστώς. Και αυτού του είδους την ασφάλεια παρέχει. Πέρα από τη χειραγώγηση για μεταστροφή της προσοχής από τις καταστροφικές υποβαθμίσεις της ζωής που επιβάλλονται από τους νέους βάρβαρους σε κάποιον τρελό, αλλόθρησκο ή αλλόφυλο εγκληματία, οι μεγάλες ανασφάλειες δεν προέρχονται από τα πεδία ελέγχου της αστυνομίας. Οπότε, μόνο δευτερευόντως μπορεί η αστυνομία να παράσχει λύσεις σ` αυτά τα προβλήματα.

Τέταρτη στιγμή: Για τον εκδημοκρατισμό της αστυνομίας.
Βασικό ερώτημα του τριημέρου είναι ο εκδημοκρατισμός της αστυνομίας. Βέβαια, η  συγκεκριμένη διατύπωση είναι δυνατό να δεχθεί τρεις αποδόσεις που οδηγούν σε διαφορετικές δέσμες ερωτήσεων και απαντήσεων. 
Η πρώτη απόδοση είναι αν η αστυνομία είναι δυνατό να εκδημοκρατιστεί.
Η δεύτερη (διάδοχη της πρώτης σε περίπτωση κατάφασης) αποδοση είναι πώς η αστυνομία είναι δυνατό να εκδημοκρατιστεί.
Συνεπώς, υπάρχει και μια τρίτη εκδοχή, διάδοχη της πρώτης σε περίπτωση άρνησης: Αν δεν είναι δυνατός ένας εκδημοκρατισμός, τι κάνουμε; Η απάντηση σ` αυτό το ερώτημα εξαρτάται από το πώς ορίζουμε το ποιοι είμαστε ως παρόν, παρελθόν και μέλλο, όπως και τον ιστορικό συσχετισμό δυνάμεων στη συγκεκριμένη συγκυρία. Είναι δε πιθανό να μην μπορούμε να κάνουμε κάτι σημαντικό (αμέσως ή σε βάθος διετίας – ή, αν και είναι ιδιαίτερα αμφίβολο ότι, χωρίς ουσιαστικές ανατροπές, ο συσχετισμός δυνάμεων θα μπορούσε να παράσχει περισσότερο ιστορικό χρόνο – σε βάθος πενταετίας) αλλά κάποια ουσιαστικά επιμέρους.
Η γνώμη που διατυπώνεται σ` αυτή την εισήγηση είναι ότι όχι, η αστυνομία δεν είναι δυνατό να εκδημοκρατιστεί.
Πριν από το τελικό συμπέρασμα όμως, είναι αναγκαίο να κατατεθούν ορισμένες επιμέρους, στιγμές της λογικής άρθρωσης στην οποία και εδράζεται.
Καταρχήν, η αστυνομία είναι μηχανισμός άσκησης βίας, μια πρώτη γραμμή εκδήλωσης του μονοπώλιου άσκησης φυσικής βίας από μέρους του αστικού κράτους. Αυτή η ιδιότητα δεν είναι αναιρέσιμη.
Αν η συγκεκριμένη ιδιότητα αναιρεθεί, τότε η αστυνομία αναβαθμίζεται σε δημόσιο θεσμό διευθέτησης αντιφάσεων και ασυναρτησιών της καθημερινής ζωής, και αξιοποίησης των αξιών χρήσης που πλαισιώνουν και νοηματοδοτούν την κοινωνική ζωή. Με μια τέτοια αστυνομία – μια αστυνομία πέρα από τη νεοφιλελεύθερη αλλά και την κεϋνσιανή ποινικότητα – ένας στοχασμός περί το ποινικό σύστημα, στοχασμός που οργανώνεται πέρα τόσο από τη συμβατική όσο και τη συμβατική κριτική σκέψη θα μπορούσε καταρχή να συμφωνήσει.
Κατά δεύτερο, τι εννοείται με τον όρο εκδημοκρατισμός;
Μήπως, (1) τη διοίκηση ή τον έλεγχο από την πλειονότητα (ή έστω, μόνο την πλειοψηφία) των μελών που απαρτίζουν την αστυνομία; Κάτι τέτοιο πάντως, θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να καταργήσει το άτεγκτο της ιεραρχίας ή το αυτοματοποιημένο της ιεράρχησης, αλλά δεν φαίνεται να προβληματίζει συχνά τη σχετική διεθνή βιβλογραφία.
Εννοείται ίσως, (2) ο έλεγχος ή η συνεργασία με τις τοπικές κοινότητες στο πλαίσιο των οποίων η αστυνομία δραστηριοποιείται; Η άποψη αυτή απαντάται συχνά στη διεθνή βιβλιογραφία αλλά δεν είναι πειστική τουλάχιστον σε τέσσερα σημαντικά ζητήματα:
Πρώτο, αν το εύρος της διαφοροποίησης ανάλογα με τις τοπικές κοινωνίες θα θέσει εν αμφιβόλω τη συνοχή της αστυνομίας.
Δεύτερο, αν θα γίνει δεκτό από μια προοδευτική (πολύ δε περισσότερο αριστερή, ακόμα δε περισσότερο σοσιαλιστική) διακυβέρνηση σε κάποιες τοπικές κοινωνίες να επικρατούν αντιδραστικές πολιτικο-πολιτισμικές τάσεις επηρεάζοντας αποφασιστικά ή και επιβάλλοντας τις στρατηγικές δράσεις της αστυνομίας.
Τρίτο, στη βάση ιδίως του προηγούμενου, μια διοικητική ή γεωγραφική αποκέντρωση, που συχνά αναφέρεται ως δείκτης εκδημοκρατισμού της αστυνομίας, σε τι θα συνέβαλε σ` αυτό τον εκδημοκρατισμό; Ή αλλιώς, τεχνικές διοίκησης ή έλέγχου από μόνες τους, χωρίς δηλαδή τα υποκείμενα που τις υλοποιούν, δεν είναι σε θέση να παράσχουν εγγυήσεις εκδημοκρατισμού.
Ή τέταρτο, μια μετάδοση έμφασης στην αστυνομία να έχει στραμμένη της προσοχή της σε ζητήματα κοινωνικής ασφάλειας. Και πάλι, το σχετικό ζήτημα δεν είναι πειστικό αφού και τώρα η αστυνομία είναι στραμμένη στην προστασία της δημόσιας ασφάλειας. Μόνο που έχει διαφορετικούς ταξικούς, φυλικούς και εθνοτικο-φυλετικούς ‘κακούς’ να προσέχει και καταπολεμά.
Και βέβαια, ο εκδημοκρατισμός δεν πρέπει να συγχέεται ή να αποτελεί ευφημισμό της ιστορικής θεσμικής κίνησης από την υπεραστυνόμευση (over-policing) προς την αστυνόμευση (policing). Αυτή είναι μια μετάβαση από το αυταρχικό-αντιδραστικό προς το συντηρητικό, έστω, το πολιτικά φιλελεύθερο. Δεν έχει το εύρος μιας σοσιαλιστικής και, ίσως βρίσκεται στα όρια μιας προοδευτικής προσέγγισης.  
Ολοκληρώνοντας την εισήγηση, ας αναφερθούν τέσσερις σημαντικές πτυχές που μια εφαρμογή τους θα μπορούσε να συναποφασίσει σε μιαν αστυνομία που δεν θα είναι μεν πιο δημοκρατική αλλά θα προσεγγίζει την κοινωνία σε σαφώς πιο υποστηρίξιμους ηθικά, ιδεολογικά και κοσμοθεωρητικά όρους, θα αμβλύνει και αναδιατάσσει τον ταξισμό της προς τις υποτελείς τάξεις, και θα είναι σε θέσει να παράσχει αξιόλογο ‘ποινικό προς μετα-ποινικό’ κοινωνικό έργο:
Πρώτο, η αποστρατικοποίηση, έστω και μερική αλλά όχι αποκλειστικά περιφερειακή.
Δεύτερο, η κατάργηση των τμημάτων καταστολής συλλογικών κοινωνικών δράσεων.
Τρίτο, ο αναπολιτισμός των μελών και στελεχών της – θέμα που είναι ποιοτικά ευρύτερο και φιλοδοξότερο από διδασκαλίες και διανομές εγχειρίδιων.
Και τέταρτο, μια μη τιμωρητική αναδιοργάνωση των κριτηρίων και θεσμών λογοδοσίας.
Για να γίνει πληρέστερα κατανοητή, η συγκεκριμένη πρόταση συνιστά μέρος της ευρύτερης προσπάθειας μείωσης του ποινικού συστήματος, των μεγεθών, των αρμοδιοτήτων και εξουσιών, της εξάπλωσής του στην κοινωνία. Με τρόπους ώστε να είναι δυνατή και η άξια λόγου μείωση της εξάρτησης των πολιτών και κοινωνών από τους μηχανισμούς του. Είναι κατανοητό ότι αφορά σε μιαν ιστορική κίνηση αναταξικοποίησης που δεν είναι δυνατή ως μέρος κάθε πολιτικο-οικονομικής και πολιτισμικής συγκυρίας.
Και βέβαια, συνιστά πρόταση που ισχύει μόνο με την αυστηρή προϋπόθεση ότι αποκλείει την αντικατάσταση μερών του ποινικού συστήματος με αγοραίες εναλλακτικές.    

--------------------------------

Η συγκεκριμένη εισήγηση δέχτηκε μεγάλον αριθμό ερωτήσεων και κατάθεσης απόψεων σε διάφορα επίπεδα γενίκευσης. Επιλέγονται να παρουσιαστούν μόνο δύο ζητήματα που έχουν χαρακτήρα ολικής ή μερικής κριτικής.
Το ζήτημα που έθεσε ο καθηγητής και βουλευτής της Δημοκρατικής Αριστεράς Γιάννης Πανούσης περί ‘κυβερνώσας αριστεράς’. Ο καθηγητής υποστήριξε ότι ένα πρόγραμμα ‘κυβερνώσας αριστεράς’ δεν μπορεί να περιλαμβάνει – πολύ δε περισσότερο να εδράζεται σε – απόψεις όπως αυτές που κατατίθενται στην εισήγηση που μόλις παρουσιάστηκε. Απόψεις που μπορεί μεν να είναι ‘αριστερές’ αλλά δεν είναι και πρακτικά εφαρμόσιμες. Απόψεις που είναι ακραίες, δηλαδή βρίσκονται πέρα από την εφαρμοσιμότητα. Ουσιαστικά, η κριτική Πανούση αποδίδει μιαν ‘έλλειψη ρεαλισμού’ των προτάσεων που κατατίθενται σ` αυτή την εισήγηση.
Ας επιτραπεί μια κατάθεση του αυτονόητου που ελπίζω ότι θα συστήσει ένα ερέθισμα για τον-ην αναγνώστη-ώστρια ώστε να σκεφτεί πληρέστερα το ζήτημα: Μια ριζική διαφοροποίηση από την κριτική  του αγαπητού συναδέλφου. Άλλωστε, αν δεν υπήρχε μια τέτοια διαφοροποίηση δεν θα είχα καταθέσει αυτή την εισήγηση αλλά μιαν άλλη, ‘ρεαλιστική’ ή ‘ρεαλιστικότερη’. Υπενθυμίζεται δε ότι στην αρχή της εισήγησης έχει υπάρξει μια σχετική πρόβλεψη, στο σημείο που αναφέρεται ότι, τουλάχιστον στο θέμα του εκδημοκρατισμού της αστυνομίας, είναι ευκολότερο να αντιμετωπιστούν τα πρακτικά προβλήματα παρά τα θεωρητικά. Είναι ακριβώς η θεωρητική έδρα που θέτει τα όρια του πόσος ρεαλισμός είναι ανεκτός σε κάθε περίσταση ή συγκυρία. Αυτή τη στιγμή ζούμε και βιώνουμε ένα καθεστώς βλοσυρής νεοσυντηρητικής καταστολής. Όπως πολύ φοβάμαι, αυτό που προτείνεται στην εισήγηση του Γιάννη Πανούση – ακριβέστερα, αυτό που πλαισιώνει αόρατα, που υπερκαθορίζει ως προϋποτιθέμενος ‘ρεαλισμός’ την πρότασή του – μπορεί να αποδειχτεί μια χαμογελαστή καταστολή, μια ΄ρεαλιστική’ καταστολή του τύπου ‘κάνουμε ό,τι μπορούμε στη δεδομένη ιστορική συγκυρία’.
Οπωσδήποτε μια τέτοια προσέγγιση δεν αφορά σε μια μη καθεστωτική, μια μη ορθόδοξα κριτική, μιαν – ας επιτραπεί το άκομψο – ανορθόδοξη κριτική εγκληματολογική προσέγγιση. Πράγματι, σε ένα τέτοιο καθεστώς όπως αυτό που ζούμε και βιώνουμε δεν είναι δυνατό να επιδιώκεται μια αστυνομία που είναι κοινωνική, μερικά αναστοχευμένη και μη τιμωρητική. Κάτι τέτοιο είναι εξωπραγματικό. Δεν είναι δυνατό να επιδιώκεται μια αστυνομία που δεν εστιάζει κατασταλτικά σε κοινωνικές κατηγορίες όπως οι χρήστες παράνομων εξαρτησιογόνων ουσιών, ταξικές κατηγορίες όπως οι εκδιδόμενες, ή φυλές ή εθνότητες που συνθέτουν τους αλλοδαπούς μετανάστες. Όπως δεν είναι δυνατό να επιδιώκεται μια αστυνομία που δεν εστιάζει κατασταλτικά ούτε και στο εσωτερικό της. Μια αστυνομία που δεν εκφοβίζει και δεν ταπεινώνει.
Όμως, σε ένα καθεστώς που όσα κατατίθενται τηλεγραφικά στην εισήγηση δεν είναι δυνατό να εφαρμοστούν πρακτικά, μια ανορθόδοξη κριτική σκέψη περί το ποινικό σύστημα δεν έχει λόγο να επιδιώξει μια συγκροτημένη παρέμβαση. Μια ανορθόδοξη κριτική προσέγγιση[5] του ποινικού συστήματος όπως αυτή που καταθέτω με την εισήγησή μου δεν φέρει κάποιο ενδιαφέρον να εμπλακεί σε ένα σχετικό εγχείρημα. Ούτε φέρει το εννοιακό, σημασιακό και οργανωσιακό δυναμικό για να το επιτύχει. Όπως θα έλεγε και ο Thomas Mathiesen[6], θα μπορούσε μεν να γίνει ή να παραμείνει ‘κυβερνώσα’ αλλά θα έπαυε να είναι ταξικά κριτική. Θα απέλυε τον μόνιμο προσανατολισμό τού να συμβάλλει με συγκεκριμένες προτάσεις προς ένα περιοριζόμενο ποινικό σύστημα, λιγότερη και λιγότερο ταξική και ταξικο-φυλική καταστολή.  Συνεπώς, η πρόταση που καταθέτω φέρει τον ρεαλισμό ότι δεν εμπλέκεται σε ζητήματα (ορθοδοξου ή ορθόδοξα κριτικού) ενδοκαθεστωτικού ρεαλισμού.
[Τουλάχιστον σ` ό,τι αφορά στο ποινικό σύστημα της Ελλάδας μετά το 2010, μήπως σε ένα καθεστώς μιας τόσο φιλικής προς τις αγορές κάτι-σαν δημοκρατίας, ένα καθεστώς εκπληκτικής πολιτικής, οικονομικής και πολισμικής βαρβαρότητας, η ‘κυβερνώσα αριστερά’ για να είναι ή να παραμένει κυβερνώσα πρέπει να εκρεαλιστεί από αριστερά σε ‘αριστερά’;]

Το ζήτημα που έθεσε η καθηγήτρια. E. Συμεωνίδου-Καστανίδου αφορά στην τέταρτη από τις συντονιστικές θεσμίσεις που προτείνονται για την αναδιοργάνωση της αστυνομίας πέρα από την επικρατούσα νεοσυντηρητική στρατηγκή. Η άποψη που διατυπώθηκε τονίζει ότι, συχνά, στελέχη της αστυνομίας προχωρούν σε ενέργειες που δεν είναι δυνατό να μείνουν ατιμώρητες. Το ζήτημα στο οποίο αναφέρεται τόσο η τέταρτη αυτή θέση (όσο και η κριτική της εστίαση ώστε να μη μείνει απαρατήρηση η θέση αυτή) είναι περίπλοκο και απαιτεί εύρος επιχειρημάτων. Στο σημείο αυτό ας υπάρξει ένας περιορισμός σε ορισμένα σημεία αναφοράς που δεν απαντούν μεν με πληρότητα αλλά αποδίδουν τις κεντρικές διαστάσεις του ζητήματος. Κατά πρώτο, μια τιμωρητική προσέγγιση δεν συντονίζεται και δεν ομολογεί με μια κοινωνικά  προοδευτική κατανόηση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ειδικότερα, τουλάχιστον το συστατικό στοιχείο της εκδικητικότητας πρέπει να απενεργοποιηθεί με διαδοχικά βήματα και στα κριτήρια και τους θεσμούς λογοδοσίας. Μια τέτοια προσέγγιση καταθέτει έμπρακτα αλλά στη βάση μιας ηθικής και ιδεολογικής έδρας στην αστυνομία τον νέο τρόπο προσέγγισης των κοινωνικών ζητημάτων με τα οποία ασχολείται. Ευθύς εξαρχής, χωρίς να μηδενίζει αφού κάτι τέτοιο δεν είναι το αμέσως σκοπούμενο σε κλίμακα τουλάχιστον πενταετίας, αμβλύνει την ποινικότητα και την ετοιμότητα για άσκηση βίας, και φέρνει στην πρώτη γραμμή των εμφάσεων την ουσιαστική κοινωνικότητα των παραβατικών πράξεων. Κατά δεύτερο, μέχρι σήμερα, η τιμωρητική αντίληψη κριτηρίων και θεσμών λογοδοσίας στην αστυνομία δεν φαίνεται να είχε κάποιο αποτέλεσμα που να μπορεί να γίνει δεκτό με βάση μετα-ποινικά και μετα-αγοραία κοινωνικά κριτήρια. Και βέβαια, η διατήρηση ή ενίσχυση της συμβατικής τιμωρητικότητας και της κάθετης ιεράρχησης στην αστυνομία δεν είναι περιλήψιμες σε ένα κοινωνικά προοδευτικό πρόγραμμα για την αστυνομία. Οι δε Ένορκες Διοικητικές Εξετάσεις (ΕΔΕ) δεν φαίνεται να πείθουν ως θεσμός ότι είναι σε θέση να πετύχουν αυτό που δηλώνεται ως σκοπός τους – χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν πετυχαίνουν άλλους, άδηλους σκοπούς και μάλιστα σε όρους τιμωρητικότητας και εκδικητικότητας. Και οι δράσεις ομαδικής ή ατομικής βιαιότητας προς τους πολίτες και κοινωνούς (τους κάτοικους αυτής της χώρας που δεν διαθέτουν πολιτικά δικαιώματα) ή και προς άλλα στελέχη στης αστυνομίας; Αυτές οι δράσεις ήδη απαγορεύονται και είναι μερικά αντιμετωπίσιμες με τις υπάρχουσες νομικές και κανονιστικές θεσμίσεις. Είναι αναγκαία μια άμεση αναθεώρηση των θεσμίσεων αυτών ώστε να απαλλαγούν, πρώτο, από τυπικά που πολύ συχνά τις εξουδετερώνουν και, δεύτερο, από ιδιότητες εκδικητικότητας και, μεσοπρόθεσμα, από στοιχεία τιμωρητικότητας – με τον όρο ότι όπως θα αναδιατάσσεται και ανασημαίνεται η αστυνομική οργάνωση, συγχρόνως θα τροποποιούνται ομόλογα και τα κριτήρια λογοδοσίας προς το μη τιμωρητικό, το κοινωνικό.      



[1] ‘’Latin America`s agrarian transformation: Peasantization and proletarianization’ σε Disappearing Peasantries? Rural Labor in Africa, Asia and Latin America, D. Bryceson, C. Kay και J. Mooij (επιμ.), London: International Technology Publications, 2000.

[2] ‘Neoliberalism and Primitive Accumulation in Less Developed Countries’ σε Neoliberalism. A Critical Reader, A. Saad-Filho και D. Johnston (επιμ.), London: Pluto Press, 2005.

[3] Crime and Society in England, 1750-1990, London: Longman, 1996.

[4] Power, Crime and Mystification, London: Routledge, 1983.
[5] Προσέγγιση εκτός του ορθόδοξου (ή συμβατικού) εγκληματολογικού στοχασμού αλλά και της κριτικής ορθοδοξίας που κι αυτή όπως και ο αντιπαλός της είναι στραμμένη ‘προς τα κάτω’, προς τις υποτελείς τάξεις, προτείνοντας ίσως ηπιότερες προσεγγίσεις αλλά χωρίς να διατίθεται ή να είναι σε θεση να ανοίξει το ‘δεύτερο μέτωπο’ (που ήδη από το 1983 πρότεινε ο Steve Box) προς τις κυρίαρχες τάξεις (Chambliss, W., R. Michalowski και R. C. Kramer. ‘Introduction’ σε State Crime in the Global Age, W. Chambliss, R. Michalowski και R. C. Kramer (επιμ.), Cullompton: Willan, 2010.       

[6] The politics of abolition, London: Martin Robertson, 1974. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου