Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Τρίτη 30 Δεκεμβρίου 2014

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Νεο-φιλελευθερισμός: Εγγενείς αντιφάσεις ανάμεσα σε θεωρία και πρακτική



ΝΕΟΦΙΛΕΛΕΥΘΕΡΙΣΜΟΣ: ΕΓΓΕΝΕΙΣ ΑΝΤΙΦΑΣΕΙΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΕ ΘΕΩΡΙΑ ΚΑΙ ΠΡΑΚΤΙΚΗ.

     Ως θεωρία, ο νεοφιλελευθερισμός κρίνεται ουτοπικός. Σε έναν υπεραπλουστευμένο συσχετισμό, εκλαμβάνει πολιτική και οικονομική ελευθερία ως έννοιες αλληλένδετες και αλληλοενισχυτικές. Παραβλέπει πως ο όρος «ελευθερία» έχει ριζικά διαφορετικό νόημα σε πολιτική και οικονομική σφαίρα. Στην πρώτη υποδηλώνει αυτοκαθορισμό και προϋποθέτει συμμετοχή σε συλλογική λήψη αποφάσεων. Στην δεύτερη σημαίνει ανεμπόδιστη εκμετάλλευση ανθρώπων και περιβάλλοντος προς ίδιον όφελος. Στην πρώτη ισχύει για όλα τα μέλη μιας συλλογικότητας, στη δεύτερη μόνο για τα ισχυρότερα εξ’ αυτών, ακριβώς διότι, αν ίσχυε για όλους, θα έχανε το νόημά της.
     Στην συνέχεια, οι νεοφιλελεύθεροι διατείνονται πως μία αγορά απολύτως ελεύθερη θα ευνοήσει τις συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, θα βελτιώσει την ποιότητα των αγαθών και κατ’ επέκταση το βιοτικό επίπεδο. Στον πραγματικό κόσμο, η κατάσταση εμφανίζεται ελαφρώς διαφοροποιημένη: ολιγοπώλια, μονοπώλια , τράπεζες- φαντάσματα και πανίσχυρες πολυεθνικές ελέγχουν απόλυτα την οικονομική σκηνή. Η ανισοκατανομή του πλούτου εμφανίζει τα υψηλότερα επίπεδα μετά το 1929. Σύμφωνα με έκθεση του ΟΗΕ, το πλουσιότερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, διαθέτει εισόδημα ίσο με το φτωχότερο 57%, την ώρα που 100.000 άνθρωποι πεθαίνουν καθημερινά από την πείνα. Στις ΗΠΑ, κατά το διάστημα 1970-2000 η ελίτ του 1% των οικονομικώς ισχυρότερων τριπλασίασε το ποσοστό της επί του εθνικού εισοδήματος. Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση Bush φρόντισε- και επισήμως- να τους απαλλάξει από φόρους 3 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Τα κέρδη των αμερικανικών εταιριών από 74,7 δισεκατομμύρια δολάρια το 1970, τετραπλασιάστηκαν σε λιγότερο από 15 χρόνια, αγγίζοντας τα 281 δισεκατομμύρια. Υπολογίζεται πως στις ΗΠΑ του 2000, 63% των εταιριών δεν πλήρωνε κανένα φόρο. Στην Μεγάλη Βρετανία, επί Θάτσερ, το ποσοστό των πολιτών που διαβιούσε κάτω από το όριο της φτώχειας εκτοξεύθηκε σε ¼ του πληθυσμού (1/3 εξ’ αυτών αφορούσε παιδιά), σε σχέση με το 1/10 της προθατσερικής περιόδου. Στην μετασοβιετική Ρωσία, το 50% της οικονομίας ελέγχεται από επτά ολιγάρχες. Στο Μεξικό της μετά- NAFTA εποχής και των αναρίθμητων ιδιωτικοποιήσεων, επιχειρηματίες εμφανίζονται στην λίστα των πλουσιότερων ανθρώπων του κόσμου, την ώρα που το βιοτικό επίπεδο των μεξικανών υποβαθμίζεται κατά 80% και 20.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις κηρύσσουν πτώχευση.  Σύμφωνα με έκθεση του ΟΟΣΑ, στην Ευρώπη του 2009 σημειώνεται έξαρση του άγχους, της ανασφάλειας και του αλκοολισμού ως συνέπεια της οικονομικής κρίσης. Στην Ιρλανδία, αυξήθηκε κατακόρυφα η ζήτηση αντικαταθλιπτικών, την ώρα που οι αυτοκτονίες αυξάνονταν κατά 70%. Σύμφωνα με το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, η ανεργία παγκοσμίως από το 6,6% του 2009, άγγιξε το 9% το 2010. Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, το επίσημο 9,1% της ανεργίας για το 2009, έγινε 12,1% το 2010 και ξεπέρασε το 27% το 2013. Το 1/4 των εργαζομένων βρίσκονται ανασφάλιστοι, «αόρατοι», χωρίς δικαιώματα, άδειες, αποζημιώσεις, επιδόματα. Οι αυτοκτονίες αυξάνονται κατά 40%, ενώ αποδεικνύεται θετική σχέση μεταξύ οικονομικής κρίσης και αύξησης καταθλίψεων, αλκοολισμού και εξαρτήσεων εν γένει. Ο πρόεδρος των «Γιατρών του Κόσμου» υποστηρίζει πως το κέντρο της Αθήνας διαθέτει όλα τα χαρακτηριστικά περιοχής σε ανθρωπιστική κρίση: εξαθλιωμένοι, άστεγοι, έλλειψη γιατρών και φαρμάκων. Ανυπολόγιστες οι «παράπλευρες απώλειες» (θάνατοι από καρδιαγγειακές παθήσεις σχετιζόμενες με ένταση του στρες), με τον νευροχειρουργό Ν. Παπανικολάου να τονίζει πως σε χώρες όπου εφαρμόστηκαν παρόμοιες πολιτικές το προσδόκιμο ζωής μειώθηκε κατά 5-10 χρόνια. Αυτή είναι η περίφημη «ανάπτυξη» και «άνοδος του βιοτικού επιπέδου», που σύμφωνα με το νεοφιλελεύθερο δόγμα, εμποδίζεται από την κρατική παρέμβαση στην οικονομία.
     Στα παραπάνω έρχεται να προστεθεί ο μύθος του κράτους ως δήθεν ουδέτερου, αμέτοχου παρατηρητή. Η πραγματικότητα και εδώ διαψεύδει τις παραδοχές της νεοφιλελεύθερης θρησκείας. Διότι εκείνος τουλάχιστον που δεν ασπάζεται την μεταφυσικού τύπου πίστη στην ως δια μαγείας αυτορρύθμιση της αγοράς οφείλει να αναρωτηθεί ποιος ρυθμίζει τις νομισματικές αντιστοιχίες, ποιος εκδίδει χρήμα, ποιος προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία, αν όχι ένα ισχυρό, παρεμβατικό κράτος. Ένα τέτοιο κράτος παρέχει εγγυήσεις στην αχαλίνωτη ιδιωτική οικονομία των τραπεζών- φαντασμάτων και των πολυεθνικών κολοσσών πως τυχόν ζημίες από την κερδοσκοπική δραστηριότητά τους θα βαρύνουν τους φορολογούμενους πολίτες. Ένα τέτοιο κράτος επιτρέπει την διοχέτευση του κεφαλαίου σε βραχυπρόθεσμες καιροσκοπικές κινήσεις σε βάρος των μακροπρόθεσμων επενδύσεων, γνωρίζοντας πως μόλις το 6-7% των παγκοσμίως διακινούμενων ποσών αντιστοιχεί σε πραγματικό πλούτο. Δεκάδες μεγάλες τράπεζες και χιλιάδες μικρότεροι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί έχουν, κατά την τελευταία τριακονταετία, διασωθεί με αποφασιστική κρατική παρέμβαση. Ενδεικτικά αναφέρουμε: την διάσωση της τράπεζας “Continental Illinois” από την Ομοσπονδιακή Κεντρική Τράπεζα, το Υπουργείο Οικονομικών και τον κρατικό ασφαλιστικό οργανισμό FDIC το 1984, τις διασώσεις των Citibank και Bank of New England το διάστημα 1990-1992, του αμερικανικού κερδοσκοπικού Αμοιβαίου Κεφαλαίου το 1998.
     Λίγο αργότερα, η κυβέρνηση Bush διέθεσε 700 δισεκατομμύρια δολάρια από τα χρήματα των φορολογούμενων για να διασώσει τράπεζες και να αγοράσει τα τοξικά ομόλογα που είχαν δηλητηριάσει το οικονομικό σύστημα. Σε αντίθεση συνεπώς με τους τόνους νεοφιλελεύθερης προπαγάνδας περί μη κρατικής παρεμβατικότητας, η ανάμειξη του κράτους στην οικονομία είναι επιθυμητή, αναγκαία και επιβεβλημένη- με την υποσημείωση ότι εφαρμόζεται επιλεκτικά υπέρ του ισχυρού (τράπεζες, πολυεθνικές), την ώρα που για τον αδύναμο (μικρομεσαίες επιχειρήσεις) επιφυλάσσονται οι κίνδυνοι της ελεύθερης αγοράς. Υιοθετώντας την διατύπωση του Γκαλεάνο, συνιστά βασικό ιστορικό κανόνα πως «τα κέρδη ιδιωτικοποιούνται και οι ζημίες κοινωνικοποιούνται». Διαχρονικά, ο ισχυρός αρνείται να εφαρμόσει για τον εαυτό του τα κριτήρια που ο ίδιος έχει θέσει για τον αδύναμο. Πρόκειται για ιδανική εφαρμογή της λογικής των δύο μέτρων και σταθμών, μία πραγματικότητα που μόνο ένα αποτελεσματικό σύστημα κατήχησης θα μπορούσε να συσκοτίσει.
     Ο νεοφιλελευθερισμός δεν στράφηκε ποτέ γενικά και αφηρημένα κατά της κρατικής παρέμβασης, αλλά στοχοποίησε μία πολύ συγκεκριμένη λειτουργία αυτής, την προνοιακή- αναδιανεμητική. Το κράτος, κατά την διατύπωση του Reagan, οφείλει να καταργήσει τα αναχρονιστικά προγράμματα με τα οποία άνεργες μητέρες συντηρούνται από την πρόνοια. Το ΔΝΤ φροντίζει να διακόψει την χρηματοδότηση προγραμμάτων μερικών εκατομμυρίων δολαρίων για την καταπολέμηση του AIDS στην Ταϋλάνδη, την ώρα που πάντα διαθέτει τα δισεκατομμύρια που απαιτούνται για την διάσωση της εκάστοτε χρεωκοπημένης τράπεζας. Η κρατική εποπτεία σε εκπαίδευση και υγεία πρέπει να εκλείψει. Αν η ελευθερία δεν νοείται παρά στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, τέτοια μέτρα είναι προφανώς καταδικαστέα και αντιδημοκρατικά.
     Έχουμε τονίσει σε προηγούμενα άρθρα πως ο νεοφιλελευθερισμός δεν περιορίζεται στα όρια της οικονομικής θεωρίας. Πολύ ευρύτερα, συνιστά κυρίαρχη ιδεολογία, μορφή διακυβέρνησης και σφαιρικό πολιτικό πρόγραμμα, που ήλθε να εκφράσει μία αλλαγή στρατηγικής στην ιστορική πορεία του καπιταλισμού. Αποδυνάμωσε τα συνδικάτα, διέλυσε την κοινωνική πρόνοια και μετέφερε τον πλούτο στα ανώτατα κλιμάκια της οικονομικής ελίτ. Ως τέτοιο κρίνεται απολύτως επιτυχημένο. Ο Joseph Stiglitz, οικονομικός σύμβουλος της κυβέρνησης Clinton (1993-1997) και μετέπειτα αντιπρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας (1997-2001), επιβεβαιώνει πως οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές σχεδιάζονται και απευθύνονται στο πλουσιότερο 10% των χωρών στις οποίες εφαρμόζονται. Όσο για τους φτωχούς, αυτοί στοχοποιούνται και ενοχοποιούνται ως υπεύθυνοι για την φτώχεια τους, λόγω ραθυμίας, έλλειψης αποφασιστικότητας, ικανοτήτων, διορατικότητας. Υπενθυμίζουμε πως στην Ελλάδα τα θύματα της κρίσης παρουσιάστηκαν ως (συν)υπεύθυνα για τις παρενέργειες μίας παγκοσμιοποιημένης κερδοσκοπικής οικονομίας, την οποία όχι μόνο αδυνατούν να επηρεάσουν αλλά έστω να κατανοήσουν ως προς τους βασικούς όρους λειτουργίας της.
    




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου