Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Σάββατο 1 Νοεμβρίου 2014

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Κατασκευάζοντας συναίνεση: Ένα μοντέλο προπαγάνδας (Β)





ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΝΤΑΣ ΣΥΝΑΙΝΕΣΗ: ΕΝΑ ΜΟΝΤΕΛΟ ΠΡΟΠΑΓΑΝΔΑΣ (Β)

     Στο πρώτο μέρος παρουσιάσαμε το βασικό επιχείρημα των Herman και Chomsky, όπως αυτό διατυπώθηκε στο «Κατασκευάζοντας Συναίνεση: Η Πολιτική Οικονομία των ΜΜΕ» (1988), και αναλύσαμε τα πέντε φίλτρα που συνθέτουν το μοντέλο προπαγάνδας. Εδώ θα σχολιάσουμε την έκταση εφαρμογής του μοντέλου και θα αντικρούσουμε τις σημαντικότερες αντιρρήσεις ως προς την εγκυρότητά του.
     Διευκρινίζουμε συνεπώς πως το μοντέλο προπαγάνδας καλύπτει τον τρόπο λειτουργίας των ΜΜΕ, φανερώνει τις κερδοσκοπικές τους προτεραιότητες, καταδεικνύει την διαπλοκή τους με την πολιτική εξουσία, αποδεικνύει τον ιδεολογικό τους προσανατολισμό. Ως τα στοιχεία αυτά και μόνο παρουσιάζεται απόλυτο και το δεχόμαστε ως τέτοιο. Αν και δεν αναφέρεται άμεσα στην αποτελεσματικότητα της κατήχησης ούτε διεκδικεί ως προς αυτήν απόλυτη εφαρμογή, έχει κατηγορηθεί για ντετερμινισμό. Πράγματι, υπάρχουν λιγοστές περιπτώσεις, όπου τα ΜΜΕ αποτυγχάνουν να καλλιεργήσουν την καθεστωτική ιδεολογία. Όμως και στην Σοβιετική Ένωση υπήρχε μία μειοψηφία που αντιτίθετο στην Pravda. Μήπως η Pravda δεν εξυπηρετούσε προπαγανδιστικούς στόχους;
     Η συνηθέστερη ωστόσο κατηγορία παραμένει εκείνη της θεωρίας συνομωσίας. Άραγε, αν υποστηρίξω πως το διοικητικό συμβούλιο της General Motors  στοχεύει στην μεγιστοποίηση των κερδών της εταιρίας και όχι στην προστασία του περιβάλλοντος, πρόκειται για θεωρία συνομωσίας; Όχι, αντιθέτως αποτελεί μία αποδεκτή, σχεδόν αυτονόητη δομική ανάλυση. Γιατί λοιπόν, αν υποστηρίξω πως το μέσο- εταιρία προωθεί τα οικονομικά συμφέροντα και τις ιδεολογικές τοποθετήσεις των διοικητών του θεωρούμαι συνομωσιολόγος;
     Το ισχυρότερο ωστόσο αντεπιχείρημα στο μοντέλο προπαγάνδας θα μπορούσε να διατυπωθεί ως εξής: Υπάρχουν χιλιάδες εργαζόμενοι στα ΜΜΕ, που μόνο στην οικονομική ελίτ δεν ανήκουν, μόνο στα διοικητικά συμβούλια και τις συνελεύσεις δεν μετέχουν. Ούτε βέβαια λαμβάνουν μέρος από τα εταιρικά υπερ-κέρδη. Πώς εξηγείται ότι στην συντριπτική τους πλειονότητα ευθυγραμμίζονται απόλυτα με τα πολιτικά συμφέροντα και τις ιδεολογικές θέσεις των ελίτ; Η απάντηση δεν βρίσκεται σε σκοτεινά κέντρα λήψης αποφάσεων ούτε σε πλύσεις εγκεφάλου. Φανερώνεται αν εξετάσουμε την δομή των ΜΜΕ σε συνδυασμό με τον ρόλο του δημοσιογράφου.
     Ως μηχανισμοί με κεφαλαιοκρατική, γραφειοκρατική και ιεραρχική δομή, τα ΜΜΕ μορφοποιούν μία διαδικασία κοινωνικοποίησης, στην οποία ο φορέας- εργαζόμενος υποβάλλεται από την πρώτη ημέρα ένταξής του. Ο νέος δημοσιογράφος γνωρίζει εξ’ αρχής ότι τα ΜΜΕ είναι επιχειρήσεις με κερδοσκοπικές προτεραιότητες. Αντιλαμβάνεται κατ’ επέκταση τι συνιστά είδηση και τι όχι. Μαθαίνει να προβάλει το άμεσο, το προσωποποιημένο, το δραματοποιημένο. Να εστιάζει σε πρόσωπα και μεμονωμένα γεγονότα, όχι σε ιδεολογίες και κοινωνικές δομές. Ο έξυπνος ρεπόρτερ συνειδητοποιεί αμέσως τα όρια του συστήματος, ποιες είναι οι δεσμεύσεις, οι πιέσεις, τα εμπόδια, τα ανοίγματα. Επειδή είναι μάλλον απίθανο να αλλάξει την αντιδημοκρατική δομή ενός οικονομικού κολοσσού, επιλέγει να αλλάξει τον εαυτό του. Διαλέγει τον εύκολο δρόμο, εσωτερικεύει τις κυρίαρχες αξίες και υπηρετεί τα συμφέροντα των ελίτ. Και όλα αυτά χωρίς την ελάχιστη βία και με την πεποίθηση ότι ενεργεί αυτοβούλως.
     Εδώ βρίσκει εκτενή εφαρμογή και η θεωρία της γνωστικής ασυμφωνίας. Βασική της υπόθεση πως στον άνθρωπο υπάρχει η τάση να τροποποιεί την γνωστική του δομή για να πετύχει μία κατάσταση ισορροπίας. Ως ασυμφωνία ορίζεται μία κατάσταση ψυχικής έντασης που πιέζει να μειωθεί. Όταν παρουσιαστεί ένα ερέθισμα που εκλαμβάνεται ως νέο γνωστικό στοιχείο και δεν βρίσκεται σε αρμονία με τα υπάρχοντα, το άτομο υπόκειται σε ψυχική πίεση. Η πίεση τον ωθεί να αμβλύνει τις διαπιστωθείσες διαφορές και να αποκαταστήσει μία ισορροπία ανάμεσα σε παλαιά και νέα γνωστικά στοιχεία. Ελάχιστοι διαθέτουν το ψυχικό σθένος να αντέξουν την γνωστική ασυμφωνία, υποστηρίζοντας διαρκώς ένα πράγμα και πιστεύοντας κάτι διαφορετικό. Πρώτα λες γιατί πρέπει να πεις, έπειτα μετέχεις στο σύστημα κατήχησης και το εσωτερικεύεις και τελικά πιστεύεις γιατί πρέπει να πιστέψεις.
     Αυτό λοιπόν που συντελείται στο εσωτερικό των ΜΜΕ δεν περιορίζεται σε μία απλή κομφορμιστική προσαρμογή του εργαζομένου στις επιταγές των ανωτέρων του. Ή καλύτερα ξεκινά από μία τέτοια προσαρμογή, με στόχο την επαγγελματική καταξίωση, την ιεραρχική ανέλιξη, την επιβράβευση και την ανταμοιβή. Καταλήγει ωστόσο σε απόλυτο ενστερνισμό των κυρίαρχων αξιών και του καθεστωτικού λόγου. Ο ευσυνείδητος επαγγελματίας εκλαμβάνει τον εαυτό του ως υπηρέτη της αντικειμενικότητας, της ακρίβειας και της φιλαλήθειας, ως ουδέτερο, αμερόληπτο, αποστασιοποιημένο από αξιολογικές κρίσεις. Παρατηρούμε ακόμη μία φορά την αποτελεσματικότητα των λεπτών μορφών καθοδήγησης, διαπαιδαγώγησης, πειθάρχησης του ατόμου. Σε μία κοινωνία όπου οι εξωτερικοί καταναγκασμοί ολοένα περιορίζονται, η αυτολογοκρισία και ο αυτοέλεγχος έρχονται να υποκαταστήσουν την άμεση απειλή και την ανοιχτή βία. Η κυρίαρχη τάξη αρκεί να θέσει τις γενικές κατευθυντήριες γραμμές της συναίνεσης, τα όρια του επιτρεπτού και κοινωνικά αποδεκτού. Για την διασφάλιση και διατήρηση τους θα φροντίσουν οι κατώτερες τάξεις με «ελεύθερη βούληση».
     Ο παραπάνω μηχανισμός δεν διεκδικεί απόλυτη εφαρμογή, τουλάχιστον όσο το οργουελιανό όραμα κάθε εξουσίας για απόλυτο έλεγχο οποιασδήποτε παρεκκλίνουσας σκέψης παραμένει ανέφικτο. Για τους λίγους που αντιστέκονται στην αυτολογοκρισία και τους ακόμη λιγότερους που αντιμετωπίζουν την γνωστική ασυμφωνία επιφυλάσσονται μία σειρά «αντιποίνων»: αποκλεισμός ανέλιξης, περιορισμός αρμοδιοτήτων, ευθεία λογοκρισία μέχρι άμεσες απειλές προς συμμόρφωση ή απολύσεις. Συμπερασματικά, για να «επιβιώσει» ένα στέλεχος των ΜΜΕ πρέπει στον βωμό της επαγγελματικής επιτυχίας να θυσιάσει ακριβώς τις αξίες εκείνες που ο καπιταλισμός υποβιβάζει και περιφρονεί: τον αυτοπροσδιορισμό, την αξιοπρέπεια, την δημιουργικότητα, την αλληλεγγύη.







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου