Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Μελετάκη, Βασιλική. Παρουσίαση και μεταφραστική ερμηνείατου άρθρου “The New Criminology”, αποσπάσματος του επιλόγου από το ομώνυμο βιβλίο των Ian Taylor, Paul Walton και Jock Young (1973.)



Βασιλική Μελετάκη. Παρουσίαση και μεταφραστική ερμηνεία του άρθρου The New Criminology, αποσπάσματος τον επίλογο του ομώνυμου βιβλίου των Ian Taylor, Paul Walton και Jock Young που εκδόθηκε το 1973.

   «Οι τυπικές απαιτήσεις μιας πλήρως κοινωνικής θεωρίας της απόκλισης σχετίζονται με το πεδίο εφαρμογής της θεωρίας. Θα πρέπει να καλύπτει και να διατηρεί τις συνδέσεις μεταξύ των παρακάτω:
1.      Η ευρύτερη προέλευση της αποκλίνουσας πράξης
   Η θεωρία πρέπει, με άλλα λόγια, να μπορεί να θέσει την πράξη εντός του πλαισίου των ευρύτερων δομικών προελεύσεών της. […] Θα λέγαμε ότι οι ευρύτερες προελεύσεις της αποκλίνουσας πράξης μπορούν να γίνουν αντιληπτές μόνο υπό την οπτική των ταχέως εναλλασσόμενων οικονομικών και πολιτικών απρόβλεπτων ενδεχομένων της αναπτυγμένης βιομηχανικής κοινωνίας. Σε αυτό το επίπεδο, η τυπική απαίτηση είναι πραγματικά αυτό που θα αποκαλούσαμε πολιτική οικονομία του εγκλήματος.
2.      Η άμεση προέλευση της αποκλίνουσας πράξης
[…] Θα υποστηρίζαμε ότι μια επαρκώς κοινωνική θεωρία της απόκλισης θα πρέπει να μπορεί να εξηγήσει τα διαφορετικά γεγονότα, εμπειρίες ή δομικές αναπτύξεις που προκαλούν την αποκλίνουσα πράξη. Η θεωρία πρέπει να εξηγεί τους διαφορετικούς τρόπους μέσω των οποίων η δομική ζήτηση ερμηνεύεται, δέχεται αντίδραση ή χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους σε διάφορα επίπεδα στην κοινωνική δομή με τέτοιο τρόπο, ώστε να γίνεται μία ουσιαστική αποκλίνουσα επιλογή. Σε αυτό το επίπεδο, η τυπική απαίτηση είναι για κοινωνική ψυχολογία του εγκλήματος: κοινωνική ψυχολογία που […] αναγνωρίζει ότι οι άνθρωποι συνειδητά επιλέγουν τον δρόμο της απόκλισης ως τη μια λύση στα προβλήματα που θέτονται εξ ύπαρξης σε μία αντιφατική κοινωνία.
3.      Η ίδια η πράξη
[…] Μία πλήρης κοινωνική θεωρία της απόκλισης θα χρειαστεί να μπορεί να εξηγήσει την σχέση μεταξύ αντιλήψεων και πράξης, μεταξύ της βέλτιστης λογικότητας που επέλεξαν οι άνθρωποι και των συμπεριφορών που τελικά ακολουθούν.[…] Ενώ θα λέγαμε ότι υπάρχει πάντα σχέση μεταξύ της ατομικής επιλογής (ένα σύνολο ιδεών) και πράξης, δεν είναι απαραίτητο ότι είναι απλώς μία σχέση. […] Η τυπική απαίτηση εδώ είναι για την πραγματική κοινωνική δυναμική γύρω από τις ίδιες τις πράξεις.
4.      Η άμεση προέλευση της κοινωνικής αντίδρασης
[…] Ο μεταγενέστερος ορισμός της πράξης είναι το προϊόν κλειστών προσωπικών σχέσεων» Ο τρόπος αντίδρασης ακόμη και των φορέων του επίσημου κοινωνικού ελέγχου άπτονται επιλογών, διακριτικότητας και των λαϊκών θεωριών σε σχέση με το έγκλημα. «Η τυπική απαίτηση σε αυτό το επίπεδο είναι για μία εξήγηση της άμεσης αντίδρασης του κοινού στο πλαίσιο του εύρους των διαθέσιμων επιλογών του κοινού αυτού. Με άλλα λόγια, η απαίτηση είναι για τη κοινωνική ψυχολογία της κοινωνικής αντίδρασης: ένα σύνολο των ενδεχομένων και των συνθηκών που είναι κρίσιμα για την απόφαση αντίδρασης ενάντια στον αποκλίνοντα.   
5.      Η ευρύτερη προέλευση της αποκλίνουσας αντίδρασης
   Με τον ίδιο τρόπο που οι διαθέσιμες επιλογές στον ίδιο τον αποκλίνοντα είναι προϊόν, κατά πρώτον, της δομικής του θέσης και, κατά δεύτερον, των ατομικών γνωρισμάτων του (την αποδοχή του από τους Σημαντικούς Άλλους- και των εμπλεκομένων σε νόμιμες δραστηριότητες και των εμπλεκομένων σε παραβατική δραστηριότητα ενός είδους ή άλλου), έτσι και η κοινωνική ψυχολογία της κοινωνικής αντίδρασης (και οι λαϊκές θεωρίες πίσω από αυτή)  μπορεί να εξηγηθεί μόνο υπό το πρίσμα της θέσης και των γνωρισμάτων αυτών που υποκίνησαν την αντίδραση ενάντια στον αποκλίνοντα. […]
   Οι επικρατούσες τάσεις στις εγκληματολογικές αντιμετωπίσεις των ευρύτερων προελεύσεων της αντίδρασης του αποκλίνοντα, όσο έχουν ασχοληθεί κάποιοι με αυτές, είναι να εντοπίζονται σε επαγγελματικές ομάδες και τις ιδιαίτερες ανάγκες τους (Box, Dickson), σε ένα μάλλον ασαφώς ορισμένο σύνολο πλουραλιστικών ενδιαφερόντων (Quinney, Lemert), σε εξουσιο-κεντρικές σχέσεις εντός ‘επιτακτικά συντονισμένων οργανώσεων’ (Turk) ή σε απλές πολιτικές σχέσεις προϊσταμένων-υφισταμένων (Berk). […] Λίγοι εγκληματολόγοι έχουν μπορέσει να καταπιαστούν με τους τρόπους μέσω των οποίων οι πολιτικές πρωτοβουλίες που δημιουργούν (ή καταργούν) νόμους, που ορίζουν τη κυρώσιμη συμπεριφορά στη κοινωνία ή επιβεβαιώνουν την τήρηση της νομοθεσίας αυτής, είναι στενά συνδεδεμένες με τη δομή της πολιτικής οικονομίας του κράτους. […] Προς στιγμήν, είναι σημαντικό να αναφερθεί αυτό όχι μόνο ως απόδειξη της διάλυσης της θεωρίας στις έρευνες του εγκλήματος κατά τον 20ο αιώνα, αλλά επίσης και ως κατηγορία για την αποπολιτικοποίηση των ζητημάτων που περιλαμβάνονται στους κλασικούς διαλόγους για τη κοινωνική θεωρία του εγκλήματος, κάτι που επιτεύχθηκε και επιδοκιμάστηκε από αυτούς που εργάζονται στον τομέα της σύγχρονης ‘εφαρμοσμένης’ εγκληματολογίας.
  Για την ώρα, είναι χρήσιμο να ισχυριστούμε ότι μία από τις τυπικές απαιτήσεις μιας πλήρως κοινωνικής θεωρίας της απόκλισης, που σχεδόν απουσιάζει από την υπάρχουσα λογοτεχνία, είναι ένα αποτελεσματικό μοντέλο των πολιτικών και οικονομικών επιταγών που στηρίζουν από τη μία τις ‘λαϊκές ιδεολογίες’ και από την άλλη τις σταυροφορίες και τις πρωτοβουλίες που αναδύονται περιοδικά είτε για να ελέγξουν το πλήθος και το μέγεθος της απόκλισης είτε, διαφορετικά (σε περιπτώσεις απαγόρευσης, συγκεκριμένης ομοφυλοφιλικής δραστηριότητας και, πιο πρόσφατα, συγκεκριμένα ‘εγκλήματα χωρίς θύμα’) να αφαιρέσουν κάποιες συμπεριφορές από τη κατηγορία των ‘παράνομων’. Έχουμε έλλειψη στη πολιτική οικονομία της κοινωνικής αντίδρασης.       
6.      Το αποτέλεσμα της κοινωνικής αντίδρασης στη περαιτέρω δράση των αποκλινόντων
   Μία από τις πιο αποτελεσματικές συνεισφορές των θεωρητικών της κοινωνικής αντίδρασης στην κατανόηση της απόκλισης ήταν η έμφασή τους στην ανάγκη να αντιληφθούμε την αποκλίνουσα πράξη ως, εν μέρει, μία προσπάθεια συμφιλίωσης του παραβάτη με την αντίδραση εναντίον της αρχικής του παραβίασης. Μία από τις επιφανειακές δυνάμεις της προοπτικής της κοινωνικής αντίδρασης ήταν η ικανότητά της να δει τον δράστη σαν να χρησιμοποιεί την αντίδραση εναντίον του ποικιλοτρόπως. […] Υποστηρίζουμε, ωστόσο, ότι η έννοια της δευτερογενούς απόκλισης ήταν αντιδιαλεκτική. […]
   Μία πλήρως κοινωνική θεωρία της απόκλισης - θέτοντας ως βάση τον άνθρωπο ως συνειδητά εμπλεκόμενο (μολονότι άναρθρα) σε αποκλίνουσες επιλογές - θα απαιτούσε από εμάς να δούμε την αντίδραση που έχει ο αποκλίνων απέναντι στην απόρριψη ή τον στιγματισμό ως συνδεδεμένη με τις συνειδητές επιλογές που προκάλεσαν την αρχική παράβαση. [..] Μία πλήρως κοινωνική εξήγηση του αποτελέσματος της κοινωνικής αντίδρασης στις περαιτέρω δράσεις του συλληφθέντα αποκλίνοντα, λοιπόν, θα ήταν μία κατά την οποία ο αποκλίνων δράστης διαθέτει πάντα κάποιο βαθμό συνειδητότητας σχετικά με τη πιθανότητα και τις συνέπειες της αντίδρασης εναντίον του και, στην οποία οι μεταγενέστερες επιλογές του αναπτύσσονται βάσει αυτού του βαθμού συνειδητότητάς του. Όλοι αυτοί οι συγγραφείς που αντιμετωπίζουν τους αποκλίνοντες ως ‘αφελείς’ πρέπει τώρα να αντιληφθούν ότι ασχολούνται με μία μειονότητα των αποκλινόντων, ακόμη και σε καταστάσεις κατά τις οποίες ο βαθμός ή το μέγεθος της κοινωνικής αντίδρασης δεν είναι αναμενόμενο, είναι σημαντικό να έχουν μία κοινωνική εξήγηση των τρόπων με τους οποίους οι αποκλίνοντες αντέδρασαν στις καταδίκες τους με ένα βαθμό συνειδητότητας σχετικά με το ‘νόμο’ που είχαν αναπτύξει πριν αποκτήσουν επίσημα επαφή με αυτόν.
   Σε μία πλήρως κοινωνική θεωρία, τότε, η συνείδηση που συμβατικά επέτρεψε στους αποκλίνοντες κατά τη δευτερογενή απόκλιση θα μπορούσε να εξηγηθεί- έστω εν μέρει- υπό το πρίσμα της συνείδησης του δράστη σχετικά με τον κόσμο γενικότερα.
7.      Η φύση της διαδικασίας της απόκλισης ως σύνολο
Οι τυπικές απαιτήσεις μίας πλήρως κοινωνικής θεωρίας είναι τυπικές υπό την έννοια ότι αναφέρονται στο πεδίο εφαρμογής της θεωρητικής ανάλυσης. […] Έχουμε ήδη κατηγορήσει την θεωρία της κοινωνικής αντίδρασης […] ως μονομερώς ντετερμινιστική: βλέπει τα προβλήματα και τη συνείδηση του αποκλίνοντα απλώς ως απάντηση στη σύλληψη και εφαρμογή του κοινωνικού ελέγχου. Οι θετικιστικές εξηγήσεις κατηγορούνται για το γεγονός ότι αδυνατούν να προσεγγίσουν μία εξήγηση όχι μόνο της πολιτικής οικονομίας του εγκλήματος (το υπόβαθρο της εγκληματικής πράξης), αλλά και αυτού που ονομάσαμε πολιτική οικονομία, τη κοινωνική ψυχολογία και τη κοινωνική δυναμική της κοινωνικής αντίδρασης στην απόκλιση. Και οι περισσότεροι από τους κλασικούς και νεότερους βιολόγους ψυχολόγους θετικιστές αδυνατούν να προσφέρουν μία ικανοποιητικά κοινωνική εξήγηση για την σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινωνίας: το άτομο σε αυτές τις περιπτώσεις εμφανίζεται κατά κύριο λόγο ως ένα μονωμένο άτομο ανεπηρέαστο από τις διακυμάνσεις των κοινωνικών συμφωνιών, κοινωνικών αλλαγών και των αντιφάσεων, πάνω στα οποία άλλωστε, είναι χτισμένη μία κοινωνία διευθετήσεων γύρω από το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής.
   Παρόλα αυτά, το βασικό προαπαιτούμενο μιας πλήρως κοινωνικής θεωρίας της απόκλισης είναι ότι αυτές οι τυπικές απαιτήσεις δεν πρέπει να θεωρούνται απλώς σημαντικοί παράγοντες που πρέπει όλοι να υπάρχουν (αμετάβλητα), εάν η θεωρία πρέπει να αντιμετωπίζεται ως κοινωνική. Περισσότερο μάλιστα, αυτές οι τυπικές απαιτήσεις πρέπει όλες να υπάρχουν στη θεωρία, όπως συμβαίνει και στη πραγματικότητα, σε σύνθετες, διαλεκτικές σχέσεις μεταξύ τους. […]
    Η ουσιαστική ιστορία της εγκληματολογίας του εικοστού αιώνα είναι σε μεγάλο βαθμό η ιστορία του εμπειρικού ευνουχισμού των θεωριών (όπως αυτών των Marx και Durkheim) που αποπειράθηκαν να ασχοληθούν με το σύνολο της κοινωνίας, και η ιστορία, λοιπόν, της αποπολιτικοποίησης των εγκληματολογικών ζητημάτων.
Η Νέα Εγκληματολογία
   Οι συνθήκες των καιρών μας πιέζουν για επανεκτίμηση του διαχωρισμού των ζητημάτων και των προβλημάτων. […] Μια εγκληματολογία η οποία πρέπει να είναι επαρκής στη κατανόηση αυτών των αναπτύξεων και να μπορεί να επαναφέρει τη πολιτική στο διάλογο σχετικά με το τι ήταν προγενέστερα τεχνικά ζητήματα, θα χρειαστεί να αντιμετωπίσει τη κοινωνία ως σύνολο. Αυτή η ‘νέα’ εγκληματολογία θα είναι στη πραγματικότητα μία παλιά εγκληματολογία, που θα αντιμετωπίσει τα ίδια προβλήματα που είχαν ασχοληθεί και οι κλασικοί κοινωνικοί θεωρητικοί.
  Έχουμε επιχειρηματολογήσει εδώ για πολιτική οικονομία του εγκλήματος, και από την αντίδραση που διεγείρει, και για πληροφορημένη περί της πολιτικής κοινωνική ψυχολογία αυτής της εξελισσόμενης κοινωνικής δυναμικής. Δηλαδή, έχουμε διεκδικήσει να είναι κατασκευασμένα τα τυπικά συστατικά μίας θεωρίας που θα μπορούσε να είναι επαρκής, ώστε να απομακρύνει την εγκληματολογία από την ίδια της τη φυλάκιση εντός τεχνητά κατασκευασμένων ιδιαιτεροτήτων. Έχουμε αποπειραθεί να ενώσουμε πάλι τα κομμάτια, ώστε να ξαναφτιάξουμε το όλον.
   Εμμέσως, απορρίψαμε αυτή τη σύγχρονη τάση που μπορεί να διεκδικεί το μανδύα της νέας εγκληματολογίας για τον εαυτό της, ή μια νέα θεωρία της απόκλισης και που μπορεί υποθετικά να υποστηρίζει ότι βρήκε τη λύση στην τρέχουσα δυσαρέσκειά μας ευρέως κατά την έρευνα για τις πηγές του ατομικού νοήματος. Παρά ταύτα, εθνομεθοδολογικά είναι ένα ιστορικό δημιούργημα επίσης: η γενεαλογία του πάει πίσω στους φαινομενολογικούς στοχασμούς οι οποίοι ήταν τόσο εξέχοντες σε μία προγενέστερη περίοδο ανακρίβειας και αμφιβολίας: η πτώση της Ευρωπαϊκής σοσιαλιστικής δημοκρατίας και η άνοδος του φασισμού. Η φαινομενολογία κοιτάει σε μία φυλακή και ψάχνει για το νόημα της ‘φυλακής’ αντί για την εναλλακτική της και ψάχνει για το νόημα βάσει ατομικών ορισμών παρά βάσει μιας πολιτικής εξήγησης της αναγκαιότητας της φυλάκισης.
   Η οπτική του ανθρώπου στη κοινωνία είναι ορισμένες φορές προσθετική (με την έννοια ότι περιβαλλοντολογικοί ‘παράγοντες’ αντιμετωπίζονται ως να έχουν περισσότερο ή λιγότερο σημαντική επιρροή σε μερικά θεμελιώδη γεγονότα της ανθρώπινης φύσης- όπως στον Eysenck), ορισμένες φορές είναι ασυνεχής (σε αυτό αναγνωρίζεται μία αλληλεπίδραση μεταξύ ανθρώπου και κοινωνικών επιρροών, αλλά αλληλεπίδραση που είναι συντομευμένη από τη διαφορική ικανότητα του ανθρώπου να κοινωνικοποιείται - όπως στον Durkheim - ή στην καταλληλότητα ορισμένων κοινωνικών μοτίβων για διαφορετικούς ανθρώπους σε διαφορετικές εποχές - όπως στον Durkheim και στον Merton), και, όταν υπάρχει ένωση μεταξύ ανθρώπου και κοινωνίας, είναι μόνο υπό το πρίσμα των δεδομένων βιολογικών και ψυχολογικών παθολογιών του ανθρώπου. Η φαινομενολογία και η εθνομεθοδολογία διαχωρίζουν τον άνθρωπο από τη κοινωνία ευτελίζοντας εμπειρία και νόημα, όσο ειδικότερα έχουν το δικαίωμα, το οποίο δεν μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι είναι κοινωνικά καθορισμένο υπό οποιοδήποτε αναγνωρίσιμο τρόπο επί του παρόντος. […]
   Υπάρχει κρίση όχι μόνο στην κοινωνική θεωρία και κοινωνική σκέψη, αλλά και στη κοινωνία την ίδια. Η νέα εγκληματολογία καλείται, λοιπόν, να είναι μία κανονιστική θεωρία: πρέπει να προσφέρει τη πιθανότητα ενός ψηφίσματος για τις θεμελιώδεις ερωτήσεις και ένα κοινωνικό ψήφισμα. Είναι αυτή η κοινωνική επιταγή που διαχωρίζει τις Ευρωπαϊκές Σχολές εγκληματολογίας από τον εκλεκτισμό και τον ρεφορμισμό στην επαγγελματική Αμερικανική Κοινωνιολογία. […]
   Η νέα εγκληματολογία έχει τώρα διασπαστεί με φιλικούς όρους σε δύο διακριτές τάσεις: από τη μία, η ποιητική σοσιαλιστική δημοκρατική και, από την άλλη, η άμεση επαναστατική δράση.  […] Είναι ξεκάθαρο ότι η εγκληματολογία που δεν είναι κανονιστικά αφιερωμένη στην κατάργηση της ανισότητας στο πλούτο και την εξουσία, και συγκεκριμένα στις ανισότητες στην ιδιοκτησία και τις ευκαιρίες ζωής, είναι αναπόφευκτο πως θα υποπέσει σε σωφρονιστική. Και όλη η σωφρονιστική είναι όλο και λιγότερο συνδεδεμένη με την ταυτοποίηση της απόκλισης με τη παθολογία. Μία πλήρως κοινωνική θεωρία πρέπει εξ ορισμού να είναι διασπασμένη από τη σωφρονιστική ακριβώς επειδή τα αίτια τους εγκλήματος πρέπει να είναι στενά συνδεδεμένα με τη μορφή που τους έχει περιβληθεί από τις κοινωνικές συμφωνίες της εποχής. Το έγκλημα ήταν και θα είναι πάντα αυτή η συμπεριφορά που αντιμετωπίζεται ως προβληματική εντός του πλαισίου αυτών των κοινωνικών συμφωνιών: για να καταργηθεί το έγκλημα, τότε, πρέπει οι ίδιες οι κοινωνικές αυτές συμφωνίες να γίνουν αντικείμενο θεμελιώδους αλλαγής.
   Έχει υποστηριχθεί συχνά, λανθασμένα περισσότερο, ότι για τον Durkheim, το έγκλημα ήταν ένα κανονικό κοινωνικό γεγονός (άρα ότι ήταν θεμελιώδες χαρακτηριστικό της ανθρώπινης οντολογίας). Για εμάς, όπως και για τον Marx και άλλους νέους εγκληματολόγους, η απόκλιση είναι φυσιολογική- με την έννοια ότι οι άνθρωποι είναι συνειδητά εμπλεκόμενοι διεκδικώντας τη δική τους ανθρώπινη διαφορετικότητα. Το καθήκον είναι να δημιουργηθεί μία κοινωνία στην οποία τα γεγονότα της ανθρώπινης διαφορετικότητας, είτε προσωπικά είτε οργανικά ή κοινωνικά, δεν θα είναι αντικείμενο ποινικοποίησης για την εξουσία» (Criminological Perspectives- Essential Readings, σσ. 259-266).   

Άρθρο “The New Criminology” των Ian Taylor, Paul Walton και Jock Young από το βιβλίο “Criminological Perspectives- Essential Readings” 2nd edition, επιμέλεια: Eugene McLaughlin, John Muncie και Gordon Hughes, SAGE publications, 2003, Λονδίνο (σσ. 257-270). Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο των ιδίων The New Criminology: For a Social Theory of Deviance, 1973. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου