Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Ιστορικά 4. Αλεξάνδρα Αποστολάκη: Οι εξορίες και τα βασανιστήρια κατά την περίοδο της Χούντας.



Ιστορικά 4. Αλεξάνδρα Αποστολάκη: Οι εξορίες και τα βασανιστήρια κατά την περίοδο της Χούντας.

Σε συνέχεια του πρoηγούμενου άρθρου «Απαγορεύσεις ή εγκλήματα των χουντικών; Μία πρώτη, ανιχνευτική, προσέγγιση», θα ήταν καλό να αναφερθούμε στη φύση των εγκλημάτων των συνταγματαρχών. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, ξεκινούν άμεσα και οι δράσεις των χουντικών. Οι συνταγματάρχες, χρησιμοποιούν την οδό Μπουμπουλίνας ως έδρα της Γενικής Ασφάλειας, τη Βασιλίσσης Σοφίας ως έδρα της Στρατιωτικής Αστυνομίας, τον Διόνυσο ως έδρα του 505 τάγματος πεζοναυτών, την Αγία Παρασκευή ως κέντρο του ΝΑΤΟ, την Ασφάλεια Πειραιώς, την Ασφάλεια Θεσσαλονίκης, καθώς και το παροπλισμένο καταδρομικό «Έλλη», το οποίο μετέτρεψαν σε άντρο μαρτυρίου για σημαίνοντα πρόσωπα, ως κύριες έδρες των βασανιστηρίων τους. Εκτός από τα παραπάνω και τα γνωστά στρατόπεδα της Λέρου και της Γυάρου, κέντρα βασανισμού με λιγότερη ‘κίνηση’ υπάρχουν σε κάθε επαρχιακή πόλη και σε κάθε αστυνομικό τμήμα των μεγάλων πόλεων. Αυτό, δείχνει την τρομακτική έκταση που είχε πάρει ο θεσμός των βασανιστηρίων.
Με την εγκαθίδρυση του στρατιωτικοφασιστικού καθεστώτος, η Γυάρος, ένα νησί με φρικτές μνήμες από την περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου, ξαναλειτουργεί για τον εκτοπισμό των αντιπάλων του καθεστώτος, κυρίως των κομμουνιστών και των αριστεριστών, οι οποίοι ορίζονταν σαν δημόσιος κίνδυνος από το καθεστώς. Η δικτατορία των συνταγματαρχών, από την πρώτη κιόλας μέρα, ξεκινά τις συλλήψεις. Στις 28 Απριλίου 1967 η κυβέρνηση αποστέλλει τις πρώτες χιλιάδες κρατούμενους στην Γυάρο. Έτσι, η Γυάρος ξανανοίγει και η Ελλάδα περνάει, με αυτό τον τρόπο, σε μία σκοτεινή περίοδο της νεότερης ιστορίας, μπαίνει ‘στον γύψο’ όπως χαρακτηριστικά ανέφερε και ο ίδιος ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, επικεφαλής του πραξικοπήματος και της ‘Εθνικής Κυβερνήσεως’ που εγκαθιδρύθηκε.
Η δικτατορία από την αρχή αγωνιούσε να παρουσιάσει τις καλές συνθήκες διαβίωσης στην εξορία. «Σήμερων εμεταφέρθησαν 756 εκτοπισθέντες και σταδιακά θα μεταφερθούν από 1500 ημερισίως έως το νούμερο των 7000, ούτο δια να συμπληρωθούν αι εγκαταστάσεις εις την νήσον δια την ανωτέραν διαβίωσιν των μεταφερθέντων», μας πληροφορεί ο αντιστράτηγος της χωροφυλακής Ανδρικόπουλος. Λέει επίσης: «Αι συνθήκαι των μεταφερθέντων είναι καλαί και βελτιούνται συνεχώς». Οι συνθήκες, φυσικά, είναι παντελώς διαφορετικές: στερήσεις, κακουχίες και καθημερινοί ξυλοδαρμοί είναι μερικά από τα καθημερινά γεγονότα. Ακολουθείται η πολιτική του αποπροσανατολισμού, καθώς παρατηρείται μια σύγχυση όσον αφορά στους αριθμούς των μεταφερόμενων στη Γυάρο. Σε επίμονες ερωτήσεις των ξένων ανταποκριτών, ο Παπαδόπουλος απέφευγε να αναφέρει σαφή αριθμό φυλακισμένων και εκτοπισμένων. «Δεν έχω λογιστήν διά να παρακολουθεί τας προσθαφαιρέσεις των κρατουμένων», αναφέρει λίγα χρόνια μετά το πραξικόπημα, στις 10 Απριλίου του 1970. Οι αναφορές του Τύπου είναι βέβαια όλες θετικές, καθώς είχε επιβληθεί απαγόρευση της ελευθεροτυπίας και τα κείμενα προς δημοσίευση ελέγχονταν από στελέχη του καθεστώτος. Ως είδηση αναφέρεται μόνο η απόλυση κρατουμένων και όχι η μεταφορά τους στο νησί: «Απολύονται οι υπερήλικες και οι ανάπηροι» , αναφέρεται στις 11 Μαΐου 1967, για παράδειγμα. Τα νούμερα που αφορούν τους μεταφερόμενους είναι συχνά άλλοτε πλασματικά και άλλοτε υπερβολικά, και έτσι η αντικειμενική επισκόπηση της κατάστασης είναι εντελώς αδύνατη. 
Οι επισκέψεις δημοσιογραφικών πρακτορείων απαγορεύονταν στο νησί, ενώ ο Γεώργιος Παπαδόπουλος αναφέρει: «Οι κομμουνιστές θα σας παρουσιάσουν μια ολότελα διαστρεβλωμένη κατάσταση από την υπαρκτή, αφού ήταν και παραμένουν εχθροί της πατρίδας». Η είσοδος επιτράπηκε μονάχα σε δύο δημοσιογράφους, στελέχη του Κόμματος 4ης Αυγούστου, το οποίο είχε δημιουργηθεί κατά την περίοδο της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά το 1936. Τα δύο αυτά άτομα ήταν έμπιστοι των συνταγματαρχών και παρέμειναν στη Γυάρο για σημαντικό χρονικό διάστημα. Δεν είναι σαφές, βέβαια, για ποιους λόγους και υπό ποία ιδιότητα στάλθηκαν στο νησί. Ως επισκέπτες ή ως πληροφοριοδότες των αρχών ή των δεσμοφυλάκων; Η διερεύνησή τους, ωστόσο, δημοσιεύτηκε στην φιλοναζιστική εφημερίδα 4η Αυγούστου τον Σεπτέμβριο του 1967, με τίτλο : «Αποκλειστικόν ρεπορτάζ 4ης Αυγούστου: Γυάρος». Σε αυτό το ρεπορτάζ δε γίνεται καμία προσωπική αναφορά κρατουμένων και εξόριστων, καθώς αναφέρουν πως αξιόπιστες είναι μονάχα «αι δηλώσεις των υπουργών Δημοσίας Τάξεως και Εσωτερικών κ.κ. Τοτόμη και Παττακού, ως και του γ.γ. του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως Συνταγματάρχου κ. Ιωάννου Λαδά, οι οποίοι επανειλημμένως επεσκέφθησαν την νήσον και ούτω έχουν ιδίαν αντίληψιν της καταστάσεως». Παρ’ όλα αυτά, αναφέρουν μεταξύ άλλων πως η Γυάρος «έχει εντελώς ιδιάζουσαν μορφήν, πολύ ολίγον ομοιάζουσαν με στρατόπεδον πολιτικών κρατουμένων». Περιγράφοντας την καθημερινότητα των κρατουμένων σημειώνουν: «Παιχνίδια και γέλια με την θάλασσαν, βουτιές και 'πατητές’, ηλιοκαμένα σώματα και κρέμες προστατευτικές διά την ηλιοθεραπείαν. Οι όρμοι το πρωί έχουν την εικόνα πλαζ. Οι κρατούμενοι κάνουν ηλιοθεραπείαν, γυμναστικήν ή κολυμβούν. Πολλοί εξ αυτών διαθέτουν αναπνευστήρας, βατραχοπέδιλα και όπλα δι’ υποβρύχιον ψάρεμα, εις το οποίον επιδίδονται ελευθέρως. Η νήσος έχει άφθονον ψάρι και δεν είναι λίγοι εκείνοι, οι οποίοι γυρίζουν εις τους θαλάμους των με το δίχτυ των γεμάτο». Οι περιγραφές αυτές είναι τουλάχιστον υπερβολικές και συνιστούν μέρος της ευρύτερης προπαγάνδας που αξιοποιούσε το δικτατορικό καθεστώς. Η παραπάνω, ήταν η μοναδική ‘δημοσιογραφική’ μαρτυρία για την Γυάρο. Φωτογραφίες του νησιού και των συνθηκών δεν τραβήχτηκαν ποτέ. Έτσι, πέρα από τις προσωπικές μαρτυρίες και τα εναπομείναντα κτήρια, δεν θα γνωρίσουμε ποτέ με λεπτομέρειες το αληθινό πρόσωπο της Γυάρου, που κρυβόταν επί επτά χρόνια πίσω από το προσωπείο της στρατιωτικής δικτατορίας.
Ας αναλύσουμε, στο σημείο αυτό, το μέρος που έχει να κάνει με την τέλεση  βασανιστηρίων. Πάντοτε, σε όλες τις εποχές, σε όλες τις κοινωνίες, υπήρχαν μισθωμένοι βασανιστές, οι οποίοι εκτελούσαν το καθήκον τους σαν ευσυνείδητοι υπάλληλοι. Υπάρχουν, από την άλλη, και εκείνοι που σχεδιάζουν την βασανιστική υποταγή της ανθρώπινης ψυχής με όσο το δυνατό μεγαλύτερη ακρίβεια, συχνά αξιοποιώντας επιστημονίζουσες μεθόδους. Τόσο στη θεωρία όσο και την πράξη, μελετούν και καταστρώνουν προγράμματα μεγιστοποίησης του ανθρώπινου πόνου. Όσον αφορά τώρα στη μεθοδολογία των βασανιστηρίων, στο συγκεκριμένο καθεστώς που επιβλήθηκε στην Ελλάδα μεταξύ 1967 και 1973, εφαρμοζόταν μία ρυθμισμένη κλίμακα εναλλασσόμενων σωματικών και ψυχολογικών βασάνων, που αναζητούσε το ευαίσθητο σημείο του καθενός από τα θύματα. Συνηθισμένη αρχή ήταν η φάλαγγα, ένας τύπος βασανιστηρίου και μέθοδος σωματικού σωφρονισμού με χτυπήματα, είτε με βούρδουλα, είτε με σιδηροσωλήνες, είτε με ξύλινα ρόπαλα, είτε ακόμη και με ειδικά ξύλα, στων οποίων το κάτω μέρος εξείχαν πρόκες. Ένα άλλο είδος βασανιστηρίου ήταν το σιδερένιο στεφάνι. Πρόκειται για έναν μηχανισμό, ο οποίος εφαρμοζόταν στο κεφάλι και σφιγγόταν ολοένα και περισσότερο. Πολλοί από τους βασανισμένους με αυτόν τον τρόπο, υπέστησαν σοβαρές βλάβες του εγκεφάλου και του κρανίου, ακόμα και παραφροσύνη και νοσηλεύτηκαν σε Ψυχιατρικές κλινικές. Ένας τρίτος τρόπος ανάκρισης ήταν το κρέμασμα. Αφού το θύμα είχε υποστεί την φάλαγγα και ό,τι άλλο, κρεμιόταν με τα χέρια δεμένα πίσω, συνήθως με χειροπέδες, σε έναν σιδερένιο γάντζο. Μαστιγώματα, σύνθλιψη των γεννητικών οργάνων, σβήσιμο αναμμένων τσιγάρων στη σάρκα, ηλεκτροσόκ, εικονική εκτέλεση, ξερίζωμα νυχιών και άλλα συναφή αποτελούσαν μέρος του μενού απόδοσης πόνου και τρόμου. Δεν πρέπει να αγνοηθεί η δήλωση του Κωνσταντίνου Κόλλια, πρώτου πρωθυπουργού της Χούντας, τον Οκτώβριο του 1967 σε Αμερικανούς δημοσιογράφους ότι: «Οι κρατούμενοι απολαμβάνουν περιφήμων συνθηκών».
Τα παραδείγματα και οι μαρτυρίες κρατουμένων, εξόριστων και μη, είναι άφθονες. Παρ’ όλες τις αναμεταδόσεις των ραδιοφωνικών σταθμών πως «ουδείς εφονεύθη» κατά τη διάρκεια της πρώτης νύχτας του πραξικοπήματος, σύμφωνα με στοιχεία του νεκροτομείου της Αθήνας, το επόμενο πρωί βρίσκονταν εκεί δεκαοκτώ πτώματα σκοτωμένων. Ας πάρουμε για παράδειγμα, τον μικρό Γιαννάκη Δημόπουλο, οκτώ ετών, από το Αιγάλεω, ο οποίος θανατώθηκε από μέλη της Στρατιωτικής Αστυνομίας. Ο πατέρας του, κυνηγημένος από τη Χούντα, είχε περάσει στην παρανομία. Οι αστυνομικοί έπιασαν το παιδί και χτυπώντας το, του ζητούσαν να τους πει που κρυβόταν ο πατέρας του. Αυτός αρνήθηκε να μιλήσει και τότε ένας αστυνομικός έβγαλε ένα μαχαίρι και το κάρφωσε στην καρδιά του μικρού παιδιού. Η προσωπική μαρτυρία της Νέλλης, της Ηλέκτρας Παπά, του Περικλή Κοροβέση και άλλων πολλών, ρίχνουν περισσότερο φως στα τεκταινόμενα.
Η Νέλλη, μια νεαρή κοπέλα από αστική οικογένεια, η οποία σπούδαζε μουσική και σύχναζε στους καλλιτεχνικούς κύκλους του Μίκη Θεοδωράκη, πιάστηκε και βασανίστηκε με άγριο τρόπο: βιάστηκε και υπέστη διάφορους αυτοσχεδιασμούς των βασανιστών που την ανέλαβαν. Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Ντρέπομαι να περιγράψω και την εφευρετικότητά τους στα μαρτύρια σεξουαλικής διαστροφής. Ήρθαν κι άλλοι τρεις. Άρχισε να ξημερώνει. Μέσα στο στόμα μου είχαν βάλει για να μη φωνάζω ένα στουπί βουτηγμένο σε ανθρώπινες ακαθαρσίες. Έκανα συνεχώς εμετό, που τον κατάπινα. Ένας μου είπε: ‘Ένα όνομα μόνο και θα πας σπίτι σου’. Έκανα με το κεφάλι μια κίνηση που σήμαινε ‘ναι’. Μου έβγαλαν το κουρέλι. Από τα σπλάχνα μου ξεχύθηκε όλη η φρίκη της νύχτας σ' ένα ακατάσχετο εμετό. Μου έδωσαν νερό. Έπειτα είπα το όνομα. ‘Ένα ακόμα’, άκουσα τη φωνή του επικεφαλής. Αρνήθηκα λέγοντας ότι δεν ξέρω άλλο όνομα. Κάποιος ξανάφερε το κουρέλι. Μου άνοιξαν το στόμα. Οι άλλοι ξανάπιασαν δουλειά». Η Ηλέκτρα Παπά, η οποία σπούδαζε στη σχολή Καλών Τεχνών, προερχόμενη από τη λεγόμενη ανώτερη αστική τάξη της εποχής, όπου οι γονείς της ψήφιζαν τα κόμματα της δεξιάς, έπειτα από συζήτηση και εξιστόρηση των βασανιστηρίων από τη συμμαθήτριά της Νέλλη, ανέλαβε ενεργό δράση σε οργανώσεις κατά της Χούντας. Συνέλεγε, μεταξύ άλλων, υλικό με γεγονότα για δολοφονίες, βασανιστήρια, συλλήψεις, εξαφανίσεις και ό,τι είδους εγκλήματα διαπράττονταν από τους πραξικοπηματίες και τους υποστηρικτές τους. Ήταν ζήτημα χρόνου να συλληφθεί και να βασανιστεί. Στο προσωπικό της ημερολόγιο εξιστορεί τα δεινά που πέρασε με λεπτομέρειες, καθώς δεν δέχθηκε ούτε στιγμή να ομολογήσει κάποιο όνομα ώστε να την αφήσουν ελεύθερη. Ένα από τα σκληρότερα βασανιστήρια που υπέστη ήταν ο βιασμός από μέλος της Στρατιωτικής Ασφάλειας, στην ταράτσα της οδού Μπουμπουλίνας, αφήνοντάς την έγκυο. Οι διάλογοι που προηγήθηκαν είχαν ως εξής: «Ρε σεις, θέλει κανείς να τη γλεντήσει; Παίρνω γω την ευθύνη…. Κοίτα, ρε Φώτη, τι μεζέ έχω για σένα. Φύτεψέ της ένα Φωτάκι να θυμάται την ταράτσα σ' όλη της τη ζωή». Ένα κείμενο, το οποίο της ζητήθηκε να υπογράψει ώστε να αφεθεί ελεύθερη αλλά όμως αρνήθηκε, δείχνει καθαρά το ‘κουκούλωμα’ μιας κατάστασης από το στρατιωτικοφασίζον καθεστώς: «Βαθύτατα συγκεκινημένη από την στοργικήν μεταχείρισιν της οποίας έτυχον κατά την κράτησίν μου και από το πατρικόν ενδιαφέρον των Αρχών Ασφαλείας προς εμέ την παραπλανηθείσαν εκφράζω την βαθυτάτην μου ευγνωμοσύνην και δηλώ ότι εφεξής θέλω προσφέρει και την τελευταίαν ρανίδα του αίματός μου υπέρ της Εθνικής Στρατιωτικής Κυβερνήσεως, η οποία αγωνίζεται διά την πραγματικήν Δημοκρατίαν». Ο Περικλής Κοροβέσης, ο οποίος έχει σπουδάσει Θέατρο και Σημειολογία και σήμερα είναι συγγραφέας και πολιτικός της Αριστεράς, συνελήφθη από την Ασφάλεια ως μέλος του Πατριωτικού Μετώπου, μιας αντιδικτατορικής ομάδας που είχαν ιδρύσει ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιώργος Βότσης, ο Χρόνης Μίσσιος, ο Αριστείδης Μανωλάκος και ο Θέμης Μπανούσης. Ο Περικλής Κοροβέσης στα χέρια της Ασφάλειας υπέστη διάφορες αγριότητες, διάφορα βασανιστήρια όπως τη φάλαγγα, το ηλεκτροσόκ, την εικονική εκτέλεση, τα οποία και περιγράφει στο βιβλίο του Οι ανθρωποφύλακες. Μεταξύ άλλων αναφέρει τον τρόπο της ανάκρισης, καθώς δεχόταν πίεση να ομολογήσει πληροφορίες σχετικά με το Πατριωτικό Μέτωπο και αρνούταν: «Κοίταξε ρε π… για τις βόμβες που έβαζες δεν σου λέω τίποτα. Για να δεις πόσο εντάξει είμαι. Σ’ τη χαρίζω εδώ για να μην σε ντουφεκίσουν. Διαλέγω τα πιο ελαφριά. Άσε, λοιπόν, τις εξυπνάδες και πες μου. Ποιοι δουλεύουνε για σας στο θέατρο;». Όπως επίσης και η απόκριση του υπαλλήλου της ασφάλειας σχετικά με τις πολιτικές του αντιλήψεις: «Είσαι κομμούνα π… εκατό τόνους κομμουνιστικά βιβλία είχες σπίτι σου και κάθομαι εγώ και σ’ ακούω».  Κατά τη διάρκεια των βασανιστηρίων και σε σύντομο διάλογο με τον Κωνσταντίνο Καραπαναγιώτη, Β’ Αστυνομικό της Υποδιεύθυνσης Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, ο Κοροβέσης τον ενημερώνει πως οι δικοί του έξω γνωρίζουν για τα βασανιστήρια που έχει υποστεί και σύντομα θα τον αναζητήσουν από τον Ερυθρό Σταυρό. Ο Καραπαναγιώτης του απαντά: «Άμα σε βρει ο Ερυθρός Σταυρός, να μου γράψεις. Και ποιος είσαι εσύ, που θα ενδιαφερθεί ο Ερυθρός Σταυρός; Εμάς θα πιστέψουνε, τα γαλόνια μας, που τα έχουμε κερδίσει με αίμα κι όχι εσένα, τζουτζέ, ε τζουτζέ! Εδώ είναι Νταχάου, ρε. Πάρ΄ το απόφαση. Ούτε ο Ου Θαντ* δεν μπορεί να σε σώσει. Θα περάσεις καλά στα Ες Ες, έννοια σου». Εξιστορεί, επίσης, τα βασανιστήριά του: «Κάποιος φεύγει και πηγαίνει στο αποχωρητήριο και παίρνει το σφουγγαρόπανο. Κολλάει τα σφουγγαρόπανο πάνω στο στόμα μου. Όλη εκείνη η αηδία κυλάει στον οισοφάγο μου. Το βαστάει σφιχτά και το πανί στραγγίζεται στο στόμα μου. Δεν μπορώ πια ν’ αναπνεύσω», καθώς και:  «Θυμάμαι μια έντονη μυρωδιά βενζίνας. Το κεφάλι μου ακουμπούσε σε κάτι κρύο. Μια μηχανή μάρσαρε. Αυτόματος προσδιορισμός χώρου. Κίνδυνος. Με είχαν ρίξει επάνω στη μηχανή ενός τζιπ και μου κρατάγανε τα χέρια, ένας από την μία πλευρά κι ένας από την άλλη. Το τζιπ προχωρούσε αργά, το καταλάβαινα. Κάποιος φώναξε πολύ δυνατά κοντά μου: ‘Λιώσ’ τονα, ΄λιώσ’ τονα!’…το τζιπ προχώρησε και σκούνταγε μαλακά στον τοίχο. Λιποθύμησα».
Σήμερα στη Γυάρο, σε έναν έρημο τοίχο αναγράφεται «ΟΧΙ ΠΙΑ ΑΛΛΑ ΓΙΟΥΡΑ**». Το κτήριο της οδού Μπουμπουλίνας 18, στέκει ακόμα για να υπενθυμίζει τα βασανιστήρια στην ταράτσα και τον κώδικα επικοινωνίας που είχαν αναπτύξει οι πολιτικοί κρατούμενοι, με το τακ- τακ*** στους τοίχους, τον καιρό που υπέμεναν τα βασανιστήρια. Υπάρχουν ακόμα οι τόποι και πολλές μνήμες που θυμίζουν τους ανθρώπους που αλυσοδέθηκαν από το Κράτος και τη Βία.


*Ου Θαντ: Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ από το 1965 έως το 1972. 
**Γιούρα: Η Γυάρος
***τακ-τακ: Χαρακτηριστικοί στίχοι από το τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη ‘Το Σφαγείο’.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου