Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Συναίνεση και μαζική κουλτούρα


Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Συναίνεση και μαζική κουλτούρα

     Έχουμε τονίσει πως ο καπιταλισμός αποτελεί ένα εξ ορισμού βίαιο σύστημα κυριαρχίας και εκμετάλλευσης. Οι κατασταλτικοί κρατικοί μηχανισμοί (στρατός, αστυνομία, δικαστήρια, εν γένει ποινικό σύστημα) αποτελούν, ήδη από τον 18ο αιώνα, τον θεμέλιο λίθο ενός τέτοιου συστήματος. Και αν η κυριαρχία της άρχουσας τάξης δεν έπαψε ποτέ να στηρίζεται στην απειλή της άμεσης, φυσικής βίας, ήταν οι τεχνικές εξασφάλισης συναίνεσης εκείνες που θα καθιστούσαν, από τα μέσα του 20ου αιώνα και εφεξής,  την ορατή βία μία δευτερεύουσα εξουσιαστική πρακτική. Η ιδεολογική και πολιτισμική επικράτηση των κυρίαρχων ελίτ, ιδίως η δυνατότητά τους να επιβάλουν τα συμφέροντα και την κοσμοθεωρία τους ως καθολική αλήθεια (κατά την γκραμσιανή θεώρηση της «ηγεμονίας») οδήγησε στην επικράτηση μίας μαζικής κουλτούρας. Με το φαινόμενο της μαζικής κουλτούρας, ως καθοριστικό παράγοντα διατήρησης της κοινωνικής ειρήνης και κατ’ επέκταση της εξασφάλισης συναίνεσης, θα ασχοληθούμε επιγραμματικά στο παρόν άρθρο.
     Ως μαζική κουλτούρα δεχόμαστε το σύνολο των θεμελιωδών παραδοχών, νοημάτων, αξιών, πεποιθήσεων που θεωρούνται αυτονόητες και αυταπόδεικτες, αν όχι έμφυτες στην ανθρώπινη φύση. Ο ρόλος των ΜΜΕ εμφανίζεται για ακόμη μία φορά αποφασιστικός. Πρώτα από όλα, προωθούν έναν τεχνολογικό ντετερμινισμό, ταυτίζοντας την πρόοδο του ανθρώπου με την ανάπτυξη της τεχνολογίας. Στην βάση ενός τεχνοκρατικού φονταμενταλισμού, κάθε επιφύλαξη ως προς την χρήση της τεχνογνωσίας ισοπεδώνεται μπροστά στην εκάστοτε επιφανειακή χρησιμότητά της. Παραβλέπεται ωστόσο πως η τεχνολογία σφραγίζει τον τρόπο σκέψης, οργάνωσης και διαχείρισης της καθημερινής μας ζωής. Συχνά προσφέρει ένα δίκτυο εξυπηρετήσεων για να εγκαθιδρύσει μία σειρά κοινωνικών ελέγχων και εξαναγκασμών. Δεν είναι και δεν θα μπορούσε να είναι ουδέτερη. Διαθέτει θετικό ή αρνητικό πρόσημο, καθοριζόμενο στην εκάστοτε συγκυρία ανάλογα με το ποιος, πότε και για ποιόν σκοπό την χρησιμοποιεί.
     Επιπλέον, τα ΜΜΕ διατηρούν στο απυρόβλητο την βάση του καπιταλιστικού συστήματος. Ο ανταγωνισμός παρουσιάζεται ως έμφυτη ανθρώπινη τάση και η ατομική ιδιοκτησία ως προαιώνια, φυσική κατάσταση. Ο ιδιωτικός έλεγχος στις πλουτοπαραγωγικές πηγές και η παντοδυναμία των πολυεθνικών θεωρούνται αυτονόητες. Ενδεχομένως υπάρχουν περιορισμένα περιθώρια να εκφραστείς υπέρ των ομοφυλόφιλων ή να καταδικάσεις τον θρησκευτικό φανατισμό, να υπερασπιστείς το φεμινιστικό κίνημα ή να αγωνιστείς για την προστασία του περιβάλλοντος. Όμως για τα εργασιακά ζητήματα, τις επιχειρήσεις και το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς η ευθυγράμμιση με το δόγμα του καθαρού καπιταλισμού δεν τίθεται υπό διαπραγμάτευση.
     Σε καθαρά πολιτισμικό επίπεδο, ο Eric Hobsbawm  υποστηρίζει πως «η κοινή κουλτούρα κάθε αστικοποιημένης κοινωνίας βασίζεται στην βιομηχανία μαζικής παραγωγής». Πρώτα ο επαγγελματικός αθλητισμός, προεξάρχοντος του ποδοσφαίρου, χώρος ολοκληρωτικά υποταγμένος στους κανόνες της αγοράς. Καλλιέργεια παθητικότητας, προβολή κατασκευασμένων ειδώλων, λατρεία του ρεκόρ ως αυτοσκοπού. Ομάδες- εταιρίες, με επικεφαλής μεγαλοπαράγοντες της οικονομικής ελίτ να πουλάνε ιδεολογία και να αγοράζουν λαϊκό έρεισμα, την ώρα που γιγαντώνουν την επιχειρηματική τους δραστηριότητα και ξεπλένουν βρώμικο χρήμα. Και η ομαδική- οπαδική ταυτότητα σημείο αναφοράς, αν όχι εξατομίκευσης, η δε επιτυχία της ομάδας ευχή υπεράνω ηλικίας, τάξης, ακόμη και φύλου.
     Στο ίδιο επίπεδο και η pop κουλτούρα σε στενή έννοια: μουσική βιομηχανία, τηλεοπτικές σειρές, εμπορικός κινηματογράφος. Ως εργοστάσια παραγωγής ονείρων προωθούν μία διαστρεβλωμένη εκδοχή του «αμερικανικού ονείρου» μετατρέποντας το «όλοι οι άνθρωποι έχουν ίσες ευκαιρίες» στο «όλοι πρέπει να έχουν τα ίδια όνειρα». Αν κάθε γνήσιο καλλιτεχνικό έργο διαμορφώνει μία αντίληψη για την κοινωνική πραγματικότητα, αν κάθε καλλιτέχνης προσδίδει ισχύ και υπόσταση σε ένα προσωπικό όραμα ανάπλασης του κόσμου, τότε η επικράτηση μίας μαζικής κουλτούρας προϋποθέτει αυτονόμηση της τέχνης από τον κοινωνικό περίγυρο. Τα τραγούδια, οι ταινίες, οι σειρές πρέπει συνεπώς να προβάλλουν τυποποιημένα θέματα, περιστρεφόμενα γύρω από τον ατομικισμό που επιβάλλει ο σύγχρονος καπιταλισμός: εύκολος πλουτισμός, κοινωνική ανέλιξη, λαμπρή επαγγελματική σταδιοδρομία, παραμυθένιος έρωτας. Ο φτωχός κομπιναδόρος που εκμεταλλεύεται τις χρυσές ευκαιρίες του ευεργετικού καπιταλισμού, για να γίνει από πλούσιος επιχειρηματίας μέχρι πρόεδρος των ΗΠΑ. Ο φαινομενικά αδιέξοδος έρωτας ανάμεσα στον άσημο επαρχιώτη και την πάμπλουτη αριστοκράτισσα, που θα καταλήξει σε θρίαμβο της αγάπης απέναντι στις αντιστάσεις του οικογενειακού περιβάλλοντος- και φυσικά σε ένα λαμπρό γάμο. Δύο κλασικά μοτίβα μαζικοποιημένης κουλτούρας, που όχι μόνο κατασκευάζουν την απατηλή εικόνα μίας κοινωνίας ισότητας, αλλά ενθαρρύνουν μία δήθεν εφικτή, αγαστή συνεργασία των τάξεων.
     Από την πλευρά τους, οι απογοητευμένες και εξουθενωμένες μάζες επιδιώκουν μία προσωρινή έστω φυγή από την πραγματικότητα. Κυνηγούν το εφήμερο της μόδας, την ανάγκη να λατρέψουν κάτι σήμερα, για να το ξεγράψουν αύριο και να μυθοποιήσουν κάτι διαφορετικό μεθαύριο. Διψούν για το σκανδαλοθηρικό δημοσίευμα, παρακολουθούν στενά την προσωπική ζωή των “celebrities”, για να καλύψουν το ψυχοφθόρο αίσθημα ματαιότητας, το κενό ανάμεσα σε αυτό που είναι και σε αυτό που θα ήθελαν να είναι. Μετέχοντας στην ζωή του διάσημου, βιώνουμε το ανεκπλήρωτο όνειρο του πλουτισμού, της δόξας, της κοινωνικής αναγνώρισης και των φωτογραφικών φλας, όνειρο που από τα παιδικά μας χρόνια καλλιέργησε η καπιταλιστική κοινωνία, για να το καταπατήσει η ίδια στην ωριμότητά μας.
     Κλείνουμε με ένα γενικότερο σχόλιο. Είναι αληθινά εντυπωσιακή η αντίθεση ανάμεσα στις γνώσεις, την κριτική ανάλυση, την οξυδέρκεια και την αυτοπεποίθηση που διαθέτουμε κουβεντιάζοντας για τα επαγγελματικά σπορ ή τις προσωπικές περιπέτειες των τραγουδιστών, σε σχέση με την άγνοια, την απελπισία, την ατολμία και την αδιαφορία που μας καταλαμβάνει όταν η συζήτηση έρχεται σε κοινωνικοπολιτικά ζητήματα. Οι ιθύνοντες των ΜΜΕ θα υποστηρίξουν πως αυτά τα θέματα προβάλλονται, διότι αυτά επιθυμεί να δει ο «κόσμος». Όμως είναι αυτό που επιθυμώ εκείνο που θα καθορίσει το μήνυμα του μέσου, ή, αντίθετα, εκείνο που θα προβάλει το μέσο είναι που θα καθορίσει τι επιθυμώ;



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου