Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2014

Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Κατασκευάζοντας συναίνεση: Ένα μοντέλο προπαγάνδας (Α)





Χριστόφορος Γεωργόπουλος. Κατασκευάζοντας συναίνεση: Ένα μοντέλο προπαγάνδας (Α)

     Το 1988 δημοσιεύεται η πρώτη έκδοση του έργου των Edward Herman και Noam Chomsky «Κατασκευάζοντας Συναίνεση: Η Πολιτική Οικονομία των ΜΜΕ» (“Manufacturing Consent: The Political Economy of Mass Media”). Ο τίτλος του βιβλίου αποτελεί φόρο τιμής προς τον Walter Lippman (1889-1974), τον δημοσιογράφο και κριτικό των ΜΜΕ, που, ήδη από το 1922 στο “Public Opinion”, είχε μιλήσει για κατασκευή συναίνεσης ενόψει ενός κοινού παθητικού και συγκεχυμένου. Οι Herman και Chomsky δημιούργησαν ένα έργο-σταθμό όσον αφορά τον ιδεολογικό προσανατολισμό των ΜΜΕ, τις σχέσεις των τελευταίων με τα κέντρα εξουσίας, τον καθορισμό της δημόσιας ατζέντας, τον έλεγχο της πληροφόρησης, της γνώσης και κατ’ επέκταση της σκέψης.
     Στο πρώτο μέρος του άρθρου θα αναφερθούμε στο μοντέλο προπαγάνδας και τα πέντε φίλτρα που το απαρτίζουν. Στο δεύτερο, θα εξετάσουμε το εύρος εφαρμογής του μοντέλου, πιθανές αντιρρήσεις ως προς την εφαρμογή του, θα υπογραμμίσουμε τα κενά του και θα οριοθετήσουμε τα περιθώρια δράσης μας.
     Σύμφωνα με την βασική θέση των δύο συγγραφέων, κάθε θέση που απειλεί τα συμφέροντα της οικονομικής και πολιτικής ελίτ περιθωριοποιείται. Η ατζέντα του δημοσίου διαλόγου διαμορφώνεται γύρω από μία φαινομενική πολυφωνία, έναν πλαστό πλουραλισμό, μία τεχνητή σύγκρουση δήθεν αντιτιθέμενων απόψεων, που όμως μοιράζονται κοινές παραδοχές- τις θεμελιώδεις εκείνες παραδοχές που θα αποτρέψουν την αμφισβήτηση της καθεστηκυίας οικονομικής και πολιτικής τάξης. Στα άκρα της ατζέντας τοποθετούνται θέσεις με επιφανειακές διαφορές, ενώ αληθινά ριζοσπαστικές ιδέες αποκλείονται από κάθε συζήτηση. Οι ελίτ διαμορφώνουν τα αποδεκτά όρια της ορθολογικής σκέψης, εξοβελίζοντας πίσω από σιωπηρές παραδοχές κάθε καινοτόμο, εναλλακτική στο υφιστάμενο σύστημα πρόταση. Διευκρινίζουμε πως ο όρος «ελίτ» κατ’ ουσία ταυτίζεται με την κυρίαρχη τάξη. Ιδεολογικά αποφορτισμένος σε σχέση με την «τάξη», που παραπέμπει άμεσα στην μαρξιστική διδασκαλία, δεν παύει να διαθέτει ταξικά χαρακτηριστικά. Η σύνθεση της το επιβεβαιώνει: επιχειρηματίες, εφοπλιστές, μάνατζερ.
     Το μοντέλο προπαγάνδας λειτουργεί χάρις σε πέντε φίλτρα. Τα δύο πρώτα εμφανίζονται άρρηκτα συνδεδεμένα με το ιδιοκτησιακό καθεστώς των ΜΜΕ. Ως οικονομικές επιχειρήσεις, μετέχουσες στην ελεύθερη αγορά, τα ΜΜΕ στοχεύουν πρωταρχικά στην εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους. Η επιβίωσή τους εξαρτάται συνεπώς από την διαφήμιση. Και η προσέλκυση διαφημιστών γίνεται πιθανότερη, όσο εκφράζονται προσφιλείς σε αυτούς απόψεις. Επίσης μέλη της οικονομικής ελίτ, οι διαφημιστές εμφανίζονται πολιτικά συντηρητικοί, ασπάζονται νεοφιλελεύθερες αρχές, στηρίζουν τον ιδιωτικό έλεγχο των πλουτοπαραγωγικών πηγών. Σε κάθε περίπτωση, δεν συγκινούνται από κοινωνικά προγράμματα, δημόσιες δαπάνες για παιδεία και υγεία ή εξτρεμιστικές απόψεις περί λαϊκού ελέγχου στα μέσα ενημέρωσης. Κοντολογίς, αν ιδιοκτήτες των μέσων και οικονομικοί τροφοδότες τους μοιράζονται κοινά συμφέροντα και θεμελιώδεις αντιλήψεις, για ποιο λόγο να διαταράξουν μία αρμονική σχέση συμβίωσης, εκφράζοντας απόψεις που δεν ευνοούν κανέναν από τους δύο;
     Ο συγκεντρωτισμός της ιδιοκτησίας εντός της ελεύθερης αγοράς, με άμεσο επακόλουθο τον προσανατολισμό προς το επιχειρηματικό κέρδος και η ανάδειξη της διαφήμισης σε πρωταρχική πηγή εισοδήματος αποτελούν συνεπώς τα δύο πρώτα φίλτρα. Ακολουθεί η προσήλωση σε περιορισμένες, έγκριτες πηγές πληροφόρησης(γ). Κυβερνητικοί και επιχειρηματικοί φορείς, άμεσα εμπλεκόμενοι και διαπλεκόμενοι με την διοικητική κορυφή των ΜΜΕ, λειτουργούν ως οι βασικοί πληροφοριοδότες των μέσων. Εμφανίζεται μία στρατιά ειδικών- εκπρόσωποι του «επιστημονικού» καθεστωτικού λόγου, «ανεξάρτητοι» πολιτικοί αναλυτές, επιλεγμένοι ακαδημαϊκοί, οικονομικοί σχολιαστές. Δύο παράγοντες συντελούν προς αυτήν την κατεύθυνση: α) Ο πολιτικό-ενημερωτικός εκβιασμός που παρουσιάζει την ενασχόληση με τα κοινά ως αποστολή μίας πεφωτισμένης ολιγαρχίας ικανών τεχνοκρατών, επιστημόνων και εμπειρογνωμόνων, β) Η αντίληψη που περιορίζει τον δημοσιογραφικό επαγγελματισμό στην εξασφάλιση πληροφόρησης από επίσημα χείλη. Ποιος θα μπορούσε να κατηγορήσει για μεροληπτική στάση τον ενσυνείδητο επαγγελματία που απλώς μεταφέρει ασχολίαστη την ανακοίνωση του υπουργού, την δήλωση του ειδικού, την επίσημη θέση της αστυνομίας; Ο αποκλεισμός της εναλλακτικής άποψης στερείται σημασίας εφόσον ο φορέας της δεν διαθέτει το κύρος του ειδικού. Αν συνεπώς τα ΜΜΕ καθορίζουν ανέλεγκτα ποιος είναι αποδεκτός ως ειδικός, τότε είναι σε θέση να αποφασίσουν τι συνιστά είδηση και τι όχι.
    Το επόμενο φίλτρο (δ) συνοψίζεται στον όρο “flak”, αυτό που οι Herman και Chomsky περιγράφουν ως αρνητική αντίδραση προς τα ΜΜΕ, με στόχο να εξασφαλισθεί η πειθάρχησή τους. Οι μορφές του flak ποικίλουν από γράμματα και τηλεφωνήματα μέχρι μηνύσεις, λόγους στο Κοινοβούλιο ή άλλες απειλητικές- τιμωρητικές πράξεις. Όταν συνασπισμοί flak συντίθενται από οικονομικούς κολοσσούς (λχ για την αντιμετώπιση φωνών υπέρ του περιβάλλοντος, κατά της υπερθέρμανσης του πλανήτη και του φαινομένου του θερμοκηπίου) ο ρόλος τους στον αποπροσανατολισμό των μαζών αποβαίνει καθοριστικός. Η συνδρομή του εν λόγω φίλτρου δεν απαιτείται συχνά, εφόσον τα προηγούμενα έχουν ήδη εξασφαλίσει την ευθυγράμμιση των μέσων με τα συμφέροντα των οικονομικών ελίτ.
     Το τελευταίο φίλτρο (ε) αφορά τον αντικομμουνισμό, ως εθνική θρησκεία και μηχανισμό ελέγχου. Πρόκειται για το καθολικό φίλτρο, εκείνο που καλύπτει την όποια αδυναμία των προηγουμένων. Στις δυτικές χώρες ο όρος «κομμουνισμός», ταυτιζόμενος με ασθένεια, δαίμονα, απόλυτο κακό, ανέκαθεν προκαλούσε ανακλαστικό φόβο. Και ο φοβισμένος άνθρωπος είναι ο πλέον δεκτικός στην αποδοχή μιας καταπιεστικής εξουσίας, μπροστά στην ενστικτώδη αντίδραση πως παραμονεύει μία υπέρτερη απειλή. Είναι χαρακτηριστικό πως αν κάποιο πρόσωπο, εθνική ομάδα, χώρα, ιδεολογία λάβει την ετικέτα του κομμουνισμού, τότε οποιοδήποτε ανάγκη τεκμηρίωσης των κατηγοριών σε βάρος τους πάει περίπατο. Παραβιάσεις δικαιωμάτων, καταστροφή του περιβάλλοντος, κατάλυση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, γενοκτονίες και επεκτατικοί πόλεμοι, κρατική τρομοκρατία και κάθε λογής θηριωδία, όλα έχουν νομιμοποιηθεί με μόνη την κατηγορία του κομμουνισμού. Σε νεότερη έκδοση του “Manufacturing Consent”, ο Herman υποστηρίζει πως το φίλτρο του αντικομμουνισμού έχει αντικατασταθεί από την θρησκευτική πλέον πίστη στις αρχές της ελεύθερης αγοράς. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ άφησε τον νεοφιλελευθερισμό να λεηλατήσει ανενόχλητος κάθε πλουτοπαραγωγική πηγή στην τελευταία γωνιά της γης. Μήπως όμως η ιδεολογική πόλωση καπιταλισμού- κομμουνισμού δεν εξακολουθεί να υφίσταται; Μήπως οποιοσδήποτε υποστηρίζει μία δικαιότερη κατανομή των πόρων και οραματίζεται έναν κόσμο όπου οι πολυεθνικές δεν θα ελέγχουν και τον αέρα που αναπνέουμε, δεν εξακολουθεί να λαμβάνει την κομμουνιστική ταμπέλα;












Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου