Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2014

Βασίλης Ταξόπουλος. Μεταφραστική ερμηνεία του 'The invasion of Iraq' των Αμερικανών κριτικών εγκληματολόγων R. C. Kramer και R. J. Michalowski.


Βασίλης Ταξόπουλος. Μεταφραστική ερμηνεία του 'The invasion of Iraq' των αμερικανών κριτικών εγκληματολόγων R. C. Kramer και R. J. Michalowski. 

     Όπως αναφέρεται στον Καταστατικό Χάρτη της Νυρεμβέργης, οι επεκτατικοί πόλεμοι – η πιο καταστροφική και αποσταθεροποιητική από όλες τις εισαγόμενες από το κράτος πληγές – είναι «το υπέρτατο διεθνές έγκλημα». Οπουδήποτε αλλού εμείς και άλλοι έχουμε παράσχει εκτεταμένες νομικές αναλύσεις εξηγώντας πως η εισβολή στο Ιράκ υποκινούμενο από τις Ηνωμένες Πολιτείες και υπό την ηγεσία τους, ήταν ξεκάθαρη παραβίαση του Καταστατικού των Ηνωμένων Εθνών και άλλων μορφών του δημοσίου διεθνούς δικαίου, καθιστώντας το γεγονός αυτό (την εισβολή) κρατικό έγκλημα σε υψηλό βαθμό. Είναι μόνο η δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών στην παγκόσμια σκηνή που έχει εμποδίσει το έγκλημά τους να ονομαστεί έτσι και τους ιθύνοντες να καταδικαστούν σαν εγκληματίες πολέμου. Αν κάποιο μικρό κράτος είχε επιδείξει τέτοιαν αναίτια περιφρόνηση για την κυριαρχία και τους πολίτες ενός άλλου έθνους όπως έκαναν οι Ηνωμένες Πολιτείες στο Ιράκ, θα είχε καταδικαστεί αυτό και οι αρχηγοί του – αν ήταν αυτό δυνατό – ενώπιον του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Σύμφωνα με τα βασικά επιχειρήματα αυτού του βιβλίου, ισχυριζόμαστε ότι η απουσία επίσημης διεθνούς καταδίκης της εισβολής των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ, όπως και η έλλειψη καταδίκης πολλών εγκλημάτων που έχουν διαπραχθεί από τις ελίτ, δεν τα καθιστά νόμιμα (τα εγκλήματα). Παραμένει παραβίαση του διεθνούς δικαίου το αν η διεθνής κοινότητα έχει τη δυνατότητα να επιβάλει αυτό το νόμο ή όχι. Διαφορετικά θα πρέπει να συμφωνήσουμε πως δεν υπάρχει κάποιο πρότυπο δικαιώματος στη διεθνή σκηνή εκτός από τη δύναμη.
    Αυτό το κεφάλαιο εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους η εισβολή των Ηνωμένων Πολι-τειών στο Ιράκ, προς παραβίαση όλων των νόμιμων διεθνών αρχών της αυτοάμυνας, δεν ήταν μία και μόνη πράξη διεθνούς εγκληματικότητας, αλλά σε κάποιο βαθμό λογική έκφραση ενός συμπλέγματος δυνάμεων συμπεριλαμβάνοντας μακροπρόθεσμα και βραχυπρόθεσμα συμφέροντα του επιχειρησιακού κεφαλαίου από τη μία, και των ιμπεριαλιστικών σχεδίων της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών υπό την ηγεσία του George W. Bush από την άλλη. Ο πρωταρχικός στόχος μας είναι να παρέχουμε μία κριτική αφήγηση των ιστορικών και των σύγχρονων δυνάμεων που συνασπίστηκαν στις επόμενες μέρες από τις επιθέσεις της Al Qaeda εναντίον των Ηνωμένων Πολιτειών στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Κατά την ανάπτυξη αυ-τής της κριτικής ανάλυσης για τον πόλεμο του Ιράκ δείχνουμε, επίσης, πώς το ενσωματωμένο μοντέλο για τη μελέτη του οργανωσιακού παρεκκλίνοντος κέντρου στο βαθμό που άπτεται της προβληματικής των διεθνών εγκλημάτων μεγάλης κλίμακας όσο και αυτά που περιέχονται περισσότερο στη διεθνή αρένα.

ΑΝΑΛΥΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΡΑΤΙΚΟ ΈΓΚΛΗΜΑ: ΜΙΑ ΕΝΟΠΟΙΗΜΕΝΗ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ
     Υπάρχουν τρεις κύριες θεωρητικές προσεγγίσεις για τη μελέτη του επιχειρηματικού λάθους: οι πολιτικές-οικονομικές αναλύσεις, οι επιχειρηματικές αναλύσεις που επικεντρώνονται σε ελαττωματικά κριτήρια και/ή σε δυσπροσάρμοστες εμφάσεις στην απόδοση των επιχειρήσεων και αναλύσεις σχετικά με το ρόλο της θεμελιωμένης ανθρώπινης αλληλεπίδρασης στη διαδικασία των παράνομων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που είναι καταρτισμένες από τη θεωρία του διαφορικού συγχρωτισμού του Sutherland. Παρά τα διαφορετικά κέντρα τους, οι θεωρητικές και εμπειρικές διασταυρώσεις που προτάθηκαν από αυτές τις διαφορετικές προσεγγίσεις παρέχουν μια ευαισθητοποιημένη, ενοποιημένη κατασκευή για την ανάλυση συγκεκριμένων περιπτώσεων επιχειρησιακής παραβατικότητας.
    Τα ιστορικά σχήματα των πολιτικοοικονομικών διαρρυθμίσεων και κυρίαρχων ιδεολογιών του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος εκφράζονται διαφορετικά, αλλά εκφράζονται παρ’ όλα αυτά, στις θέσεις, στις διαδικασίες, στους στόχους, στα μέσα και στους περιορισμούς που ορίζουν σαφείς υπηρεσίες διακυβέρνησης, παραγωγής και αναδιανομής στα σύγχρονα κράτη-έθνη. Την ίδια στιγμή, άμεσες και έμμεσες επικοινωνίες μεταξύ των ανθρώπων εντός και πέρα από συγκεκριμένες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές υπηρεσίες. Ο διαφορικός συγχρωτισμός μεταφράζει τα επίσημα στοιχεία των οργανισμών μέσα σε σχετικές με τη δουλειά σκέψεις και δράσεις των ανθρώπων μέσα σε αυτές. Κάθε στιγμή κάθε ένα από αυτά τα επίπεδα είναι έκδηλο στα άλλα με τις υπηρεσίες να εξυπηρετούν ως χώροι στους οποίους μεγάλου βεληνεκούς πολιτικοοικονομικές διαρρυθμίσεις και μικρού βεληνεκούς ανθρώπινες δράσεις με τρόπους που παράγουν είτε συμμόρφωση είτε παραβατικότητα.
    Η προσέγγισή μας για την εισβολή στο Ιράκ ενώνει τα τρία αυτά επίπεδα ανάλυσης με τους τρεις καταλύτες δράσης να έχουν συζητηθεί στο κεφάλαιο 2 (Κίνητρο, ευκαιρία και κοινωνικός έλεγχος). Ο στόχος μας είναι να υπογραμμίσουμε τους παράγοντες-κλειδιά που συνέβαλαν στον πόλεμο στο Ιράκ ή τον περιόρισαν σε κάθε διασταύρωση ενός παράγοντα δράσης και ενός επιπέδου ανάλυσης. Η υποβόσκουσα θεωρητική υπόθεση που οδηγεί αυτήν την ανάλυση είναι η πρόταση πως η επιχειρησιακή παραβατικότητα είναι πολύ πιθανό να συμβεί όταν οι πιέσεις για επίτευξη στόχων και/ή προβληματικές επεμβατικές μέθοδοι σε επιχειρηματικές και κρατικές υπηρεσίες διασταυρώνονται με ελκυστικά και διαθέσιμα παράνομα μέσα από την απουσία ή την ουδετεροποίηση αποτελεσματικού κοινωνικού ελέγχου.

ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ: Ο ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΟΣ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙA
    Η απόφαση των Ηνωμένων Πολιτειών να εισβάλλουν στο Ιράκ ήταν το προϊόν μιας προεδρικής κυβέρνησης ενσωματωμένης στην ιστορία και στην ιδεολογία των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών των Ηνωμένων Πολιτειών που βρέθηκε αντιμέτωπη με ευκαιρίες και εμπόδια που δημιουργήθηκαν με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ενός περίεργου εκλογικού αποτελέσματος το Νοέμβριο του 2000. Αυτές οι δυνάμεις διασταυρώθηκαν με τρόπο που επέτρεψε στη νέα κυβέρνηση να αναπτύξει ένα μεσσιανικό όραμα ενός «Νέου Αμερικάνικου Αιώνα» στον οποίο το αμερικάνικο στυλ του νεοσυντηρητισμού στην οικονομία και η εκλογική δημοκρατία θα κυριαρχούσαν τον κόσμο, με τις Ηνωμένες Πολιτείες ως την ιμπεριαλιστική δύναμη επιβλέποντας τη διαρκή διατήρηση αυτής της παγκόσμιας τάξης. Ήταν αυτό το όραμα, μαζί με την πανίσχυρη ορμή από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, που εξυπηρέτησαν ως πυροκροτητές για τη διάπραξη κρατικών εγκλημάτων εναντίον του λαού του Ιράκ.
Η Αμερική ως ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα
     Η Αμερική υπήρξε ως ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα από τα πρώτα χρόνια της. Στα τέλη του δέκατου όγδοου αιώνα και κατά τη διάρκεια του δέκατου ένατου αιώνα, οι αρχηγοί των Ηνω-μένων Πολιτειών αναζητούσαν να επεκτείνει τους οικονομικούς ορίζοντες της Αμερικής μέσα από διαπεραστικές και χρόνιες εφαρμογές δύναμης, συμπεριλαμβανομένης και της υποδούλωσης των Αφρικανών, της απαλλοτρίωσης των γαιών των ιθαγενών στο όνομα της «έκδηλης πυκνότητας», της εισβολής των Βόρειων Αφρικανικών κρατών για να προστατέψουν τα εμπορικά συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών σε αυτήν την περιοχή, των ισχυρισμών πως η Βόρεια και η Νότια Αμερική ενυπάρχουν ως μία και μοναδική Αμερικανική σφαίρα οικονομικής και πολιτικής επιρροής (το Δόγμα Monroe), του επεκτατικού πολέμου στο Μεξικό και της χρήσης αμερικανικών πολεμικών πλοίων για να επιβεβαιωθεί η συνεργασία με τους Ασιάτες στο εμπόριο. Ίσως τίποτα δε συμβολίζει καλύτερα τη σύνδεση μεταξύ ιμπεριαλισμού και μιλιταρισμού στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών από την έναρξη του ναυτικού ύμνου. Το «Από τα Halls της Montezuma στις ακτές της Τρίπολης» δεν μιλάει για την υπεράσπιση της πατρίδας των Ηνωμένων Πολιτειών ενάντια σε ξένους που επιτίθονταν, αλλά για τους επιθετικούς πολέμους που στόχευαν στο να προβάλουν και/ή να προστατέψουν την οικονομική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών πέρα από τα σύνορα της χώρας.
    Όσο ο δέκατος ένατος αιώνας όδευε προς το τέλος του, οι δομικές ανακολουθίες του αμερικανικού καπιταλισμού προκάλεσαν μια ένταση στην αμερικανική ιμπεριαλιστική έκταση.  Με την παύση της λειτουργίας της επέκτασης συνόρων στον Ειρηνικό Ωκεανό και τις οικονομικές υποδομές εντελώς κεφαλαιοποιημένες, επιπλέον αποδοτική χωρητικότητα στις Ηνωμένες Πολιτείες ξεκίνησε να παράγει σημαντικές πιέσεις για νέες αγορές και φθηνότερες πηγές υλικού και εργασίας. Το 1898, αυξανόμενες πιέσεις για νέα οικονομικά όρια ήταν το κίνητρο για έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο εναντίον της Ισπανίας. Παρόλο που γνωστοποιήθηκε δημόσια ως «απελευθέρωση» των εναπομείναντων ισπανικών αποικιών, αντί για απελευθέρωση οι λαοί των Φιλιπίννων, της Χαβάης και του Πουέρτο Ρίκο προσαρτήθηκαν και εποικίστηκαν από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ενώ ο λαός της Κούβας ήταν αντικείμενο ενός εικονικού αποικισμού που δεν τελείωσε μέχρι την Κουβανική Επανάσταση του 1959. Σε έναν προπομπό του μέλλοντος αμερικανικού ιμπεριαλισμού, η απόκτηση αυτών των περιοχών δεν ερμηνεύθηκε ως επεκτατισμός αλλά ως ηθικό καθήκον να ανυψώσουν και να εκπολιτίσουν άλλες φυλές με την εξάπλωση του αμερικανικού συστήματος επιχειρήσεων και διακυβέρνησης, αυτό που ο Ferguson αποκαλεί «το παράδοξο της υπαγόρευσης της δημοκρατίας, της επιβολής ελευθερίας και της εξαγωγής της χειραφέτησης». Σε αυτό δεν ήταν τίποτα καινούριο. Όπως οι Hardt και Negri παρατήρησαν, αυτός είναι ο τρόπος του ιμπεριαλισμού · η οικονομική επέκταση υπό την προστασία ισχυρών όπλων δικαιολογείται πάντα με όρους διανομής πολιτιστικών κερδών στους κατακτημένους, ποτέ όμως με την πραγματική ονομασία – εθνικές ύβρεις αναμεμειγμένες με την άμετρη επιθυμία εθνικής δύναμης και ιδιωτικού πλούτου.
    Οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εγκατέλειπαν σύντομα το σύντομο πείραμά τους με τον επίσημο αποικισμό ως αρκετά δαπανηρό οικονομικά και πολιτικά. Επιπλέον οι πολιτικές και ιδεολογικές ρίζες της Αμερικής ήταν αυστηρά εμπορικές από εκείνες των ευρωπαϊκών εμπορικών εθνών, των οποίων η φεουδαρχική ιστορία ήταν ριζωμένη στον έλεγχο της γης. Σαν αποτέλεσμα οι αρχηγοί των Ηνωμένων Πολιτειών αναγνώρισαν γρηγορότερα πως στην αναδυόμενη εμπορική εποχή «αυτό που μέτραγε δεν ήταν η ιδιοκτησία ή ο κυβερνητικός έλεγχος, αλλά η πρόσβαση στο εμπόριο».
    Σημάδια αυτής της αλλαγής βρίσκονται στο Open Door Notes του 1899 του Γραμματέα του Κράτους, John Hay. Ο Hay προώθησε αυτό που ο W. A. Williams (1959) αποκάλεσε ιμπεριαλισμό «Ανοιχτής Πόρτας», που βασίζεται στη διπλωματία μεταξύ των μεγάλων καπιταλιστικών δυνάμεων να κρατήσουν τις ξένες αγορές ανοιχτές στο εμπόριο, αντί του διαχωρισμού του κόσμου σε κλειστά εμπορικά μπλοκ, που είναι τυπικό χαρακτηριστικό του εμπορικού καπιταλισμού από την εποχή των εμπορικών εταιριών της Βρετανικής και Ολλανδικής Ανατολικής Ινδίας του δέκατου όγδοου αιώνα. Παρόλο που η στρατηγική ελέγχου χωρίς ιδιοκτησία βασιζόταν σε αξιόλογη στρατιωτική πιθανότητα (μέχρι το 1905 το Ναυτικό των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν δεύτερο μόνο ως προς αυτό της Μεγάλης Βρετανίας), έγινε ο βασικός σχεδιασμός της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής του εικοστού αιώνα.
Ο Αμερικανικός ιμπεριαλισμός τον εικοστό αιώνα
    Παρά την πρώιμη ιμπεριαλιστική ιστορία, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν πάντα, κατά την εύστοχη φράση του Ferguson, «μια αυτοκρατορία σε άρνηση». Μέσα από μια ρητορική κίνηση που εξομοίωνε τις καπιταλιστικές αγορές με την «ελευθερία», δύο αιώνες Αμερικανών αρχηγών εγκαθίδρυσαν μία πολιτική συνήθεια του μυαλού που περιλαμβάνει οποιονδήποτε πόλεμο ή εισβολή ως ευγενή θυσία παρά σαν προσωπικό κέρδος. Με το βολικό περιορισμό της έννοιας του ιμπεριαλισμού στον άμεσο αποικισμό της φυσικής περιοχής, για παραπάνω από έναν αιώνα η ιδεολογία της Ανοιχτής Πόρτας ενεργοποίησε τους Αμερικανούς στην αποφυγή αναγνώρισης πως η ιμπεριαλιστική αγορά είναι παρόλα αυτά ιμπεριαλισμός.
     Όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες ενδυναμώνονταν ακόμα περισσότερο μετά τον Α’ και το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο,  προσκολλήθηκε στην εικόνα της «διστακτικής υπερδύναμης», ένας αφέ-ντης που υποστηρίζει πως οι Ηνωμένες Πολιτείες αναμείχθηκαν στις παγκόσμιες σχέσεις μόνο με εξαναγκασμό, και μετά για ανιδιοτελείς λόγους. Ο διάσημος ισχυρισμός του προέδρου Woodrow Wilson πως οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να μπουν στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο «για να κάνουν τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία» αποτελεί παράδειγμα αυτής της αφήγησης στην πράξη. Η ανάγκη εξασφάλισης πως οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν να παίξουν έναν μοναδικό ρόλο στη δημιουργία μίας νέας πολιτικής και οικονομικής τάξης μακριά από την κατάρρευση της Οθωμανικής και της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας δημιουργήθηκε προσεκτικά σαν ανιδιοτέλεια παρά σαν ιδιοτέλεια.
     Στα χρόνια μεταξύ Πρώτου και Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, η στρατηγική της Αμερι-κής για τη διαφύλαξη των οφελών του ιμπεριαλισμού μέσω της κυριαρχίας σε ένα ανοιχτό εμπορικό σύστημα απειλούταν από τη Μεγάλη Ύφεση και τον οικονομικό επεκτατισμό της ναζιστικής Γερμανίας και της αυτοκρατορικής Ιαπωνίας. Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, όμως, ανύψωσε την Αμερική βγάζοντάς την από την οικονομική ύφεση  και την εγκαθίδρυσε ως παγκόσμια κυρίαρχη στρατιωτική δύναμη και παγκόσμιο οικονομικό ηγεμόνα υπεύθυνο για τα ινστιτούτα-κλειδιά του παγκόσμιου καπιταλισμού, όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα και η Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου.
     Ήταν δύο οι προκλήσεις για το ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα των Ηνωμένων Πολιτειών στην εποχή μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο: η απειλή του ανεξάρτητου εθνικισμού και η Σοβιετική Ένωση. Τα έθνη στην περιφέρεια και στην ημιπεριφέρεια του παγκόσμιου συστήματος, πολλά από αυτά πρώην αποικίες των πλουσιότερων καπιταλιστικών εθνών του κόσμου, ήταν περιορισμένα στην εξυπηρέτηση ρόλων στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα, στην παροχή πηγών, φθηνής εργασίας και αγορές λιανικού εμπορίου για καταναλωτικά προϊόντα και οικονομικού κεφαλαίου. Οι σχεδιαστές των Ηνωμένων Πολιτειών ανησυχούσαν για το ότι «ριζοσπαστικά και εθνικιστικά καθεστώτα», που ανταποκρίνονταν περισσότερο στις λαϊκές πιέσεις για άμεση βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των μαζών παρά στην προώθηση των συμφερόντων του ξένου κεφαλαίου, μπορούσαν να γίνουν ένας «ιός» που θα μόλυνε άλλες χώρες και θα απειλούσε το «γενικό πλαίσιο της κοινωνικής δομής» που είχε δημιουργήσει η Ουάσινγκτον.
     Αν και όχι τόσο παντοδύναμη όσο την παρουσίαζαν οι Αμερικανοί αρχηγοί, εντούτοις η Σοβιετική Ένωση, με την αντίπαλη ιδεολογία, τα ιμπεριαλιστικά σχέδια και τα ατομικά όπλα που είχε απειλούσε την αμερικανική κυριαρχία σε κάποιο βαθμό. Όμως, ούτε οι Ηνωμένες Πολιτείες ούτε η Σοβιετική Ένωση πάλεψαν στα σοβαρά το γενικό σχέδιο του διαμοιρασμού δύναμης που καθιερώθηκε στη Γιάλτα κοντά στο τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Αντίθετα, οι δύο «υπερδυνάμεις» ακολούθησαν τα παγκόσμια συμφέροντά τους μέσα από πελατειακές καταστάσεις στον λιγότερο ανεπτυγμένο κόσμο, με τη Σοβιετική Ένωση συχνά να κορτάρει με την εύνοια των ανεξάρτητων εθνικιστικών κινημάτων και των Ηνωμένων Πολιτειών δουλεύοντας με τοπικές ελίτ για να περιορίσει την επέκταση τέτοιων κινημάτων. Σε αυτόν τον αγώνα, η Σοβιετική Ένωση και οι Ηνωμένες Πολιτείες μπορούσαν περιοδικά να θέτουν αδιέξοδα ο ένας στα συμφέροντα του άλλου με την πρακτική της δύναμης του βέτο που είχαν στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.
     Παρόλο που περιέγραφε εμπόδια, ο Ψυχρός Πόλεμος αναγνωρίστηκε συνειδητά από την προσανατολισμένη στην ανάπτυξη κυβέρνηση και τους επιχειρηματίες αρχηγούς στις Ηνωμένες Πολιτείες σαν μία ευκαιρία να δικαιολογήσουν τους αυξανόμενους στρατιωτικούς προϋπολογισμούς, να εγκαθιδρύσουν μία «μόνιμη πολεμική οικονομία» και να δυναμώσουν το σύμπλεγμα στρατού και επιχειρήσεων. Το ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα της Αμερικής μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησε με μια ευρεία αυτοκρατορία στρατιωτικών βάσεων σαν αναγκαία εργαλεία στη μάχη εναντίον του κομμουνισμού, συνδέοντας έτσι το ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα της Αμερικής με μια ρητορική απελευθέρωσης παρά γεωπολιτικής επέκτασης. Ή όπως είπε ο Ferguson: «Για μιαν αυτοκρατορία σε άρνηση, υπάρχει πραγματικά μόνο ένας τρόπος για να δράσει ιμπεριαλιστικά με καθαρή συνείδηση, και αυτός ο τρόπος είναι να πολεμήσει τον ιμπεριαλισμό κάποιου άλλου. Στο δόγμα της αναχαίτισης, που γεννήθηκε το 1947, οι Ηνωμένες Πολιτείες συνέλαβαν την πιο τέλεια ιδεολογία από τη δική της ιδιόρρυθμη αυτοκρατορία: ο ιμπεριαλισμός του αντιμπεριαλισμού».



ΚΙΝΗΤΡΑ ΚΑΙ ΕΥΚΑΙΡΙΑ: Η ΜΟΝΟΠΟΛΙΚΗ ΣΤΙΓΜΗ
    Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου το 1989 και η κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 έδωσαν τέλος στον Ψυχρό Πόλεμο, παρουσιάζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες με ένα νέο πακέτο ευκαιριών και προκλήσεων. Με τη Σοβιετική Ένωση εκτός συναγωνισμού και την αμε-ρικανική στρατιωτική υπεροχή αδιαφιλονίκητη, η «μονοπολική στιγμή» είχε φτάσει. Οι στόχοι του ιμπεριαλισμού της ‘Ανοιχτής Πόρτας’ δεν φάνηκαν ποτέ πιο πραγματοποιήσιμοι. Σύμφωνα με τους μονοπολικούς, η αμερικανική στρατιωτική δύναμη, ένα πρωτεύον εργαλείο στη διάθεση της Ουάσινγκτον για να επιτύχει παγκόσμια ηγεμονία, μπορούσε τώρα να χρησιμοποιηθεί με σχετική ασυδοσία, είτε τιμωρούσε τους μικρούς γείτονες όπως τον Παναμά και τη Γρενάδα για την αποτυχία τους να συμμορφωθούν με τα συμφέροντα των Ηνωμένων Πολιτειών  ή χρησιμοποιώντας την επιδρομή του Ιράκ στο Κουβέιτ το 1990 για να εγκαθιδρύσουν μία περισσότερο σταθερή στρατιωτική παρουσία των Ηνωμένων Πολιτειών στην πλούσια σε πετρέλαιο περιοχή του Περσικού Κόλπου.
     Η μονοπολική στιγμή δεν ήταν χωρίς τις προκλήσεις της, όμως. Η πτώση της Σοβιετικής Ένωσης απομάκρυνε την πρωταρχική ιδεολογική δικαιολόγηση για την κατάπνιξη του ανεξάρτητου εθνικισμού, και αποδυνάμωσε την εσωτερική πολιτική υποστήριξη για την επέκταση του στρατιωτικού προϋπολογισμού και για μια μόνιμη πολεμική οικονομία, τόσο πολύ που πολλοί Αμερικανοί περίμεναν πως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου θα παρήγαγε μια «διαιρετέα ειρήνη» που θα μπορούσε να κατευθύνεται προς τη διόρθωση πιεστικών εγχώριων προβλημάτων όπως η υγεία και η κοινωνική ασφάλεια.
    Οι οικονομικές και πολιτικές ελίτ που συνδέονταν με το στρατιωτικό-βιομηχανικό-πετρελαϊκό σύμπλεγμα, όμως, δεν συναίνεσαν στη μείωση της δύναμής τους που θα είχε καταλήξει από τέτοια ανακατάταξη των αμερικανικών στόχων. Αντιθέτως, σύντομα αναζητούσαν νέους «εχθρούς» και, με αυτούς, νέες δικαιολογίες για συνεχόμενη ιμπεριαλιστική επέκταση. Ένας οξύς αγώνας σύντομα προέκυψε μεταξύ αντίπαλων ομάδων στο πώς να κεφαλαιο-ποιήσουν τις ευκαιρίες που προσφέρθηκαν από την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης ενώ εκτρέπουν τις απειλές που παρουσιάστηκαν από την πιθανότητα ενός νέου απομονωτισμού. Η μία ομάδα υποστήριξε μία παγκοσμιοποιημένη και διεθνιστική προσέγγιση τυπική των κυβερνήσεων του George H. W. Bush και του Bill Clinton. Η άλλη ομάδα, συχνά αναφέρονται ως «νεο-συντηρητικοί», υποστήριξαν μια πιο εθνικιστική, μονομερή και στρατιωτική αναθεώρηση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού της Ανοιχτής Πόρτας.  Ήταν αυτή η δεύτερη ομάδα που, προς έκπληξη, θα έβρισκε τον εαυτό της σε θέση να σχηματίσει το ιμπεριαλιστικό πρόγραμμα της Αμερικής για τον εικοστό πρώτο αιώνα.

Οι νεοσυντηρητικοί και ο Νέος Αμερικανικός Αιώνας
    Ο όρος «νεοσυντηρητικός» χρησιμοποιήθηκε πρώτα από τον Αμερικανό δημοκρατικό σο-σιαλιστής αρχηγός Michael Harrington στις αρχές της δεκαετίας του 1970 για να περιγράψει μία ομάδα πολιτικών προσωπικοτήτων και διανοουμένων που ήταν σύντροφοί του στο Σοσιαλιστικό Κόμμα των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά μετακινήθηκαν μετά πολιτικά προς τα δεξιά. Αρκετοί από αυτό το αυθεντικό νεοσυντηρητικό γκρουπ, όπως οι Irving Kristol και Nor-man Podhoretz, συγχρωτίζονταν με την παράταξη του Henry «Κουτάλα» Jackson του Δημοκρατικού Κόμματος, αλλά ως αντίδραση του πολιτισμικού φιλελευθερισμού και της εναντίωσης στον πόλεμο του Βιετνάμ, που σχετιζόταν με τον Δημοκρατικό υποψήφιο πρόεδρο το 1972, τον George McGovern, μετακινήθηκαν προς τα δεξιά, προσχωρώντας έτσι στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα.
     Ένας αριθμός νεοσυντηρητικών προσεταιρίστηκε την κυβέρνηση Reagan, συχνά προβάλ-λοντας διανοούμενες δικαιολογίες πως οι πολιτικές της κυβέρνησης της ανάπτυξης του στρα-τού και της απόσυρσης της Σοβιετικής Ένωσης, παρά της συνύπαρξης με αυτήν. Ενώ η πρώτη γενιά νεοσυντηρητικών επίσης έθεσαν επί τάπητος οικονομικά και πολιτισμικά θέματα, η πρωταρχική τους εξωτερική πολιτική ήταν να αντιμετωπίσουν αυτό που θεωρούσαν ότι είναι η απειλή του παγκόσμιου ζωναριού της «διαβολικής αυτοκρατορίας» της Σοβιετικής Ένωσης. Όταν η Σοβιετική Ένωση άρχισε να αποδυναμώνεται, οι νεοσυντηρητικοί της κυβέρνησης του George W. H. Bush ξεκίνησαν δυναμικά να προωθούν έναν επιθετικό μετα-Σοβιετικό νεοϊμπεριαλισμό. Η πρώτη τους ανησυχία, που τη μοιράζονταν με πολλούς από το στρατιωτικό-βιομηχανικό σύμπλεγμα, ήταν η αποτροπή των περικοπών στον προϋπολογισμό του στρατού σε απάντηση προς την αποδυναμωμένη σοβιετική απειλή και τις προσδοκίες του κοινού για μια διαμοιρασμένη ειρήνη.
    Προκειμένου να δικαιολογήσουν τα συνεχόμενα υψηλά έξοδα του στρατού, ο Στρατηγός Colin Powell, πρόεδρος του Επιτελείου, και ο Υπουργός Άμυνας Dick Cheney προετοίμασαν και οι δύο σχέδια για να γεμίσουν το «απειλούμενο κενό» που άδειασε από τη Σοβιετική Ένωση. Παρόλο που ο πρώτος Πόλεμος του Κόλπου μείωσε προσωρινά την πίεση για τις περικοπές στον αμυντικό προϋπολογισμό, η γρήγορη νίκη στο Κουβέιτ και η παντελής διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991 αναζωογόνησε τα καλέσματα για διαμοιρασμένη ειρήνη και μαζί με αυτά την απειλή περικοπών στους κριτικούς στρατιωτικούς-βιομηχανικούς προϋπολογισμούς.
     Το 1992 οι βοηθοί του Υπουργού Cheney, που εποπτεύονταν από τους νεοσυντηρητικούς Paul Wolfowitz και I. Lewis (Scooter) Libby, προετοίμασαν ένα προσχέδιο εγγράφου υπό τον τίτλο Οδηγός Αμυντικού Σχεδιασμού (ΟΑΣ), μία ταξινομημένη, εσωτερική δήλωση πολιτικής του Πενταγώνου που χρησιμοποιήθηκε για να οδηγήσει τους υψηλά ιστάμενους του στρατού στη διαδικασία σχεδιασμού. Το προσχέδιο ΟΑΣ του 1992 προβάλει μια πρώτη ματιά στην αναδυόμενη νεοσυντηρητική ιμπεριαλιστική ατζέντα. Όπως επισημαίνει ο Armstrong, ο ΟΑΣ «απεικόνισε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τις Ηνωμένες Πολιτείες, πράγμα που διατη-ρούσε το κύρος της ως υπερδύναμης μέσα από έναν σχεδιασμό θετικής καθοδήγησης και συντριπτικής στρατιωτικής δύναμης. Η εικόνα ήταν μία από μια βαριά οπλισμένη Πόλη στους Λόφους».
    Το προσχέδιο ΟΑΣ ανέφερε πως ο πρώτος σκοπός της αμυντικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών πρέπει να είναι η πρόληψη της επανεμφάνισης ενός νέου αντιπάλου. Ακόμη ενέ-κρινε τη χρήση προαγοραστικής στρατιωτικής δύναμης για να επιτύχει το στόχο του. Το έγ-γραφο καλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες να διατηρήσουν ένα σημαντικό οπλοστάσιο πηρυνικών όπλων και να αναπτύξουν μία αντιπυραυλική ασπίδα. Ο ΟΑΣ ήταν μία ξεκάθαρη δήλωση του νεοσυντηρητικού οράματος μονομερούς χρήσης  της στρατιωτικής υπεροχής για την προστασία των συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών, συμπεριλαμβανομένης της προστασίας πρόσβασης των Ηνωμένων Πολιτειών σε ζωτικά ακατέργαστα υλικά όπως το πετρέλαιο του Περσικού Κόλπου. Ο επιθετικός τόνος του ΟΑΣ πυροδότησε έναν καταιγισμό κριτικών όταν ένα προσχέδιο διέρρευσε στον Τύπο. Ο πρόεδρος George W. H. Bush και ο Υπουργός Cheney αποστασιοποιήθηκαν γρήγορα από τον ΟΑΣ και διέταξαν την προετοιμασία μίας λιγότερο εμφανούς ιμπεριαλιστικής εκδοχής.
      Η εκπληκτικώς ραγδαία κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης αποκάλυψε τελικά πως οι «νεοσυντηρητικοί» έκαναν λάθος σχεδόν σε όλα τα ζητήματα που αφορούσαν τη σοβιετική απειλή. Σαν αποτέλεσμα, ο νεοσυντηρητισμός έχασε μεγάλο μέρος της νομιμότητάς του ως κυρίαρχη πολιτική ιδεολογία και αυτοί οι πρώτοι νεοσυντηρητικοί βρέθηκαν σε πολιτική εξο-ρία ως μέρος της ακροδεξιάς του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
     H εκλογή του προέδρου Bill Clinton απέσυρε τους νεοσυντηρητικούς από θέσεις μέσα στην κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά όχι από τις πολιτικές αντιπαραθέσεις. Από τα πε-ριθώρια παρήγαγαν ένα σταθερό ρεύμα βιβλίων, άρθρων, αναφορών και σελίδων εφημερί-δων με σχόλια σε κάποια θέματα για να επηρεάσουν την κατεύθυνση της εξωτερικής πολιτικής. Το 1995, ο νεοσυντηρητικός δεύτερης γενιάς William Kristol (γιος του Irving Kristol) ίδρυ-σε το περιοδικό της δεξιάς Το Εβδομαδιαίο Κριτήριο, το οποίο γρήγορα αποτέλεσε τον κύριο εκφραστή της νεοσυντηρητικής σκέψης. Αρκετοί από τους νεοσυντηρητικούς επίσης προσχώρησαν στις καλά χρηματοδοτημένες δεξαμενές της συντηρητικής σκέψης για να συνηγορήσουν στην ημερήσια τους διάταξη με αυτά.
     Κατά τη διάρκεια των χρόνων του Clinton, οι νεοσυντηρητικοί συνέχισαν να προειδοποι-ούν για νέες απειλές στην αμερικανική ασφάλεια και διαρκώς καλούσαν για μεγαλύτερη χρήση της στρατιωτικής δύναμης και να μιλήσουν μαζί τους. Ένα επίμονο θέμα στα γραπτά τους ήταν η ανάγκη εξάλειψης της κυβέρνησης του Sadam Hussein στο Ιράκ, η ενίσχυση της αμερικανικής δύναμης στη Μέση Ανατολή και η αλλαγή στην πολιτική κουλτούρα της περιοχής.
     Με πολλούς τρόπους η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Clinton ήταν σε αρμονία με αυτή της προηγούμενης κυβέρνησης. Ο Clinton συμμεριζόταν το όραμα του γηραιού Bush για έναν παγκόσμιο αρχηγό που θα πρέπει να χρησιμοποιήσει την οικονομική και στρατιωτική του δύναμη για να σιγουρέψει το άνοιγμα και την ενσωμάτωση στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Με αυτή τη λογική, η εξωτερική πολιτική της εποχής Clinton παρέμεινε συνεπής στο σύστημα της Ανοιχτής Πόρτας του ανεπίσημου ιμπεριαλισμού που ασκούνταν από τις Ηνωμένες Πολιτείες από το ξεκίνημα του εικοστού αιώνα, τονίζοντας την παγκόσμια οικονομική ενσωμάτωση μέσα από το ελεύθερο εμπόριο και τη δημοκρατία.
     Όπου το Ιράκ ανησυχούσε, η κυβέρνηση Clinton ανέπτυξε μια πολιτική «περιορισμού και αλλαγής συστήματος». Παρά το καταστροφικό ανθρώπινο κόστος των περιεκτικών οικονομικών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί στο Ιράκ μετά τον πόλεμο του 1991, ο Clinton συνέχισε αυτούς τους περιορισμούς, ακολούθησε μία χαμηλού επιπέδου πολεμική επιχείρηση εναντίον του Ιράκ με τη μορφή μη εξουσιοδοτημένων «μη ιπτάμενων ζωνών» και χρησιμοποίησε τους ελέγχους όπλων των Ηνωμένων Εθνών (UNSCOM) σαν έναν τρόπο για να κατασκοπεύει τον ιρακινό στρατό. Παρόλο που η κυβέρνηση Clinton ήλπιζε να προκαλέσει αλλαγή κάθεστώτος στο Ιράκ, δεν σκέφτηκε να το κάνει χωρίς την εξουσιοδότηση από τα Ηνωμένα Έθνη.
     Οι νεοσυντηρητικοί εξέθεσαν την κυβέρνηση Clinton σε έναν καταιγισμό κριτικών στην εξωτερική πολιτική, με παράλληλο σεβασμό στους χειρισμούς του Clinton στη Μέση Ανατολή και το Ιράκ. Στις αρχές του 1998 το Πρόγραμμα για τον Νέο Αμερικανικό Αιώνα (PNAC), μια νεοσυντηρητική δεξαμενή σκέψης-κλειδί, απέστειλε ανοιχτή επιστολή στον Πρόεδρο Clinton παροτρύνοντάς τον να μετακινήσει βίαια τον Hussein από την εξουσία. Το Σεπτέμβριο του 2000 το PNAC εξέδωσε μια αναφορά με τίτλο Ξαναχτίζοντας τις Άμυνες της Αμερικής: Στρατηγική, Δυνάμεις και Πόροι για έναν Νέο Αιώνα. Η αναφορά ανέστησε βασικές ιδέες του αμφιλεγόμενου Οδηγού Αμυντικού Σχεδιασμού το 1992, καλώντας για μαζική αύξηση των εξόδων για τον στρατό, για επέκταση των στρατιωτικών βάσεων των Ηνωμένων Πολιτειών και την εγκαθίδρυση πελατειακών σχέσεων υποστηρικτικών για τα αμερικανικά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα. Οι ιμπεριαλιστικοί στόχοι των νεοσυντηρητικών ήταν ξεκάθαροι. Αυτό που τους έλειπε ήταν η ευκαιρία για την επίτευξη αυτών των στόχων. Δύο απρόσμενα γεγονότα τους έδωσαν αυτήν την ευκαιρία.

Κίνητρο, Σύμπτωση και Ευκαιρία
    Το Δεκέμβριο του 2000 μετά από μία καταστροφική εκλογή έβαλε το ζήτημα στην αγκαλιά τους, το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών έδωσε την προεδρία της χώρας στον George W. Bush, παρόλο που έχασε την λαϊκή ψήφο για πάνω από μισό εκατομμύριο ψήφους. Αυτή η αλλόκοτη πολιτική μεταστροφή σύντομα θα ξανάφερνε τους νεοσυντηρητικούς στην εξουσία, με πάνω από είκοσι νεοσυντηρητικούς και σκληροπυρηνικούς εθνικιστές να κατέχουν υψηλές θέσεις στη νέα κυβέρνηση. Σε μία κλασσική διαδήλωση για τη δημιουργία κοινών νοημάτων μέσω του διαφορικού συγχρωτισμού, το Πεντάγωνο και το γραφείο του αντιπροέδρου έγιναν μονοπολικά φρούρια, απεικονίζοντας την καθιερωμένη εργασιακή σχέση μεταξύ των νεοσυντηρητικών και του Αντιπροέδρου Dick Cheney και του νέου Υπουργού Άμυνας, Donald Rumsfeld.
    Παρόλο που μια ευτυχής συγκυρία τους έθεσε κοντά στο κέντρο της δύναμης, οι νεοσυ-ντηρητικοί μονοπολιστές ανακάλυψαν πως ο νέος πρόεδρος είχε πειστεί περισσότερο από τους «πραγματιστές ρεαλιστές» στην κυβέρνησή του όπως ο Υπουργός Εξωτερικών, Colin Powell, παρά από την επιθετική τους ατζέντα εξωτερικής πολιτικής. Αυτό ήταν το αναμενόμενο. Η αναφορά του PNAC Ξαναχτίζοντας τις Άμυνες της Αμερικής είχε προβλέψει πως «η διαδικασία μεταμόρφωσης πιθανόν να είναι μακρά, απόντος κάποιου καταστροφικού ή κα-ταλυτικού γεγονότος – όπως ένα νέο Pearl Harbor». Οι νεοσυντηρητικοί χρειάζονταν κι άλλη ευτυχή συγκυρία.
    Οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου παρουσίασαν τους νεοσυντηρητικούς με το καταλυτικό γεγονός και έτσι χρειαζόταν να μεταμορφώσουν την ατζέντα τους σε πολιτική. Οι τρομοκρατικές επιθέσεις ήταν ένα «θεόσταλτο πολιτικό γεγονός» που δημιούργησε ένα κλίμα φόβου και άγχους που οι μονοπολιστές κινητοποιούσαν για να προάγουν την γεωπολιτική τους στρατηγική σε έναν πρόεδρο που του έλειπε μια συνεκτική εξωτερική πολιτική, όπως και το έθνος ως ολότητα. Όπως ο πρώην Υπουργός Οικονομικών, Paul ONeil, αποκάλυψε, ο στόχος των μονοπολιστών στην κυβέρνηση Bush ήταν πάντοτε να επιτεθούν στο Ιράκ και να απομακρύνουν τον Sadam Hussein. Αυτό, πίστευαν, θα επέτρεπε στις Ηνωμένες Πολιτείες να εδραιώσουν τη δύναμή τους στη στρατηγικά σημαντική Μέση Ανατολή και να αλλάξουν την πολιτική κουλτούρα της περιοχής.
    Το απόγευμα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001, και στις μέρες που ακολούθησαν, οι μονοπολικοί της κυβέρνησης Bush συνηγόρησαν αμέσως για επίθεση στο Ιράκ, παρόλο που δεν υπήρχαν στοιχεία που να συνδέουν το Ιράκ με τα γεγονότα της ημέρας αυτής. Μετά από έναν εσωτερικό αγώνα μεταξύ «πραγματιστών ρεαλιστών» με αρχηγό τον Υπουργό Εξωτερικών Rumsfeld και των μονοπολιστών με αρχηγό τον Αντιπρόεδρο Cheney, η απόφαση ήταν τελικά να πυροδοτήσουν έναν γενικό «πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας» και να τον ξεκινήσουν με το να επιτεθούν στη βάση της Al Qaeda στο Αφγανιστάν και με το να απομακρύνουν την κυβέρνηση Ταλιμπάν της χώρας. Οι μονοπολιστές καθυστέρησαν προσωρινά μόνο, επειδή είχαν επιτύχει συμφωνία πώς όσο πιο σύντομα βρισκόταν σε εξέλιξη ο πόλεμος στο Αφγανιστάν, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα ξεκινούσαν να σχεδιάζουν μια εισβολή στο Ιράκ. Μέχρι το Νοέμβριο, μόλις ένα μήνα μετά την εισβολή στο Αφγανιστάν, ο Bush και ο Rumsfeld διέταξαν το Υπουργείο Άμυνας να διαρθρώσει ένα πολεμικό σχέδιο για το Ιράκ. Μέσα στο 2002 και όσο τα σχέδια για τον πόλεμο στο Ιράκ διαρθρώνονταν, η κυβέρνηση Bush έκανε κάποιες επίσημες δηλώσεις που έδειχναν πως οι στόχοι των μονοπολιστών ήταν τώρα οι επίσημοι στόχοι της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών. Στην προσφώνησή του ως Μέλους της Ένωσης στις 29 Ιανουαρίου 2002, ο Bush ανέπτυξε το επίκεντρο του «πολέμου εναντίον της τρομακρατίας» με τη συσχέτιση της τρομοκρατίας με συγκεκριμένα διαβόητα κράτη όπως το Ιράν, το Ιράκ και η Βόρεια Κορέα (o «άξονας του κακού») που παρουσιάστηκαν σαν νόμιμοι στόχοι για στρατιωτική δράση. Σε μια ομιλία στους απόφοιτους δόκιμους του West Point την 1η Ιουνίου, ο πρόεδρος αποκάλυψε ένα δόγμα προληπτικού πολέμου, μια πολιτική την οποία πολλοί έκριναν ως «την πιο ανοιχτή δήλωση της ιμπεριαλιστικής παγκοσμιοποίησης που έγινε ποτέ», που σύντομα ακολουθήθηκε από τη Νέα Στρατηγική Ασφαλείας της κυβέρνησης Bush. Αυτό το έγγραφο όχι μόνο αξίωσε το δικαίωμα να διεξάγει προληπτικό πόλεμο, όπως προη-γουμένως συζητήθηκε, αλλά στη συνέχεια ισχυρίστηκε πως οι Ηνωμένες Πολιτείες θα χρησι-μοποιούσαν τη στρατιωτική τους δύναμη για να εξαπλώσουν τη «δημοκρατία» και το αμερι-κανικό καπιταλιστικό σύστημα laissez-faire στον κόσμο ως το «μοναδικό βιώσιμο μοντέλο για εθνική επιτυχία». Όπως σημειώνει ο Roy: «Η δημοκρατία έγινε ο ευφημισμός της Αυτοκρατορίας για τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό».
    Στην εκστρατεία για να αποκτήσει την υποστήριξη του κοινού για την εισβολή στο Ιράκ, η κυβέρνηση Bush επιδέξια εκμεταλλεύτηκε τις πολιτικές ευκαιρίες που παρέχονταν από το φόβο και το θυμό των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Με τη σύνδεση του Sadam Hussein και του Ιράκ στον γενικότερο πόλεμο εναντίον της τρομοκρατίας, η κυβέρνηση μπορούσε να εγκαθιδρύσει την ιδέα πως η ασφάλεια απαιτούσε την ικανότητα επίθεσης σε όποιο έθνος πίστευαν ότι υποστήριζε τον τρόμο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ελλιπείς ενδείξεις. Αυτή η στρατηγική επισκίασε τους πιο συγκεκριμένου γεωπολιτικούς και οικονομικούς στόχους δημιουργίας μιας νεοσυντηρητικής Αμερικανικής Ειρήνης (Pax Americana) πίσω από το παραπέτασμα καπνού της μάχης εναντίον της τρομοκρατίας. Με τα λόγια του Falk: «η συζήτηση για το Ιράκ  χρωματίστηκε από σκύλους που δεν γάβγισαν: πετρέλαιο, γεωπολιτικοί στόχοι στην περιοχή και πέρα από αυτήν και η ασφάλεια του Ισραήλ».

Μεσσιανικός Μιλιταρισμός
    Ο τελευταίος παράγοντας που θα σκεφτούμε για να καταλάβουμε τον πόλεμο της κυβέρνησης Bush στο Ιράκ είναι η συγχώνευση μιας νεοσυντηρητικής ατζέντας με τις φονταμενταλιστικές χριστιανικές θρησκευτικές πεποιθήσεις του George W. Bush, μία σύγκλιση που συχνα αναφερόταν ως «μεσσιανικός μιλιταρισμός», «πολιτικός φονταμενταλισμός» ή «φονταμενταλιστική γεωπολιτική». Η ευαγγελική ηθική του Bush δημιουργεί ένα μανιχαϊστικό όρα-μα που βλέπει τον κόσμο ως μια πάλη μεταξύ καλού και κακού, μια πάλη που απαιτεί από αυτόν να πράξει εκ μέρους του καλού. Στον λόγο του στο West Point, για παράδειγμα, ο Bush επέμεινε πως «βρισκόμαστε σε μια σύγκρουση μεταξύ καλού και κακού και η Αμερική θα αποκαλεί το κακό με το όνομά του. Με την αντιμετώπιση κακών και παράνομων καθεστώτων δεν δημιουργούμε πρόβλημα, αποκαλύπτουμε ένα πρόβλημα. Και θα οδηγήσουμε τον κόσμο στο να του αντιταχθεί.»
     Ο George W. Bush δεν είναι ο πρώτος πρόεδρος που δικαιολογεί την εξωτερική του πολιτική πάνω σε κάποιο ιδεολογικό ή ηθικό υπόβαθρο. Όπως σημειώσαμε παραπάνω στην ιστορική μας ανασκόπηση του αμερικανικού ιμπεριαλιστικού προγράμματος, αρκετοί πρόεδροι εξορθολόγησαν την επιδίωξη της αυτοκρατορίας σε μια βάση ιδεολογικών ισχυρισμών όπως «το βάρος του λευκού ανθρώπου» ή «κάνοντας τον κόσμο ασφαλή για τη δημοκρατία». Αλλά ο George W. Bush παρουσιάζει τον εαυτό του ως ρητά ενθουσιώδη από ένα συγκεκριμένο θρησκευτικό δόγμα αντί των παλαιότερων προέδρων και προφανώς πιο πρόθυμο να δράσει με αυτές τις πεποιθήσεις. Όπως παρατηρεί ο Domke, «η κυβέρνηση Bush … προσέφερε έναν επικίνδυνο συνδυασμό: ο πρόεδρος υποστήριξε ότι γνωρίζει τα θελήματα του Θεού και προέδρευσε πάνω σε ένα παγκόσμιο τοπίο στο οποίο οι Ηνωμένες Πολιτείες θα μπορούσαν να δράσουν πάνω σε τέτοιες αντιλήψεις χωρίς ενδοιασμούς.» Όμως, αυτή τη στιγμή, ο αρχηγός της παγκόσμιας ηγεμονίας ισχυρίζεται ότι είναι «θεϊκά εμπνευσμένος να επαναδιαμορφώσει τον κόσμο με βίαια μέσα», ένα «σύμπλεγμα του Μεσσία» που βολικά συγκλίνει με το μονο-πολικό όνειρο της αμερικανικής παγκόσμιας αυτοκρατορικής κυριαρχίας.


 Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΩΝ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΛΕΓΧΩΝ
   Τα κίνητρα και οι ευκαιρίες από μόνα τους δεν είναι επαρκή για να παράγουν επιχειρημα-τική παραβατικότητα. Παρόλο που οι σχεδιαστές πολιτικής που υποστήριξαν επιθετική αμε-ρικανική μονομέρεια σαν μια διαδρομή για παγκόσμια κυριαρχία έχουν απολάβει εσωτερικές θέσεις σε μια προεδρευόμενη κυβέρνηση που θέλει να αγκαλιάσει τέτοια στρατηγική, αυτό από μόνο του δεν είναι επαρκής εξήγηση στο πώς οι Ηνωμένες Πολιτείες έφεραν τον εαυτό τους στο μονοπάτι της διάπραξης πολιτικού εγκλήματος εναντίον του Ιράκ και των Ιρακινών.
    Παρά την επιθυμία των μονοπολιστών της κυβέρνησης Bush για εισβολή στο Ιράκ, η στρατιωτική δύναμη των Ηνωμένων Πολιτειών, και οι πολιτικές ευκαιρίες που τους παρασχέθηκαν από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, ισχυροί μηχανισμοί κοινωνικού ελέγχου θα μπορούσαν να είχαν μπλοκάρει την πορεία στον πόλεμο. Όμως, κανένας τέτοιος μηχανισμός δεν προέκυψε. Η ολοκληρωμένη μας προσέγγιση για τα εγκλήματα στη διασταύρωση επιχειρήσεων και κυβέρνησης απαιτεί επίσης να σκεφτούμε το περιεχόμενο του κοινωνικού ελέγχου του πολέμου στο Ιράκ και εξηγεί γιατί αυτοί οι μηχανισμοί απέτυχαν να αποτρέψουν το κρατικό έγκλημα του άγριου πολέμου στο Ιράκ. Συγκεκριμένα, το μοντέλο μας κατευθύνει στο να εξετάσουμε τους πιθανούς διακόπτες στα σταυροδρόμια των δομικών, οργανωτικών και αλληλεπιδραστικών επιπέδων ανάλυσης.
     Σε επίπεδο διεθνούς συστήματος, τα Ηνωμένα Έθνη απέτυχαν να παρέχουν μια αποτελεσματική πρόληψη στην εισβολή των Ηνωμένων Πολιτειών στο Ιράκ σε μεγάλο βαθμό, επειδή έχει μικρή ικανότητα να αναγκάσει τα ισχυρά κράτη να συμμορφωθούν με το διεθνές δίκαιο, αλλιώς αν εκείνα διαλέξουν να υπακούσουν. Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό. Πρώτα, η χρήση κυρώσεων ή δύναμης για να επιβάλλουν συμμόρφωση απαιτεί ψήφο του Συμβουλίου Ασφαλείας, και τα πιο ισχυρά έθνη του κόσμου, ως μόνιμα μέλη του Συμβουλίου Ασφαλείας, μπορούν και ασκούν βέτο σε οποιαδήποτε ενέργεια είναι εναντίον των δικών τους συμφερόντων. Έτσι θα είχαν πράξει και οι Ηνωμένες Πολιτείες σε αυτήν την κατάσταση. Θα μπορούσε να ειπωθεί πως το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών «εξυπηρέτησε το σκοπό της ίδρυσής του με την άρνησή του να υποστηρίξει την προσφυγή σε έναν πόλεμο που δεν θα μπορούσε πειστικά να συμφιλιωθεί με τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών και το διεθνές δίκαιο». Παρόλο που αυτό μπορεί να είναι αλήθεια, είναι επίσης αλήθεια πως τα συγκεντρωμένα έθνη του κόσμου, τα περισσότερα από τα οποία ήταν εναντίον της εισβολής στο Ιράκ, δεν είχαν καμία δομική δύναμη να αποτρέψουν τις Ηνωμένες Πολιτείες από το να παραβιάσουν τον Καταστατικό Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Ο Falk πηγαίνει τόσο μακριά που υπονοεί πως η δυσχέρεια των Ηνωμένων Εθνών να αναχαιτίσουν τον πόλεμο στο Ιράκ θέτει υπό αμφισβήτηση το μέλλον του συστήματος του Καταστατικού Χάρτη.
     Δεύτερον, αρκετή από τη δύναμη των Ηνωμένων Εθνών στηρίζεται στην ικανότητά τους να εξάγουν ένα αντίτιμο αρνητικής κοινής γνώμης εναντίον αυτών που θα παραβίαζαν το διεθνές δίκαιο. Όταν ένα έθνος απολαμβάνει ηγεμονική οικονομική και στρατιωτική θέση, όπως έγινε με τα Ηνωμένες Πολιτείες το 2003, μπορεί εύκολα να πιστέψει ότι δεν χρειάζεται να ανησυχεί υπερβολικά για την κοινή γνώμη. Αυτή ακριβώς είναι η αντίληψη που ενημέρωσε το νεοσυντηρητικό όραμα να υποκρύψει την κίνηση για την εισβολή στο Ιράκ. Εάν οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν, πραγματικά, ελευθερία να κάνουν ό,τι θέλουν χωρίς κόστος στην πα-γκόσμια κοινότητα μένει να το δούμε. Σε αυτό το σημείο, όμως, η πιθανή κοινή γνώμη φαίνεται να ασκεί μικρό κοινωνικό έλεγχο πάνω στον νεοσυντηρητικό σχηματισμό της εξωτερικής πολιτικής των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Όπως τα Ηνωμένα Έθνη, η κοινή γνώμη, συμπεριλαμβανομένων και των μαζικών αντιπο-λεμικών διαδηλώσεων, είχε μικρό αποτέλεσμα στην απόφαση της κυβέρνησης Bush να εισβάλει στο Ιράκ. Όσο οι μονοπολιστές πίεζαν για την εισβολή στο Ιράκ, ένα παγκόσμιο αντιπο-λεμικό κίνημα πήρε ζωή. Στις 15 Φεβρουαρίου 2003, όσο οι στρατιωτικές δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών ήταν σε ετοιμότητα για την εισβολή, πάνω από 10 εκατομμύρια άνθρωποι σε όλη την υφήλιο συμμετείχαν σε αντιπολεμικές διαδηλώσεις. Αυτές οι διαμαρτυρίες «ήταν η μοναδική τεράστια δημόσια πολιτική διαδήλωση». Την επόμενη μέρα οι New York Times, φαινομενικά σε συμφωνία με την οπτική των Hardt και Negri για τη σημαντικότητα του «πλήθους» στη νέα παγκόσμια τάξη, δημοσίευσε ένα κείμενο στο οποίο έλεγε πως υπήρχαν τώρα δύο υπερδυνάμεις στον κόσμο: οι Ηνωμένες Πολιτείες και η παγκόσμια κοινή γνώμη. Η «υπερδύναμη» της παγκόσμιας κοινής γνώμης, όμως, αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο δυνατή όσο φαινόταν, χωρίς να ασκεί αποτρεπτική επίδραση στα σχέδια των Ηνωμένων Πολιτειών να εισβάλλουν στο Ιράκ. Όπως σημειώνει ο Jensen, «το αντιπολεμικό κίνημα διοχέτευσε τις φωνές των ανθρώπων», αλλά δεν «κατάφερε να επιτύχει αρκετά μεγάλο πολιτικό κόστος στις ελίτ για να τον σταματήσει». Πραγματικά, είναι απίθανο, δεδομένης της οικονομικής και της στρατιωτικής δύναμης των Ηνωμένων Πολιτειών, πως η παγκόσμια κοινή γνώμη έχει την ικα-νότητα να αλλάξει τις πολιτικές της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών εκτός και αν αυτή η γνώμη μεταφραστεί σε επακόλουθες πράξεις όπως παγκόσμιο μποϋκοτάζ στα προϊόντα των Ηνωμένων Πολιτειών.
     Ενώ η παγκόσμια κοινή γνώμη ήταν συντριπτικά εναντίον των πολεμικών σχεδίων της κυ-βέρνησης Bush, μέσα στις Ηνωμένες Πολιτείες, η κοινή γνώμη άλλαξε από την αρχική αντίθε-ση σε μια προληπτική επίθεση χωρίς τη συγκατάθεση των Ηνωμένων Εθνών προς μια μεγάλη υποστήριξη στον πόλεμο, παρά το σημαντικό αντιπολεμικό κίνημα των Ηνωμένων Πολιτειών. Δύο αλληλοεπιδρώμενοι παράγοντες φαίνεται να εξηγούν την υποστήριξη της κοινής γνώμης των Ηνωμένων Πολιτειών για την εισβολή στο Ιράκ. Πρώτον, η κυβέρνηση Bush καταπιάστηκε με μια αποτελεσματική εκστρατεία δημοσίων σχέσεων που έπεισε πολλούς Αμερικανούς για την αναγκαιότητα ενός πολέμου στο Ιράκ. Όπως παρατηρήθηκε, αυτή η εκστρατεία προπαγάνδας βασίστηκε κυρίως σε ψεύτικους ισχυρισμούς για τα ιρακινά όπλα μαζικής καταστροφής (WMD), για τις διασυνδέσεις με την Al Qaeda και για την ανάμιξη στην τραγωδία της 11ης Σεπτεμβρίου. Ακόμη ανέλαβαν να κάνουν αυτό το γεγονός ξεχωριστά και σε κάθε ευκαιρία όταν αρκετοί Αμερικανοί βρίσκονταν σε μια πληγωμένη, τιμωρητική και υπερπατριωτική διάθεση σαν αποτέλεσμα των τρομοκρατικών επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου. Οι δημοσκοπήσεις που έγιναν για τη μέτρηση της κοινής γνώμης την παραμονή του πολέμου έδειξε πως η έντονη προσπάθεια των δημοσίων σχέσεων της κυβέρνησης είχε πείσει επιτυχώς μια πλειονότητα της αμερικανικής πολιτείας πως ο Saddam Hussein απειλούσε τις Ηνωμένες Πολιτείες με όπλα μαζικής καταστροφής και είχε ακόμη πείσει ένα εκπληκτικό 70% του αμερικανικού κοινού της πως το Ιράκ εμπλεκόταν άμεσα με τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου. Όπως καταλήγει ο Rutherford στη μελέτη του για την προώθηση του πολέμου εναντίον του Ιράκ «η δημοκρατία έχει κατακλυστεί από έναν χείμαρρο ψεμάτων, μισές αλήθειες, ενημερωδιασκέδαση και προώθηση». Αργότερα μαθεύτηκε από επισήμους της βρετανικής κυβέρνησης μέσα από το διάσημο «Υπόμνημα Downing Street» που στις αρχές του 2002 η κυβέρνηση Bush ήδη ετοίμαζε για μια εισβολή στο Ιράκ και ότι «η υπηρεσία πληροφοριών και τα γεγονότα φτιάχνονταν σχετικά με την πολιτική». Αυτή δεν ήταν η πρώτη φορά στην αμερικανική ιστορία που ένα «μεγάλο ψέμα» επαναλαμβανόταν συχνά από μια αρκετά υψηλή εξέδρα είχε δημιουργήσει υποστήριξη του κοινού για πόλεμο. Αυτό που είναι μοναδικό, όμως, είναι ότι θα μπορούσε να δράσει έτσι ακόμα και μπροστά σε μεγάλης κλίμακας προσπάθειας και μπροστά στις αυξανόμενες αποδείξεις ότι αρκετοί από τους ισχυρισμούς τους ήταν ψευδείς.
     Ένας σημαντικός παράγοντας που εξηγεί τη στήριξη του κοινού για την εισβολή στο Ιράκ ήταν η αποτυχία των μέσων μαζικής ενημέρωσης των Ηνωμένων Πολιτειών να επιτελέσουν τον κρίσιμο ρόλο τους ως «φρουρών» πάνω στη δύναμη της κυβέρνησης. Είναι κάτι το να έχουν αποδείξεις ότι οι ισχυρισμοί της κυβέρνησης είναι ψευδείς. Είναι κάτι άλλο το να μπορούν να εισάγουν αυτούς τους ισχυρισμούς στα ίδια γνωστά μέσα ενημέρωσης μέσω των οποίων η κυβέρνηση προάγει το μήνυμα δημοσίων σχέσεών της. Ένας αριθμός μελετών τεκμηριώνει πως τα μέσα ενημέρωσης απέτυχαν να ενημερώσουν το κοινό με ακριβής εκτίμηση των ισχυρισμών της κυβέρνησης Bush για το Ιράκ, ούτε παρείχαν κάποιο χρήσιμο ιστορικό ή πολιτικό περιεχόμενο μέσα από τα οποία θα μπορούσαν να αξιολογήσουν αυτούς τους ισχυρισμούς. Τα περισσότερα ρεπορτάζ προήγαγαν την επίσημη γραμμή της κυβέρνησης και περιθωριοποίησαν τους διαφωνούντες. Όπως συμπέρανε ο Moeller, οι περισσότερες «ιστορίες ανέφεραν στενογραφικά την κατεστημένη αντίληψη για τα όπλα μαζικής καταστροφής, κάνοντας πολύ μικρή κριτική εξέταση στον τρόπο με τον οποίο οι επίσημοι πλαισίωσαν γεγονότα, καταστάσεις και πολιτικές επιλογές». Και οι New York Times και η Washington Post θα αναγνώριζαν αργότερα ότι θα έπρεπε να είχαν αμφισβητήσει περισσότερο τους ισχυρισμούς και τις αξιώσεις της κυβέρνησης. Όπως παρατηρεί ο Orville Schell, ένας ανεξάρτητος Τύπος σε μια «ελεύθερη» χώρα, επέτρεψε στον εαυτό του «να παραλύσει σε τέτοιο βαθμό που όχι μόνο απέτυχε να ερευνήσει λεπτομερώς τις αιτιολογήσεις για τον πόλεμο, αλλά πήρε και τόσο μικρό μερίδιο στις μυριάδες άλλες προειδοποιητικές φωνές του συνδεδεμένου, εναλλακτικού και παγκόσμιου Τύπου». Η απόδοση των μέσων μαζικής ενημέρωσης κατά την περίοδο μέχρι την εισβολή είναι ένα σχεδόν τέλειο παράδειγμα του «μοντέλου προπαγάνδας» των Herman και Chomsky.
    Επιπροσθέτως με τη θεσμική αποτυχία των μέσω ενημέρωσης, και το Κογκρέσο απέτυχε να προβάλει αποτελεσματικούς περιορισμούς στα πολεμικά σχέδια της κυβέρνησης Bush. Αυτό συμβόλισε μία μοναδική θεσμική αποτυχία του επίσημου συστήματος ελέγχων και ισορροπιών μεταξύ των τριών κλάδων κυβέρνησης ενσωματωμένης στο Σύνταγμα των Ηνωμένων Πολιτειών. Το πρώτο άρθρο του Συντάγματος των Ηνωμένων Πολιτειών δίνει τη δύνατότητα κήρυξης πολέμου στο Κογκρέσο και μόνο. Οι εκφραστές του Συντάγματος δήλωσαν ρητά πως η δυνατότητα να μπει η χώρα σε πόλεμο δεν εναπόκειται στους ώμους του προέ-δρου, αλλά πρέπει να εξασφαλιστεί από το λαό μέσω των αντιπροσώπων του στο Κογκρέσο.
     Στις 16 Οκτωβρίου 2002 αμέσως πριν τις ενδιάμεσες εκλογές, το Κογκρέσο αρνήθηκε την ευθύνη καθορισμού του πότε η χώρα θα πήγαινε σε πόλεμο περνώντας ένα ψήφισμα μέσα από το οποίο έδινε τη δικαιοδοσία στον Πρόεδρο Bush «να χρησιμοποιήσει τις Ένοπλες Δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών όπως εκείνος καθορίζει ότι είναι αναγκαίο προκειμένου: 1) να προστατέψει την εθνική ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών εναντίον της συνεχόμενης απειλής που τέθηκε από το Ιράκ και 2) να θέσει σε ισχύ όλες τις αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το Ιράκ». Όπως παρατήρησε ο βουλευτής John Coyers, λαμβάνοντας αυτή τη δράση, «Το Κογκρέσο εξουσιοδότησε μη θεσμικά τον πρόεδρο με την αποκλειστική του δύναμη να κηρύσσει πόλεμο». Έτσι, στον απόηχο της τραγωδίας της 11ης Σεπτεμβρίου, το Κογκρέσο (συμπεριλαμβανομένων και αρκετών μελών του Δημοκρατικού Κόμματος) εθελοντικά απομακρύνθηκε από μοναδικός παίκτης στα γεγονότα που ξεδιπλώνονταν οδηγώντας έτσι στην εισβολή και κατάληψη του Ιράκ.
    Οι πηγές του οργανωτικού και του επικοινωνιακού ελέγχου στην κυβέρνηση Bush ήταν κι αυτές αναποτελεσματικές. Οι πραγματιστές ρεαλιστές μέσα στην κυβέρνηση, με αρχηγό τον Υπουργό Εξωτερικών Collin Powel, δεν υποστήριζαν πλήρως τη μονοπολιστική ατζέντα. Αλλά σε μία πάλη για τον έλεγχο της εξωτερικής πολιτικής της κυβέρνησης, ο Powell και οι πραγμα-τιστές έχασαν από τους νεοσυντηρητικούς που πίεζαν για πόλεμο εναντίον του Ιράκ.
    Μεταξύ των μονοπολιστών υπάρχει μία ισχυρή «υποκουλτούρα αντίστασης» στο διεθνές δίκαιο και τους θεσμούς. Σύμφωνα με τον Braithwaite, τέτοιες οργανωμένες υποκουλτούρες «ουδετεροποιούν τον ηθικό δεσμό του νόμου και μεταδίδουν γνώση για τη δημιουργία και την άδραξη αθέμιτων ευκαιριών και για το πώς καλύπτεται η παραβατική συμπεριφορά».
     Η ομαδική δυναμική που μπλέχτηκε με αυτήν την απόφαση που πάρθηκε από τους μονοπολιστές επιδεικνύει, επίσης, κλασσικά χαρακτηριστικά «ομαδικής σκέψης» όπως περιγράφεται από τον Janis. Οι μονοπολιστές ήταν μία αρκετά συνεκτική ομάδα με σοβαρή δέσμευση στις αξιώσεις τους και στην πίστη τους για το ρόλο της Αμερικής στον κόσμο. Εκτίμησαν την αφοσίωση, πίστεψαν στη συμφυή ηθική της θέσης τους, είχαν μία ψευδαίσθηση ότι είναι άτρωτοι και μοιράστηκαν στερεότυπα εξωτερικών ομάδων. Αλλά το πιο σημαντικό για αυτήν την ανάλυση, οι μονοπολιστές μέσα στην κυβέρνηση Bush επιλέγονταν αρκετά για να μαζεύουν πληροφορίες, αγνόησαν, προεξόφλησαν ή γελοιοποίησαν αντίθετες απόψεις και προστάτεψαν την ομάδα από την εξέταση εναλλακτικών του πολεμικού τους σχεδίου.
     Τέλος, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε μια ποικιλία «τεχνικών ουδετεροποίησης» σε μια προ-σπάθεια να αιτιολογήσει τα εγκλήματά της στο Ιράκ. Αρνήθηκε την ευθύνη (ο πόλεμος ήταν φταίξιμο του Saddam), αρνήθηκε τα θύματα (οι περισσότεροι ήταν τρομοκράτες), αρνήθηκε τους τραυματισμούς (υπήρχε μόνο περιορισμένη «ασήμαντη ζημιά»), καταδίκασε τους καταδικασμένους (οι διαδηλωτές δεν ήταν πατριώτες και οι Γάλλοι ήταν αχάριστοι και δειλοί) και εκθείασε τους μεγαλύτερους αφοσιωμένους (ο Θεός κατηύθυνε τον Bush να ελευθερώσει τον ιρακινό λαό).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ
     Η εισβολή και η κατάληψη του Ιράκ από τις Ηνωμένες Πολιτείες και τους συμμάχους τους παραβίασε το διεθνές δίκαιο σε ένα κλίμα που υπήρχαν πανίσχυρα οικονομικά και πολιτικά κίνητρα για να διεξάγουν πόλεμο, κανένας αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος πριν το γε-γονός και μικρή εμφανής πιθανότητας κυρώσεων μετά το γεγονός. Πιστεύουμε ότι η εισβολή στο Ιράκ προβάλλει μία εξαιρετική ευκαιρία για να παρατηρήσουμε τις συμπλεγματικές αλληλεπιδράσεις μεταξύ ιστορικών και σύγχρονων πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων, όπως και την ανάγκη για τους αναλυτές να αναγνωρίσουν το «φαινόμενο της πεταλούδας» όπως οι θεωρητικοί του χάους και οι παραγωγοί ταινιών το ορίζουν. Η ιστορία δεν είναι ούτε γραμμική ούτε τεχνολογική. Παρόλο που υπάρχουν καθαρά τάσεις στα κοινωνικά συστήματα – για παράδειγμα η τάση στα καπιταλιστικά συστήματα να επιδιώκουν επέκταση και να υποφέρουν από πτώση των δεικτών του κέρδους – αυτές οι τάσεις στις οποίες θα δοθούν συμπαγείς εξηγήσεις από μία ποικιλία εξωγενών δυνάμεων, κάποιων από αυτών εντελώς απρόβλεπτων, όπως οι εκλογές του 2000. Στην περίπτωση του Ιράκ, λιγότεροι από εξακόσιοι ψήφοι στην προεδρική εκλογή του 2000, συνδυασμένοι με εξωτερικά γεγονότα της 11ης Σεπτεμβρίου, έκαναν τη διαφορά μεταξύ μη εισβολής και μίας από τις πιο σημαντικές πράξεις παράνομης επιθετικότητας τον τελευταίο καιρό.
    Την ίδια στιγμή, ούτε η 11η Σεπτεμβρίου ούτε η επιλογή του George W. Bush ως προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών επαρκούν για να εξηγήσουν τα κρατικά εγκλήματα που περικλείονταν από την εισβολή και την κατάληψη του Ιράκ. Η πιο ολοκληρωμένη εξήγηση βρίσκεται στη σχέση μεταξύ των οικονομικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών ως κατοίκου στη δομή του εταιρικού κεφαλαίου και στην καθιερωμένη θέληση να xκυβερνήσει αυτά τα οικονομικά συμφέροντα έχουν σφυρηλατηθεί ως το χαρακτηριστικό-κλειδί για την πολιτική καθιέρωση των Ηνωμένων Πολιτειών.
    Σε αντίθεση με πολλές αναλύσεις του κρατικού-επιχειρηματικού εγκλήματος, που επικεντρώνο-νται στις πληγές που προκαλούνται από τη σχέση μεταξύ ορισμένων εταιρικών και πολιτικών οργανώσεων σε μια συγκεκριμένη στιγμή, η έρευνά μας για τις ρίζες του πολέμου στο Ιράκ έχει εξετάσει και τις ιστορικές και τις σύγχρονες τομές μέσα στα μεγάλα περιγράμματα των οικονομικών και πολιτικών συμφερόντων των Ηνωμένων Πολιτειών. Μέσα σε αυτά τα περιγράμματα υπάρχει ένας αριθμός συγκεκριμένων τομών μεταξύ επιχειρήσεων και κυβέρνησης που, όπως η ανάλυση για τον ιδιωτικό στρατό στο κεφάλαιο 14 αναφέρει, μεταμορφώνουν μεγάλα ιστορικά και πολιτικοοικονομικά περιγράμματα σε συμπαγείς, εγκληματογενετικές συνεργασίες. Πιστεύουμε πως οι εγκληματολογικές αναλύσεις των κρατικών εγκλημάτων στη διεθνή αρένα χρειάζεται να είναι σε εγρήγορση και για τα δύο αυτά επίπεδα ανάλυσης – μεγάλης κλίμακας τάσεις και συγκεκριμένες τομές. Συγκεκριμένα κρατικά-επιχειρηματικά εγκλήματα, ιδιαίτερα τα διεθνή, δεν συμβαίνουν σε ένα ιστορικό κενό, αλλά την ίδια στιγμή, οι ιστορικές τάσεις πάντα έχουν περισσότερα από ένα πιθανά αποτελέσματα. Υπάρχει στο διάλογο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, μεταξύ δομής και ευκαιρίας, που η πραγματικότητα των διεθνών κρατικών-επιχειρηματικών εγκλημάτων γεννιέται.

Ο Μάνος Ταξόπουλος ολοκλήρωσε τη συγκεκριμένη εργασία ως προπτυχιακός φοιτητής στο Τμήμα Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Τώρα είναι ενταγμένος στο Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα Εγκληματολογίας του Παντείου. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου