Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Δευτέρα 13 Οκτωβρίου 2014

Μελετάκη, Βασιλική. Παρουσίαση του άρθρου “Critical Criminology and the concept of crime” (Η Κριτική Εγκληματολογία και η έννοια του εγκλήματος) του Louk H.C. Hulsman (1986).



Μελετάκη, Βασιλική. Παρουσίαση του άρθρου “Critical Criminology and the concept of crime (Η Κριτική Εγκληματολογία και η έννοια του εγκλήματος) του Louk H.C. Hulsman (1986)
   
    Ο κριτικός εγκληματολόγος L. Hulsman θέτει στο παρόν κείμενο κάποια πολύ βασικά ερωτήματα σχετικά με τις προβληματοποιήσεις της κριτικής εγκληματολογίας, με κυριότερο το γεγονός ότι δεν έχει τεθεί ως πρόβλημα και η ίδια η έννοια του εγκλήματος και κρίνουμε το δικαιϊκό σύστημα χωρίς να προβληματιζόμαστε σχετικά με την έννοια «έγκλημα» και την «οντολογική του πραγματικότητα»:
   «Οι άνθρωποι που έχουν εμπλακεί σε ‘εγκληματικά’ γεγονότα δεν παρουσιάζονται αυτοί καθαυτοί να αποτελούν μία ειδική κατηγορία ανθρώπων. […] Μέσα στην έννοια της εγκληματικότητας ένα μεγάλο εύρος καταστάσεων συνδέεται. Οι περισσότερες από αυτές όμως έχουν ξεχωριστές ιδιότητες και όχι κοινό παρονομαστή. […] Δεν υπάρχει κοινή δομή ούτε στο κίνητρο των ατόμων που ενεπλάκησαν σε αυτά τα γεγονότα, ούτε στη φύση των συνεπειών τους ή στις πιθανότητες αντιμετώπισής τους. Όλα αυτά τα γεγονότα το μόνο που έχουν κοινό είναι ότι το Σύστημα Απονομής Ποινικής Δικαιοσύνης είναι εξουσιοδοτημένο να λαμβάνει δράση εναντίον τους. […] Εάν συγκρίνουμε τα ‘εγκληματικά’ γεγονότα με άλλα, -στο επίπεδο των εμπλεκόμενων ατόμων- τίποτα δεν ξεχωρίζει εγγενώς αυτά τα ‘εγκληματικά’ γεγονότα από άλλες δύσκολες ή δυσάρεστες καταστάσεις. [..] Κάποια από αυτά τα γεγονότα λαμβάνονται υπόψιν από τους άμεσα εμπλεκομένους ως θετικά και ανώδυνα. Δεν προκαλεί έκπληξη, λοιπόν, ότι ένα σεβαστό ποσοστό από τα γεγονότα που χαρακτηρίζονται ως σοβαρά εγκλήματα στο πλαίσιο του δικαιϊκού συστήματος παραμένει τελείως εκτός του συστήματος. Εγκαθίστανται στο κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λαμβάνουν χώρα με παρόμοιο τρόπο, όπως άλλα μη ποινικά προβλήματα. Όλο αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχει «οντολογική πραγματικότητα» του εγκλήματος.
   Η κριτική εγκληματολογία έχει φυσικά θέσει ως πρόβλημα και έχει ασκήσει κριτική σε πολλές ‘κανονικές’ αντιλήψεις του εγκλήματος […]. Η συμβολή σε αυτή τη φόρμα της απομυθοποίησης διαφέρει ανάλογα με τις διαφορετικές προοπτικές του εμπλεκόμενου ρεύματος της κριτικής εγκληματολογίας. Σε μία συγκεκριμένη περίοδο, η Μαρξιστική εγκληματολογία υιοθέτησε ευρέως τη στάση ότι το ‘έγκλημα’ ήταν προϊόν του καπιταλιστικού συστήματος, και ότι θα εξαφανιζόταν, εάν γεννιόταν μία νέα κοινωνία. Σε αυτή την οπτική η εξαφάνιση του ‘εγκλήματος’ γινόταν αντιληπτή ως εξαφάνιση των προβληματικών καταστάσεων οι οποίες υποτίθεται ότι προκαλούν την ενεργοποίηση των διαδικασιών ποινικοποίησης. Η εξαφάνιση του εγκλήματος δεν γινόταν αντιληπτή ως ‘η εξαφάνιση των διαδικασιών εγκληματοποίησης ως απάντηση στις προβληματικές καταστάσεις’. Σε μεταγενέστερο στάδιο, η κριτική εγκληματολογία έθεσε ως πρόβλημα τις προκατειλημμένες ως προς τις τάξεις και τις ‘ανορθόδοξες’  απόψεις σχετικά με τις διαδικασίες της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εγκληματοποίησης. Σε αυτές τις προσπάθειες η ‘λειτουργικότητα’ όπως και η ‘αρχή της ισονομίας’, για τις οποίες έχουν γίνει πολλές επικλήσεις ως νομιμοποιήσεις των διαδικασιών της πρωτοβάθμιας εγκληματοποίησης, είχαν απομυστικοποιηθεί. Στη βάση αυτής της απομυστικοποίησης, η κριτική εγκληματολογία έχει υποστηρίξει τη μερική αποποινικοποίηση, μία πιο περιοριστική πολιτική που σέβεται τη προσφυγή στο ποινικό νόμο, μια ριζοσπαστική μη παρεμβατική [πολιτική] με σεβασμό σε συγκεκριμένα εγκλήματα και εγκληματίες. (…) Έχει απεικονίσει τον πόλεμο κατά του εγκλήματος ως παρέκκλιση από την ταξική πάλη, στη καλύτερη περίπτωση ως ψευδαίσθηση κατασκευασμένη για να πουλήσουν ειδήσεις, στη χειρότερη ως απόπειρα να μετατρέψουν τους φτωχούς σε αποδιοπομπαίους τράγους. Ωστόσο, με ελάχιστες εξαιρέσεις, η έννοια του εγκλήματος ως τέτοια, η οντολογική πραγματικότητα του εγκλήματος δεν έχει αμφισβητηθεί» (“Criminological Perspectives - Essential Readings”, σσ. 310-311).   
    Για τον Hulsman, το γεγονός ότι εν έχει αμφισβητηθεί η έννοια του εγκλήματος σημαίνει ότι είμαστε προσκολλημένοι και εξαρτόμαστε από το θεσμικό πλαίσιο της ποινικής δικαιοσύνης και δεν λαμβάνουμε σοβαρά υπόψη τις αναλύσεις της κριτικής εγκληματολογίας σχετικά με το πλαίσιο αυτό. Ασκεί έντονη κριτική γι’ αυτό και υπογραμμίζει την ανάγκη η κριτική εγκληματολογία να αποκτήσει ανασκοπική οπτική για την κοινωνική πραγματικότητα, αφού τώρα βασίζεται σε ορισμούς του συστήματος το οποίο αποτελεί ταυτόχρονα αντικείμενο της μελέτης της. Θα πρέπει να σταματήσει να χρησιμοποιεί την έννοια του εγκλήματος ως εννοιολογικό εργαλείο, κι αυτό διότι: «το έγκλημα δεν είναι το αντικείμενο, αλλά το προϊόν της αντεγκληματικής πολιτικής. Η ποινικοποίηση είναι  ένας από τους πολλούς τρόπους να κατασκευάσει κανείς τη κοινωνική πραγματικότητα. Με άλλα λόγια, όταν κάποιος θέλει να ποινικοποιήσει [κάτι],  αυτό συνεπάγεται ότι:
1.       Κρίνει ένα συγκεκριμένο συμβάν ή κατάσταση ως ανεπιθύμητο.
2.      Αποδίδει αυτό το ανεπιθύμητο συμβάν σε κάποιο άτομο.
3.      Προσεγγίζει αυτό το ειδικό είδος συμπεριφοράς με συγκεκριμένο ύφος του κοινωνικού ελέγχου: το ύφος της τιμωρίας.
4.      Εφαρμόζει ένα ειδικό στυλ τιμωρίας το οποίο έχει αναπτυχθεί εντός ορισμένου (νομικού) επαγγελματικού πλαισίου και βασίζεται σε ‘σχολαστική’ (τελική κρίση) άποψη του κόσμου. Υπό αυτή την έννοια, το ύφος της τιμωρίας που χρησιμοποιείται στη ποινική δικαιοσύνη διαφέρει κατά βάθος από το ύφος της τιμωρίας που χρησιμοποιούνται σε άλλα κοινωνικά πλαίσια.
5.      Θέλει να εργαστεί σε ειδικό επαγγελματικό περιβάλλον- στη ποινική δικαιοσύνη. Αυτό το επαγγελματικό περιβάλλον χαρακτηρίζεται από πολύ αναπτυγμένο διαχωρισμό εργασίας, έλλειψη λογοδοσίας για τη διαδικασία ως σύνολο και έλλειψη επιρροής από αυτούς που εμπλέκονται άμεσα στο ‘ποινικοποιημένο’ γεγονός σχετικά με την έκβαση της διαδικασίας» (ο. π., σ. 312).
   Προς επίρρωσιν του επιχειρήματός του, ο Hulsman αναφέρει κάποιους από τους τρόπους τους οποίους, σύμφωνα με την Laura Nader, ακολουθούν άνθρωποι που έχουν εμπλακεί σε κάποια προβληματική κατάσταση (εκτός νομικού πλαισίου), όπως η συσσώρευση των προβληματικών καταστάσεων (παθητική στάση), αποφυγή, εξαναγκασμός, διαπραγμάτευση και διαιτησία. Φαίνεται, λοιπόν, ότι υπάρχουν πολλοί τρόποι αντιμετώπισης ενός προβληματικού συμβάντος. Πώς επιλέγουν όμως οι άνθρωποι τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουν; Ο Hulsman υποστηρίζει ότι αυτό εξαρτάται κυρίως από το νόημα που προσδίδουν τα εμπλεκόμενα άτομα στην ίδια τη πράξη και από το κατά πόσο έχουν και τα δύο μέρη τη δυνατότητα επιλογής, κάτι που είναι απόρροια της θέσης που έχει ο καθένας στο περιβάλλον του. Κατά πόσο όμως μπορούν τα εμπλεκόμενα μέρη να έχουν ευελιξία στις επιλογές τους; «Όσο πιο πολύ εξειδικεύεται το πλαίσιο, τόσο η ελευθερία ορισμού [του γεγονότος]- και άρα η αντίδραση- μειώνεται λόγω του μεγάλου βαθμού διαχωρισμού της εργασίας ή της επαγγελματισμού. (…) Από όλα τα επισημοποιημένα συστήματα ελέγχου, το σύστημα ποινικής δικαιοσύνης είναι το περισσότερο ανελαστικό» (ο. π., σ. 313). Οι λόγοι γι’ αυτό μπορούν να συνοψιστούν κυρίως στους παρακάτω τρεις: Μεγάλος βαθμός διαχωρισμού εργασίας, εσωτερική λογική του εξειδικευμένου ερμηνευτικού του πλαισίου και η υπερβολικά περιορισμένη εστίαση σε συγκεκριμένα μόνο γεγονότα. «Άρα, η κατασκευή της πραγματικότητας, όπως επιδιώκεται στη ποινική δικαιοσύνη, πρακτικά ποτέ δεν θα συμπίπτει με τη δυναμική της κατασκευής της πραγματικότητας των άμεσα εμπλεκομένων» (ο. π., σ. 314).
   Αν, λοιπόν, η κριτική εγκληματολογία εγκαταλείψει το «έγκλημα» ως εννοιολογικό εργαλείο, ποιο είναι το καθήκον της τώρα; Συνοψίζοντας, ο Hulsman θέτει τις παρακάτω υποχρεώσεις για τη κριτική εγκληματολογία:
1.       «Να συνεχίζει να περιγράφει, να εξηγεί και να απομυστικοποιεί τις δραστηριότητες της ποινικής δικαιοσύνης και τις δυσμενείς της επιπτώσεις. (…) Αυτό συνεπάγεται εγκατάλειψη της αποκλίνουσας και μη ‘συμπεριφοράς’ ως αφετηρία για ανάλυση και αντ’ αυτού υιοθέτηση μιας προσέγγισης προσανατολισμένης στη κατάσταση, σε μικρο- και μακρο-επίπεδο.
2.      Να απεικονίζει (…) πως σε έναν συγκεκριμένο τομέα προβληματικές καταστάσεις μπορούν να αντιμετωπιστούν σε διαφορετικά επίπεδα της κοινωνικής οργάνωσης χωρίς προσφυγή στη ποινική δικαιοσύνη. 
3.      Να μελετά στρατηγικές για το πώς να καταργηθεί η ποινική δικαιοσύνη. (…)
4.      Μία από αυτές τις στρατηγικές θα έπρεπε να είναι η συμβολή στην ανάπτυξη μίας καθόλα άλλης γλώσσας στην οποία ερωτήματα σε σχέση με την ποινική δικαιοσύνη και δημόσια προβλήματα που δημιουργούν αξιώσεις για ποινικοποίηση μπορούν να συζητηθούν χωρίς τις προκαταλήψεις της τρέχουσας ‘φλυαρίας ελέγχου’» (ο. π., σ. 314).
 
Άρθρο “Critical criminology and the concept of crime” του  Louk H.C. Hulsman από το βιβλίο “Criminological Perspectives- Essential Readings” 2nd edition, επιμέλεια: Eugene McLaughlin, John Muncie και Gordon Hughes, SAGE publications, 2003, Λονδίνο (σσ. 310-315). Το άρθρο αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του HulsmanContemporary Crises”, 1986. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου