Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Δουφεξή-Καπλάνη, Έλλη-Μαρία. Ερμηνεία και απόδοση της συλλογής άρθρων Criminological Perspectives, McLaughlin, Muncie και Hughes, 2003, Sage Τρίτο μέρος: Έλεγχος του εγκλήματος (ποινική δικαιοσύνη, πρόληψη, επιτήρηση και κυβερνητικότητα, εγκληματολογικοί μετασχηματισμοί στο μέλλον)




Δουφεξή-Καπλάνη, Έλλη-Μαρία. Ερμηνεία και απόδοση της συλλογής άρθρων Criminological Perspectives. Essential Readings (Eugene McLaughlin, John Muncie και Gordon Hughes (2η έκδοση, 2003, Sage  publications).


Τρίτο  μέρος: Έλεγχος του εγκλήματος (ποινική δικαιοσύνη, πρόληψη, επιτήρηση και κυβερνητικότητα, εγκληματολογικοί μετασχηματισμοί στο μέλλον)


Μέρος 4ο:Έλεγχος του Εγκλήματος Ι: Ποινική δικαιοσύνη και πρόληψη του εγκλήματος

Εισαγωγή
 
   Το 1974 ο Robert Martinson ανακοίνωσε ότι ‘με ελάχιστες και μεμονωμένες εξαιρέσεις οι προσπάθειες για αποκατάσταση που έχουν αναφερθεί μέχρι τώρα δεν είχαν καμία σημαντική επίδραση στην υποτροπή’ (‘Τι λειτουργεί; Ερωτήσεις και απαντήσεις για την ποινική μεταρρύθμιση, Το Δημόσιο Ενδιαφέρον, νούμερο 35, σελ.25). Αυτή η δήλωση ‘τίποτα δε λειτουργεί’ ανήγγειλε την τελευταία θανάσιμη τυμπανοκρουσία για αυτούς που πίστευαν ότι οι μοντέρνες μεταπολεμικές Δυτικές κοινωνίες είχαν την ικανότητα να αποκαθιστούν και/ ή να θεραπεύουν τους δράστες και να μειώνουν την υποτροπή. Όπως υποδηλώνουν τα κείμενα σε αυτό το τμήμα, η δήλωση αυτή πυροδότησε επίσης και σε ένα ευρύ φάσμα, μία υψηλού προφίλ αντιπαράθεση για την μετά-αποκατάσταση που αφορούσε το αν και πώς το έγκλημα μπορούσε να ελεγχθεί/ προληφθεί με επιτυχία.
   Ο James Q. Wilson υποστηρίζει ότι χρειάζεται να σταματήσουμε να διατυπώνουμε θεωρίες για τις αιτίες του εγκλήματος και να επικεντρωθούμε στις αλήθειες και τις πρακτικές του εγκλήματος και της εγκληματικότητας. Δίνει έμφαση στο ότι μια σημαντική και γεμάτη νόημα μείωση μπορεί να επιτευχθεί αναγνωρίζοντας ότι το έγκλημα είναι μία εν μέρει οικονομική προσπάθεια, η εμφάνιση της οποίας μπορεί να  έχει κατασκευασθεί για να ποικίλει ανάλογα με το κόστος που της έχει επιβληθεί. Με το να επιβάλλει ποινές φυλάκισης γρήγορα και χωρίς εξαιρέσεις, η κοινωνία μπορεί να απομακρύνει από τη ροή της τους πιο συχνά καταδικασμένους και πιο ενεργούς εγκληματίες για ένα σημαντικό μέρος της εγκληματικής τους σταδιοδρομίας. Η γνώση μιας γρήγορης διαδικασίας και σχεδόν σίγουρης φυλάκισης, όπως αναφέρει, θα μπορούσε, σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση των καταδικασμένων εγκληματιών, να εκφοβίσει και τους πιθανούς δράστες. Έτσι η κοινωνία θα μπορούσε, εάν το ήθελε, να ελέγχει έως έναν βαθμό το έγκλημα αναγνωρίζοντας ότι η τιμωρία είναι μια χρήσιμη οπτική του συστήματος ποινικής δικαιοσύνης και υψώνοντας αρκετά τα εμπόδια. Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990 αυτή η αντίληψη απέκτησε το λαϊκιστικό σλόγκαν ‘η φυλακή λειτουργεί’.
   Ο Andrew von Hirsch προτείνει αυτό που εκείνος και τα μέλη της Επιτροπής για τη Μελέτη της Φυλάκισης αντιμετωπίζουν ως μια πολιτικά εφικτή εναλλακτική στην λαϊκιστική ‘κλείστε τους μέσα’ προσέγγιση του Wilson. Η ιδέα του ‘Μόνο και ανάλογα με αυτό που αρμόζει’ ή ανταποδοτικότητα έδωσε έμφαση στο ότι η τιμωρία και όχι τόσο η αποκατάσταση ή η θεραπεία είναι σημαντική διότι υπονοεί ότι η ευθύνη και η σοβαρότητα της ποινής συμβολίζουν το βαθμό της υπαιτιότητας. Μόλις κατανοήσουμε ότι συγκεκριμένες μορφές πράξης και συμπεριφοράς είναι λάθος και οφείλουν να τιμωρηθούν, μπορούμε να θέσουμε λογικά όρια στην έκταση της τιμωρίας και της ανταπόδοσης. Η σοβαρότητα της ποινής θα έπρεπε να είναι ανάλογη με τη βαρύτητα της παραβίασης. Αυστηρές ποινές θα πρέπει να περιορισθούν σε εγκλήματα που πλήττουν σοβαρό κακό και υποδηλώνουν σημαντική υπαιτιότητα από την πλευρά του δράστη. Όσο ελαττώνεται το μέγεθος του εγκλήματος τόσο θα πρέπει να μειώνεται και η φύση της ποινής. Αυτή η θεωρία αποπειράται να επικεντρωθεί στο ερώτημα ‘Τι είναι σωστό και δίκαιο;’ παρά στο ‘Τι λειτουργεί;’. Κάνοντας αυτό, δεν ενδιαφέρεται να υποθέτει τα κίνητρα των δραστών ή να προσπαθήσει να σχεδιάσει κοινωνικά χαμηλότερους δείκτες εγκλήματος.
   Στο επόμενο κείμενο, οι Francis T. Cullen και K.E. Gilbert οργανώνουν μια δυναμική υπεράσπιση του ιδανικού της αποκατάστασης εναντίον του Wilson και του ‘μόνο αυτό που αξίζει στον καθένα’. Υποστηρίζουν ότι οι φιλελεύθεροι και εκείνοι στην Αριστερά δεν θα πρέπει να εγκαταλείπουν την αποκατάσταση διότι αυτή: επιβάλλει θετικές υποχρεώσεις στο κράτος να ασχολείται με την πρόνοια των δραστών∙ μπορεί να λειτουργεί ως ένα προπύργιο ενάντια στον τιμωρητικό νόμο και να βάζει σε σειρά τις απαιτήσεις της Δεξιάς∙ αποτελεί αξιόλογη στήριξη για το σύστημα της ποινικής δικαιοσύνης∙ και είναι ιδιαίτερα ανθρωπιστική, συμπονετική και αισιόδοξη ως προς τον προσανατολισμό.
   Ο Ron Clarke προσφέρει μια ακόμη αρκετά ρεαλιστική ιδέα του τι θα συνεπάγεται ο αποτελεσματικός έλεγχος του εγκλήματος. Εάν αντιμετωπίσουμε το έγκλημα σαν μια συνέπεια των άμεσων επιλογών και αποφάσεων των δραστών όσον αφορά τους κινδύνους και τις επιβραβεύσεις, τότε μας παρουσιάζεται μια ολόκληρη σειρά πιθανοτήτων για την πρόληψη του εγκλήματος ανά περίσταση. Θεωρεί ότι είναι απόλυτα εφικτό να μειώσουμε ουσιωδώς τις φυσικές ευκαιρίες για την παραβίαση και να αυξήσουμε τις πιθανότητες ενός δεδομένου δράστη να πιαστεί κατά τη διάρκεια της πράξης. Παρά το γεγονός ότι επιπλήχθηκε αρχικά για τη ριζοσπαστική επιλογή υποθέσεων για την ανθρώπινη φύση και την αντι-θεωρητική στάση, αυτή η προσέγγιση απολαμβάνει αξιοσημείωτη πολιτική εύνοια. Όπως η θεωρία των τυπικών δραστηριοτήτων, κουβαλά το θετικό μήνυμα ότι ένα πλήθος εγκλημάτων μπορεί να αποφευχθεί επιτυχώς και να εξουδετερωθεί και ότι όλοι μας μπορούμε να κάνουμε δραστήρια συλλογικά και ατομικά βήματα για να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας και την περιουσία μας από τον εγκληματία.
   Η Betsy Stanko παρέχει μια φεμινιστική κριτική για τις στρατηγικές πρόληψης του εγκλήματος που επιχειρούν να καταπραΰνουν τον γυναικείο φόβο για το έγκλημα προτείνοντας ότι οι γυναίκες υιοθετούν ατομικά διευθετημένες προστατευτικές στρατηγικές για να ελαχιστοποιήσουν τις επισφαλείς συναντήσεις με επικίνδυνους άγνωστους άνδρες. Η Stanko υποστηρίζει ότι για να ληφθεί σοβαρά υπόψη ο γυναικείος φόβος για το έγκλημα απαιτείται μια επανεξέταση της συμβατικής πρόληψης του εγκλήματος και των στρατηγικών μείωσης του φόβου.
   Ο Elliot Currie μας παρουσιάζει ένα αριστερό ρεαλιστικό πρόγραμμα για την πρόληψη του εγκλήματος. Για αυτόν η μετάβαση σε μία κοινωνία βασισμένη στο εμπόριο είχε καταστροφικές επιπτώσεις σε περιοχές-κλειδιά για την κοινωνική, οικονομική και πολιτιστική ζωή. Το αποτέλεσμα είναι σπειροειδείς δείκτες του εγκλήματος, κοινωνικός κατακερματισμός και απομόνωση του ατόμου. Ο Currie τονίζει ότι ένας αποτελεσματικός κοινωνικός έλεγχος απαιτεί την αντιμετώπιση του προβλήματος από τη ρίζα του. Για να αντιμετωπίσουμε τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες χρειαζόμαστε προληπτικό κράτος, οργανωμένες πολιτικές αγοράς εργασίας και εκτενείς στρατηγικές κοινωνικής πρόνοιας που είναι βασισμένες στην ιδέα της συνολικής υπηκοότητας. Χρειαζόμαστε, ακόμη, ως ένα επείγον ζήτημα να αναπτύξουμε ένα πακέτο πολύ συγκεκριμένων παιδικών και οικογενειακών παρεμβάσεων, πολιτικές προσανατολισμένες στους νέους και ευρηματικά προγράμματα για τη διευθέτηση των ναρκωτικών ουσιών.
   Ο Willem De Haan τοποθετείται πέραν των άλλων προσεγγίσεων δηλώνοντας ότι το να απαντάμε θετικά και εποικοδομητικά απαιτεί να εγκαταλείψουμε την έννοια του ‘εγκλήματος’. Οφείλουμε να συζητήσουμε για πολυποίκιλες ενοχλήσεις, διαμάχες, βλάβες, ζημιά, αντικρουόμενα ενδιαφέροντα, ατυχή γεγονότα και ατυχήματα. Πρέπει, επίσης, να απομακρυνθούμε από το σύμπλεγμα κοινωνικός έλεγχος = τιμωρία = φυλάκιση. Μόνο τότε θα είμαστε σε θέση να κατασκευάσουμε λογικούς, καινοτόμους και εποικοδομητικούς μηχανισμούς βασισμένους στην επανόρθωση για να επιλύουμε διαμάχες, να διευθετούμε αντιπαραθέσεις και να προλαμβάνουμε την αρνητικότητα στην κοινωνία. Ο De Haan δεν υποτιμά τα προβλήματα που θα συναντά ένα τέτοιο ριζοσπαστικό φανταστικό αλλά αντιπαραθέτει ότι οι άλλες προτάσεις έχουν έκδηλα αποτύχει να παραδώσουν μακροχρόνιο έλεγχο του εγκλήματος και θα έπρεπε να αντιμετωπίζονται στην πραγματικότητα ως μέρος του προβλήματος και όχι της λύσης.
   Ο Αυστραλός εγκληματολόγος John Braithwaite παρουσιάζει την υπόθεση μιας γνήσιας εναλλακτικής των σωφρονιστικών και εξαναγκαστικών μεθόδων κοινωνικού ελέγχου: ‘Ντροπιαστική επανένταξη’. Με αυτό εννοεί να αντιμετωπίζουμε τους δράστες με τρόπους που θα εκπροσωπούν την έκφραση της κοινότητας και την αποδοκιμασία της οικογένειας, αλλά και θα ενσωματώνουν μια διαδικασία επανααποδοχής. Αντί να στιγματίζουμε τους δράστες και να τους αποκλείουμε από την κοινωνία, αυτή η προσέγγιση της επανορθωτικής δικαιοσύνης στοχεύει να τους φέρει πίσω στην κοινωνία και, συνεπώς, να ενισχύσει την κοινωνική αλληλεγγύη.
   Το τελευταίο μας κείμενο είναι η διεθνώς φημισμένη θέση των ‘Σπασμένων παραθύρων’ των Wilson και Kelling. Παρόλο που αρχικά δημοσιεύθηκε το 1982 δεν άσκησε σημαντική επιρροή στις αντιπαραθέσεις για την ποινική δικαιοσύνη μέχρι τη δεκαετία του 1990 όταν επαναπροσδιορίστηκε από το Αστυνομικό Τμήμα της Νέας Υόρκης ως αστυνόμευση ‘μηδενικής ανοχής’ ή ‘ποιότητας ζωής’ και προωθήθηκε παγκοσμίως ως το μέλλον της ενίσχυσης του νόμου. Η κεντρική θέση των Wilson και Kelling είναι ότι μικρά σημάδια ανομίας σε μια γειτονιά, όπως τα σπασμένα παράθυρα ή τα γκράφιτι, μπορούν να ενθαρρύνουν πιο σοβαρές μορφές εγκληματικότητας δίνοντας τη συμβολική εντύπωση ότι κανένας δεν ενδιαφέρεται. Η θέση των ‘Σπασμένων παραθύρων’ δηλώνει ότι η ευγένεια και η τάξη είναι τα κύρια συστατικά της κοινωνίας και χρειάζεται και απαιτείται από την αστυνομία να αποκαταστήσει και να διατηρήσει την τάξη και την ευγένεια σε μια γειτονιά μέσω της δυναμικής και επιδέξιας αστυνόμευσης.

















1.      Μέρος 5ο: Έλεγχος του εγκλήματος ΙΙ: Επιτήρηση και κυβερνητικότητα

Εισαγωγή

   Στην ανεπίσημη συζήτηση, το έγκλημα είναι ένα αυταπόδεικτο γεγονός, το νόημά του είναι εγγενές στις πράξεις ενός συγκεκριμένου ατόμου, από το οποίο οι συνέπειες κυλούν ανάλογα με την προγραμματισμένη διαδικασία του νόμου. Στην πραγματικότητα, όπως έχει αναδυθεί από τα κείμενα έως τώρα, τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα. Μακριά από το να έχει έναν απόλυτο χαρακτήρα, το έγκλημα είναι ένα κοινωνικά κατασκευασμένο και ιστορικά εξαρτημένο φαινόμενο. Οι ορισμοί των πράξεων ως ‘εγκληματικών’ ή ‘νόμιμων’ πρέπει να αντιμετωπίζονται ως δοκιμαστικοί και ικανοί να επαναπροσδιορισθούν.
   Επιπρόσθετα, τα ιδρύματα, οι αρχές και οι διαδικασίες που παρέχουν σε κάθε κοινωνία τους μηχανισμούς για να ελέγχει και να προλαμβάνει το έγκλημα δε μπορούν να ληφθούν μόνο από ονομαστική αξία ως μέθοδοι για να αντιμετωπίζουμε συγκεκριμένες συμπεριφορές, συγκεκριμένων ατόμων. Τέτοια μέτρα αντικατοπτρίζουν πιο ευρείες ανησυχίες για την υπάρχουσα κοινωνική τάξη και, όπως υποδεικνύουν τα κείμενα σε αυτό το μέρος, είναι κρίσιμα μέρη των διαδικασιών για να ασκούμε τον έλεγχο, τον κανονισμό και την επιτήρηση στην ‘κοινωνία’, καθώς και για τη διοίκηση της ψυχής των ατόμων και ολόκληρου του πληθυσμού.
   Είναι ευρέως γνωστό ότι το βιβλίο του Michel Foucault Επιτήρηση και Τιμωρία (1977) εφοδίασε την εγκληματολογία με μια νέα θεωρητική γλώσσα με την οποία θα ανέλυε τις πρακτικές της τιμωρίας στο νεωτερισμό, όπως επίσης και θα παρείχε στην επιτήρηση μια μεγαλύτερη επίγνωση της δικής της κατάστασης ως ένα σύστημα δύναμης/ γνώσης συσχετιζόμενο με αυτές ακριβώς τις πρακτικές. Σύμφωνα με τον Foucault, ‘η κοινωνία που επιτηρείται’ αναδύθηκε στη Δυτική Ευρώπη στις αρχές του 19ου αιώνα. Υπογράμμισε ότι οι μέθοδοι αντιμετώπισης των εγκληματιών στα μοντέρνα σωφρονιστήρια ήταν μέρος μιας ευρείας διαδικασίας πειθαρχίας και συστηματικής οργάνωσης στην κοινωνία. Ο εγκληματίας δεν θεωρούνταν πια απλά ως κάποιος που παραβίασε το νόμο και έπρεπε να τιμωρηθεί. Τώρα ο εγκληματίας/ κρατούμενος χρειαζόταν στενή επιτήρηση και παρέμβαση από ειδικό με την προοπτική ότι θα ‘τον’ οδηγούσαν και πάλι στην ομαλότητα. Καθόλου αναπάντεχα, ο Foucault είχε συναρπασθεί από το σχέδιο του Jeremy Bentham για το ‘Πανοπτικό’. Αυτό επιβεβαίωνε το πιστεύω του ότι η φυλακή προοριζόταν να είναι ένα όργανο που θα ενεργούσε με ακρίβεια όσον αφορά τα ατομικά υποκείμενα.
   Σύμφωνα με τον Foucault, η φυλακή ήταν απλά ένα νησί σε ένα ‘αρχιπέλαγος σωφρονισμού’ με ιδρύματα επιτήρησης που περιλάμβανε σχολεία, νοσοκομεία και κλινικές, και στρατώνες, και επεκτείνονταν μέσα από ένα ‘σωφρονιστικό συνεχές’ στο σπίτι και στο μέρος εργασίας. Σε αυτή τη διαδικασία οι παραδοσιακοί μηχανισμοί επιτήρησης του νόμου και του εθίμου ήταν δυναμικά συμπληρωμένοι από νέα πεδία γνώσης (συμπεριλαμβανομένης της ιατρικής, της ψυχιατρικής, της παιδαγωγικής, της εγκληματολογίας) και νέους ειδικούς. Όπως αναφέρει ο Foucault στο πρώτο κείμενο που περιλαμβάνεται εδώ ο κρίσιμος ρόλος της μοντέρνας φυλακής ήταν να καινοτομήσει και να αναγνωρίσει μια μέθοδο αντιμετώπισης των ‘αποκλινόντων’ από προδιαγεγραμμένες νόρμες που θα μπορούσαν τότε να γενικευθούν σε ‘ολόκληρο το σώμα της κοινωνίας’. Αυτό το θέμα ξεκινά στα επόμενα τρία κείμενα που είναι σαφώς επηρεασμένα από το έργο του Foucault.
   Οι Shearing και Stenning ενδιαφέρονται για τους μηχανισμούς μέσω των οποίων η κοινωνία της επιτήρησης επιτυγχάνει τον κοινωνικό έλεγχο. Συγκρίνουν την ουσιαστικά ηθική βάση της κατάστασης της παραδοσιακής ποινικής δικαιοσύνης (συμπεριλαμβανομένων και των σωφρονιστικών συστημάτων) με τον πιο οργανικό και ανήθικο χαρακτήρα των μεθόδων ελέγχου που λειτουργούν στο συνεχώς αυξανόμενο ιδιωτικό τομέα. Εδώ ο στόχος δεν είναι να αναμορφώσουμε άτομα αλλά να περιορίσουμε τις ευκαιρίες για να διαπραχθεί το έγκλημα. Χρησιμοποιώντας την Disney World ως την εξεταζόμενη περίπτωση, δείχνουν πώς τέτοια ‘μη-σωφρονιστικά’ αλλά καθαρά ‘πειθαρχικά’ μέτρα ελέγχου είναι εμφυτευμένα στις δομές της μοντέρνας κοινωνικής πρακτικής.
   Το ανάγνωσμα των Malcolm Feeley και Jonathan Simon υποστηρίζει ότι τις τελευταίες δεκαετίες  του 20ου αιώνα παρατηρήθηκε η ανάδειξη μιας νέας συζήτησης για την ποινολογία. Η συζήτηση αυτή είναι στην ουσία μια διευθυντιστική και αναλογιστική προσέγγιση στο πρόβλημα του εγκλήματος και του ελέγχου αυτού. Δεν ενδιαφέρεται να φιλοσοφήσει ή να αξιολογήσει τα αντίστοιχα πλεονεκτήματα της αποτροπής, του συστήματος ‘μόνο ό,τι αρμόζει’, και της ατομικής αποκατάστασης. Ορθότερα, είναι δεσμευμένη στην αποτελεσματική διαχείριση του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης και των συστατικών μερών του. Η οικονομία, οι αποτελεσματικές μορφές κράτησης και ελέγχου, ο ανταγωνισμός και οι επιχειρησιακοί στόχοι, όπως και η απόδοση είναι οι ανησυχίες του νέου διευθυντικού καθεστώτος. Ωστόσο, οι Feeley και Simon αναγνωρίζουν ότι αυτή η προσέγγιση των νέων συστημάτων συμπίπτει με πιο γενικές λαϊκιστικές απολυταρχικές συζητήσεις ως προς το πώς θα διαχειρίζονται (και θα τιμωρούν) πληθυσμούς με προβλήματα.
   Στο δεύτερο από τα αναγνώσματά μας από τον Michel Foucault, παρουσιάζεται εν συντομία η δεύτερη μεγαλύτερη συνεισφορά αυτού του Γάλλου φιλοσόφου στην αναθεώρηση της εγκληματολογίας. Από το 1978 μέχρι το 1984 όταν και πέθανε, το έργο του Foucault διερεύνησε ένα νέο θέμα, αυτό της διακυβέρνησης και της κυβερνητικότητας. Αυτό το πειραματικό έργο έδειξε ενδιαφέρον για τις σχέσεις μεταξύ δύο αξόνων διακυβέρνησης, πιο συγκεκριμένα και τις δύο μορφές κανονισμού με τις οποίες ποικίλες εξουσίες κυβερνούν πληθυσμούς και τις πρακτικές της διακυβέρνησης μέσα από τις οποίες τα άτομα εργάζονται πάνω στον εαυτό τους ώστε να διαμορφώσουν τη δική τους υποκειμενικότητα. Η έννοια της διακυβέρνησης αφορά, συνεπώς, όχι απλά τις πράξεις του κράτους αλλά σχετίζεται πιο γενικά με όλες τις προσπάθειες να καθοδηγήσουν και να κατευθύνουν τη συμπεριφορά των άλλων.
   Η φιλολογία της κυβερνητικότητας, η οποία αναδύθηκε μετά από τις αρχικές σκέψεις του Foucault, παρέχει ένα απαιτητικό πλαίσιο για να αναλύσουμε πώς το έγκλημα προβληματίζει και μπορεί να ελεγχθεί. Αυτός ο κορμός του έργου εστιάζει ‘στο παρόν’ και αποφεύγει τόσο τις απλουστευτικές όσο και τις ολοκληρωτικές αναλύσεις. Αντίθετα, η ανατομία τους για τις σύγχρονες πρακτικές επικεντρώνεται στο πώς συγκεκριμένες λειτουργίες της εκτελεστικής εξουσίας εξαρτώνται από ιδιαίτερους τρόπους σκέψης (‘λογικότητες’) και πράξης (‘πρακτικές’) όπως και από τρόπους καθορισμού των ατόμων και διακυβέρνησης του πληθυσμού. Οι αναλύσεις των OMalley, Garland και Merry αντιπροσωπεύουν κάποιες από τις πιο ενδιαφέρουσες δεσμεύσεις με το επαναπροσδιορισμένο εγκληματολογικό πεδίο το οποίο ξεκινά με το έργο του Foucault για την κυβερνητικότητα.
   Ο Pat OMalley ξεκινά χαράσσοντας τις τελευταίες δεκαετίες την άνοδο των μετα-πειθαρχικών βασισμένων στο ρίσκο πρακτικών της δύναμης και του ελέγχου. Παρ’όλα αυτά, αντιπαραθέτει επίσης υπερβολικά αιτιοκρατικά κείμενα για την ανάπτυξη πρακτικών αναλογιστικής διαχείρισης του κινδύνου διακυβέρνησης και εκ περιτροπής τονίζει την ‘επιβίωση’ παλαιότερων τιμωρητικών και επανορθωτικών πρακτικών. Ο O’Malley διατείνεται ενάντια σε επεξηγήσεις που εστιάζουν στην αυξημένη αποτελεσματικότητα ως ένα εξελικτικό κριτήριο, ώστε να ανακύψουν πρακτικές δύναμης. Αντίθετα, προτείνει ότι οι μορφές που παίρνουν τέτοιες πρακτικές είναι πρωταρχικά καθορισμένες από το χαρακτήρα και την επιτυχία των πολιτικών προγραμμάτων με τα οποία έχουν συμμορφωθεί. Η πρόληψη του περιστασιακού εγκλήματος διερευνάται ως ένα πρωτεύον παράδειγμα μιας νέο-φιλελεύθερης, σχετικής με τη δικαιοσύνη συζήτησης για τη διαχείριση του κινδύνου. Από όλη την ανάλυση του O’Malley η έμφαση δίνεται στην πρωτοκαθεδρία της πολιτικής: όντως η ‘επιτυχία’ της πρόληψης του περιστασιακού εγκλήματος, σε σύγκριση με άλλες εγκληματολογικές πρακτικές, επεξηγείται σε όρους των διευρυμένων πολιτικών και ιδεολογικών αποτελεσμάτων της (και συγκεκριμένα την έλξη του προς προγράμματα ορθολογιστικά, νέο-συντηριτικά και της Νέας Δεξιάς).
   Το έργο του David Garland αντιπροσωπεύει την πιο ισχυρή κριτική εμπλοκή με τις ιδέες του Foucault στη σύγχρονη εγκληματολογία. Ο Garland παρέχει μια κοινωνιολογική περίληψη των μεγαλύτερων τάσεων στον έλεγχο του εγκλήματος (και πιο γενικά την καλλιέργεια του ελέγχου) στις πλέον σύγχρονες κοινωνίες. Η εναρκτήρια υπόδειξή του είναι ότι το έγκλημα αποτελεί πλέον τυπικό μέρος της σύγχρονης συναίσθησης και αντί να αντιμετωπίζεται ως κάτι που θα έπρεπε να εξαλειφθεί, εξετάζεται πλέον όλο και περισσότερο σαν κάτι που θα έπρεπε να διευθυνθεί. Ο Garland συνιστά ακόμα ότι ο μύθος της δύναμης του κυρίαρχου κράτους έχει υποστεί αρκετά σοβαρή ζημιά. Αυτή η συνδυασμένη κανονικότητα των υψηλών δεικτών του εγκλήματος με την αναγνώριση της πραγματικότητας των περιορισμών που χαρακτηρίζουν τους οργανισμούς ποινικής δικαιοσύνης του κράτους έχει δημιουργήσει μια νέα πολύ δύσκολη κατάσταση για τις σύγχρονες κυβερνήσεις. Ο Garland εστιάζει κυρίως στην αμφίθυμη και ευμετάβλητη απάντηση του κράτους σε αυτή τη δύσκολη κατάσταση όσον αφορά τον έλεγχο του εγκλήματος. Αναγνωρίζονται δύο σημαντικές στρατηγικές για την έλεγχο του εγκλήματος. Αρχικά, παρατηρούμε την ανάπτυξη στρατηγικών προσαρμοσμένων στην ‘ορθολογική επιλογή’ με συνεργασίες πολυ-οργανισμών για την πρόληψη του εγκλήματος και αυτές τις πρακτικές που συνδέονται με ‘τις νέες εγκληματολογίες της καθημερινής ζωής’ στις οποίες η κανονικότητα του εγκληματία και της εγκληματικής πράξης είναι παραδεδεγμένες και οι περιορισμοί των λύσεων του κράτους όσον αφορά το πρόβλημα θεωρούνται δεδομένα. Αυτές οι ρεαλιστικές προσαρμοστικές προληπτικές στρατηγικές λειτουργούν και ως μια επιβεβαίωση σε αυτό που έχει ορισθεί ως μια στρατηγική υπευθυνοποίησης κατά την οποία το κράτος επιδιώκει να δρα σχετικά με το έγκλημα όχι με έναν άμεσο τρόπο διαμέσου κρατικών οργανισμών αλλά δρώντας έμμεσα και ενεργοποιώντας την πράξη μέσω μη-κρατικών οργανώσεων και ομάδων. Κατά δεύτερον, με έντονη αντίθεση σε αυτές τις προσαρμοστικές στρατηγικές, παρατηρούμε μια επαναλαμβανόμενη προσφυγή στη σωφρονιστική επίδειξη την οποία ο Garland χαρακτηρίζει ως στρατηγικές της άρνησης σχεδιασμένες σε μια τιμωρητική, κυρίαρχη απάντηση. Σε αυτό το δεύτερο σύνολο στρατηγικών ελέγχου ο εγκληματίας αντιμετωπίζεται ως ένας παθολογικός άλλος που πρέπει επιδεικτικά να τιμωρηθεί και να αποβληθεί από την κοινωνία, κυρίως μέσω της μαζικής καταδίκης. Και οι δύο στρατηγικές, προληπτικές και τιμωρητικές, προβάλλονται ως συμπτώματα της επισκίασης της κοινωνικά, δημοκρατικά εμπνευσμένης στρατηγικής που αφορά την ‘εργασία για την αλληλεγγύη και τη σωφρονιστική ευημερία’.
   Στο επόμενο κείμενο, η Sally Engle Merry στρέφεται στην κυβερνητική φιλολογία για να αναλύσει τις διαφορετικές τεχνικές για τη διακυβέρνηση της φυλετικής βίας στη σύγχρονη κοινωνία. Αναφέρει ότι η νέα αστική κοινωνική τάξη εξαρτάται από ένα σύνθετο και ενδιαφέρον μίγμα συστημάτων τιμωρίας, επιτήρησης και ασφάλειας. Ειδικότερα, η Merry υποστηρίζει ότι οι σύγχρονες αστικές τάξεις βασίζονται όλο και περισσότερο στη διακυβέρνηση του χώρου (και όχι τόσο στην τιμωρία της παραβίασης ή στην επιτήρηση των παραβατών). Παράλληλη με τη σωστά αποτυπωμένη αύξηση των ιδιωτικοποιημένων συστημάτων ασφαλείας και των χώρων κατανάλωσης με αστυνόμευση όπως τα εμπορικά κέντρα, η Merry αναλύει την αυξανόμενη κλιμάκωση των σχετικών με το χώρο μορφών της κυβερνητικότητας στις περιπτώσεις φυλετικής βίας. Συνιστά ότι η ασφάλεια μέσα από τη χρήση προστατευτικών εντολών αντιπροσωπεύει τα πιο καινοτόμα γνωρίσματα των σύγχρονων προσπαθειών για να ελαττωθεί ο ξυλοδαρμός των συζύγων και μπορεί να ανοίξει την πιθανότητα πιο δημοκρατικών μορφών διακυβέρνησης του χώρου για την προστασία των ευάλωτων πληθυσμών. Όμως, η επιλεκτική κλιμάκωση αυτής της κυβερνητικής τεχνικής εκφράζει και τις δομικές ανισότητες που συνδέονται με την τάξη και την εθνικότητα, όπως επίσης και με το φύλο.












































2.      Μέρος 6ο: Μέλλοντας χρόνος: Εγκληματολογικοί μετασχηματισμοί

   Τα κείμενα σε αυτό το μέρος χαρτογραφούν τις μεταστροφές τις εγκληματολογίας στην αρχή της νέας χιλιετίας. Όπως υποδεικνύουν πολλά από τα κείμενα στο 5ο μέρος, η καθαρή κλίμακα του μετασχηματισμού ‘του κοινωνικού’ που βρίσκεται προς το παρόν σε εξέλιξη αμφισβητεί τις παραδοσιακές υποθέσεις, τις αιτιολογίες, τους τρόπους σκέψης και το σκοπό της εγκληματολογίας.
   Η συνεισφορά της Carol Smart θέτει μια σοβαρή ερώτηση: Τι έχει να προσφέρει η εγκληματολογία, κάθε είδους, στην φεμινιστική ανάλυση; Αναθέτει καθήκοντα σε αυτούς που εμμένουν στον πραγματιστικό τρόπο σκέψης διότι αυτό δεσμεύει τους υπέρμμαχούς του σε ένα ελαττωματικό και ντροπιαστικό θετικιστικό πλαίσιο ιδεών. Οι εγκληματολόγοι πιστεύουν ακόμα ότι μπορούν να ‘ανακαλύψουν’ τόσο τις αιτίες όσο και τις λύσεις του ‘εγκλήματος’. Η εμμονή της συμβατικής εγκληματολογίας με ‘το πραγματικό’ οδηγεί τη Smart να υποστηρίξει ότι οι φεμινιστές λόγιοι θα έπρεπε να επανατοποθετηθούν ολοκληρωτικά μέσα από ευρύτερες, πιο αισιόδοξες θεωρητικές αντιπαραθέσεις, ιδιαίτερα αυτοί που προέρχονται από τον μετα-μοντερνισμό. Η εγκληματολογία απήντησε στην παρέμβαση της Smart με αρκετή επιθετικότητα. Όντως, φαινόταν ότι για τους εγκληματολόγους μιας πληθώρας κατευθύνσεων ένα από τα κύρια καθήκοντα ήταν να προστατεύσουν την εγκληματολογία από το μεταμοντέρνο. Ακόμη πιο αξιόλογη ήταν η διερεύνηση της επίνοιας του Giddens για την πρόσφατη νεωτερικότητα και/ ή ‘την κοινωνία του ρίσκου’ του Beck.
   Η σαρωτική περίληψη της Kathleen Daly επιδιώκει να επεκτείνει τη συζήτηση που πυροδότησε η Smart επιχειρώντας να επιδείξει τις εκτεταμένες επιδράσεις που παρουσιάστηκαν στην εγκληματολογία του φεμινισμού από εξελίξεις όπως η θεωρία των κρίσιμων αγώνων και η μεταμοντέρνα/ μετα-στρουκτουραλιστική θεωρία. Εκτιμά τη συμβολή και τους περιορισμούς τριών τρόπων ανάλυσης – ‘τάξη-φυλή-φύλο’, ‘δρών φύλο’ και ‘φορείς του φύλου’ – για την εγκληματολογία του φεμινισμού. 
   Το επόμενο συγκρότημα κειμένων επικεντρώνεται στις εγκληματολογικές συνέπειες της εκτεταμένης παγκοσμιοποίησης των οικονομικών, πολιτικών και πολιτισμικών δραστηριοτήτων που προκαλεί νέες βλάβες ανά τον κόσμο. Η γρήγορη αλλαγή που συνοδεύει συγκεκριμένες μορφές παγκοσμιοποίησης επιφέρει σοβαρούς κινδύνους παγκόσμιας οικονομικής αστάθειας ως απόρροια μη διευθετημένων νέο-φιλελεύθερων αγορών και τον εξίσου σημαντικό κίνδυνο πολιτικής και κοινωνικής αποδιοργάνωσης και βάσης της βίας ως επακόλουθο της άρνησης παραδοσιακών μορφών διακυβέρνησης, όπως επίσης και τον κατακερματισμό των κοινωνικών σχέσεων. Η συμβολή του Manuel Castell αντιπροσωπεύει μια από τις πρώτες απόπειρες να προσεγγισθούν λεπτομερώς οι νέες εγκληματικές απειλές που απελευθερώνονται από τις ευρύτερες κοινωνικο-οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές μεταβολές. Σημειώνει ότι η γεωπολιτική αλλαγή και οι οικονομικές μετατοπίσεις έχουν διευκολύνει την ανάδειξη παγκόσμιων ‘ενωμένων’ εγκληματικών δικτύων και νέων μορφών αρκετά κερδοφόρων εγκλημάτων. Πολλές από τις εξελίξεις που επισημαίνει μπορούν να επιβεβαιωθούν αν κανείς διαβάσει πρόσφατες αναφορές που έχουν απελευθερωθεί από πολυεθνικά σώματα ενίσχυσης του νόμου. Υπάρχει μια αυξανόμενη αποδοχή από τις κυβερνήσεις, ιδιαίτερα μετά τις επιθέσεις στις 11 Σεπτεμβρίου 2001 στη Νέα Υόρκη, ότι η οργανωμένη παγκόσμια εγκληματική δραστηριότητα έχει τη δυνατότητα να διαφθείρει δημοκρατικά ιδρύματα, να υποσκάπτει τον κανόνα του νόμου και τα ανθρώπινα δικαιώματα και έχει ενσωματωθεί σε συμβατικές μορφές οικονομικής ανταλλαγής. Κατά περίεργο τρόπο, ο Castell αναγνωρίζει και τη σχέση μεταξύ της ανάπτυξης του ‘Εγκλήματος PLS’ και του πολιτιστικού τομέα επισημαίνοντας πως συγκεκριμένες πολιτισμικές ταυτότητες καλλιεργούν και προστατεύουν τα νέα εγκληματικά δίκτυα και το αντίκτυπο της κομψοποίησης των μέσων μαζικής ενημέρωσης των εγκληματιών του ‘ζήσε γρήγορα, πέθανε νέος’ και τις επιλογές και τις ευκαιρίες της ζωής των αποξενωμένων νέων σε πολλές κοινωνίες.
   Ο Stan Cohen ωθεί τη συζήτησή μας προς τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη νέα παγκόσμια (απο)διοργάνωση. Στην πορεία της συζήτησής του για την προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των εγκλημάτων του κράτους, αμφισβητεί τον πυρήνα του ενδιαφέροντος της παραδοσιακής εγκληματολογίας. Παρατηρεί πώς, για παράδειγμα, οι εγκληματολόγοι έχουν αφιερώσει χρόνο και προσπάθεια αναλύοντας την κατάσταση του εγκλήματος και σχεδόν αγνοώντας την εγκληματολογική σημασία των κρατικών εγκλημάτων. Με μία ή δύο αξιοσημείωτες εξαιρέσεις οι εγκληματολόγοι έχουν υπάρξει εντυπωσιακά σιωπηλοί όσον αφορά τη γενοκτονία, την εθνική εκκαθάριση, εξω-δικαστικούς φόνους και παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που λαμβάνουν χώρα σε πολλά μέρη του κόσμου. Ο Cohen μας παρέχει μια σημαντική ερευνητική υπόθεση για το πώς κύριες εγκληματολογικές αντιλήψεις μπορούν να παραταχθούν για να αναλύσουν και να εξηγήσουν την κατάσταση εμπνευσμένη από τα εγκληματολογικά γεγονότα και πράξεις που θα καθορίσουν τον 21ο αιώνα.
   Ο Mike Davis μας προσφέρει μια τρομακτική εικόνα του πιθανού δυσλειτουργικού μέλλοντος των πόλεων στον 21ο αιώνα, αναφερόμενος κυρίως στις εξελίξεις στον κανονισμό, την επιτήρηση και την καταστολή στο Los Angeles αμέσως μετά τις αστικές αναταραχές του 1992. Το ανάγνωσμα αυτό αποτελεί μια στυγνή υπενθύμιση της επιμονής των τρόπων του κτηνώδους, εξαναγκαστικού ελέγχου που υπάρχει παράλληλα με τις νέες, πιο διακριτικές μορφές διακυβέρνησης και τάξης των σύγχρονων ‘μεγαλουπόλεων’. Ο Davis υπογραμμίζει πως οι πρακτικές του κανονισμού, της επιτήρησης και της καταστολής στο ‘μετα’- Blade Runner Los Angeles είναι σχεδιασμένες ώστε να σταθεροποιούν τις ταξικές, φυλετικές  και γενεαλογικές σχέσεις σε όλη την έκταση του χάσματος των νέων ανισοτήτων και στο περιεχόμενο επιταχύνοντας την κοινωνική πόλωση και το απαρτχάιντ του χώρου. Ακολουθώντας τη γραμμή των περισσότερων αναγνωσμάτων σε αυτό το μέρος, ο Davis υπογραμμίζει τη νέα κουλτούρα του φόβου και την εμμονή με την (ιδιωτικοποιημένη) ασφάλεια και επιτήρηση που βρίσκεται στην καρδιά της πόλης και τις νέες μορφές διακυβέρνησης στις σύγχρονες νεοφιλελεύθερες κοινωνίες. Το έργο του Davis αντιπροσωπεύει έναν παραγωγικό διάλογο ανάμεσα στην κοινωνική θεωρία και την επιστημονική φαντασία, και στην πορεία αυτού του διαλόγου, η ανάλυσή του ανοίγει ένα νέο εγκληματολογικό φαντασιακό, αν και δηλώνει κατηγορηματικά ένα όραμα ενός ολοκληρωτικά δυσλειτουργικού/ απαισιόδοξου αστικού μέλλοντος για όλους μας.
   Τα επόμενα δύο κείμενα διερευνούν την ιδέα της ‘κοινωνίας του κινδύνου’ που θεωρείται ότι είναι ένα χαρακτηριστικό γνώρισμα του πρόσφατου/ μετα μοντερνισμού. Η σημαντικά αξιέπαινη θέση του Jock Young για το έγκλημα και τον μεταμοντερνισμό καταγράφει τη μετατόπιση από μία συνολική, σταθερή, ομοιογενή κοινωνία σε μία εκλεκτική κοινωνία συνεχούς αλλαγής, πολλαπλών κοινωνικών διαιρέσεων και απολυταρχικών μορφών κοινωνικού ελέγχου. Ο Young φαίνεται συνεπαρμένος από το πώς οι πολίτες δεν έχουν καμία επιλογή παρά να προσπαθήσουν να διαχειριστούν και να διαπραγματευτούν ένα πλήθος κινδύνων απελευθερωμένων από τον πρόσφατο/ μετα μοντερνισμό. Όπως ο Giddens και ο Beck, υποστηρίζει ένα ισορροπημένο ανάγνωσμα για την κοινωνία του κινδύνου, ένα που επιβεβαιώνει και την εμφάνιση περισσότερων κινδύνων που σχετίζονται με ένα σημαντικό άλμα στα επίπεδα του εγκλήματος και της αναταραχής αλλά και αναγνωρίζει ότι υπάρχει μεγαλύτερη δημόσια επίγνωση και ευαισθησία όσον αφορά τους κινδύνους. Μια προοδευτική πολιτική για το έγκλημα μπορεί να χτιστεί γύρω από το γεγονός ότι ο λαός στις μεταμοντέρνες κοινωνίες έχει μεγαλύτερες προσδοκίες από ό,τι παλαιότερα και λιγότερη ανοχή στις μη αποδεκτές αντικοινωνικές συμπεριφορές και στάσεις.
   Οι Hollway και Jefferson εκβαθύνουν περισσότερο τη συζήτησή μας για τη φύση και τη σημασία της ‘κοινωνίας του κινδύνου’ διερευνώντας πώς ‘ο φόβος του εγκλήματος’ αντιμετωπίζεται και επεξηγείται. Υποστηρίζουν ότι μέχρι σήμερα κεντρικές αντιλήψεις όπως ‘ο φόβος’, ‘το έγκλημα’, ‘ο κίνδυνος’ και ‘η ανησυχία’ παραμένουν ανεπαρκώς ορισμένες στη διαθέσιμη βιβλιογραφία. Επιπρόσθετα, αναγνωρίζουν σοβαρούς περιορισμούς με την ταυτοποίηση του ορθολογικά υπολογιστικού ‘υποκειμένου’ που αντιλαμβάνεται και δίνει νόημα στους πολλούς κινδύνους που αποτελούν χαρακτηριστικό των μεταμοντέρνων κοινωνιών. Οι Hollway και Jefferson επιθυμούν να συνθέσουν μια πιο ψυχοκοινωνική αντίληψη και να αξιοποιήσουν την ψυχαναλυτική αντίληψη της ‘ανησυχίας’ για να παρουσιάσουν ένα υποκείμενο του οποίου η κύρια πηγή του νοήματός του και της πράξης του είναι το δυναμικό υποσυνείδητο παρά η διανοητική λογική. Αυτή η ψυχοκοινωνική εγκληματολογία απαιτεί μια κριτική επανεξέταση ερωτήσεων για το ‘φόβο’ και τον ‘κίνδυνο’.
   Το τελευταίο κείμενο από τον Ferrell δείχνει κατευθείαν στις πιθανότητες μιας ολοκληρωτικά εγκληματολογίας του πολιτισμού, κάτι για το οποίο γίνεται υπαινιγμός σε προηγούμενα κείμενα. Σχεδιασμένη στις πολιτισμικές μελέτες, στο μεταμοντερνισμός, στην κοινωνιολογία της αλληλεπίδρασης και την εθνογραφική παράδοση, η εγκληματολογία του πολιτισμού επικεντρώνεται σε θέματα της εικόνας, του νοήματος και της αναπαράστασης στην εναλλαγή μεταξύ εγκλήματος και ελέγχου αυτού. Στο διεπιστημονικό της πεδίο, η ευσυνείδητη προσπάθειά της να συνδεθεί με προχωρημένες εξελίξεις σε άλλα μέρη της ακαδημίας, η εστίαση στην υπερ-μεσολάβηση σε θέματα κατασκευής του εγκλήματος και του ελέγχου του και το επίκεντρο στο αντίκτυπο πολιτισμικών πληγμάτων στο έγκλημα, η εγκληματολογία του πολιτισμού προσφέρει ενδιαφέρουσα έρευνα και θεωρητικές πιθανότητες στους μαθητές του εγκλήματος.
      


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου