Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Τετάρτη 1 Οκτωβρίου 2014

Δουφεξή-Καπλάνη, Έλλη-Μαρία. Ερμηνεία και απόδοση της Criminological Perspectives, McLaughlin, Muncie και Hughes (2003). Πρώτο μέρος Εισαγωγή: Προσεγγίζοντας το έγκλημα και την ποινική δικαιοσύνη.



Δουφεξή-Καπλάνη, Έλλη-Μαρία. Ερμηνεία και απόδοση της συλλογής άρθρων Criminological Perspectives. Essential Readings (Eugene McLaughlin, John Muncie και Gordon Hughes (2η έκδοση, 2003, Sage publications).


Πρώτο μέρος
 
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Προσεγγίζοντας το έγκλημα και την ποινική δικαιοσύνη

   Ενώ η παραβίαση των ηθικών και νομικών κωδίκων ανέγειρε πάντα προβληματισμούς για τη διατήρηση της κοινωνικής τάξης, το «έγκλημα» και η «εγκληματολογία» δεν υπήρχαν πάντα. Η πρώτη ευρέως αναγνωρισμένη σχολή εγκληματολογίας, η κλασσική σχολή του 18ου αιώνα, ασχολήθηκε λιγότερο με την κατανόηση της φύσης «του εγκληματία» και περισσότερο με την ανάπτυξη λογικών και συστηματικών μέσων απονομής δικαιοσύνης. Στην ουσία, ο κλασικισμός ήταν, και παραμένει, μία επίκληση στην υπεροχή του νόμου, και όχι της θρησκείας, της δεισιδαιμονίας και της αυθαίρετης δικαιοσύνης. Το έγκλημα προσλαμβάνεται ως ένα προϊόν της ελεύθερης βούλησης· μίας σειράς πράξεων ελεύθερα επιλεγμένων μέσω του υπολογισμού του πόνου και της ευχαρίστησης που συμπεριλαμβάνονται. Ο έλεγχός του θεωρείται ότι βρίσκεται στα καλύτερα και πιο αποδοτικά, προσεκτικά υπολογισμένα μέσα τιμωρίας. Η καθιέρωση συγκεκριμένων αιτιών ή η προσπάθεια να κατανοηθεί το νόημά του είναι ελάχιστης ή και καθόλου σημασίας.
   Δεν ήταν παρά μόνο στις αρχές του 19ου αιώνα που το έγκλημα έγινε αντικείμενο επιστημονικής έρευνας, αυτό καθ’ αυτό. Σύμφωνα με σημαντικές εκτιμήσεις, η έννοια του ‘εγκλήματος’ ήρθε μόνο και μόνο για να αντικαταστήσει την έννοια της ‘αμαρτίας’ όταν ένας ανεπτυγμένος νομικός εξοπλισμός, σχεδιασμένος για να προστατεύει την ιδιοκτησία και τα ενδιαφέροντα του έθνους-κράτους, αναπτύχθηκε μέσα από τους κοινωνικούς, οικονομικούς και πολιτισμικούς μετασχηματισμούς της βιομηχανικής επανάστασης. Επειδή το ενδιαφέρον για το ‘πρόβλημα του εγκλήματος’ έγινε εντονότερο, αυτό έγινε το αντικείμενο συστηματικής παρατήρησης και μετρήσεων. Η ανάλυση της έκτασης και των αιτιών του έγινε πρώτα εφικτή με τη δημοσιοποίηση των εθνικών στατιστικών εγκληματικότητας στη Γαλλία τη δεκαετία του 1820. Τότε οι κανονικότητες στα περιστατικά του εγκλήματος εξηγήθηκαν με την αναφορά σε παράγοντες όπως η ηλικία, το φύλο, το κλίμα και η οικονομική κατάσταση. Εάν τα επίπεδα του εγκλήματος ήταν τακτικά και προβλέψιμα, εικαζόταν ότι οι αιτίες του φαινομένου θα έπρεπε να βρίσκονται έξω από τον έλεγχο του ατόμου. Δεν ήταν, λοιπόν, ένα απλό θέμα ατομικής επιλογής.
   Αυτός ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος μιας θετικιστικής εγκληματολογίας που με πρωτοπορία πρότεινε ότι το έγκλημα ήταν ένα μη λογικό και καθοριστικό προϊόν της αποκοινωνικοποίησης και θα μπορούσε να μελετηθεί, διαμέσου κλινικών και στατιστικών μεθόδων, περίπου με τον ίδιο τρόπο όπως οι επιστήμονες μελετούσαν τον φυσικό κόσμο. Τυπικά, οι θετικιστικές προσεγγίσεις του εγκλήματος – είτε βασίζονται στην ατομικότητα, είτε στην κοινωνία – επικεντρώνονται στην απομόνωση συγκεκριμένων αιτιών. Η ιταλική θετικιστική σχολή (scuola positiva) στα τέλη του 19ου αιώνα διατηρούσε την άποψη ότι η εγκληματικότητα έχει πολυπαραγοντικές επεξηγήσεις. Στην πρότερη μορφή  του, οι βιολογικές αιτίες είχαν προτεραιότητα. Υποστηριζόταν ότι ο εγκληματίας αποτελούσε ένα ‘πισωγύρισμα’ σε μια πιο πρωτόγονη μορφή ανθρωπίνου όντος και διακρινόταν με τη βοήθεια διαφόρων φυσιολογικών χαρακτηριστικών, όπως μεγάλο σαγόνι και αυτιά και ασυμμετρία προσώπου. Αυτό το συμπέρασμα βασίστηκε στην επιμελή μέτρηση κρανίων και σκελετών ‘γνωστών εγκληματιών’. Σαν αποτέλεσμα η προσπάθεια αυτή κηρύχθηκε ως η πρώτη επιστημονική μελέτη του εγκλήματος. Και μάλλον δεν αποτελεί σύμπτωση το γεγονός ότι είναι ευρέως διαδεδομένη η αντίληψη πως ο όρος «εγκληματολογία» προέρχεται από αυτή την εποχή.
   Το αντίκτυπο του θετικισμού στις επακόλουθες εξελίξεις στο χώρο της εγκληματολογίας δεν μπορεί να υπερεκτιμηθεί. Ερευνώντας τις αιτίες της εγκληματικής συμπεριφοράς όπως αυτή αντιτίθεται σε άλλες ανθρώπινες συμπεριφορές, η θετική εγκληματολογία θεωρεί ότι μια τέτοια αντίδραση έχει τη δική της ιδιάζουσα σειρά χαρακτηριστικών. Ο στόχος είναι να αναδειχθούν διαφορές-κλειδιά ανάμεσα σε εγκληματίες και μη εγκληματίες. Μερικοί θεωρητικοί επικεντρώνονται σε βιολογικούς και ψυχολογικούς παράγοντες, προσπαθούν να ξεχωρίσουν συγκεκριμένα γενετικά αίτια ή αίτια προσωπικότητας και έτσι να τοποθετήσουν τις πηγές του εγκλήματος κυρίως στην ατομικότητα. Άλλοι ισχυρίζονται ότι η βαθύτερη γνώση μπορεί να αποκτηθεί με τη μελέτη του κοινωνικού περιεχομένου εξωτερικά των ατόμων και επιμένουν ότι το έγκλημα μπορεί να εξηγηθεί καλύτερα με την αναφορά σε παράγοντες όπως τα επίπεδα της οικονομικής κατανάλωσης, η ύπαρξη του φαινομένου της κοινωνικής αποδιοργάνωσης και οι τύποι της αστικής δομής. Οι απαρχές όλων αυτών των κοινωνικών προσεγγίσεων μπορούν να εντοπισθούν στην επιμονή ότι κοινωνικά φαινόμενα, όπως το έγκλημα και ο νόμος, έχουν μία δική τους αντικειμενική υπόσταση και υφίστανται ανεξάρτητα από τα άτομα που τα βιώνουν.
   Οι θετικιστικές εγκληματολογίες – είτε δίνουν έμφαση στο άτομο, είτε στην κοινωνία – παραμένουν ισχυρές καθώς παρατείνουν το νεωτεριστικό ενδιαφέρον για το έγκλημα αναφερόμενες σε κάποια μετρήσιμα και αντικειμενικά κριτήρια. Έχουν ακόμη την ελπίδα ότι επειδή οι άνθρωποι ωθούνται στο έγκλημα μέσα από μια σειρά καθοριστικών παραγόντων θα είναι πάντα πιθανή η θεραπεία ή η ουδετεροποίηση των υποκρυπτόμενων αιτιών. Τέτοιες θεραπείες μπορεί να κυμαίνονται από την ατομική επανένταξη μέχρι τον κοινωνικοοικονομικό μετασχηματισμό και την αλλαγή της πολιτικής τακτικής.
   Ο θετικισμός, όμως, είχε πάντα μια περίεργη στάση απέναντι στη βασική αρχή του κλασικισμού, ότι δηλαδή κάθε άνθρωπος είναι, και θα έπρεπε να καθίσταται, υπεύθυνος των πράξεών του. Η εξέλιξη της εγκληματολογίας ως κυβερνητικής πρακτικής, για παράδειγμα, σήμαινε ότι η υποστήριξη των μεθόδων θεραπείας από την πλευρά του θετικισμού αμφισβητούνταν πάντα από την κυρίαρχη άποψη για την ελεύθερη βούληση και την ορθολογικότητα του κλασικισμού.
   Σχεδόν από το ξεκίνημά του, ο επιστημονικός θετικισμός βρέθηκε και στο κέντρο επιθέσεων ακροδεξιών λόγω της αποτυχίας του να λάβει μια πιο κριτική στάση απέναντι στη φύση της κοινωνικής τάξης στην οποία τοποθετούνται το έγκλημα και η εγκληματικότητα. Προειδοποίησαν ότι το έγκλημα δεν μπορεί να αναλυθεί έξω από τις κοινωνικές και οικονομικές συγκυρίες στα πλαίσια των οποίων λαμβάνει χώρα. Οι προτάσεις ότι ο νόμος είναι ένα εργαλείο για την καταπίεση του κράτους και ότι το έγκλημα αποτελεί προϊόν των σχέσεων εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης έθεσαν σε δοκιμασία τις κύριες υποθέσεις των θετικιστών, ότι δηλαδή το έγκλημα είναι κάτι το αφύσικο και πράττεται μόνο από τους αναγνωρίσιμους, παθολογικούς ‘άλλους’. Καλύτερα, μια τέτοια ανάλυση (με διαφορετική ιδεολογική και πολιτική έμφαση) πίστευε ότι το έγκλημα ήταν καθολικό και πανταχού παρόν – ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό οποιασδήποτε κοινωνικής τάξης βασισμένης στην ανισότητα και τον κοινωνικό διχασμό.
   Παρά τις πρακτικές, θεωρητικές και πολιτικές αμφιβολίες, δεν ήταν παρά μόνο στα μέσα του 20ου αιώνα που η συμβατική σοφία του θετικισμού έγινε αντικείμενο συνεχούς πνευματικής δοκιμασίας. Παρ’όλο που ο θετικισμός τείνει να αρνείται ότι η εγκληματικότητα εμπεριέχει οποιοδήποτε στοιχείο επιλογής, δημιουργικότητας ή νοήματος, η κοινωνική αλληλεπίδραση ασχολείται περισσότερο με την παροχή αυθεντικότητας σε αποκλίνουσες πράξεις καταγράφοντας τα κίνητρα και τις έννοιες των ίδιων των παρεκκλινόντων ατόμων. Η διαντίδραση παρήγαγε ένα επιστημολογικό ρήγμα μετατοπίζοντας ριζικά το αντικείμενο της εγκληματολογικής έρευνας μακριά από τις προσπάθειες να απομονωθούν οι υποτιθέμενοι παράγοντες που ωθούν μια παθολογική μάζα να εναντιωθεί στου κανόνες μιας υποτιθέμενης κοινωνικής συναίνεσης, σε μία ανάλυση που παρέμενε σε μία διαμάχη ή στην πλουραλιστική αντίληψη της κοινωνίας σύμφωνα με την οποία η παρέκκλιση ήταν παντοτινή και το ‘έγκλημα’ ήταν διαμορφωμένο μέσα από προκατειλημμένες και ολέθριες πρακτικές της κοινωνικής αντίδρασης και του κοινωνικού ελέγχου. Τα ρητά της θεωρίας της κοινωνικής διαντίδρασης ότι ‘δεν μπορεί να υπάρξει έγκλημα χωρίς νόμο’ και ότι ‘ο κοινωνικός έλεγχος οδηγεί στην παρέκκλιση’ έφεραν αποτελεσματικά με το μέρος τους τις μακροχρόνιες πεποιθήσεις του θετικισμού. Μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1970 αυτό το επικριτικό πλαίσιο ιδεών τοποθέτησε εύστοχα έναν αριθμό αντίθετων απόψεων στην εγκληματολογική ατζέντα. Η εγκληματολογία τέθηκε υπό δοκιμασία από μια αναλυτικότερη κοινωνιολογία του εγκλήματος και της παρέκκλισης. Εδώ ερωτήσεις που αφορούν τον κοινωνικό έλεγχο, κι όχι τις αιτίες του εγκλήματος, αποτελούν το κεντρικό θέμα του ενδιαφέροντος. Μία αποφασιστικότητα να ‘εκτιμήσουμε’ (και κάποιοι θα έλεγαν να ‘γιορτάσουμε’) την παρέκκλιση στα πλαίσια του υποκειμενικού της νοήματος για συγκεκριμένους δράστες  προηγείται των επιστημονικών ισχυρισμών ότι η εγκληματική συμπεριφορά καθορίζεται από ένα μίγμα παραγόντων που αποτελείται από έμφυτες, γενετικές ή ψυχολογικές αδυναμίες (κακώς γεννημένοι) ή περιπτώσεις αναποτελεσματικής ανατροφής παιδιών, παθολογία της οικογένειας και κοινωνική αποδιοργάνωση (κακώς γενόμενοι). Εστιάζοντας σε διαδικασίες εγκληματοποίησης και διαμόρφωσης του νόμου, παρά στο έγκλημα και την εγκληματική συμπεριφορά, αναπτύχθηκαν νέες περιοχές έρευνας και εμπάθειες, στις οποίες κεντρικό ρόλο διαδραματίζουν συμπεριφοριστικά και όχι καθοριστικά θέματα.
   Είναι, λοιπόν, σ’ αυτό το πλαίσιο που μπορούμε να αιτιολογήσουμε την εμφάνιση της Νέας Εγκληματολογίας τη δεκαετία του 1970. Παρά τον τίτλο της, η πρωτοτυπία της έγκειται όχι τόσο στην καινοτομία, αλλά στην προσπάθεια να συνθέσει διαφορετικές παραδόσεις. Το ενδιαφέρον να σεβαστεί την αυθεντικότητα των ποικίλων και μοναδικών κόσμων της καθημερινής ζωής συνέχισε μία παράδοση καθιερωμένη από τη Σχολή του Σικάγο τη δεκαετία 1930 και τους οπαδούς της κοινωνικής διαντίδρασης· παρ’ όλα αυτά, οι διαστάσεις της δύναμης και του κοινωνικού ελέγχου θεωρούνταν κατάλληλες από τη θεωρία της κοινωνικής διαντίδρασης. Όμως, η Νέα Εγκληματολογία προσπάθησε να θέσει τα θεμέλια αυτής της αντιθετικιστικής ριζοσπαστικοποίησης φέρνοντας τον κόσμο των προσωπικών εννοιών και της κοινωνικής αντίδρασης πίσω στην άσκηση κριτικής στην ιστορία και τη δομή της κοινωνίας. Αυτό επιτεύχθηκε μέσω της τοποθέτησης ορισμών για το έγκλημα και τους τρόπους ελέγχου στο ακριβές πλαίσιο των κοινωνικών σχέσεων και της τακτοποίησης των ιδρυμάτων που πήγαζαν από ιδιόρρυθμες λειτουργίες της οικονομικής παραγωγής. Προφανώς αυτό που υποστήριζε αυτή η εργασία ήταν ότι το κύριο υποκείμενο της νέας εγκληματολογίας δεν ήταν το έγκλημα και η παρέκκλιση σαν συμπεριφορές, αλλά μια κριτική κατανόηση της κοινωνικής τάξης και της δύναμης να εγκληματοποιεί και να ελέγχει. Όταν η εργασία της εγκληματολογίας οριστικοποιήθηκε ως αυτό που θα διαμορφώνει μια κοινωνία ‘μέσα στην οποία τα γεγονότα της ανθρώπινης ποικιλομορφίας δεν υπόκεινται στη δύναμη να εγκληματοποιούν’, ήταν ξεκάθαρο ότι στόχος ήταν να μετατραπεί η εγκληματολογία από μία επιστήμη του κοινωνικού ελέγχου σε έναν εντελώς πολιτισμένο αγώνα για κοινωνική δικαιοσύνη. Μέρος αυτού στηρίζεται και στην αναθεωρημένη εκδοχή των θέσεων του Μαρξισμού. Ακλουθώντας την υπόθεση ότι οι νόμοι διαιωνίζουν μία συγκεκριμένη μορφή οικονομικής παραγωγικότητας, υποστηρίζεται ότι ο αστικός νόμος όχι μόνο λειτουργεί για να διατηρήσει τις ήδη υπάρχουσες μορφές περιουσιακής ιδιοκτησίας, αλλά και τιμωρεί τις παραβιάσεις της ιδιοκτησίας των φτωχών παρ’ όλο που διατηρεί σταθερές τις συνθήκες για την εκμετάλλευση των κόπων τους. Το ουσιαστικό θέμα της εγκληματολογίας έχει, ως αποτέλεσμα, διευρυνθεί σημαντικά σε σχέση με το προηγούμενο στενό επίκεντρό του, προσπαθώντας να ανακαλύψει γιατί αυτοί που είναι χαμηλά τοποθετημένοι στην κοινωνική πυραμίδα εμφανίζονταν να εκθέτουν τα μεγαλύτερα ποσοστά εγκληματικότητας. Η διερεύνηση των τακτικών και των εγκλημάτων των ισχυρών καθώς και των παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων από το κράτος, για παράδειγμα, έχουν διαμορφωθεί σε έννομες μορφές έρευνας. Παρόμοια, λέγεται ότι μπορούν να ανακαλυφθούν περισσότερα για το έγκλημα εξετάζοντας πώς συγκεκριμένα άτομα και κοινότητες υπόκεινται σε διαδικασίες εγκληματοποίησης, παρά προσπαθώντας να αναγνωρίσουν συγκεκριμένες αιτίες.
   Με αυτόν τον τρόπο η εγκληματολογία έγινε, επίσης, πιο κριτική ως προς τη λειτουργία των δικανικών οργανισμών, και συνιστά ότι ο νόμος και η εφαρμογή του αποτελούν τα κύρια εργαλεία με τα οποία ‘η φυλή’, η τάξη και η δύναμη των φύλων μπορούν να ασκηθούν ‘νόμιμα’. Η επιστημονική αντικειμενικότητα και η πολιτική ουδετερότητα της προηγούμενης εγκληματολογίας αμφισβητούνται· τίθεται ακόμη η πολύπλοκη ερώτηση όσον αφορά τη σχέση μεταξύ γνώσης και δύναμης. Υπό αμφισβήτηση βρίσκεται και η εμπιστοσύνη στις επίσημες στατιστικές ως ‘αληθινούς’ δείκτες για το που διαπράττεται το έγκλημα μέσα στην κοινωνία και για τον βαθμό κατά τον οποίο διαπράττεται. Μία κριτική προσέγγιση θεωρεί ότι όχι μόνο διαπράττεται ένας μεγαλύτερος αριθμός ‘εγκλημάτων’ από αυτόν που συνιστούν οι επίσημες στατιστικές, αλλά και ότι η εγκληματικότητα μπορεί να βρεθεί σε όλα τα σημεία της κοινωνικής δομής. Τα κύρια ερωτήματα κατευθύνονται όχι τόσο στην εγκληματική πράξη μεμονωμένα αλλά στη δυναμική των κοινωνικών ιδρυμάτων που κατασκευάζουν το έγκλημα και την ικανότητά τους να μεταφέρουν τέτοιες κοινωνικές κατασκευές στο κοινό. Η μελέτη του εγκλήματος καθιστά αναγκαία μια ευρύτερη έρευνα των οργανισμών, των διαδικασιών και της δομής του κοινωνικού ελέγχου.
   Όμως αυτές οι θεωρητικές εξελίξεις, προερχόμενες από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, έλαβαν χώρα ενάντια στο πολικό παρασκήνιο μιας ανάκαμψης του κοινού νόμου, των πολιτικών διαταγών και του απολυταρχισμού. Στο Ηνωμένο Βασίλειο και τα Ηνωμένα Έθνη η ρητορική αναβίωσης της ακροδεξιάς επανέφερε ένα νεοκλασικιστικό όραμα της εγκληματικότητας ως εθελοντικής – μιας σειράς πράξεων εκούσια επιλεγμένων υπολογίζοντας τα άτομα που χωλαίνουν σε αυτοέλεγχο και με τη δυνατότητα μιας δημόσιας μόλυνσης και ηθικής αθλιότητας. Νέοι ‘πραγματιστές’ θεωρητικοί της Δεξιάς αποδεσμεύτηκαν από τις υπάρχουσες εγκληματολογικές ατζέντες – είτε ήταν θετικιστικές είτε κριτικές – ισχυριζόμενοι ότι το έγκλημα πηγάζει από τον λογικό υπολογισμό των ατόμων που αποτρέπονται ανεπαρκώς από τις πράξεις αυτές, από ένα δικαιϊκό σύστημα που είχε κριθεί ως χαοτικό και αναποτελεσματικό ή ελλιπές στην ‘δίκαιη πρακτική’. Και τα δύο μας υπενθυμίζουν την ικανότητα και την αντοχή των συνθέσεων του κλασικισμού και του νεοκλασικισμού για το ‘πρόβλημα του εγκλήματος’. Το κύριο ενδιαφέρον βρίσκεται στην ανάπτυξη αποτελεσματικών μέσων ελέγχου παρά στις ερωτήσεις της αιτιότητας. Κόντρα σε ένα υπόβαθρο πολυετούς ανάπτυξης επίσημων στατιστικών του εγκλήματος και της εικασίας της αύξησης ενός εύλογου δημόσιου φόβου, η επέκταση των αστυνομικών δυνάμεων, η διάβρωση των ατομικών ελευθεριών και η διόγκωση της φυλάκισης σε πρωτοφανή επίπεδα είχαν δικαιολογηθεί. Η δημόσια/πολιτική αντιπαράθεση ήρθε να κυριαρχηθεί από εικόνες βίαιου εγκλήματος, ανομίας, αταξίας και φθίνουσας ηθικής. Στις αρχές του 21ου αιώνα φαίνεται ότι ο απολυταρχισμός, ο νόμος και οι ταξικές τακτικές έχουν την πολιτική ικανότητα να υπονομεύσουν τις πραγματείες της ευημερίας και της επανένταξης. Όμως, αμβλύνθηκε και η συζήτηση για την ‘σκέψη για το έγκλημα’ λόγω μίας εμφανούς αποτυχίας να αποτραπεί η όξυνση των τιμών του εγκλήματος. Μέσα στο αναπτυσσόμενο δόγμα του ‘ό,τι λειτουργεί’ σε όλες τις δημόσιες υπηρεσίες, φαίνεται να είναι παραδεκτό ότι αυτά που μπορούμε να ελπίζουμε με ρεαλισμό είναι να εφαρμόσουμε περισσότερα πραγματικά μέσα διαχείρισης του εγκλήματος μέσα από περιστασιακές ευκαιρίες για προληπτικά μέτρα και την ανάπτυξη ακόμα πιο οικονομικών και αποτελεσματικών μεθόδων χειρισμού της δικαιοσύνης.
   Ο νέος δεξιός αποικισμός σχεδόν ολόκληρου του πεδίου του νόμου και της πολιτικής τάξης στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ανάγκασε τμήματα της αριστεράς να ξανασκεφτούν τη θέση τους και να προσεγγίσουν την κυρίαρχη τάση σε μια πρακτική προσπάθεια να εναντιωθούν σε κάποιες από τις συντηρητικές πρακτικές. Οι αυτοαποκαλούμενοι αριστεροί ρεαλιστές αποσυνδέθηκαν σταδιακά από τις ‘νέες’ και ‘κριτικές’ εγκληματολογίες σε μία προσπάθεια να βρουν μία νέα εγκληματολογία που να αρμόζει στις νέες εποχές. Ο αριστερός ρεαλισμός εισήγαγε το πρόγραμμά του μέσα από παθογόνες επιθέσεις κατευθυνόμενες τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά. Τοποθετώντας στους προηγούμενους συναγωνιστές του την ετικέτα του ιδεαλιστή, υποστηρίζει ότι παραδοσιακά η Αριστερά είτε εξιδανίκευσε είτε υποτίμησε τη φύση και το αντίκτυπο του εγκλήματος και γενικά ότι ‘μιλάει από μόνο της’ με την έλλειψη της δέσμευσης στα καθημερινά προβλήματα του ελέγχου του εγκλήματος και της κοινωνικής πολιτικής. Με την εμπειρική υποστήριξη μιας σειράς ερευνών θυματοποίησης, ο αριστερός ρεαλισμός είναι ικανός να επιβεβαιώσει ότι ο φόβος του εγκλήματος όντως αυξάνεται και, συγκεκριμένα, ότι τα εγκλήματα του δρόμου και αυτά κατά της ιδιοκτησίας αποτελούν αληθινά θέματα τα οποία πρέπει να αντιμετωπισθούν, παρά να απορριφθούν ως κοινωνικές κατασκευές. Με λίγα λόγια ο δεξιός ρεαλισμός συμφωνεί στο ότι ο φόβος των ανθρώπων για το έγκλημα είναι λογικός και αποτελεί μία αντανάκλαση της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στην πόλη. Παρ’ όλα αυτά, διαφέρει από τη Δεξιά ως προς την επιμονή της ότι τα αίτια του εγκλήματος χρειάζεται να καθιερωθούν και να ορισθούν για ακόμα μία φορά· και ένα πρόγραμμα κοινωνικής δικαιοσύνης και ευημερίας να ξεκινήσει να αντιμετωπίζει τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, υπό την κατηγορία της ‘συνολικής εθνικότητας’. 
   Προφανώς αυτό σηματοδοτεί ένα ευδιάκριτο ρήγμα στην κριτική ατζέντα της Νέας Εγκληματολογίας. Επικαλείται πολλά θέματα (όπως την αιτιότητα του εγκλήματος) που έχουν τη βάση τους στην θετικιστική εγκληματολογία, με τα εγκλήματα του δρόμου, παραδείγματος χάριν, να απεικονίζονται ως προκαλούμενα από τη στέρηση των συγγενών. Σε αυτήν την εκτίμηση φαίνεται να αντανακλάται και όντως να καθρεφτίζεται η Νέα Δεξιά και οι καθοδηγούμενοι από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης ορισμοί του τι αποτελεί σοβαρό έγκλημα και εν συνεχεία τι ελαχιστοποιεί το συλλογικό έγκλημα και τα εγκλήματα του κράτους. Αναλύσεις των σχέσεων μεταξύ του κοινού, των οργανισμών δικαιοσύνης, των δραστών και των θυμάτων περιορίζονται στο έγκλημα του δρόμου και αποτυγχάνουν να συλλάβουν, για παράδειγμα, τη βλάβη που προξενείται από τον τραυματισμό στον εργασιακό χώρο, τις ασθένειες σχετιζόμενες με την εργασία καθώς και τη μόλυνση του περιβάλλοντος. Η απόρριψη του ιδεαλιστικού της κριτικής εγκληματολογίας από τον αριστερό ρεαλισμό αγνοεί τον παρεμβατικό ρόλο που διαδραμάτισαν οι κριτικοί εγκληματολόγοι από το 1970 στην ανάπτυξη μιας υποστηρικτικής πολιτικής για περιθωριοποιημένες ομάδες όπως η νεολαία των μαύρων, οι κρατούμενοι, οι γύφτοι και οι γυναίκες, καθώς και στην καθιέρωση ανεξάρτητων ερευνών για τις διαστάσεις του απολυταρχικού κράτους και την παρακολούθηση των πρακτικών της αστυνομίας.
   Αντίστοιχα, η κριτική εγκληματολογία δεν έχει αγνοήσει την αναγκαιότητα να αναπτυχθούν νέα θεωρητικά πλαίσια ώστε να προαχθεί η κατανόηση των διαδικασιών εγκληματοποίησης. Πιστεύει ότι η μετα-Μαρξιστική κληρονομιά χρειάζεται όχι να εγκαταλειφθεί πλήρως αλλά μπορεί να αναθεωρηθεί και να αναπτυχθεί· να παραδοθεί όχι μια σφραγισμένη δοξασία, αλλά ένα νέο σύνολο μεταβατικών υποθέσεων ή σκελετών εννοιολογικών πηγών/καταθέσεων. Για παράδειγμα, έχει γίνει κοινή υπόθεση να βρει κανείς ένα πιο περίπλοκο σύνολο αναλύσεων που απομακρύνονται από την περιορισμένη αλυσίδα εγκληματολογικών αναφορών – κράτος, νόμος, έγκλημα, εγκληματίες – προς την εξέταση άλλων περιοχών κοινωνικής κανονικότητας. Αναγνωρίζοντας και δουλεύοντας μέσα στην ιδέα του Φουκώ για την ‘διακυβέρνηση’ έχει καταστεί δυνατό να μελετήσουμε πώς τα δίκτυα της δύναμης και της αντοχής είναι διάχυτα και κυβερνούνται από τη δική τους εσωτερική λογική και γνώση παρά από τις σαφείς προθέσεις συγκεκριμένων τάξεων ή καταπιεστικών κρατών. Αυτή η στροφή στην κατεύθυνση έχει δώσει εργασία σε μία ποικιλία ήμι-αυτόνομων τομέων, όπως η ανεπίσημη δικαιοσύνη, οι τοπικές κοινότητες, οι ιδιωτικοποιημένοι οργανισμοί και οι οικογένειες στις οποίες είναι παρούσες αντιλήψεις αστυνόμευσης και ελέγχου, αλλά των οποίων η σχέση με το κράτος δεν είναι σε καμία περίπτωση άμεση και ξεκάθαρη. Είναι και σε αυτές τις περιοχές που το ενδιαφέρον για την πιθανότητα των παραμελημένων διαδικασιών ανεπίσημων δικτύων τάξης και ελέγχου έχει αποδυναμωθεί, αν και μερικές φορές από διαφορετικά θεωρητικά σημεία έναρξης.
   Σε αυτό το πλαίσιο τα προβλήματα του ιδεαλισμού έναντι αυτών του ρεαλισμού γίνονται κάτι σαν πλάνη. Είναι σίγουρα τόσο ‘αληθινό’ να αναμοχλεύουμε τις πολυπλοκότητες των διαδικασιών εγκληματοποίησης, αντίστασης και ελέγχου, όσο και το να είμαστε δεμένοι στις αντιλήψεις του λαού και τις έρευνες θυματοποίησης. Ενώ η κυρίαρχη ιδέα της εγκληματολογίας εμφανίζεται όλο και περισσότερο απλά να εμπλέκεται σε μία τεχνοκρατική άσκηση του ‘ό,τι λειτουργεί’, ώστε να αξιολογήσει την αποτελεσματικότητα των διαδικασιών και των πρακτικών της δικαιοσύνης, το κριτικό υπόδειγμα συνεχίζει να εκθέτει τις προκατειλημμένες δυνάμεις και τα αποτελέσματα και να διατηρεί ένα κενό στο οποίο εναλλακτικά οράματα κοινωνικής δικαιοσύνης μπορούν να διαμορφωθούν. Τέτοια οράματα παραμένουν σημαντικά, αφού μας επιτρέπουν να επανεξετάσουμε τις κοινωνικές συνθήκες στο βαθμό που αυτές δε θα είναι απλά ανεκτές (όπως στον αριστερό ρεαλισμό ή στο σοσιαλ-δημοκρατικό ρεφορμισμό) αλλά θα μετατραπούν σε ένα όχημα για χειραφέτηση.
   Μία κύρια αποτυχία όλων των εγκληματολόγων μέχρι τη δεκαετία του 1970 ήταν να αναγνωρίσουν την ‘ύπαρξη της απουσίας’ στη μορφή της κριτικής ανάλυσης των σχέσεων των φύλων καθώς και αυτής της γυναίκας και του εγκλήματος. Η ανάπτυξη των φεμινιστικών εισβολών στον ανδρικό προμαχώνα της εγκληματολογίας έλαβε αρχικά τη μορφή μιας εκτενούς κριτικής του επιστημονικού κλάδου πρώτον ως προς την αμέλεια ακόμα και να εξετασθεί η γυναικεία συμμετοχή στο έγκλημα και τη δικαιοσύνη, και κατά δεύτερον ως προς τη διαστρέβλωση των γυναικείων εμπειριών ως ουσιαστικά καθοδηγούμενων από βιολογικά χαρακτηριστικά. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 μία ανθισμένη λογοτεχνία αποκάλυψε ότι τα εγκλήματα των γυναικών τελούνται υπό διαφορετικές συνθήκες από εκείνα των ανδρών και ότι η απάντηση στην παραβατικότητα των γυναικών έγκειται στις σεξιστικές υποθέσεις για τη θηλυκότητα, που έχουν απλά προστεθεί στη γυναικεία καταπίεση. Αυτός ο κορμός γνώσης κατάφερε πλέον επιτυχώς να αναδείξει πως η εγκληματολογία παραδοσιακά καθοδηγούνταν από ανδρικές υποθέσεις και ενδιαφέροντα, πως οι γυναίκες εγκληματίες αντιμετωπίζονται ως διπλά αποκλίνουσες και πως οι πεποιθήσεις για τους κατάλληλους ρόλους των φύλων σημαίνουν ότι οι γυναίκες κρίνονται λιγότερο για τη φύση των παραβάσεών τους και περισσότερο για τον ‘αποκλίνοντα’ τρόπο ζωής τους. Σαν αποτέλεσμα, κάποιες φεμινίστριες προσέφεραν περισσότερα στις κοινωνιολογίες των φύλων, σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη προϋπάρχουσα εγκληματολογική γνώση, θέλοντας να  εξερευνήσουν το ουσιαστικό τους ενδιαφέρον, με ένα σημαντικό μήνυμα για την εγκληματολογία των ανδρών ότι δηλαδή το αντικείμενο της έρευνάς τους είναι ουσιαστικά ‘αρσενικό’ και ότι πολλά μπορούν να γίνουν γνωστά για τις διαδικασίες του ελέγχου και της εγκληματοποίησης εστιάζοντας στις δομές και τις διαδικασίες που διαμορφώνουν τη συμμόρφωση και την κοινωνική τάξη, ως ένα μοναδικό ενδιαφέρον μαζί με αυτούς που παράγουν την παρέκκλιση και το έγκλημα. Άλλοι προχώρησαν παρακάτω αμφισβητώντας το αν η εστίαση στις γυναίκες παραβάτες είναι ένα πρέπον ενδιαφέρον για τον φεμινισμό και αν όντως μια φεμινιστική εγκληματολογία είναι θεωρητικά εφικτή ή ακόμη πολιτικά ποθητή. Τελευταία αυτή η σχέση μεταξύ φεμινισμού και εγκληματολογίας έχει προβληματιστεί κι άλλο από έναν οπαδό της αποδόμησης της μεταμοντέρνας στροφής που ισχυρίζεται ότι οι δείκτες ‘των γυναικών’, ‘του εγκλήματος’ και ‘της εγκληματολογίας’ παγιδεύουν κάθε έρευνα σε ουσιαστικιστικές κατηγορίες που εμποδίζουν την παραγωγή νέας γνώσης. Ίσως δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η αποδόμηση της εγκληματολογίας συγκέντρωσε την περισσότερη δύναμή σε κάποιες φεμινιστικές προοπτικές, μιας και πρώτα αυτές τέθηκαν σε επιφυλακή ως προς την ανάγκη της εγκληματολογίας να αποδομηθεί για να απελευθερωθεί από τον ουσιαστικισμό των φύλων.
   Η τάση των κοινωνικών επιστημών να αποδομούν και να αμφισβητούν την ίδια την εσωτερική τους λογική εμποτίζει σιγά-σιγά και τον κλάδο της εγκληματολογίας. Όπως έχουν προειδοποιήσει κάποιες φεμινιστικές κριτικές, ο κλάδος θα παραμείνει για πάντα αυτό-αιτιολογούμενος εκτός και αν προετοιμαστεί να υιοθετήσει μια πιο κριτική στάση απέναντι στις κύριες αναφορές στο ‘έγκλημα’ και την ‘παρέκκλιση’. Η διαδικασία της αποδόμησης έχει, επίσης, τις ρίζες της στη δουλειά του Φουκώ και στην τοποθέτησή του για την πραγματεία της εγκληματολογίας στο συνδυασμό της γνώσης και της δύναμης που εξελίχθηκαν με το μοντέρνο κράτος και την ανάδειξη των κοινωνικών επιστημών. Η παραδοχή του Φουκώ ότι η πολλαπλότητα των σχέσεων εξουσίας και των ποικίλων ρυθμίσεων κατά τις οποίες ενεργοποιούνται, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, αμφισβητούσε την ικανότητα κάθε καθολικής θεωρίας (όπως για παράδειγμα του Μαρξισμού) να απαντήσει όλες τις ερωτήσεις. Αυτή η απογοήτευση με τους εκ των προτέρων ισχυρισμούς της ‘αλήθειας’, όπως παρουσιάστηκε σε απλή μορφή με τον τρόπο που η εγκληματολογία σημείωσε πρόοδο μέσα από παραδειγματική δομή και αμφισβήτηση, στηρίζεται στη μεταμοντερνική επιμονή ότι θα έπρεπε να αποκοπούμε από τις λογικές και υπολογισμένες συνολικά (μοντερνιστικές) πνευματικές κινήσεις του παρελθόντος. Ενώ ο μοντερνισμός (του οποίου η εγκληματολογία αποτελεί μόνο ένα στοιχείο) προσπαθεί να επικυρώσει τη γνώση ώστε η κοινωνία να μπορεί να γίνει ταξικά ολοκληρωμένη, ο μεταμοντερνισμός βλέπει τον κόσμο ως υπερπλήρη με έναν απεριόριστο αριθμό ταξικών μοντέλων, καθένα από τα οποία παράγεται από σχετικά αυτόνομα και τοπικά σύνολα πρακτικών. Ο μοντερνισμός μοχθεί για την καθολικότητα, ο μεταμοντερνισμός δέχεται τη σχετικότητα ως ένα καθοριστικό χαρακτηριστικό του κόσμου. Στην ουσία, ο μεταμοντερνισμός δοκιμάζει τη λογική των ‘αναφορικών οριστικοτήτων’ ως τη βάση της δυτικής κοινωνίας. Καλύτερα πιέζει την πολυπολιτισμικότητα και την ιδιαιτερότητα της κοινωνικής ζωής και ανάλογα επιβεβαιώνει ότι κανένα θεωρητικό παράδειγμα δεν είναι ικανό να έχει λογική στον κοινωνικό κόσμο.
   Αυτή η μετα-εγκληματολογική ευαισθησία υπονοεί μια εγκατάλειψη της έννοιας του εγκλήματος και την αντικατάστασή της από μια νέα γλώσσα που αναδεικνύει αντικείμενα κριτικής και κώδικες συμπεριφοράς. Καθ’ ορισμό αυτό θα σήμαινε ότι η εγκληματολογία θα έχανε το δικό της λόγο ύπαρξης. Η ακριβής μορφή που θα έπαιρνε μια τέτοια εργασία παραμένει ασαφής, αλλά η πρόκληση του μεταμοντερνισμού είναι μία που μας προτρέπει συνεχώς να απευθύνουμε τους περιορισμούς της παραδεδεγμένης γνώσης, ώστε να αποφύγουμε το δογματισμό και να αναγνωρίσουμε την ύπαρξη μιας μεγάλης ποικιλίας υποκειμενικοτήτων. 
   Όπως ήταν αναμενόμενο, αυτή η απόρριψη της ολοκληρωτικής θεωρίας και των ‘αντικειμενικών’ κριτηρίων για την καθιέρωση της αλήθειας και του νοήματος, μπορεί να ιδωθεί ως πνευματικά απελευθερωτική ή σαν εγγενώς εκμηδενιστική και συντηρητική. Εν παραδείγματι, τώρα πια είναι πασιφανές το ότι η ολοκληρωτική απόρριψη των καθιερωμένων αντιλήψεων μπορεί να δώσει περαιτέρω εξηγήσεις για τις σχέσεις μεταξύ της εγκληματικότητας, της φτώχειας, της ανισότητας, του ρατσισμού, της σεξιστικής βίας και των καταπιεστικών κρατικών πρακτικών. Η αποτυχία να αντικαταστήσουμε τα πιστεύω που ήδη υπάρχουν με εναλλακτικά οράματα μπορεί μόνο να μας αφήσει με μια σειρά εξαρθρωμένων και διχασμένων θέσεων. Ενώ είμαστε μάλλον ικανοί να κατανοήσουμε τη μεταμοντερνική αντίρρηση της αποίκησης του πνευματικού κόσμου από έναν μοναδικό ολοκληρωτικό μετα-αφηγηματισμό, είναι δυνατόν αυτό να σημαίνει ότι μπορούμε και να μοιραστούμε την ευφάνταστη αγορά παρεχόμενη από κριτικά και ουτοπικά οράματα;
   Όπως αναφέραμε προηγουμένως, ορισμένες αρχές καθοδήγησαν την επιλογή μας όσον αφορά τα άρθρα αυτού του βιβλίου. Η πρώτη είναι ότι μέσα στον επιστημονικό χώρο κατασκευασμένο από και για την εγκληματολογία ο πνευματικός και ο πολιτικός είναι αόρατοι. Προφανέστατα, από τις απαρχές του, λόγω μιας ποικιλίας αιτιών, οι εγκληματολόγοι πάσχιζαν, παρά τους ισχυρισμούς για ουδετερότητα και αντικειμενικότητα, να καταστήσουν τους εαυτούς και τη γνώση τους απαραίτητα στοιχεία για τα κυβερνητικά ενδιαφέροντα. Η δεύτερη είναι ότι οι εγκληματολογικές αντιλήψεις δε διαμορφώνονται σε ένα κενό αλλά αποκτούν νόημα μόνο σε συγκριμένα κοινωνικοπολιτισμικά πλαίσια. Παρ’ όλο που οι βασικές αντιλήψεις, μέθοδοι και ενδιαφέροντα έχουν μείνει περισσότερο ή λιγότερο τα ίδια, ο κλάδος έχει, παρά τον εαυτό του, βιώσει σε στιγμές-κλειδιά έναν αριθμό σημαντικών μετασχηματισμών εφόσον ο κοινωνικός κόσμος που ισχυρίζεται ότι αναπαριστά έχει αλλάξει. Αυτές οι αρχές πέφτουν σε απλή αμφισβήτηση στις αρχές του 21ου αιώνα και ως αποτέλεσμα κοινωνιολογικά εμπνευσμένοι εγκληματολόγοι βρίσκονται να εργάζονται σε έναν ασταθή, ανασφαλή επιστημονικό κλάδο. Υπογραμμισμένη σε πολλά κεφάλαια των δύο τελευταίων μερών αυτού του αναγνώσματος είναι η άποψη ότι οι τωρινές συνθήκες θέτουν δοκιμασίες άνευ προηγουμένου στους εγκληματολόγους που έχουν ως προνόμιο ‘το κοινωνικό’ για τη γραμμή αφετηρίας τους. 
   Πρώτον, υπάρχει η ανάγκη ‘του κοινωνικού’ για τους εγκληματολόγους ώστε να εμπλακούν σε αυτό που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως υψηλής ευκρίνειας ανάλυση. Μία γενική συναίνεση στις κοινωνικές επιστήμες δηλώνει ότι είμαστε στη μέση μιας πρωτοφανούς παγκόσμιας μεταβολής ορισμένης με διαφορετικούς τρόπους: μετα-νεωτερικότητα· πρόσφατη νεωτερικότητα· μετα-φορντισμός· αποδιοργανωμένος καπιταλισμός· υπερσυμπιεσμένος καπιταλισμός· εποχή της πληροφορίας· κοινωνία του ρίσκου· κοινωνία της αγοράς· κοινωνία του διαδικτύου· κοινωνία της κατανάλωσης κλπ. Πιο πρόσφατα, ενημερωθήκαμε για την ανάγκη να σκεφθούμε τη φύση της νέας πλανητικής (δια)ταραχής που θα αναδυθεί από το αποτέλεσμα των επιθέσεων στη Νέα Υόρκη και την Ουάσινγκτον στις 11 Σεπτεμβρίου 2001. Αυτές οι μετατοπίσεις διαμορφώνουν την εργασία όλων των κοινωνικών επιστημών. Όμως, ένα σημαντικό κομμάτι της εγκληματολογίας φαίνεται να πιάστηκε ανενημέρωτο της πνευματικής αναγκαιότητας να βγάζει νόημα αυτό που συμβαίνει, για ποιο λόγο και με ποιες συνέπειες. Σύμφωνα με πολλές εκτιμήσεις, η εγκληματολογία πρέπει ακόμα να αντιμετωπίσει την πιθανότητα ότι αντιλήψεις όπως ο κατακερματισμός, η διαφορά, η πλειοψηφία και η συγκυρία διαταράσσουν ριζικά τις καθιερωμένες μοντερνιστικές κατηγορίες, υποθέσεις και μοντέλα που την υπηρετούσαν τόσο καλά. Για την κοινωνιολογικά εμπνευσμένη εγκληματολογία η ίδια η ιδέα ‘του κοινωνικού’ τέθηκε υπό σοβαρή αμφισβήτηση. Μέχρι σήμερα, κοινωνιολόγοι του εγκλήματος μόχθησαν να καταστήσουν σαφή τα οράματα αυτού του ‘μετα-κοινωνικού’ κόσμου. Μερικοί φαίνονται να αναλώνονται είτε στην βαριεστημένη άρνηση ότι συμβαίνει κάτι σημαντικό ενώ άλλοι εύχονται να έχουν καταλυτικό ρόλο στην έκδοση των αδικοφορτωμένων διακηρύξεων για τη ‘σκοτεινή’ εγκληματογενή πλευρά των αλλαγών. Υπάρχει μία αναπτυσσόμενη κοινωνική δημοκρατική εγκληματολογική λογοτεχνία επιφορτισμένη με νοσταλγία που είναι γεμάτη με εικόνες του ταραχώδους, τεμαχισμένου, διαλυμένου μη κυβερνόντος ‘κοινωνικού’. Οι εγκληματολόγοι έχουν εμπλακεί στο σχετικά εύκολο κομμάτι της αφήγησης των νέων επιπέδων και μορφών της ανασφάλειας και του ρίσκου καθώς και της επισήμανσης νέων τρόπων μαλακής παρακολούθησης και σκληρού ελέγχου. Αυτό που δεν έχουμε – τουλάχιστον προς το παρόν – είναι η εγκληματολογική φαντασία που μας παρέχει με περισσότερο υπαινιγμό, εναρμονισμένη κατανόηση της ανοιχτής σε περιεχόμενο, πολυδιάστατης ‘αναδημιουργίας του κοινωνικού’ που συμβαίνει στο παρόν. Αυτό θα απαιτεί από τους εγκληματολόγους να ξεπεράσουν την αυθόρμητη καχυποψία τους ως προς τις θεωρητικές εξελίξεις που προέρχονται ‘εξωτερικά’ του κλάδου και πράγματι να ‘διπλωθούν’ όσο άβολα κι αν είναι μέσα σε αυτήν την φιλολογική αντιπαράθεση.
   Κατά δεύτερον, είμαστε μάρτυρες της τελευταίας  και ίσως της πιο σημαντικής  ανασύστασης της εγκληματολογίας ως μιας αυτοαποκαλούμενης κυβερνητικής πρακτικής. Η ηγεμονία της κοινωνιολογίας πάνω στην εγκληματολογία δοκιμάστηκε από την απαίτηση μίας πρακτικής εγκληματολογίας που παράγει ‘στηριζόμενη σε στοιχεία’ πολιτική και πρακτική. Απέναντι σε μια ποικιλία αρμοδιοτήτων, μπορούμε να παρατηρήσουμε την εδραίωση της παρουσίας ‘διοικητικής εγκληματολογίας’ της οποίας δηλωμένη εργασία είναι να γεφυρώσει το κενό μεταξύ της θεωρίας και της πρακτικής της εγκληματικής δικαιοσύνης ώστε να σχεδιαστεί το έγκλημα. Στους επαγγελματίες φαίνεται να βρίσκονται σε μια στρατηγική θέση για να μετατραπούν σε ‘επιστήμονες του εγκλήματος’. Αυτή η εξέλιξη αναγγέλλει την επανεμφάνιση αυτού που θα μπορούσε να περιγραφεί ως ‘αντικοινωνικές εγκληματολογίες’ οι οποίες: δέχονται τους κυρίαρχους ορισμούς για ‘το πρόβλημα του εγκλήματος’· είναι κατά τα φαινόμενα πρόθυμες να κυβερνούν σε κάθε στρατηγική που μπορεί να ελέγξει το έγκλημα· και επαναφέρουν στο προσκήνιο συνδέσμους με ένα νέο κύμα κοινωνιο-βιολόγων και γενετιστών. Χρειάζεται όχι μόνο να επιστήσουμε την προσοχή αλλά και να ερευνήσουμε πως οι ιδέες που είναι πιο στενά συνδεδεμένες με την διοικητική εγκληματολογία εμπλέκονται στην ανακατάταξη του κέντρου κυβερνητικών τεχνολογιών και πρακτικών απέναντι σε πολλές αρμοδιότητες.
   Κατά τρίτον, ως αποτέλεσμα της υπερπολιτικοποίησης του νόμου και της τάξης, και την αύξηση του δημόσιου φόβου και άγχους έχουμε παρατηρήσει αυτό που θα μπορούσε να περιγραφεί ως αρκετά ασταθής και απρόβλεπτη δημοκρατική, ή μάλλον ακριβέστερα, λαϊκιστική εγκληματολογική φαντασία. Ο πολλαπλασιασμός των δημόσιων και ιδιωτικών φόβων, ανησυχιών και φαντασιών μπορεί να προσεγγισθεί μέσω μιας ψυχοκοινωνικής εγκληματολογίας. Ταυτοχρόνως, όλως παραδόξως, στεκούμενη δίπλα σε αυτό που θα μπορούσαμε να ορίσουμε ως ‘σύμπλεγμα φόβου’ είναι μία διάσημη πολιτισμική εγκληματολογική φαντασία που συνίσταται από μία μάζα υπερπλασματικών και υπερπραγματικών αναπαραστάσεων ‘του μυαλού του εγκληματία’ και γοητεύεται από την εφαρμογή του νόμου και την εγκληματικότητα. Αντί να υιοθετούμε απλά μία ρεαλιστική στάση που παρουσιάζει τη ‘γοητεία’ ως την αντίθεση του ‘φόβου’ οφείλουμε να αναπτύξουμε μία προκλητική πολιτισμική εγκληματολογία που είναι ικανή να αναγνωρίσει και να εξερευνήσει την διασυνδεσιμότητα και την εγγύτητα αυτών των δύο θεμελιωδών εκδηλώσεων της ανθρώπινης/απάνθρωπης κατάστασης. Χρειάζεται επίσης να εξετάσουμε πως και γιατί οι συμβατικές εγκληματολογικές αντιλήψεις κινδυνεύουν να βρεθούν καταβεβλημένες από (α) εικόνες του εγκλήματος και του ελέγχου του αλιευμένες από μυθιστορήματα, περιοδικά, κινηματογραφικές ταινίες, τη μουσική, τον κυβερνοχώρο και την προσομοίωση παιχνιδιών υπολογιστή καθώς και από (β) νέα σκανδαλοθηρικών αναπαραστάσεων των μέσων μαζικής ενημέρωσης που μπορούν να παράγουν στροφές στις πολιτικές του νόμου και της τάξης.
   Δεν ισχυριζόμαστε ότι έχουμε μία ομόφωνα στηριζόμενη αντίληψη για το πώς θα ενσωματώσουμε αυτά τα ενδιαφέροντα στην κανονική ατζέντα της εγκληματολογίας. Το πρόβλημα για τους εγκληματολόγους είναι ότι ‘το έγκλημα’ σαν κοινωνικό γεγονός, κοινωνική κατασκευή και θέαμα των μέσων ενημέρωσης, γεμίζει την καθημερινή ζωή της σύγχρονης κοινωνίας. Οι χώροι κατασκευής του είναι ποικίλοι και πολλαπλασιάζονται, ‘ψηλά’ και ‘χαμηλά’, αλλόκοτα και στερεοτυπικά, συγκλονιστικά και συναρπαστικά, προσωρινά και μακροπρόθεσμα, απεγνωσμένα και εκμεταλλευτικά, βαθιά επιζήμια και πιθανόν προοδευτικά. Για να κατανοήσει την πολύπλοκη ποικιλία του κυρίου θέματος, η εγκληματολογία πρέπει να παραμείνει ένας πνευματικός χώρος που απορρίπτει μία θεωρητικά σωστή μορφή του εαυτού της. Όσον αφορά τη σπουδαιότητα, οφείλει να παράγει ενστικτώδεις αντιλήψεις και πρακτικές που είναι ικανές να συζητήσουν και να ακούσουν τα τοπικά, εθνικά και παγκόσμια ενδιαφέροντα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου