Ο κριτικός λόγος για το έγκλημα, την κοινωνική απόκλιση και τη διαχείρισή τους

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Δουφεξή-Καπλάνη, Έλλη-Μαρία. Ερμηνεία και απόδοση συλλογής άρθρων Criminological Perspectives (McLaughlin, Muncie και Hughes (2003), Δεύτερο μέρος: Εγκληματολογικές διαμορφώσεις και το πρόβλημα του εγκλήματος (αιτιότητα και ποινικοποίηση)




Δουφεξή-Καπλάνη, Έλλη-Μαρία. Ερμηνεία και απόδοση της συλλογής άρθρων Criminological Perspectives. Essential Readings (Eugene McLaughlin, John Muncie και Gordon Hughes (2η έκδοση, 2003, Sage  publications).


Δεύτερο  μέρος: Εγκληματολογικές διαμορφώσεις και το πρόβλημα του εγκλήματος (αιτιότητα και ποινικοποίηση)
 

Μέρος 1ο: Παρελθοντικός χρόνος: Εγκληματολογικές διαμορφώσεις

Εισαγωγή

   Αυτή η συλλογή δοκιμίων είναι σχεδιασμένη ώστε να εισαγάγει τον αναγνώστη στις πολυποίκιλες απαρχές της μελέτης του εγκλήματος και του νόμου. Περιλαμβάνει κάποιες από τις πλέον κλασσικές συνθέσεις για τη φύση και το πρόβλημα του εγκλήματος όπως εκφράζεται από φιλοσόφους του 18ου αιώνα, όπως ο Cesare Beccaria και ο Jeremy Bentham, από μαθηματικούς των αρχών του 19ου αιώνα όπως ο Adolphe Quetelet, ιατρούς στα τέλη του 19ου αιώνα όπως ο Cesare Lombroso και θεωρητικούς της κοινωνιολογίας όπως ο Emile Durkheim. Τα οκτώ κλασσικά αναγνώσματα που αναπαράγονται εδώ καλύπτουν μία περίοδο που εκτείνεται από το 1764 έως το 1916. Είναι μία περίοδος κατά την οποία σε πολλές από τις αντιπαραθέσεις, οι οποίες μας είναι πλέον οικείες, αναφορικά με τη λειτουργία του νόμου, τη φύση του εγκλήματος, τις αιτίες και την έκταση του φαινομένου είχε στην αρχή δοθεί πνευματική και κοινή έκφραση. Τα δοκίμια δεν είναι απλά θέμα ιστορικής περιέργειας. Το κάθε ένα, με διαφορετικούς τρόπους συνεχίζει να επηρεάζει σύγχρονες αντιλήψεις και διαμορφώσεις όσον αφορά το ‘πρόβλημα του εγκλήματος’.
   Είναι ίσως κάποιας σημασίας το γεγονός ότι οι απαρχές της σύγχρονης θεωρίας της εγκληματολογίας μπορούν να εντοπισθούν, όχι στη μελέτη του εγκλήματος και του εγκληματία, αλλά στους φιλοσόφους του Διαφωτισμού, ιδιαίτερα στη Γαλλία και την Ιταλία, αντανακλώμενες στη φύση και τη λειτουργία του ποινικού δικαίου. Το Περί Αδικημάτων και Ποινών (1764) του Beccaria ξεκίνησε ένα τότε αμφιλεγόμενο πρόγραμμα για την αναμόρφωση του ποινικού δικαίου. Κριτικός της βαρβαρότητας, της ανωμαλίας και της ad hoc φύσης της δικαιοσύνης του 18ου αιώνα, επεσήμανε ότι η κοινωνική τάξη βασίζεται στο νόμο, και όχι τόσο στη θρησκεία ή τη δεισιδαιμονία· ότι ο μηχανισμός της δικαιοσύνης είναι υπόλογος στην προγραμματισμένη διαδικασία· ότι οι πολιτικές επιβολής ποινών διαμορφώνονται ώστε να ‘ταιριάζουν στο έγκλημα’· και ότι η τιμωρία θα έπρεπε να είναι άμεση και συγκεκριμένη. Εκείνη την περίοδο, το έργο του Beccaria καταδικάστηκε για τον ακραίο ορθολογισμό του, αλλά μέσα στις προτάσεις του βρίσκονται οι καρποί των παρόντων πολιτικών στα περισσότερα δικαιϊκά συστήματα σε όλο τον κόσμο. Πάνω απ’ όλα, σήμερα αναγνωρίζεται ως ο πατέρας μιας κλασσικής σχολής εγκληματολογίας (όρος που ποτέ δεν χρησιμοποίησε ο ίδιος, αλλά περιγράφηκε κατ’ αυτόν τον τρόπο από μετέπειτα θεωρητικούς) χαρακτηριζόμενης από τα κύρια δόγματα του ορθολογισμού, την ελεύθερη βούληση και το κοινωνικό συμβόλαιο. Τα σχέδια για το ‘πανοπτικό’ παρουσιάστηκαν από τον Jeremy Bentham, τον ιδρυτή του αγγλικού ‘ωφελιμισμού’ ή του ‘φιλοσοφικού’ ριζοσπαστισμού. Η Νέα Φυλακή του Bentham σχεδιάστηκε για να εξασφαλίσει ότι ο κρατούμενος δε θα μπορούσε να ξέρει πότε παρακολουθείται. Η ορατότητα και η παρακολούθηση θα λειτουργούσαν σαν ένα λογικό οικονομικό εργαλείο πειθαρχίας και ελέγχου. Το έργο του Foucault εξηγεί λεπτομερώς τους ευρείς υπαινιγμούς της ωφελιμιστικής αποφασιστικότητας του Bentham να «αλέσει ειλικρινείς απατεώνες».
   Αντίθετα μια θετικιστική εγκληματολογία, η οποία αναδύθηκε από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα, καταπιάστηκε λιγότερο με το περιεχόμενο και την εφαρμογή του ποινικού δικαίου και περισσότερο με την εγκαθίδρυση των αιτιών της παραβίασής του. Το 1827 η γαλλική κυβέρνηση δημοσιοποίησε τους πρώτους εθνικούς στατιστικούς πίνακες αναφορικά με το έγκλημα, το ετήσιο Compte général. Μολονότι παραδεχόταν το χαμηλό όριο δυνατοτήτων τέτοιων στατιστικών όσον αφορά την αποκάλυψη της αληθινής έκτασης του εγκλήματος στην κοινωνία, ο Quetelet ανακάλυψε μια αξιοσημείωτη σταθερότητα στο καταγεγραμμένο έγκλημα στη Γαλλία μεταξύ των ετών 1826 και 1829. Υποστήριξε έτσι ότι, ακόμα κι αν τα άτομα έχουν ελεύθερη βούληση, η εγκληματική συμπεριφορά παρουσιάζεται να υπακούει στους ίδιους επιστημονικούς κανόνες που κυβερνούν τον φυσικό κόσμο. Παρατηρήθηκε η κανονικότητα κατά την οποία οι νεαροί άνδρες και οι χαμηλά ιστάμενοι στην εργασία τους είχαν μεγαλύτερη ροπή προς το έγκλημα. Οι δύο παράγοντες που ήταν πιο έντονα συνδεδεμένοι με την εγκληματικότητα ήταν η ηλικία και το φύλο, ενώ οι δείκτες των εγκλημάτων κατά της ιδιοκτησίας και κατά των προσώπων βρέθηκαν να κυμαίνονται ανάλογα με τις εποχές και την κατάσταση της οικονομίας. Ως αποτέλεσμα, ο Quetelet διαμόρφωσε την πλέον αξιοσημείωτη πρόταση ότι η εγκληματικότητα δεν είναι ελεύθερα επιλεγμένη ή ότι είναι ένα σημάδι ανθρώπινης αδυναμίας, αλλά ότι είναι ένα αναπόφευκτο και επακόλουθο γνώρισμα της κοινωνικής οργάνωσης. Ήταν, συνεπώς, η κοινωνία που προκαλούσε το έγκλημα.
   Μέχρι τη δεκαετία του 1870 το αντίκτυπο του θετικισμού στο δόγμα της ελεύθερης βούλησης υπογραμμίστηκε στο κύριο δοκίμιο του Lombroso Ο Εγκληματίας Άνθρωπος. Αφού μελέτησε ανατομία και παθολογία, ο Lombroso υποστήριξε ότι μια σημαντική μερίδα των εγκληματιών είχε κρανιακά και άλλα φυσιολογικά ελαττώματα που υποδήλωναν ότι γεννήθηκαν για να εγκληματήσουν και παρουσίαζαν ένα πισωγύρισμα στις πρωτόγονες μορφές της κοινωνικής εξέλιξης. Το συμπέρασμα που αναπαράχθηκε εδώ από το έργο του μαζί με τον συνεργάτη του William Ferrero εφαρμόζει αυτό το συλλογισμό ώστε να εγκαθιδρύσει έναν εγκληματικό τύπο στις γυναίκες. Παρ’ όλο που η γυναικεία εγκληματικότητα αυξάνεται με τις προόδους του πολιτισμού, οι περισσότερες γυναίκες θεωρούνται μη-εγκληματικές λόγω βιολογικών παραγόντων που τις προδιαθέτουν να είναι πιο συντηρητικές και κοινωνικά αποστασιοποιημένες. Τα φυσικά χαρακτηριστικά των γυναικείων εγκληματιών όμως, όπως των εκδιδομένων, μοιάζουν με αυτά των ανδρών εγκληματιών, και η εγκληματικότητά τους είναι συχνά πιο σκληρή, μοχθηρή και εκδικητική. Σε μία μοναδική, και ακολούθως αρκετά αμφιλεγόμενη, σειρά δηλώσεων ο Lombroso και ο Ferrero ισχυρίστηκαν ότι η γεννημένη εγκληματίας γυναίκα, όταν αποτελεί ολοκληρωμένο τύπο, είναι πιο τρομερή από τον άνδρα.
   Η επιμονή του Lombroso για την ακριβή και προσεκτική μέτρηση των φυσικών ανωμαλιών γνωστών εγκληματιών τον έχει, για πολλούς, καταστήσει πρώτο ‘επιστημονικό’ εγκληματολόγο. Και ενώ η συγκεκριμένη θεωρία του για την αιτιότητα του εγκλήματος θα έχανε τελικώς την φερεγγυότητά της λόγω του βάρους των αντεπιχειρημάτων, οι αρχές της Ιταλικής Σχολής του θετικισμού (της οποίας ο Lombroso εγκωμιαζόταν συνήθως ως ιδρυτής) θα ασκούσαν σταδιακά επιρροή όχι μόνο στους πνευματικούς κύκλους αλλά και στην ανάπτυξη λιγότερης ομοιομορφίας και περισσότερων ατομικά προσανατολισμένων μορφών ποινικής αντιμετώπισης. Μέχρι την αλλαγή του αιώνα, οι κλασικιστές και οι θετικιστές εμπλέκονταν σε μια σειρά σοβαρών διαπληκτισμών όσον αφορά τη φύση της ποινικής ευθύνης και τους στόχους της τιμωρίας. Το απόσπασμα από τη μία εκ των τριών διαλέξεων του Enrico Ferri στο Πανεπιστήμιο της Νάπολης το 1901 απεικονίζει ξεκάθαρα τις διαφορές μεταξύ αυτών των δύο σχολών της σκέψης και το συναισθηματικό βάθος με το οποίο οι εκπρόσωποι του θετικισμού επιθυμούν να παραδώσουν το μήνυμά τους. 
   Αντίθετα, τα αποσπάσματα των Bonger και Durkheim, παρόλο που μοιράζονται κάποια χαρακτηριστικά με τους θεμελιωτές του θετικισμού, σημειώνουν κάποια στροφή προς τις αρχές του Quetelet όσον αφορά την επιμονή ότι οι αιτίες του εγκλήματος βρίσκονται όχι στις ατομικές ανωμαλίες, αλλά στη φύση της οικονομικής κατάστασης και των κοινωνικών δομών. Ο Bonger ήταν ο πρώτος που εφήρμοσε στην έννοια του εγκλήματος τις εμπνευσμένες από τον Marx αντιλήψεις για την μάχη των τάξεων και την εκμετάλλευση των καπιταλιστών. Σε μία δηκτική επίθεση στις εγωιστικές και ανταγωνιστικές τάσεις του καπιταλισμού, ο Bonger ισχυρίστηκε ότι το μεγαλύτερο ποσοστό του εγκλήματος μπορεί να δικαιολογηθεί από μια έλλειψη κοινής ιδιοκτησίας της περιουσίας και από τις αποκτηνωμένες συνθήκες ύπαρξης που υπομένουν όλες οι τάξεις σε μία κοινωνία χαρακτηριζόμενη από απελευθερωμένες μορφές καπιταλιστικής ανταλλαγής και εκμετάλλευσης του μόχθου. Το έργο του Durkheim υιοθετεί, γενικά, μια λιγότερο κατά βάση συγκρουσιακή ανάλυση της κοινωνίας, προτιμώντας να εξετάσει την κοινωνική δομή ως πάνω από όλα χαρακτηριζόμενη από γενική συναίνεση ή από μια συλλογική συνείδηση. Ο Durkheim, ο οποίος επαινούνταν ως ο ιδρυτής μιας κοινωνιολογικής εγκληματολογίας, για ακόμη μία φορά παρατήρησε την κανονικότητα και τη σταθερότητα των τιμών του εγκλήματος σε συγκεκριμένες κοινωνίες, και επέμενε ότι κοινωνικά φαινόμενα (όπως το έγκλημα και ο νόμος) έχουν μια αντικειμενική υπόσταση ανεξαρτήτως του τρόπου με τον οποίο βιώνονται από τα άτομα. Αυτό οδήγησε στις πλέον διάσημες και διαρκώς αμφιλεγόμενες προτάσεις ότι το έγκλημα είναι φυσιολογικό, αναπόφευκτο και χρήσιμο στην κοινωνία. Το απόσπασμα που αναπαράχθηκε εδώ από το έργο του Οι Κανόνες της Κοινωνιολογικής Μεθόδου το 1895 σημειώνει μια επαναστατική αναχώρηση από τις τότε δεσπόζουσες αντιλήψεις της κλασσικής ελεύθερης βούλησης και από τις θετικιστικές ιδέες της ατομικής ανωμαλίας. Μάλλον το έγκλημα εκτελεί μια ζωτική λειτουργία ως προς την εγκαθίδρυση σαφών ηθικών ορίων και προετοιμάζει το έδαφος για την κοινωνική καινοτομία και αλλαγή.
   Η συνεισφορά του Kropotkin, αρχικά δημοσιευμένη το 1898, προσφέρει μια πιο οξεία κριτική του αστικού νόμου από μια αναρχική οπτική. Την περίοδο που αντηχεί περίπου εβδομήντα χρόνια μετά από κάποιους αντιτιθέμενους και κριτικούς εγκληματολόγους (Βλ. Μέρος 3ο και Μέρος 4ο), ο Kropotkin καταδικάζει πλήρως το ρόλο του νόμου στο να διευκολύνει τη συσσώρευση της περιουσίας στα χέρια των λίγων και στο να διαιωνίσει βαρβαρικές μορφές καταστολής και ελέγχου. Γι αυτόν οι αληθινοί εγκληματίες στην κοινωνία δεν είναι αυτοί οι ‘άτυχοι’ που εποικίζουν τις φυλακές, αλλά αυτές οι φιγούρες εξουσίας που, μέσω του σχηματισμού της ιδιοτέλειάς τους και της εφαρμογής του ποινικού νόμου, οδήγησαν αυτούς να είναι εκεί.













1.      Μέρος 2ο:Το πρόβλημα του Εγκλήματος Ι: Αιτιότητα

Εισαγωγή

   Παγκοσμίως, η έρευνα για τις αιτίες του εγκλήματος συνεχίζει να διαμορφώνει το υπόβαθρο των περισσότερων εγκληματολογικών ερευνών. Κριτική έχει ασκηθεί και στην εμμονή με την αιτιότητα από μια ποικιλία ριζοσπαστικών εγκληματολογιών που ενδιαφέρονται περισσότερο να αποκαλύψουν πώς το έγκλημα και ‘ο εγκληματίας’ διαμορφώνονται μέσα από διαδικασίες δημιουργίας και ενίσχυσης του νόμου (Βλ. Μέρος 3ο)∙ και πιο πρόσφατα έχει απορριφθεί ως μία άκαρπη και αποτυχημένη χρήση που αποσπά την προσοχή μακριά από τα πιο πιεστικά καθήκοντα της διαχείρισης του εγκλήματος, (Βλ. Μέρος 4ο και 5ο). Είναι κοινό για αυτούς τους εγκληματολόγους να ισχυρίζονται ότι έρευνες για την αιτιολογία του εγκλήματος θα πρέπει να παραπέμπονται στην κατάσταση της ιστορίας.
   Όμως, αυτή η επιλογή των αναγνωσμάτων θα αποδείξει ότι αυτή δεν είναι απαραίτητα η αλήθεια. Η επιλογή έγινε με βάση δύο βασικά κριτήρια. Πρώτον, να απεικονίζονται οι πολυποίκιλες σχολές της σκέψης που κάνουν λόγο της προσέγγισης των αιτιών του εγκλήματος, και δεύτερον, να αποδεικνύεται ότι κάθε μία από αυτές τις σχολές έχει διατηρήσει μια δυνατή σύγχρονη παρουσία. Για το λόγο αυτό, και όχι τόσο για να ανατυπώσουμε τις κλασσικές δηλώσεις για την αιτιότητα του εγκλήματος (όπως η ‘θεωρία της ανομίας’ του Merton ή η άποψη της Σχολής του Σικάγο όσον αφορά την ‘κοινωνική αποδιοργάνωση’, τη δεκαετία του 1930), επιλέξαμε να επικεντρωθούμε σε έναν κορμό θεωρητικού έργου που τονίζει μια αναθεωρημένη εκδοχή ή μια κριτική ανάπτυξη προηγούμενων θέσεων.
   Αν το έργο του Lombroso καθιέρωσε μια ανάγκη να εξετάζουμε τις βιολογικές βάσεις της εγκληματικότητας, τότε το απόσπασμα που αναπαράχθηκε εδώ από τους Mednick, Gabrielli και Hutchings αντιπροσωπεύει τη μοντέρνα και πιο εξεζητημένη εκδοχή της. Βασισμένοι σε μια λεπτομερή έρευνα για τα υιοθετημένα παιδιά, τους βιολογικούς και τους θετούς γονείς τους, ισχυρίζονται ότι κάποιοι γενετικοί και βιολογικοί παράγοντες μεταδίδονται μέσα από τις γενιές κάποιων οικογενειών και ότι αυτοί οι παράγοντες πρέπει να εμπλέκονται στην αιτιολογία της εγκληματικής συμπεριφοράς, έστω έως έναν βαθμό. Η επανάληψη του Eysenck και η ενδυνάμωση της θεωρίας που είχε διατυπώσει το 1964 ότι συγκεκριμένα γνωρίσματα της προσωπικότητας είναι πιθανόν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ροπή προς την αντικοινωνική συμπεριφορά, μοιράζεται κάποιες από αυτές τις ανησυχίες. Ωστόσο, ισχυριζόταν ότι μόνη η βιολογία είναι μία ανεπαρκής εξήγηση. Το έργο του Eysenck ενδιαφέρεται περισσότερο να αποκαλύψει το αντίκτυπο των αλληλοσχετίσεων μεταξύ γενετικών παραγόντων και διαδικασιών κοινωνικοποίησης. 
   Ενώ ο Mednick et al. και ο Eysenck συμπεριλαμβάνονται για να απεικονίσουν τη συνεχή επιρροή θεωριών που ασχολούνται με την ατομική βάση της εγκληματικότητας, τα παρακάτω αποσπάσματα μεριμνούν περισσότερο να εξερευνήσουν τη σχέση του γεωγραφικού μέρους και των οικονομικών παραγόντων. Ο Bottoms και ο Wiles προτείνουν ορισμένους τρόπους κατά τους οποίους μίκρο (άτομο) και μάκρο (κοινωνική δομή) επίπεδα ανάλυσης μπορούν να συνδυαστούν (μέσα από την υιοθέτηση της θεωρίας της δόμησης του Giddens) με σκοπό να φτάσουν σε μια επαρκέστερη κατανόηση της επίδρασης του χώρου/ του χρόνου/ της αίσθησης της τοποθεσίας σε συγκεκριμένους δείκτες του εγκλήματος.
   Αρκετή δημόσια συζήτηση για το έγκλημα πείθει περισσότερο με τα επιχειρήματα του Αμερικανού πολιτικού επιστήμονα Charles Murray. Υποστηρίζει έντονα ότι τα αυξανόμενα επίπεδα του εγκλήματος προκαλούνται από την επέκταση μιας κατώτατης κοινωνικής τάξης- ταυτισμένης πρωταρχικά με την παρανομία, τον κλονισμό της οικογένειας και την εξαρτημένη ευημερία. Κατά την άποψή του η επέκταση του εγκλήματος είναι άμεσα σχετιζόμενη με τον αυξανόμενο αριθμό των βαρβάρων νέων ανδρών που έχουν μεγαλώσει χωρίς τον εκπολιτισμένο θεσμό του γάμου και χωρίς την ηθική επίγνωση που επέρχεται μέσω των οικογενειακών υποχρεώσεων.
   Αν ο Murray εκπροσωπεί την πλευρά μιας σύγχρονης συντηρητικής ή ‘δεξιάς ρεαλιστικής’ εγκληματολογίας, το απόσπασμα των Lea και Young αντιπροσωπεύει μια πολιτική απάντηση από κάποια τμήματα της αριστεράς. Υποστηρίζοντας τον ‘αριστερό ρεαλισμό’, ισχυρίζονται ότι το κλειδί για τις αιτίες του εγκλήματος δεν είναι η απόλυτη στέρηση, ή η ανεργία, αλλά η σχετική απώλεια. Το έγκλημα προκύπτει όταν υπάρχει μια υπερβολή προσδοκιών όσον αφορά τις ευκαιρίες για την πραγματοποίησή τους. Το απόσπασμα, εδώ, από το Τι Μπορεί να Γίνει για το Νόμο και την Τάξη; διερευνά πώς η Αριστερά μπορεί να ανακτήσει κάποιες από τις πολιτικές πρωτοβουλίες σε θέματα του νόμου και της τάξης υιοθετώντας ένα μεσαίο έδαφος που ούτε υποστηρίζει ότι το έγκλημα προκαλείται από την εξαθλιωμένη φτώχεια, ούτε ότι είναι μια ελεύθερα επιλεγόμενη δραστηριότητα από το μέρος των κακόβουλων. Μάλλον πηγάζει από την οικονομική και πολιτική δυσαρέσκεια και την απουσία των οικονομικών και πολιτικών ευκαιριών.
   Στο επόμενο ανάγνωσμα οι Hirschi και Gottfredson παρουσιάζουν και υπερασπίζονται την εννοιολογική χρησιμότητα της θεωρίας τους για τον ‘αυτοέλεγχο’. Αυτό αντιπροσωπεύει μία αξιοσημείωτη εξέλιξη της αρχικής έκδοσης της θεωρίας του ελέγχου του Hirschi- η αντίληψη του κοινωνικού δεσμού- που μπορεί να εντοπισθεί στον Durkheim. Οι θεωρίες του κοινωνικού ελέγχου διατηρούν την άποψη ότι κάθε άτομο είναι δυνητικός παραβάτης του νόμου και ότι οι σύγχρονες κοινωνίες δημιουργούν πολλές ευκαιρίες για εγκληματικές/ αποκλίνουσες συμπεριφορές. Η κρίσιμη ερώτηση γίνεται: Γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν να συμμορφώνονται προς το νόμο; Η αρχική, αρκετά δοκιμασμένη, θέση του Hirschi υποστήριζε ότι οι νέοι που εμπλέκονται στην παραβατικότητα είναι απελευθερωμένοι από προσωπικούς δεσμούς, φιλοδοξίες και ηθικά πιστεύω που τους καθιστούν μία ύπαρξη που υπακούει στο νόμο. Οι νέοι άνθρωποι δεν εξαναγκάζονται σε έναν αποκλίνοντα τρόπο ζωής. Εμπλέκονται στην παραβατικότητα διότι είναι σχετικά ελεύθεροι από τους δεσμούς της συμβατικής κοινωνικής τάξης. Η περισσότερο ψυχολογικά προσανατολισμένη ‘γενική θεωρία για το έγκλημα’ των Hirschi και Gottfredson αναγνωρίζει τον αυτοέλεγχο και όχι τον κοινωνικό έλεγχο ως τη ρίζα της εγκληματικότητας και της συμμόρφωσης.
   Το απόσπασμα από το έργο του Katz Πειρασμοί και Απωθήσεις του Εγκλήματος αποφεύγει την αναφορά σε ατομικούς παράγοντες ή στην αιτιότητα της κοινωνικής δομής για χάρη της εξέτασης των κατά περίπτωση δέλεαρ που περιβάλλουν το έγκλημα. Αυτό το αρκετά αμφιλεγόμενο εγκληματολογικό κείμενο ερευνά (και αποκαλύπτει) αυτό που ορίζει ως μη αναγνωρισμένη ‘σαγηνευτική’, ‘αισθησιακά επιβλητική’ ζώσα εμπειρία της εγκληματικότητας- τι σημαίνει, τι αισθάνεται κανείς, πως ακούγεται, πως το γεύεται ή πως φαίνεται να διαπράττεις ένα έγκλημα είναι η ερώτηση που υποβάλλει. Έχοντας ασκηθεί κριτική από τη Δεξιά γιατί ασχολήθηκε υπερβολικά με την οπτική του εγκληματία και από την Αριστερά επειδή τίμησε ανεύθυνα την πλευρά της παθιασμένης αναζήτησης του εγκλήματος, είναι πιθανόν το επιχείρημα του Katz να παραμένει ισχυρό λόγω της επιμονής του ότι όλοι εμείς καταπιανόμαστε εύκολα με δραστηριότητες που σε άλλες εποχές και άλλους τόπους θα περιγράφαμε αβίαστα ως ‘εγκληματικές’. Και ο Felson απομακρύνεται από το παραδοσιακό επίκεντρο της εγκληματολογίας να αναγνωρίζει τους παράγοντες που ωθούν τα άτομα να διαπράξουν ένα έγκλημα. Απευθύνεται στην ‘άλλη πλευρά’ της αιτιότητας του εγκλήματος εξετάζοντας πώς η κοινωνία ενθαρρύνει ή εμποδίζει το έγκλημα στις τυπικές δραστηριότητες της καθημερινής ζωής. Η θεωρία της τακτικής δραστηριότητας είναι μια θεωρία της ευκαιρίας που εστιάζει στη σύγκλιση στο χώρο και στο χρόνο των στοιχείων που θεωρούνται απαραίτητα για να λάβει χώρα ένα έγκλημα: ένας υποκινούμενος δράστης∙ ένας κατάλληλος στόχος και η απουσία ενός ικανού φύλακα του εγκλήματος. Η ελκυστικότητα της θεωρίας της τακτικής δραστηριότητας για τα άτομα που αποφασίζουν για την κυβερνητική πολιτική είναι ότι, όπως και η πρόληψη του περιστασιακού εγκλήματος, υπόσχεται να μειώσει το έγκλημα μέσα από αλλαγές της κοινής συνείδησης στο φυσικό περιβάλλον και στις πτυχές της καθημερινής δραστηριότητας.
   Οι τελευταίες επιλογές από τις Klein και Segal είναι σχεδιασμένες να εισαγάγουν τον αναγνώστη σε ένα ακόμη πιο περίπλοκο φάσμα θεμάτων που καλλιεργούνται μέσα από ανακρίσεις για τη σχέση εγκλήματος και φύλου. Η Klein παρέχει ενδελεχή κριτική για πολλές από τις πρώιμες εγκληματολογίες όχι μόνο για την σχετική αμέλεια όσον αφορά τη γυναικεία εγκληματικότητα αλλά και για τις υποθέσεις τους σχετικά με την έμφυτη φύση των γυναικών. Έτσι, το γυναικείο έγκλημα έχει παραδοσιακά αναλυθεί σε όρους σεξουαλικότητας, βιολογικών ωθήσεων, κατωτερότητας, απάτης και νοητικής αστάθειας. Πάνω από όλα, πολλές από τις αντιλήψεις που εφαρμόζονται στο αντρικό έγκλημα, όπως αυτές που πηγάζουν από τον οικονομικό και κοινωνικό ντετερμινισμό, χωλαίνουν ιδιαίτερα σε ανάλυση για το γυναικείο έγκλημα. Παραδείγματος χάριν, οικονομικές παραβιάσεις όπως κλοπές από καταστήματα έχουν παραδοσιακά αποδοθεί ως διέξοδος της σεξουαλικής αναστάτωσης. Όταν η  Klein δημοσίευσε την κριτική της το 1973, το έργο των φεμινιστών σχετικά με το έγκλημα και την εγκληματικότητα βρισκόταν στις απαρχές του. Όπως περιγράφει σε έναν επίλογο, δημοσιευμένο περίπου είκοσι χρόνια μετά το αρχικό της έργο, το πεδίο αυτό είχε ακολούθως ανθίσει σε μία ποικιλία κατευθύνσεων (Βλ. επίσης Μέρος 6ο). Το απόσπασμα της Segal δεν είναι παρά μία από αυτές τις κατευθύνσεις. Διερευνά τους συσχετισμούς μεταξύ εγκλήματος (ειδικά βίαιου εγκλήματος) και αρρενωπότητας. Επειδή το μεγαλύτερο ποσοστό του εγκλήματος διαπράττεται από άνδρες και ακόμη περισσότερο παραμένει κρυμμένο στο σπίτι και την οικογενειακή σφαίρα, η Segal υποστηρίζει (σε αντίθεση με κάποιους άλλους φεμινιστές συγγραφείς) ότι οι πιο ευρείς αιτίες της ανδρικής συμπεριφοράς πρέπει να βρίσκονται στις κοινωνίες που κατασκευάζουν την ‘αρρενωπότητα’ σε όρους ετερόφυλης δύναμης. Αλλά ούτε η ‘βία’ ούτε η ‘αρρενωπότητα’ είναι μοναδικά φαινόμενα. Καλύτερα, η αρρενωπότητα μεσολαβεί μέσα από την τάξη, τη φυλή και το οικονομικό περιεχόμενο ώστε να παράγει μια κατάσταση κατά την οποία η αυξημένη βαρβαρότητα της δημόσιας ζωής αντικατοπτρίζεται σε μια βαναυσότητα στην ιδιωτική ζωή. Τότε το θέμα δεν είναι απλά μιας στοιχειώδους αρρενωπότητας.
   Συλλήβδην αυτά τα δοκίμια αποκαλύπτουν ότι ερωτήσεις για την αιτιολογία παραμένουν έντονα συζητήσιμες. Ωστόσο, το θέμα παραμένει κατά πόσο κάποια θεωρία είναι ικανή να παρέχει μια διεξοδική εξήγηση. Είναι πολύ πιθανόν συγκεκριμένες θεωρίες να παραμένουν καλύτερα τοποθετημένες στο να αναλύσουν συγκεκριμένες συμπεριφορές και κοινωνικά γεγονότα από τα οποία κάποια να προσδιορίζονται ως ‘έγκλημα’. Πολυάριθμες ‘γενικές θεωρίες’ για την αιτιότητα του εγκλήματος συνεχίζουν να είναι προχωρημένες και αναζητούν να ενσωματώσουν πολλές από τις ακριβείς προτάσεις που συγκεντρώνονται σε αυτά τα μεμονωμένα κεφάλαια. Αλλά, οτιδήποτε έχει αποκτηθεί σε μία γενικότητα έχει σίγουρα χαθεί σε έναν απελευθερωμένο πολυδιάστατο εκλεκτικισμό. Δεδομένης της εκτεταμένης φύσης του εγκλήματος, μπορεί καμία συγκεκριμένη ενθαρρυντική θεωρία να μην είναι απαραίτητη, ή να είναι πράγματι εφικτή. Το έγκλημα, όπως ισχυριζόταν ο Durkheim (Βλ. Μέρος 1ο), είναι όπως ένα κοινωνικό γεγονός. Μπορεί να μην χρειάζεται περαιτέρω ή λιγότερη εξήγηση από ό,τι θα χρειαζόταν κάποια άλλη δραστηριότητα της καθημερινής ζωής.



2.      Μέρος 3ο: Το πρόβλημα του εγκλήματος ΙΙ: Ποινικοποίηση

Εισαγωγή

   Αυτή η συλλογή δοκιμίων επιλέχθηκε ώστε να αντικατοπτρίζει τις παραμέτρους μιας ριζοσπαστικής/ κριτικής εγκληματολογίας που πρωταρχικά αναδύθηκε τη δεκαετία του 1960 στις ΗΠΑ και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μολονότι τα αναγνώσματα αποκαλύπτουν τη διαφορετική φύση ενός τέτοιου εγχειρήματος, όλα σημειώνουν μια επαναξιολόγηση του σκοπού και της λειτουργίας της εγκληματολογίας, ιδιαίτερα αναλαμβάνοντας να επεξεργασθούν την επιμονή του θετικισμού ενώ διαπιστώνουν επιστημονικά τις αιτίες του εγκλήματος. Εδώ το κύριο ενδιαφέρον βρίσκεται στις καθοριστικές ερωτήσεις- γιατί κάποιες συμπεριφορές και καταστάσεις έχουν ορισθεί ως εγκληματικές;- παρά σε ερωτήσεις που αφορούν το ατομικό κίνητρο. Συλλογικά, τα κείμενα επεξηγούν πώς η κεντρική προβληματική της εγκληματολογίας δεν είναι απλά η αιτιότητα του εγκλήματος, αλλά ο υπολογισμός ιδιαίτερων διαδικασιών ποινικοποίησης.
   Η δημοσίευση του έργου των Taylor, Walton και Young Η Νέα Εγκληματολογία το 1973 θεωρούνταν ως το εναρκτήριο σημείο για μια ριζοσπαστική εγκληματολογία στη Βρετανία. Το κείμενο παραμένει ισχυρό επειδή παρέχει μια σαρωτική κριτική στη μέχρι πρότινος αναντίρρητη κυριαρχία της παραδοσιακής εγκληματολογίας, στην οποία επικρατούσαν ψυχολόγοι, ψυχίατροι και ιατροδικαστές επιστήμονες. Αντί να εστιάσουν στην απατηλή έρευνα για τις ατομικές αιτίες του εγκλήματος, οι  Taylor, Walton και Young επεδίωξαν να διευκρινίσουν πώς το ‘έγκλημα’ ήταν κοινωνικά κατασκευασμένο μέσα από τη δύναμη και την ικανότητα των κρατικών ιδρυμάτων να καθορίζουν και να απονέμουν την εγκληματικότητα στους άλλους. Αυτή η διανοητική μετατόπιση άρχισε να απορρίπτει αντιλήψεις του ‘εγκλήματος ως συμπεριφορά’ και να προωθεί μία πιο κριτική σύλληψη του ‘εγκλήματος ως μια πολιτική διαδικασία’. Εν συνεχεία, ο στόχος ήταν να μετατρέψουν την εγκληματολογία από μια επιστήμη του κοινωνικού ελέγχου σε μία πάλη για κοινωνική δικαιοσύνη.
   Η Νέα Εγκληματολογία, ωστόσο, δεν αναδύθηκε σε ένα κοινωνικό και πνευματικό κενό. Η επίδρασή της βρίσκεται τόσο στην προσπάθειά της να συνθέσει διαφορετικές υπαρκτές θεωρητικές προοπτικές, όσο και στην επιθυμία της να καθιερώσει μια νέα εγκληματολογική ατζέντα. Συγκεκριμένα διατήρησε συνδέσμους με τη θεωρία της διαντίδρασης (και ερωτήσεις νοήματος και γνησιότητας), τη θεωρία της ετικέτας (και ερωτήσεις για τη δύναμη και τον κοινωνικό έλεγχο) και το Μαρξισμό (και ερωτήσεις για τις σχέσεις των τάξεων και την πολιτική οικονομία).
   Αυτό το μέρος, λοιπόν, ανοίγει με κείμενα από τους Αμερικανούς εγκληματολόγους Matza και Sykes, Becker και Chambliss που έχουν παράσχει κλασσικές εκφράσεις αυτών των τριών σημαντικών θεωρητικών πρόδρομων. Η συνεισφορά των Matza και Sykes όχι μόνο μας εφοδιάζει με μία κριτική του θετικισμού και της τάσης του να αποκτηνώνει παραβατικές συμπεριφορές, αλλά ακόμα αντιπαραθέτει ότι πολλές παραβατικές αξίες δεν είναι ιδιαίτερα διαφορετικές από αυτές που κρατούνται από την κυρίαρχη τάξη. Το έργο τους μας αναγκάζει να εκτιμήσουμε τους τρόπους με τους οποίους οι ίδιοι οι νέοι αντιλαμβάνονται και αιτιολογούν τις πράξεις τους. Το έργο του Becker υιοθετεί, επίσης, μία θέση αντι-θετικισμού υποστηρίζοντας ότι οι ορισμοί του εγκλήματος και της παραβατικότητας θα παραμένουν για πάντα προβληματικοί διότι η παραβατικότητα προκύπτει μόνο μέσα από την επιβολή των κοινωνικών κρίσεων στις συμπεριφορές των άλλων. Η παραβατικότητα δεν μπορεί ποτέ να είναι ένα απόλυτα γνωστό δεδομένο, επειδή είναι κατασκευασμένη μέσα από μια σειρά διενεργειών μεταξύ εκείνων που κατασκευάζουν τους κανόνες και εκείνων που τους παραβιάζουν. Η παραβατικότητα προκύπτει μόνο όταν μία συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα είναι ικανή να δημιουργήσει τους δικούς της κανόνες και να επιβάλλει την εφαρμογή τους στους άλλους. Η ιδέα ότι οι αιτίες της παραβατικότητας βρίσκονται στις διαδικασίες δημιουργίας του νόμου και του κοινωνικού ελέγχου έθεσε επιτυχώς τις βάσεις της επικρατούσας εγκληματολογίας. Ενώ η θεωρία της ετικέτας άνοιξε το δρόμο για αναλύσεις για το πώς η παραβατικότητα είχε ορισθεί και επεξεργασθεί, μια ανάλυση με Μαρξιστική βάση προώθησε την ιδέα ότι οι σχέσεις μεταξύ του ατόμου που καθορίζει και του ατόμου που καθορίζεται δεν είναι απλά υποκειμενικές συναντήσεις. Οι υπηρεσίες ελέγχου έχουν μία τοποθεσία σχετιζόμενη με ιδρύματα και λειτουργούν μέσα από συγκεκριμένες δομές δύναμης. Ο Chambliss ισχυρίζεται ότι οι διαδικασίες ποινικοποίησης βασίζονται όχι απλά στις σχέσεις δύναμης, αλλά στη δύναμη που πηγάζει από μια συγκεκριμένη τάξη και οικονομική θέση: κατ’ επέκταση προτείνει ότι οι πράξεις προσδιορίζονται ως εγκληματικές επειδή είναι στα ενδιαφέροντα μιας κυρίαρχης τάξης να τις ορίσει ως τέτοιες και ότι ο ποινικός νόμος έχει, κατά κύριο λόγο, σχεδιαστεί για να προστατεύει τα ενδιαφέροντα της κυρίαρχης τάξης.
   Κατά αυτούς τους τρόπους η μελέτη του εγκλήματος πολιτικοποιήθηκε επιτυχώς ως μέρος μιας πιο αναλυτικής κοινωνιολογίας του κράτους και της πολιτικής οικονομίας, κατά την οποία ερωτήσεις για τον πολιτικό και κοινωνικό έλεγχο προηγούνταν από τα συμπεριφοριστικά και σωφρονιστικά ζητήματα. Οι ορίζοντες της εγκληματολογίας διευρύνθηκαν, και σύμφωνα με αυτό η κύρια προβληματική δεν ήταν πια ο απλός υπολογισμός των ατομικών εγκληματικών πράξεων, αλλά να επιτευχθεί μια αποφασιστική κατανόηση της κοινωνικής τάξης και της δύναμης να ποινικοποιεί.
   Η πρωτοποριακή ατζέντα που καθιερώθηκε από τους Taylor, Walton και Young ευδοκίμησε αργότερα σε έναν αριθμό κατευθύνσεων. Το κείμενο του Box επεξηγεί πως οι υποθέσεις της ‘κοινής λογικής’ για το έγκλημα μπορούν να τεθούν επιτυχώς σε δοκιμασία από τη στιγμή που θα αναγνωρίσουμε την ευρύτατα διαδεδομένη φύση των εγκλημάτων κατά του ανθρώπου και κατά της ιδιοκτησίας η οποία εμπλέκεται με εταιρικούς λειτουργούς, παραγωγούς, κυβερνήσεις και υπηρεσίες κυβερνητικού ελέγχου. Η εξάπλωση μιας περιορισμένης εικόνας για ‘το πρόβλημα του εγκλήματος’ στο κοινό και στην πολιτική συζήτηση, αναφέρει, δεν είναι παρά ένας ακόμη τρόπος με τον οποίο διατηρείται ο κοινωνικός έλεγχος των απόρων και των αδυνάμων.
   Η συμβολή του Hall βρίσκεται στις απαρχές και στο αντίκτυπο μιας όλο και περισσότερο απολυταρχικής –ως προς το νόμο και την τάξη- κοινωνίας στη Βρετανία τη δεκαετία του 1970. Εδώ εντοπίζει το δείκτη του ‘εγκλήματος’ να διαδραματίζει έναν κρίσιμο ρόλο όχι μόνο όσον αφορά τη νομιμοποίηση περισσότερων δυνάμεων από τις υπηρεσίες ενίσχυσης του νόμου, αλλά και για να δικαιολογηθεί ο περιορισμός του κοινού, της ευημερίας και των δικαιωμάτων εργασίας καθώς και της ανάπτυξης μορφών πειθαρχίας στον κανονισμό σε όλες τις πτυχές της ζωής. Το τελικό αποτέλεσμα, προέβλεψε, θα ήταν η περαιτέρω ποινικοποίηση των κινήσεων διαμαρτυρίας και των αποκλινόντων τρόπων ζωής.
   Ο Scraton και ο Chadwick έθεσαν τις παραμέτρους για μια κριτική εγκληματολογία τη δεκαετία του 1990. Γνωρίζοντας τις προηγούμενες τάσεις να περιορισθεί το έγκλημα στον υλισμό των καπιταλιστικών οικονομιών, υποστηρίζουν ότι η πραγματική περιπλοκή των μεθόδων της δύναμης, η περιθωριοποίηση συγκεκριμένων ομάδων και η ποινικοποίηση μπορούν να κατανοηθούν μόνο με το να επαγρυπνούμε στο αντίκτυπο των τριών βασικών καθοριστικών πλαισίων της παραγωγής, αναπαραγωγής και νέας εκμετάλλευσης και να αλληλεπιδρούμε μεταξύ αυτών. Έτσι λοιπόν, μια κριτική ανάλυση του εγκλήματος και της ποινικής δικαιοσύνης πρέπει να τεκμηριωθεί με αναλύσεις της πατριαρχίας και του ρατσισμού όπως επίσης της τάξης και της οικονομικής παραγωγής.
   Η ανάλυση του Hall αντανακλάται σε ένα σημαντικό μέρος της λογοτεχνίας που αναφέρει λεπτομερώς πώς σε πολλές κοινωνίες το ‘έγκλημα’ έχει γίνει μια φυλετική συζήτηση. Σε κάποιες περιόδους, ‘η φυλή’ συνδυάζεται με άλλους σημαντικούς δείκτες του εγκλήματος όπως είναι ‘η φτωχογειτονιά’, ‘η κατώτατη κοινωνική τάξη’, ‘η μετανάστευση’ κλπ. Έχουμε συμπεριλάβει ένα σημαίνον άρθρο της Angela Y. Davis που εξετάζει τις συνέπειες της πολιτικής μετατόπισης της κυβέρνησης των Ηνωμένων Πολιτειών από την κοινωνική ευημερία σε λειτουργία ελέγχου του εγκλήματος. Υποστηρίζει ότι η εκμετάλλευση της μαζικής φυλάκισης για να ‘εξαφανισθούν’ οι προβληματικές ομάδες έχει μετατραπεί σε ‘μεγάλη επιχείρηση’. Αυτό που η Davis ορίζει ως ‘σύμπλεγμα βιομηχανικής φυλάκισης’ βασίζεται σε φυλετικές υποθέσεις εγκληματικότητας, φυλετικό φόβο του εγκλήματος και ρατσιστικές πρακτικές της ποινικής δικαιοσύνης. Μας κατευθύνει, ακόμη, και στο ρόλο που διαδραματίζει τώρα η επιχειρηματοποίηση του ελέγχου του εγκλήματος στην οικονομία των Ηνωμένων Εθνών. Για την Davis η μόνη προοδευτική πορεία δράσης είναι να κινητοποιήσουμε την κοινή γνώμη πίσω από μία ριζοσπαστική απολυταρχική εργασία.
   Η συλλογή από τον Hulsman οδηγεί την κριτική εγκληματολογία σε ακόμα μία κατεύθυνση. Και πάλι παρατηρώντας ότι οι αντιλήψεις για το έγκλημα βασίζονται καίρια σε συνθέσεις του ποινικού νόμου, αναφέρει ότι η ιδέα του εγκλήματος θα πρέπει να εγκαταλειφθεί μια για πάντα. Η ανάπτυξη μιας ριζοσπαστικής και κριτικής κατανόησης του εγκλήματος, της ποινικοποίησης και της ποινικής δικαιοσύνης παρεμποδίζεται συνεχώς από τη συνεχή επιστροφή σε μια κρατικά-κατασκευασμένη κατηγορία ως την κύρια εμπειρική αναφορά. Καλύτερα προτείνει την ανάπτυξη εναλλακτικών εννοιολογικών εργαλείων -‘μπελάδες’, ‘προβλήματα’- που μπορούν να αναγνωρισθούν και να αντιδρούν χωρίς την προσφυγή στις επίσημες, περιορισμένες και δύσκαμπτες διαδικασίες της ποινικής δικαιοσύνης.
   Το τελευταίο κείμενο είναι η σάλπιγγα του Jock Young που καλεί για μια ‘ρεαλιστική αριστερά’ εγκληματολογία η οποία είναι ευρηματική, εξεζητημένη και πάνω από όλα σχετική με την πολιτική γραμμή. Η βασική ανάγκη για την ριζοσπαστική εγκληματολογία είναι ο αναπροσανατολισμός του εαυτού της ώστε να λάβει σοβαρά υπόψη το έγκλημα απευθύνοντας το πρόβλημα της συμβατικής εγκληματικότητας και δημιουργώντας αποτελεσματικές πολιτικές κοινωνικού ελέγχου. Με σκοπό να κάνει τον ‘ρεαλισμό’ θεμελιώδες μέρος, ο Young απορρίπτει σχεδόν κάθε διάσταση της ιδεαλιστικής πλασματικής ριζοσπαστικής εγκληματολογίας. 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου